Χριστούγεννα !! -Πάσχα!!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !!!!!!!!!

1) ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ...ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ ΣΟΥΡΕΛΗ
2) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ..ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
3) ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ
40 ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ
5) ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ
6) Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ
7) ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ
8) ΝΑ ΜΟΥΝ ΤΟΥ ΣΤΑΥΛΟΥ ΕΝ ΑΧΥΡΟ...ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
9) ΕΙΔΑ ΧΘΕΣ ΒΡΑΔΥ ΣΤ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ...ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ
10) ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ....ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
11) Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
12) ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ
13) ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ (ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ)
14) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (ΝΤΙΚΕΝΣ)
15) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
16) ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
17) ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
18) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ (ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΟΥΣΗ )
19) Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΕΛΑΤΟΥ
20) ΑΣΤΕΡΙ ΘΕΙΚΟ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
21) ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ
22) ΠΟΙΗΜΑΤΑ
23) ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΟ ΦΛΟΥΡΙ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
24) ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΜΙΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
25) Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
26) ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΚΟΣΜΟ
27) ΤΟ ΡΟΔΙ
28) ΑΚΑΚΙΑ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΜΟΥ
29) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΡΕΚΟΡ
30) ΤΟ ΠΕΝΗΝΤΑΡΙΚΟ
31) Η ΚΡΕΜΜΥΔΑ (ΕΘΙΜΟ)
32) ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗ
33) Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΤΑ
34) ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
35) ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
*******************************************************************
ΠΑΣΧΑ!!!!!!!!!!!!

1)ΤΟ ΠΑΣΧΑ
2) Ο ΛΑΖΑΡΟΣ
3) Η ΚΥΡΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
4)ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ
5) ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ
6) ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΥΓΑ
7) Ο ΛΑΖΑΡΟΣ







*******************************************************************
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Άλλοτε και τώρα…Χριστουγεννιάτικη ιστορία! Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη



Άλλοτε και τώρα…Χριστουγεννιάτικη ιστορία! (Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη)
Σαν ήμουνα παιδί ονειρευόμουνα, ξύπνια και κοιμισμένη, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ολόκληρη η χρονιά, νόμιζε κανένας είχε συμπτυχθεί το ενδιαφέρον σε εκείνο το μαγευτικό δεκαπενθήμερο των Χριστουγέννων και του Αγίου Βασιλείου.
Ο κόσμος δε ζούσε στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία. Ήταν ένας κόσμος που έβγαινε από πόλεμο, ζούσε ένα διχασμό, ήταν φτωχός, φοβισμένος, πεινασμένος.
Δεν ξέραμε τότε από γιορτές γενεθλίων, η ζαχαρένια τούρτα και τα κεράκια στη μέση ήταν άγνωστα σε μας. Τόπι και βέβαια παίζαμε στα δρομάκια που ήταν ήσυχα, νοικοκυρεμένα, με τις αυλές και τα δεντράκια, δεν περνούσαν παρά που και που αυτοκίνητα. Δεν κινδυνεύαμε λοιπόν. Παίζαμε βέβαια τόπι, αλλά το φτιάχναμε εμείς από παλιοκούρελα.
Το σφιχτοδέναμε με χοντρό σπάγγο και φάνταζε στα μάτια μας τόσο, που καμμιά μπάλλα δερμάτινη δεν φαντάζει στα μάτια των χορτασμένων μπουχτισμένων παιδιών του σήμερα.
Και βέβαια είχαμε κούκλες. Κούκλες, πάλι, από παλιόπανα. Κούκλες που κάποια γιαγιά μας είχε φτιάξει. Γιατί, θεέ μου, είχαμε τότε και γιαγιάδες! Γιαγιάδες που μας κανάκευαν, μας πρόσεχαν, μας έφτιαχναν φανταχτερά παιχνίδια και μας έλεγαν παραμύθια.
Και βέβαια εύκολο ήτανε με δυο καλάμια να κάνουμε τσιλίκι, με μια κιμωλία τριμμένη να φτιάξουμε τετράγωνα στον ίσιο δρόμο και να παίξουμε κουτσό, ένα σχοινί μπουγάδας βρισκότανε για να το στριφογυρίζουμε και να το πηδάμε.
Αυτά ήταν τα καθημερινά μας παιχνίδια. Γιατί ο αγαπημένος μας Άγιος των παιδιών, ο Άγιος ο μοναδικός Άγιος Βασίλης θα έφερνε το «έξτρα» να πούμε το ονειρεμένο, το φανταστικό, το δώρο το δικό του. Όταν βλέπαμε ένα κουρντιστό τραινάκι -πού τότε τα ηλεκτρονικά!- μια πολύχρωμη σβούρα, μια πραγματική κούκλα στο μεγάλο μαγαζί και θερμοπαρακαλούσαμε να μας τα αγοράσουν, έλεγαν οι μεγάλοι «Υπομονή, θα ‘ρθούνε οι γιορτές».
Αναστενάζαμε, μετρούσαμε τους μήνες, πόσοι μας μένουν μέχρι τότε.
Λοιπόν σαν ήμουν παιδί ονειρευόμουνα ξύπνια και κοιμισμένη τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Η ατμόσφαιρα στο σπίτι είχε τώρα αλλάξει. Ασπρίσματα, καθαρίσματα, γλυκά φτιαγμένα από τη μητέρα, κουραμπιέδες με το αμύγδαλο που σπάζαμε εμείς τα παιδιά, μελομακάρονα που μπροστά στα μάτια μας πέφταν στο πετιμέζι, μυρουδιές…
Μυρουδιές και αναμονή. Νηστεύαμε, δεν τρώγαμε από τα γλυκά που ετοιμάζονταν. Αναμονή και παραμύθι.
Γιατί η γιαγιά σαν παραμύθι μας μίλαγε για τα Χριστούγεννα.
Κι ήταν μια σκάλα. Κι επάνω στη σκάλα ανεβοκατέβαιναν Άγγελοι. Μεγάλοι Άγγελοι μ’ ασημένια φτερά, μικροί Άγγελοι, με μαλλιά σγουρά μεταξένια. Κοιτάζαμε το μικρό αδελφάκι μας, έτσι είχε τα μαλλιά του σγουρά και μεταξένια. Λες να ήταν ένας τοσοδούλης άγγελος. Και τρα-γουδούσανε και ψέλνανε οι Άγγελοι, συνέχιζε η γιαγιά καθώς πασπάλιζε με άχνη ζάχαρη τους κουραμπιέδες.
Τι ψέλνανε γιαγιά; ρωτούσαμε.
Το «επί γης ειρήνη», μας εξηγούσε η γιαγιά.
Δηλαδή ;
Να, πως έφερε ο μικρός Χριστούλης την ειρήνη στον κόσμο, εξηγούσε η γιαγιά.
Αυτή τη σκάλα των Αγγέλων ονειρευόμουνα, κι άκουγα ολοκάθαρα στ’ αυτιά μου το τραγούδι της ειρήνης που έλεγαν οι Άγγελοι.
Και το άλλο μας έλεγε η γιαγιά :
- Ο Άγιος Βασίλης δουλεύει όλη τη χρονιά με τους μαστόρους του. Νύχτα-μέρα δουλεύει. Φτιάχνει παιχνίδια για να τα δώσει στα παιδιά. Κι όταν κοντεύουν οι μέρες, τα φορτώνει στο έλκηθρο του, βάζει βαθιά-βαθιά το κόκκινο σκουφί του, φοράει τα μεγάλα και ζεστά του γάντια, τις μαύρες γούνινες μπότες του και ξεκινάει. Τάραντοι δώδεκα και δώδεκα κι άλλοι δώδεκα σέρνουν το βαρυφορτωμένο έλκηθρο του.
- Φτιάχνει και τη δική μου κούκλα ; Αυτή που θέλω, που περπατάει και μιλάει ; ρώτησα, θυμάμαι, μαγεμένη.
- Δεν ξέρω αν θα μιλάει ή θα περπατάει, μα σίγουρα σου ετοιμάζει την κούκλα σου, είπε με απόφαση στο τέλος.
Θυμάμαι και νοσταλγώ. Σήμερα δεν υπάρχουν πια γιαγιάδες αυτού του είδους. Οι γιαγιάδες δεν μένουν μαζί μας, είναι μοντέρνες γιαγιάδες, που δεν ξέρουν να μιλούν για τα Χριστούγεννα, για τον Άη Βασίλη.
Σε πολλά σπίτια δεν κάνουνε πια γλυκά. – Τι να τα κάνεις; Φασαρία είναι. Παίρνεις ένα-δυό κιλά απ’ το ζαχαροπλαστείο, ξεμπερδεύεις, στους δρόμους κυκλοφορούν πάρα πολλά αυτοκίνητα, τα παιδιά δεν παίζουν. Βουβά, βλέπουν τηλεόραση.
Τα φύλλα των εφημερίδων μιλούν για Χριστούγεννα, άδεια από Χριστό. Η τηλεόραση έχει χορευτικά σώου και ανόητα νούμερα. Τις γιορτινές μέρες δεν τις λένε καν χριστουγεννιάτικες. Η οικογένεια χωρίζει, δε σμίγει. Οι γονείς πάνε εκδρομή. Τα μεγάλα παιδιά πάνε σε «χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν».
Το λινό τραπεζομάντηλο που έστρωνε η μάνα μου αυτή τη μέρα μένει σαν αντίκα στο συρτάρι. Και η «ειρήνη», μια λέξη-καραμέλα, βρίσκεται ξεκομμένη από τον χορηγό της.
Σέρνεται στους δρόμους, γράφεται σε πλακάτ, γίνεται σύνθημα, γίνεται το «απολεσθέν» αντικείμενο, γίνεται η παραστρατημένη κόρη, η χωρίς γονιούς, το έκθετο. Και ο «ευρών αμοιφθήσεται!»
Και ο Άη Βασίλης ;
Εκείνος εξακολουθεί όλη τη χρονιά να φτιάχνει δώρα. Δώρα όμως περίεργα. Δηλαδή, αν κρίνεις από αυτά που γέμισαν την αγορά και τις βιτρίνες, ο Άγιος της αγάπης και της προσφοράς έγινε, ούτε λίγο ούτε πολύ, πολεμοκάπηλος.
Κατασκευάζει τάνκς, στρατιωτάκια, πυραύλους, πιστόλια. Τα πολεμικά παιχνίδια τα χρεώνουμε στον Άη Βασίλη κι αυτός θαρθεί το τελευταίο βράδυ του χρόνου, θα φιλήσει το κάθε παιδί και θα του ψιθυρίσει:
- Καλή χρονιά, παιδί μου! Η ατομική βόμβα που βλέπεις είναι δική σου.

Λοιπόν, σαν ήμουνα παιδί, ονειρευόμουνα, ξύπνια και κοιμισμένη, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Τώρα θέλω να κλείνω τα μάτια μου και να ονειρεύομαι πως έπαιζα με κείνη την πάνινη μπάλα μου, πως γύριζα για να δω το σωρό με τους άσπρους κουραμπιέδες, να μυρίσω τις ευωδιές που πλημμυρίζουν όλα τα μέρη του σπιτιού, ν’ ακούσω τη γιαγιά:
- Κι ήταν μια σκάλα. Μια χρυσή, ολόχρυση σκάλα. Κι επάνω της ανεβοκατέβαιναν Άγγελοι μ’ ασημένια φτερά.
Χριστούγεννα με Χριστό ποθώ τώρα να βρω μέσα στα όνειρα μου. Και τον Άη Βασίλη να ετοιμάζει για μένα μια κούκλα.
Να μη μιλά, να μην περπατά, δεν πειράζει. Μια κούκλα που θα χαμογελάει. Μια κούκλα χωρίς το κομμωτήριο της ή τον… φίλο της.
*****************************************************************************
2) Χριστούγεννα στη σπηλιά

του Φώτη Κόντογλου

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κι έπιασε κι έριχνε βελονιαστό χιονόνερο.
Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κι έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. Το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κι εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κι οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο παραγιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κι ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα - νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.
Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κι επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κι ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.
Θά 'τανε ώρα Εσπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα 'τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.
Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.
«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γιος του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κι η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά.
«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε να καθίσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια - Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κι επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας... Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!»
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαψούριζε το σκυλί κι έτρεμε σαν θερμιασμένο. «Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!». Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιακάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.
Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.
Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κι έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κι είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.
Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κι ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κι ήτανε από τη Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κι επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ' - Απόστολο με τον μούτσο. Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο...», φτάξατε κι εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
Στο μεταξύ ο πάτερ - Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καημένος, κι είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίζοντας τα χέρια του:
«Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κι έκανε τον σταυρό του.
Ο πάτερ - Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κι είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κι ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».
Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κι η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ύστερα ξυπνούσε κι έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».
*****************************************************************************
3) Τα Χριστούγεννα της κ. Νικολέτας

Όσο καθαρό κι αν είναι το σπίτι, θέλει ένα φρεσκάρισμα τέτοιες μέρες κόρη μου έτσι δεν είναι;
Ωχ!!Αυτό είναι σίγουρα ο πρόλογος μαμά είπε η Σόφη. Το ξέρω το κύριο θέμα : να βοηθήσω στο φρεσκάρισμα. Λυπάμαι ,μα το πρόγραμμά μου δε χωράει τίποτα.
Εννοια σου κόρη μου και δεν περίμενα από σένα να συμβάλεις σ' αυτό είπε η Νικολέτα στην κόρη της. Είπα στην κυρα-Βεατρίκη να μου δώσει ένα χεράκι.
Και θα' ρθει ρώτησε η Σόφη;
Ναι, συμφώνησε πρόθυμα και μου' πε πως θα' ρθει, να μείνω ήσυχη.
Μόνο που είναι εννιά η ώρα μαμά και κυρα- Βεατρίκη δε βλέπω.
Αυτό βλέπω και εγώ.
Κι ανησυχείς μαμά; Εγώ καλού κακού ,ας φεύγω. Δεν ξέρεις τι γίνεται.
Μόνη τώρα η κ. Νικολέτα μπαινοβγαίνει στην τραπεζαρία και προσπαθεί να τη βάλει σε τάξη. Κάθε τόσο κοιτάζει μια το ρολόι και μια το ξεσηκωμένο σπίτι και η ανησυχία της μεγαλώνει: «Σήμερα που έπρεπε να έρθει και λίγο πιο νωρίς, σήμερα η ευλογημένη βρέθηκε ν' αργήσει. Κι είναι χειμώνας ,βραδιάζει γρήγορα. Και όλο κοιτάζει το ρολόι και ανυπομονεί. Σιγά -σιγά οι απλοί συλλογισμοί άρχισαν να ξετυλίγονται, θα' λεγες φωναχτά με πίκρα και στενοχώρια.
Βέβαια, εμένα μ' έχει του χεριού της. Για να ήταν μεροκάματα της κυρίας εφοπλιστού. Από τις επτά θα πήγαινε.
Και με αυτήν την τελευταία σκέψη ,φούντωσε, άρπαξε ένα ξεσκονόπανο κι άρχισε να μπαινοβγαίνει στα δωμάτια εκνευρισμένη. Ξαφνικά το συνειδητοποίησε. Ο εκνευρισμός της το είχε παρακάνει Στάθηκε κι αναρωτήθηκε:
Τι μου συμβαίνει; Γιατί βρίσκομαι σ' αυτήν την έξαλλη κατάσταση; Επειδή καθυστερεί η Βεατρίκη; Ίσως κιόλας να μην έρθει. Είναι λόγος αυτός να χάσω την ψυχραιμία μου; Κύριε ελέησον ,χρονιάρες μέρες.
Κάνει το σταυρό της, ενώ συγχρόνως χτυπά η πόρτα και στ' άνοιγμά της παρουσιάζεται λαχανιασμένη η Βεατρίκη.
Καλημέρα κ. Νικολέτα. Να με συγχωρείτε. Δεν περίμενα ν' αργήσω τόσο. Είχα πάει την κόρη μου στο γιατρό, στο ΙΚΑ, γιατί είναι δυο μέρες τώρα, που γέμισε σπυριά, δεν ξέρω κι εγώ από τι. Παρόλο που είμαστε εκεί από τους πρώτους δεν κατάφερα να ξεμπερδέψω νωρίτερα.
Θεέ μου! Δε σκέφτομαι παρά μόνο τη δική μου δουλειά. Δε νοιάστηκα γι' αυτή την ταλαίπωρη γυναίκα, μήπως και τη βρήκε κανένα κακό και γι' αυτό αργοπόρησε σκέφτηκε η Νικολέτα. Ήμαρτον, Κύριε. κι έπιασε να βοηθάει τη Βεατρίκη, όσο μπορούσε, για να προχωρήσουν και να τελειώνουν. Εκεί πάνω στης δουλειάς τη φούρια, ξεχάστηκε πάλι. Της φάνηκε πως η Βεατρίκη δούλευε με πολύ αργό ρυθμό, πως δε θα προλάβαιναν τις προγραμματισμένες δουλειές, πως όπου να' ταν θα έφτανε κι ο άντρας της από τη δουλειά, πως κι αυτή η κόρη της, πως. πως. και φούντωσε πάλι.
Άντε ,βρε παιδάκι μου, και βραδιάσαμε. Πάρε τα χέρια σου πιο γρήγορα! Τι κακό είναι αυτό με σένα; Έχετε δίκιο, κ. Νικολέτα απάντησε η Βεατρίκη.. Ξέρετε, χθες σαπούνιζα τοίχους όλη μέρα σε κάποια κυρία, που ξενοίκιασε ένα διαμέρισμά της. Ύστερα στο σπίτι με περίμεναν τα τέσσερα παιδιά μου. Και τι δεν ήθελαν. Σηκώθηκα από τις πέντε ,νύχτα ακόμη, για να τους αφήσω φαγητό. να πλύνω. να σιδερώσω τα στεγνά. Νιώθω τόσο βαριά τα χέρια μου. Έτσι είναι. Έχετε δίκιο. Όμως μην ανησυχείτε, όλα θα γίνουν.
Και τι με νοιάζει εμένα που σαπούνιζε τοίχους; Και με νοιάζει για τα τέσσερα παιδιά; Ας κάνει το λογαριασμό της. Δε μπορεί να έρχεται να δουλεύει και να είναι τα χέρια της βαριά σκέφτηκε απο μέσα της η Νικολέτα..

Ααα. σε παρακαλώ, Βεατρίκη. Αυτό να το ξανακάνεις. Το κηροπήγιο δε γυαλίζει. Δεν το βλέπεις; Τρίψε το λίγο ακόμα. Ασήμι είναι. Πρέπει ν' αστράφτει, χρονιάρες μέρες.
Θα το ξανατρίψω ,κ. Νικολέτα. μην ανησυχείτε.
Μα καθώς η κ. Νικολέτα δούλευε με φούρια, στην προσπάθειά της να προλάβει όλες τις δουλειές, το ξεσκονόπανο έφτασε στο εικονοστάσι. Στη μέση ο Εσταυρωμένος και γύρω του η Παναγία ,ο Ιωάννης, παραπέρα τα ασκητικά πρόσωπα των αγίων. Έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι. Τώρα πήρε το λόγο μέσα της ο άλλος άνθρωπος.
Θεέ μου, αυτή η γυναίκα σταυρώνεται με χίλιους τρόπους καθημερινά, για να φέρει βόλτα τις υποχρεώσεις της. Μου την έστειλες ,για να την ανακουφίσω με έναν καλό λόγο, να της ελαφρώσω το φορτίο, έστω και με την ανοχή μου. Και γω της μπήγω ένα καρφί ακόμα. Θεέ μου, συγχώρεσέ με για την κακότητα, τον εγωισμό ,την ασπλαχνία μου.
Και η δουλειά προχωρούσε.....Προχωρούσε και η ώρα. Σαν να έδειχνε πως κόντευαν να τελειώσουν. Ήταν στιγμές όμως που, πριν από τις δουλειές, κάτι έδειχνε πως είχαν τελειώσει τα αποθέματα της κ. Νικολέτας. Τα αποθέματα ανοχής κι αγάπης γι' αυτό το πλάσμα που ο Θεός της έστειλε εκείνη την ημέρα πλάι της. Έτσι πέρασε ,μ' ένα έντονο εσωτερικό αντιμίλημα όλη μέρα. Οι δουλειές είχαν τελειώσει και το καθετί φιγουράριζε καθαρό και γυαλισμένο στη θέση του, για να πάρει μέρος στη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση του σπιτιού.
Τελειώσαμε και σήμερα!
Και του χρόνου, να' μαστε καλά να τα ξαναφτιάξουμε κυρία Νικολέτα.
Βγάλε και τα σκουπίδια από την πίσω σκάλα, πλύσου κι έλα.
Πόσο να της δώσω; Πόσο;;
Όσο της δίνεις κάθε φορά απάντησε η φωνή μέσα της.
Ναι, αλλά κάθισε 2 ώρες περισσότερο σήμερα.
Ε, δεν πειράζει. άλλη φορά τη σχολάς νωρίτερα κι έτσι πατσίζετε της είπε πάλι η φωνή.
Ναι ,αλλά σήμερα είναι προπαραμονή Χριστουγέννων. Και σταμάτα πια! Α, μα δεν υποφέρεσαι.
Είπατε τίποτα κυρία;
Η Νικολέτα δαγκώνεται... Όχι, όχι. Τίποτα!
Θα δώσω ό,τι ταιριάζει στην περίπτωση σκέφτεται.
Αλλά μήπως θα έπρεπε να δώσεις και μερικά μελομακάρονα για τα παιδιά της ,μια και σου' δωσε ένα χεράκι να τα φτιάξεις ακούει μιά άλλη φωνή μέσα της;
Μα και βέβαια πρέπει να δώσω. Μέρες που είναι.
Κάνε τη δουλειά σου ακούει τον κακό εαυτό της να λέει. Μελομακάρονα! Κι ο πιο φτωχός έχει από δαύτα στο σπίτι του. Ύστερα, έχεις τόσους και τόσους συγγενείς που περιμένουν από τα φιλέματά σου. Μπορεί και να μη σε φτάσουν ,να μη σε φτάσουν!
Η Νικολέτα εξαγριώνεται.. Δε θα σου περάσει! Δε θα σου περάσει! Είπε στο μίζερο άνθρωπο που' κλείνει μέσα της και προχώρησε στο ταψί με τα φρεσκομελωμένα μελομακάρονα. Και να που το μάτι της πάλι, ξεχώριζε τα μικρότερα κομμάτια με το χέρι της δισταχτικό στο δόσιμο και μ' ένα τελευταίο ξέσπασμα ελευθερώθηκε: Μ' έσκασες σήμερα, μ' έσκασες!
Εγώ να πηγαίνω κυρία Νικολέτα. Θέλετε τίποτα άλλο; και λέγοντας αυτά Βγάζει από μια σακούλα ένα πακέτο
Τι είναι αυτό Βεατρίκη;
Τίποτα σπουδαίο. Να, μέσα σε όλες τις δουλειές, κάθισα το βράδυ κι έφτιαξα λίγες δίπλες, όπως το συνηθίζουμε τέτοιες μέρες στο χωριό μας.
Και τις έφερες σε μας;
Γιατί όχι; Εσείς μου δείχνετε τόση εμπιστοσύνη. Μου δίνετε όλο το χρόνο δουλειά μέσα στο σπίτι σας, λίγο το έχετε αυτό; Κι εγώ σκέφτηκα τέτοια μέρα, παραμονές Χριστούγεννα, είναι ό,τι πρέπει για να δείχνει την ευγνωμοσύνη του κανείς, όπου την χρωστάει. Έφτιαξα λίγες δίπλες για σας. Αυτό είναι όλο.
Η κ. Νικολέτα τα είχε χαμένα. Τα μάγουλά της είναι κατακόκκινα ,σαν να είχε φάει ένα δυνατό χαστούκι. Εκείνος ο μίζερος και μικρόψυχος άνθρωπος μέσα της είχε λουφάξει. Και δεν ήξερε ,αυτή η κυρία Νικολέτα πώς να φερθεί τούτη τη στιγμή, στον άνθρωπο της δούλεψής της.
Νικολέτα : Σ' ευχαριστώ, Βεατρίκη. Σ' ευχαριστώ της λέει αγκαλιάζοντας την. Σ' ευχαριστώ πολύ. Καλά Χριστούγεννα με τα παιδάκια σου. Κι αν σε πικραίνω πάνω στη δουλειά ,να με συγχωρείς ,σε παρακαλώ. Να με συγχωρείς. Είμαι στενόχωρος και μίζερος άνθρωπος. Πάρε να δοκιμάσεις και τα δικά μας μελομακάρονα. άλλωστε μαζί τα φτιάξαμε. Στάσου! Στάσου, να σου βάλω και λίγους κουραμπιέδες..

Μα δεν είναι ανάγκη κ Νικολέτα. Φτάνουν τα μελομακάρονα. Και τα αγαπούν τα παιδιά μου.
Αυτό είναι ο κόπος σου της λεει δίνοντας της ένα φακελλάκι. Κι αυτό ,για να πάρεις κανένα παιχνιδάκι στα παιδιά.
Πολλά, κ. Νικολέτα, πάρα πολλά. Μήπως δεν έπρεπε;
Χριστούγεννα, Βεατρίκη, Χριστούγεννα. Πάει να πει ,πάνω στη σκληρή και στενόχωρη καρδιά μας γεννιέται ο Χριστός και μας κάνει καινούριους ανθρώπους, ε Βεατρίκη; Απλόχωρους και μεγαλόκαρδους.
Την συνοδεύει ως την πόρτα και ξαναγυρίζει Τα είπε όλα γρήγορα γρήγορα κι έμοιαζε σαν ένας ξεροπόταμος που γέμισε ξαφνικά νερό και πλημμύρισε και δρόσισε τη φρυγμένη γη ένα γύρω. Άστραψε το πρόσωπο και έλαμψαν τα μάτια από ένα άλλο φως. Ένα φως που σου έφερνε αθέλητα στο νου τη λάμψη από το αστέρι της Βηθλεέμ.
Την επόμενη στιγμήμπαίνει η Σόφη φορτωμένη με ψώνια και δώρα. Σταματά ξαφνιασμένη στη μέση του δωματίου.
Μαμά, συμβαίνει τίποτα;
Βλέπεις να συμβαίνει κάτι κόρη μου;
Εσύ λάμπεις! Το σπίτι αστράφτει.
Το σπίτι αστράφτει ,Σόφη, κι εγώ λάμπω γιατί..
Γιατί;
Γιατί είναι Χριστούγεννα, παιδί μου.
Γιατί τα Χριστούγεννα ήρθαν πιο νωρίς φέτος. Αυτό δε θέλεις να πεις;
Πιο νωρίς. πιο αργά.. Δεν ξέρω. Ήρθαν μέσα μου όμως.
Μα αυτό είναι πολύ όμορφο, μαμά! Κάθισε να σου πω και τα δικά μου και θα δεις, ότι κι εγώ έπαθα τα ίδια. Έπαθα. λέξη που τη διάλεξα. Πήγα στη γιαγιά και τη βοήθησα. Άλλαξα στα μαγαζιά τη μπλούζα σου κι έτσι αύριο. Έριξα στο ταχυδρομείο κάρτες και γράμματα, ψώνισα από το μπακάλη ό,τι χρειαζόταν η γερόντισσα η επιστάτισσα. Είμαι γεμάτη και πληρωμένη για κάθε κόπο. Χαρτζιλίκι γερό, σου λέω!
Αυτά είναι Χριστούγεννα!
Αυτά είναι ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!·
*******************************************************************************
4) ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ.

Ήταν μια φορά σ' ένα δάσος τρία δέντρα. Το καθένα από αυτά είχε για τον εαυτό του έναν οραματισμό - μια προοπτική.
Το πρώτο επιθυμούσε να αξιωθεί να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο μπαούλο ξυλόγλυπτο όμορφα σκαλισμένο, που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός. Αυτό ήταν το όραμα του και η προοπτική του.

Το δεύτερο δένδρο ήθελε να αξιωνόταν να γίνει στα χέρια ενός καλού ναυπηγού ένα μεγάλο καράβι γερό σκαρί -όμορφο, μεγαλόπρεπο- που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα, που θα έκανε ταξίδια υψηλών προσώπων.

Το τρίτο δένδρο έλεγε ότι το μόνο που θα ήθελε ήταν να είχε γίνει το πιο ψηλό και πιο δυνατό δένδρο του δάσους έτσι ώστε οι άνθρωποι, που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου, να σκέπτονται τον Ουρανό και το Θεό.
Όμως πέρασαν τα χρόνια. Και τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως αλλιώς. Πήγαν υλοτόμοι. Και έκοψαν το πρώτο δένδρο. Και ενώ σχεδίαζε και ποθούσε να γίνει όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκαμε δοχείο για την τροφή των ζώων, παχνί για τα άχυρα των ζώων.
Το δεύτερο δένδρο, που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι για να μεταφέρει βασιλιάδες, έγινε ένα μικρό ψαροκάικο, που το 'χαν φτωχοί ψαράδες να ψαρεύουν.

Το τρίτο δένδρο, που ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους, το έκοψε κάποιος ξυλοκόπος και το έβαλε στην αποθήκη του. Περνούσαν χρόνια. Και τα δέντρα, απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων, ξέχασαν ακόμα και τα όνειρά τους. Όμως κάποια μέρα ένας άνδρας και μια γυναίκα ήλθαν στο στάβλο, που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα και εκεί η γυναίκα γέννησε ένα αγοράκι και το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δένδρο. Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία Θεοτόκος. Και απόθεσαν σ' εκείνο το ξύλινο παχνί, όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια, αλλά τον ίδιο το Θεό, που είχε γίνει άνθρωπος για μας. Έτσι αξιώθηκε αυτό το παχνί, η φάτνη, να δεχτεί μέσα της το θησαυρό των θησαυρών, τον ίδιο το Θεό. Στο μικρό ψαροκάικο -που είχε γίνει από το δεύτερο δένδρο- μετά από χρόνια μπήκαν κάτι ψαράδες. Ένας απ' αυτούς κουρασμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Είχαν ανοιχθεί στη θάλασσα. Και ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία. Και το ψαροκάικο δεν ήταν αρκετά δυνατό για να κρατήσει. Οι άλλοι τότε ξύπνησαν Εκείνον που κοιμόταν. Και Εκείνος τότε σηκώθηκε. Και διέταξε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα: «Σιώπα, πεφίμωσο». Και η θάλασσα ειρήνεψε αμέσως. Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του στη λίμνη Γεννησαρέτ.
Έτσι και το δεύτερο δένδρο, που είχε φιλοδοξήσει να γίνει μεγάλο πλοίο, που θα μετέφερε υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες, αξιώθηκε να μεταφέρει τον βασιλέα των βασιλέων, τον ίδιο το Χριστό με τους μαθητές Του! Και το τρίτο δένδρο, που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μια μέρα το πήραν και έκαναν ένα σταυρό. Και σ' αυτόν τον σταυρό σταύρωσαν το Χριστό. Έτσι το δένδρο αυτό έγινε πιο ψηλό απ΄ ό,τι είχε επιθυμήσει. Έφθασε στον ουρανό και στο Θεό! Έγινε, όπως λέμε σε ένα τροπάριο, "ουρανού Ισοστάσιο". Τελικά, το κάθε ένα από τα δένδρα της ιστορίας μας απέκτησε όχι μόνο αυτό που ήθελε και ποθούσε, αλλά ασυγκρίτως περισσότερα, όχι όμως με τον τρόπο που φανταζόταν και σχεδίαζε.
Η ιστορία αυτή μας λέει: δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού για μας. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε ποτέ, ότι εκείνο που μας ετοιμάζει ο Θεός, είναι πάντα προτιμότερο και ωφελιμότερο για μας. Εμείς πρέπει να κάνουμε όνειρα. Για το καλό. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε και ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως εμείς θα θέλαμε. Και ότι ο Θεός οικονομεί και γίνονται καλύτερα απ΄ ό,τι εμείς φανταζόμαστε
*****************************************************************************
5) Οι τρεις Μάγοι

Η ιστορία των Μάγων, όπως τη μάθαμε στα παιδικά μας χρόνια, ξεκινά πολλά χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού.

Τότε, ένας Πέρσης προφήτης, ο Βαλαάμ, είπε ότι: «Θα ανατείλει άστρο από τον Ιακώβ και θα παρουσιαστεί άνθρωπος από τον Ισραήλ, που θα συντρίψει τους εχθρούς Μωαβίτες».

Η προφητεία αυτή πέρασε από γενιά σε γενιά ως σημάδι για την γέννηση ενός μεγάλου Βασιλιά που θα εξουσιάσει όλες τις φυλές της γης.

Πολλά χρόνια πέρασαν και το «Άστρο της Βηθλεέμ» εμφανίστηκε στον ουρανό. Οι απόγονοι του Βαλαάμ το πρόσεξαν και κατάλαβαν ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Έτσι ξεκίνησε από τα βάθη της Ανατολής μια τριμελής αποστολή που θα μετέφερε δώρα στον νέο βασιλιά. Αυτοί ήταν οι γνωστοί μας τρεις Μάγοι, Μελχιόρ, ο Γκασπάρ και ο Βαλτάσαρ. Μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι και ακολουθώντας πάντα το φωτεινό αστέρι της Βηθλεέμ, φτάνουν στον στάβλο όπου βρίσκουν τον Ιησού, τον «Νέο Βασιλιά των Ιουδαίων», που μόλις είχε γεννηθεί.

Μόλις οι τρεις Μάγοι έφτασαν στο στάβλο, μπήκαν και είδαν το βρέφος σε μία φάτνη, δίπλα στους γονείς του, τη Μαρία και τον Ιωσήφ και υποκλίθηκαν μπροστά του σε ένδειξη σεβασμού, φέρνοντάς του ως δώρα χρυσάφι, σμύρνα και λιβάνι. Η Παναγία θέλοντας να ανταποδώσει τα δώρα των Μάγων, έδωσε στον καθένα από αυτούς ένα κομμάτι από τα σπάργανα του Ιησού.

Οι τρεις Μάγοι ήταν από τα πιο μυστήρια πρόσωπα του αρχαίου κόσμου. Σύμφωνα με μια εκδοχή, λέγεται ότι ο Γκασπάρ ερχόταν από την Ταρσό, ο Μελχιόρ από τη Βαβυλωνία και ο Βαλτάσαρ από την Αφρική. Τα δώρα που πρόσφεραν στο νεογέννητο Χριστό, δείχνουν ότι ήταν πλούσιοι άνθρωποι, ικανοί να εξοπλίσουν ένα στρατό για να τους συνοδέψει στο μακρινό ταξίδι τους. Αυτή την δυνατότητα σπάνια την είχαν απλοί άνθρωποι ακόμα κι αν ήταν σοφοί. Ο χρυσός ήταν και εξακολουθεί να είναι το πολυτιμότερο μέταλλο, ενώ το λιβάνι και τα σμύρνα ήταν τα ακριβότερα αρώματα εκείνης της εποχής. Μόνο βασιλείς μπορούσαν να προσφέρουν παρόμοια δώρα. Μάγοι; Σοφοί; Βασιλείς; Το μυστήριο παραμένει

Τα δώρα που προσέφεραν οι τρεις Μάγοι στον νεογέννητο Χριστό έχουν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Το χρυσάφι του Μελχιόρ συμβολίζει τη βασιλική καταγωγή του Χριστού, το λιβάνι του Βαλτάσαρ συμβολίζει τη θεϊκή Του καταγωγή και η σμύρνα του Γκασπάρ συμβολίζει τη θνητή Του καταγωγή.

Υπάρχει, όμως, και ένα μυστήριο σχετικό με τον αριθμό των Μάγων. Πόσοι ήταν τελικά; Η παράδοση αναφέρει άλλοτε δύο και άλλοτε περισσότερους. Τον αριθμό «τρεις» τον ανέφερε ο Πάπας Λέων τον 5ο αιώνα, ο οποίος, όπως και ο Ωριγένης, τον καθόρισε από τα τρία δώρα που προσφέρθηκαν στον Ιησού Χριστό, το χρυσό, το λιβάνι, και τη σμύρνα. Στις απεικονίσεις των Μάγων, ο Γκασπάρ, ο γεροντότερος και σχεδόν πάντοτε με γενειάδα, είναι ο πρώτος, ο Μελχιόρ, πάντα νέος και χωρίς γενειάδα, είναι δεύτερος, ενώ ο Βαλτάσαρ απεικονίζεται πάντα πολύ μελαχρινός ή μαύρος και έρχεται τρίτος κατά σειρά.

Ο Ματθαίος αναφέρει ότι όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, μάγοι από την Ανατολή κατέφθασαν στην Ιερουσαλήμ και ζητούσαν να μάθουν πού βρισκόταν ο νέος βασιλιάς για να τον προσκυνήσουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν αναφέρει πουθενά τον αριθμό και τα ονόματα των Μάγων. Η άφιξή τους θορύβησε τον βασιλιά Ηρώδη (73-4 π.Χ), ο οποίος συγκάλεσε τους αρχιερείς του για να πληροφορηθεί τον τόπο της γέννησης. Οι αρχιερείς γνώριζαν τη σωστή απάντηση και έτσι ο Ηρώδης έστειλε τους μάγους στη Βηθλεέμ με την εντολή να τον ενημερώσουν μόλις εντοπίσουν τον Ιησού, ώστε και ο ίδιος να υποβάλει τα σέβη του. Οι μάγοι προσκύνησαν το νεογέννητο, του προσέφεραν χρυσό, λίβανο και σμύρνα. Συγκεκριμένα στο εδάφιο 11 του δεύτερου κεφαλαίου γράφει: «και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.» Επέστρεψαν στον τόπο τους, αποφεύγοντας επιμελώς τον Ηρώδη, καθώς είχαν ειδοποιηθεί από όνειρο για τις μη αγαθές του προθέσεις. Ο Ηρώδης εξοργίστηκε από τον εμπαιγμό και διέταξε τη σφαγή των νηπίων ηλικίας έως δύο ετών. O Ιωσήφ, η Μαρία και ο Ιησούς είχαν ήδη διαφύγει στην Αίγυπτο.
*************************************************************************
6) Προστατευμένο ΠεριεχόμενοΗ ιστορία της «Άγιας Νύχτας»

Φραντς Γιόζεφ Γκρούμπερ
Η «Άγια Νύχτα» είναι ίσως το πιο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σ' όλο τον κόσμο. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι και άλλοι, το αναγνώρισαν ως ένα βαθιά θρησκευτικό τραγούδι, με μια παράξενη δύναμη που φτάνει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Κατά καιρούς, η πατρότητά του αποδόθηκε στον Μότσαρτ, στον Χάιντν ή στον Μπετόβεν.

Η αλήθεια είναι πως η «Άγια Νύχτα» δημιουργήθηκε από τους Γιόζεφ Μορ και Φραντς Γκρούμπερ, κι εψάλη για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818 στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο μικρό χωριό Όμπερντορφ της Αυστρίας.

Ο Μορ είχε γράψει τους στίχους δύο χρόνια νωρίτερα. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 ζήτησε από τον Γκρούμπερ να συνθέσει μία μελωδία για να συνοδεύσει το τραγούδι με την κιθάρα του. Σύμφωνα με την παράδοση, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, καθώς τα ποντίκια είχαν καταστρέψει κάποια εξαρτήματά του.

Η ιστορία αυτή ήταν γνωστή, ωστόσο επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα, το 1995, όταν ανακαλύφθηκε μία παρτιτούρα που ανήκε στον Μορ, με τον Γκρούμπερ να υπογράφει τη σύνθεση. Στίχοι και μουσικοί όμως φαίνεται να γράφτηκαν μαζί, το 1816.

Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η «Άγια Νύχτα» τραγουδήθηκε τα μεσάνυχτα εκείνων των Χριστουγέννων και μετά ξεχάστηκε. Το 1825 ένα επισκευαστής εκκλησιαστικών οργάνων ανακάλυψε την παρτιτούρα και «ξαναζωντάνεψε» το τραγούδι. Σήμερα, υπολογίζεται πως έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 300 γλώσσες.

http://www.youtube.com/watch?v=ncuB7WOVPUM

Οι ελληνικοί στίχοι

Άγια νύχτα, σε προσμένουν,
με χαρά οι Χριστιανοί
και με πίστη ανυμνούμε
το Θεό δοξολογούμε
μ' ένα στόμα, μια φωνή.
Ναι με μια φωνή.

Η ψυχή μας φτερουγίζει,
πέρα στ' άγια τα βουνά
όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
απ' τα ουράνια θεία μέλη
στον Σωτήρα «ωσαννά».
Ψάλλουν «ωσαννά».

Στης Βηθλεέμ ελάτε
όλοι στα βουνά τα ιερά
και μ' ευλάβεια μεγάλη
κει που άγιο φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι με μια χαρά.
Οι αγγλικοί στίχοι

Silent night Holy night
All is calm all is bright
Round yon virgin Mother and Child
Holy infant so tender and mild
Sleep in heavenly peace
Sleep in heavenly peace.

Silent night, holy night,
Shepherds quake at the sight.
Glories stream from heaven afar,
Heav'nly hosts sing Alleluia;
Christ the Savior is born;
Christ the Savior is born.

Silent night, holy night,
Son of God, love's pure light.
Radiant beams from Thy holy face,
With the dawn of redeeming grace,
Jesus, Lord, at Thy birth;
Jesus, Lord, at Thy birth.
*****************************************************************************
7) Το Ελληνικό Δωδεκαήμερο

Στο λαϊκό εορτολόγιο η περίοδος από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια ονομάζεται "Δωδεκάμερο". Τρεις μεγάλες γιορτές γιορτάζονται εκείνες τις μέρες. Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.
Σε όλο αυτό το διάστημα, σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, υπήρχαν διάφορα έθιμα που είχαν ως σκοπό τους να προαναγγείλουν τον ερχομό της άνοιξης, να εξασφαλίσουν για όλους την ευτυχία και να τονώσουν το αίσθημα της θρησκείας και της οικογένειας. Για να δώσουν το χαρμόσυνο μήνυμα ότι η φύση θα προχωρήσει από την περίοδο του χειμώνα και το σκοτάδι στο ανοιξιάτικο φως και τη βλάστηση, στόλιζαν κάθε γωνιά του σπιτιού τους με κλαδιά από μυρτιά, μυρσίνη, δάφνη και ελιά.
Τα τζάκια των σπιτιών, νύχτα-μέρα, είχαν αναμμένη τη φωτιά, για να μην πλησιάζουν οι Καλικάντζαροι, τα περίεργα ξωτικά, που πίστευαν πως κυκλοφορούσαν και πείραζαν τους ανθρώπους μια και τα "νερά ήταν αβάπτιστα", ο Χριστός, δηλαδή δεν είχε βαπτισθεί ακόμη.
Τα παιδιά έλεγαν κάλαντα με ευχές για τους νοικοκυραίους, ενώ οι νοικοκυρές έφτιαχαν γλυκίσματα.
Νυχτερινές ακολουθίες στην εκκλησία και οικογενειακές συγκεντρώσεις ενίσχυαν τους δεσμούς με τη θρησκεία και την οικογένεια.
****************************************************************************

8) Νά 'μουν του σταύλου έν' άχυρο....ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

Νά 'μουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.

Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι
κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.

Να μοσκοβοληθώ κι' εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

Νάμουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
Την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
****************************************************************************

9) Είδα χθές βράδυ στ’ όνειρό μου

Είδα χθές βράδυ στ’ όνειρό μου,
το νεογέννητο Χριστό,
τα βόδια επάνω Του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.

Το μέτωπό Του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη φτωχική,
άστραφτε πιό καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.

Στα πόδια Του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι έμοιαζε τ’ άστρο από ψηλά,
πως θα καθήσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.

Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι Άγγελοι εστεκόνταν,
κι έψελναν γύρω του «ωσαννά».

Μα κι από Αγγέλους κι από Μάγους,
δε ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάννας Του το στόμα,
και το ζεστό-ζεστό φιλί.
******************************************************************************
10) Ένας Θεός......ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
Και το κορμί μου γίνεται ναός.
Δεν είναι, ως πρώτα, Φάτνη ταπεινή,
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί.

Το μέτωπό μου φέγγει σαν αστέρι...
Στον θεόν, φανήτε ήρθεν η ώρα.
Απ΄τ΄άγνωστα και μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο θεό του τα πλούσια
δώρα.

Φέρτε του, Μάγοι -θεία βουλή το γράφει-
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι!
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!

Κι εσείς, πανάχραντοι θρόνοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου -στην κούνια του- σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία γέννα.

Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός.
Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
******************************************************************************
11) Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Τρέχοντας έφτασε στο κατώφλι ο νέος - Χρόνος, ενθουσιασμένος που οι άνθρωποι τον περιμένουν με λαχτάρα.

Εκεί στην είσοδο, λίγο πριν μπει, συναντά τον γέρο - Χρόνο που με κουρασμένα βήματα φεύγει από τη γη.

- Ε! γερο - Χρόνε! Σε βαρέθηκαν οι άνθρωποι και λένε αμάν και πότε θα φύγεις! Ενώ εμένα για δες; Με λαχτάρα περιμένουν να τους γεμίσω χαρά κι ευτυχία.

- Τον ίδιο ενθουσιασμό με σένα είχα κι εγώ όταν πριν 365 ημέρες έφτανα σε αυτό το κατώφλι. Όμως δεν ήξερα ούτε τις χαρές που μπορούσα να δώσω στους ανθρώπους, αλλά ούτε τις λύπες και τις συμφορές που θα τους έφερνα.

- Δεν ήσουνα ικανός να κάνεις πραγματικότητα τις ευχές των ανθρώπων ενώ εγώ έχω όλα εκείνα τα καλά για να τους χαρίσω το γέλιο και την ευτυχία. Για δες τους με τι ανυπομονησία με περιμένουν; Γιορτή κάνουν για τον ερχομό μου!

- Κι εγώ θαμπώθηκα όταν πέρασα αυτό το κατώφλι από τα λαμπερά φώτα και τα πυροτεχνήματα που πετούν κάθε τέτοια ημέρα όλοι εκείνοι που ζουν καλά. Όμως, δεν μπόρεσα να διακρίνω εκείνα τα φτωχικά σπίτια, που οι άνθρωποι δεν είχαν φως, που δεν είχαν να φάνε, γιατί συνηθίζουμε δυστυχώς, να βλέπουμε ότι λάμπει, ότι κάνει θόρυβο κι όχι όλα εκείνα που κρυμμένα, σκεπασμένα από το πέπλο της φτώχειας και της δυστυχίας δεν έχουν την δύναμη να κάνουν έστω μιαν ευχή.

- Μα τι μου λες τώρα γερο - Χρόνε; Για κοίτα τη γη! Λάμπει απ' άκρη σ' άκρη! Που βλέπεις την δυστυχία; Ασφαλώς και τα μάτια σου έχουν πρόβλημα γιατί δεν θέλω να σκεφτώ πως τα λες όλα αυτά για να μου χαλάσεις την γιορτή.

- Μας μένουν νεαρέ μου και στους δυό μας λίγα λεπτά τόσο για να φύγω εγώ όσο και για να περάσεις εσύ αυτό το κατώφλι. Θάθελες λοιπόν να σε πάω μια βόλτα στις γειτονιές εκείνες που τα δυνατά φώτα δεν σου επιτρέπουν να τις δεις τώρα;

- Πάμε γερο - Χρόνε αν και πιστεύω πως δεν έχεις τίποτα να μου δείξεις.

Πιάνοντας ο γερο - Χρόνος από το χέρι τον νέο Χρόνο πέταξαν σε μια περιοχή όπου χιλιάδες μαύροι άνθρωποι σκελετωμένοι, κρυμμένοι μέσα σε άθλια καταλύματα, προσπαθούσαν να ζεσταθούν αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο.

Πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη ο νέος Χρόνος, σκληροί άντρες αλλά κι αμούστακα παιδιά εισέβαλαν στην περιοχή και με τα όπλα τους άρχισαν να σκορπούν τον θάνατο σε μικρούς και μεγάλους, να βιάζουν μικρά κορίτσια και γυναίκες.

- Τι ...; τι γίνεται εδώ! Ποιοι τα κάνουν όλα αυτά! Πως υπάρχει τέτοια κακία! ψέλλισε ο νέος Χρόνος.

Ο γερο - Χρόνος δεν του απάντησε, τον έπιασε από το χέρι και τον πήγε πάνω σε ένα σαπιοκάραβο όπου εκατοντάδες εξαθλιωμένοι άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι στ' αμπάρια.

Το άγριο κύμα χτυπούσε αλύπητα το πλοίο και τα παγωμένα νερά της θάλασσας έμπαιναν στα αμπάρια απειλώντας να πνίξουν τους τρομοκρατημένους επιβάτες.

- Ποιοι είναι αυτοί; Γιατί ταξιδεύουν με αυτό το παλιοκάραβο κι όχι με εκείνο το ωραίο καράβι με τα πολλά φώτα και τις άνετες καμπίνες;

- Ψάχνουν να βρουν μια γωνιά, μια χώρα, στην οποία θα μπορέσουν να ζήσουν υποφερτά αυτοί και τα παιδιά τους. Τι λες νέε Χρόνε; Μπορείς εσύ να τους την δώσεις; Μπορείς να τους χαρίσει την ευτυχία που ζητούν;

Πριν απαντήσει ο νέος Χρόνος ο γέρο - Χρόνος τον πήρε και τον μετέφερε σε ένα κλειστό δωμάτιο εκεί όπου γυναίκες και παιδιά ήταν ριγμένοι στο πάτωμα.

Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μέσα μπήκε ένας άνδρας. Έπιασε ένα μικρό παιδί από το χέρι και το τράβηξε προς την πόρτα. Εκεί περίμενε ένας άνθρωπος που από την εμφάνισή του φαινότανε καθώς πρέπει.

- Αυτό είναι το εμπόρευμα. Νεφρά, καρδιά, μάτια κι ότι άλλο θέλεις τα έχει αυτό εδώ. Δώσε τα χρήματα και πάρ' το.

Ο νέος Χρόνος είχε μείνει άφωνος. Πριν προλάβει να συνέλθει ο άντρας ξαναμπήκε μέσα κι άρπαξε βίαια από τα μαλλιά μια γυναίκα. Την χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο και σε όλο το σώμα και της είπε να ακολουθήσει έναν άλλον άντρα που περίμενε απ' έξω για να του ικανοποιήσει κάθε του επιθυμία.

- Αν δεν του κάνεις ότι σου πει, θα σε σκοτώσω! την απείλησε.

Κι αυτή κλαίγοντας, με σκυμμένο κεφάλι, έφυγε. Δεν είχε κανέναν να την υπερασπιστεί. Ούτε ακόμα κι αυτόν τον κύριο που την περίμενε έξω από την πόρτα με τα μάτια γεμάτα πάθος.

- Γερο - Χρόνε, έτσι ζουν οι άνθρωποι; Ο ένας εκμεταλλεύεται τον άλλον;

Ο γερο - Χρόνος τον έπιασε πάλι από το χέρι και τον μετέφερε σε μια σκοτεινή γειτονιά.

Δεκάδες νέοι, ζωντανοί - νεκροί, κρατώντας μια σύριγγα στο χέρι, προσπαθούσαν να ταξιδέψουν στον μαγικό τους κόσμο, να ξεφύγουν έστω και μ' αυτόν τον τρόπο από την σκληρή ζωή.

Πιο πέρα ο έμπορος ναρκωτικών άρπαζε από το στήθος ενός νέου τον χρυσό σταυρό για να του δώσει την δόση του.

- Πάρ' την ρεμάλι! Ο σταυρός είναι η αμοιβή μου αφού δεν έχεις χρήματα!

- Βιάσου! είπε ο γέρο Χρόνος στον νέο Χρόνο. Πάμε και κάπου άλλου πριν φύγω!

Έφτασαν σε ένα πλούσιο σπίτι. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένοι πολύτιμοι πίνακες ενώ το παχύ χαλί σε έκανε να νοιώθεις πως περπατάς πάνω στα σύννεφα.

- Ευτυχώς! Με έφερες και σ' ένα σπίτι που οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, είπε ο νέος Χρόνος.

Μπήκαν σε ένα δωμάτιο όπου άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι πάνω από ένα κρεβάτι.

- Γιατρέ μου θα ζήσει το παιδί μου; ρώτησε κλαίγοντας μια γυναίκα.

- Δεν μπορώ να πω τίποτα κυρία μου. Μόνο ο Θεός ...;

- Γιατί να τύχει σε μένα αυτή η δυστυχία είπε κλαίγοντας η γυναίκα. Θα έδινα όλα μου τα πλούτη για να γίνει καλά το παιδί μου.

Ο γερο - Χρόνος έπιασε το χέρι του νέου Χρόνου λέγοντάς του:

- Πάμε τώρα στο τελευταίο μας σταθμό.

Έφτασαν σε μια φτωχογειτονιά όπου τα παιδιά, φορώντας παλιά ρούχα, έπαιζαν κυνηγητό.

Μπήκαν μέσα σε ένα από τα σπίτια. Η γυναίκα ήταν μπροστά από την κουζίνα ενώ ο άντρας καθότανε στο τραπέζι. Όλα ήταν φτωχικά, όμως ένοιωθες μια παράξενη ζεστασιά να σε πλημμυρίζει.

- Τι ετοιμάζεις γυναίκα για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι; είπε ο άντρας.

- Βράζω λίγο από το κριθαράκι που μας είχε μείνει. Ίσα - ίσα για να φάνε τα παιδιά. Θα βουτήξουν στο ζουμί μπαγιάτικο ψωμί και θα χορτάσουν. Αχ! πόσο τα λυπάμαι τα παιδιά μου! Τι μάνα είμαι εγώ που δεν έχω να τους πάρω ένα ρουχαλάκι, ένα παιχνίδι, να τους βάλω ένα πιάτο φαί!

- Μη στεναχωριέσαι γυναίκα. Ο καινούργιος χρόνος θα μας τα φέρει καλύτερα. Εξ άλλου γιατί στεναχωριέσαι; Έχουμε ο ένας τον άλλο, μ' αγαπάς και σ' αγαπάω, έχουμε την πιο όμορφη οικογένεια! Αυτή μας η ευτυχία είναι καλύτερη από όλα τα πλούτη του κόσμου.

Ο νέος Χρόνος κοιτούσε αμήχανος. Δεν μπορούσε να καταλάβει την ευτυχία αυτών των ανθρώπων.

- Τι λες νέε Χρόνε. Θα μπορέσεις να κάνεις αληθινά ευτυχισμένους όλους τους ανθρώπους; είπε κοιτώντας τον βλοσυρά ο γερο - Χρόνος.

- Δεν μπορώ να ξέρω. Είναι τόσα πολλά και διαφορετικά τα προβλήματα των ανθρώπων.

- Εγώ πάντως φεύγοντας σου εύχομαι να τα καταφέρεις. Να γίνεις ο Χρόνος της Ευτυχίας, της Υγείας, της Ειρήνης, της Αγάπης για όλους τους ανθρώπους της γης. Στο εύχομαι ολόψυχα.

Ο γέρο Χρόνος έφυγε αφήνοντας τον νέο Χρόνο στο κατώφλι.

Ο κόσμος τραγουδούσε: «Πάει ο παλιός ο Χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά ...;»

Ο νέος Χρόνος πέρασε το κατώφλι ...;
*********************************************************************************
12) Χριστουγεννιάτικο δέντρο

Παλαιότερα στην Ελλάδα, για τη Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση των σπιτιών χρησιμοποιούσαν κλαριά από δέντρα. Η χρήση τους συμβόλιζε το τέλος του χειμώνα, την αναβλάστηση και την καινούρια ζωή, γι αυτό και τα κλαριά έπρεπε να ειναι καταπράσινα και από φυτά αειθαλή. Η δάφνη και η λεμονιά, η κουμαριά και ο σκίνος, αλλά κυρίως η μυρτιά και η ελιά, έμπαιναν σε κάθε σπίτι.
Τα κλαριά στολίζονταν με φρούτα, ξηρούς καρπούς και νομίσματα, τυλιγμένα σε χρυσόχαρτα ή βαμμένα με χρυσομπογιά.
Στα νεότερα χρόνια οι πανηγυράδες όπως λέγονταν οι μικροπωλητές στα πανηγύρια, έκαναν στολίδια του δέντρου από χαρτί, από ζυμάρι και από γύψο. Ειδικά για τα γύψινα στολίδια χρησιμοποιύσαν γερμανικές σιδερένιες φόρμες για σοκολάτες και έφτιαχναν τα ζώα της φάτνης, αγιοβασίληδες κ.α., που τα χρωμάτιζαν με όμορφα χρώματα και τα πουλούσαν στους πάγκους τους, ανάμεσα στα παιχνίδια.
Στην Ελλάδα Χριστουγεννιάτικο έλατο στήθηκε για πρώτη φορά από τους Βαυαρούς στα ανάκτορα του βασιλιά Όθωνα, πρώτα στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα. Σιγά-σιγά, άρχισαν να διακοσμούνται με έλατα οι πλατείες στις μεγάλες πόλεις, τα μαγαζιά και τα σπίτια. Αστέρια, κεράκια, ζαχαρωτά και μικρά παιχνίδια στόλιζαν πια τα έλατα που πήραν τη θέση των κλαριών της μυρτιάς και της ελιάς.
********************************************************************************
13) Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν - Τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα (ΕΚΔΟΧΗ ΜΕ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ)

Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα. Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα. Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.

Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.

Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα. Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή. Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.

Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.

Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.

Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;

Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει. Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.

Τὸ κοριτσάκι προχώρησε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω ἀπὸ τὸν ἀναμμένο φανοστάτη. Ἀπὸ τὸ παράθυρο κάποιου σπιτιοῦ ἔβλεπε ἕνα δωμάτιο μὲ χριστουγεννιάτικες γιρλάντες καὶ στολίδια καὶ μία τρυφερὴ μανούλα νὰ ταΐζει μὲ στοργὴ καὶ ἀπέραντη ἀγάπη τὴν κορούλα της.

Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ. Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε. Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς. Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;

Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.

Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.

Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.

Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα. Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν. Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.

Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...

Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ ἀγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».

Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα. «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».

Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.
********************************************************************************
14) Τσὰρλς Ντίκενς – Χριστουγεννιάτικη ἱστορία

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ
Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.

«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».

«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.

«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.

Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.

Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.

«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.

«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.

«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.

«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».

Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.

Ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπογοητευμένοι, χωρὶς νὰ τὸν πιέσουν περισσότερο.

Νύχτωσε. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὸ γραφεῖο. Ὁ Σκροῦτζ φόρεσε τὸ παλτὸ καὶ τὸ καπέλο του καὶ πῆρε στὸ χέρι τὸ μπαστούνι του. Μὲ τὴ σειρά του, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἑτοιμάστηκε κι αὐτὸς νὰ φύγει.

«Ὑποθέτω ὅτι δὲν θέλεις νὰ δουλέψεις αὔριο», τοῦ εἶπε ὁ Σκροῦτζ μὲ δυσφορία. Ὁ Μπὸμπ κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι.

«Ἂ-ἂ-ἂν δὲ σᾶς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκροῦτζ», τραύλιζε ὁ καημένος ὁ Μπόμπ.

«Δὲ μοῦ ἀρέσει νὰ σὲ πληρώνω ὅταν δὲν ἐργάζεσαι», τὸν διέκοψε ὁ Σκροῦτζ. «Πάντως, μεθαύριο θὰ πιάσεις ἀπὸ νωρὶς δουλειά!».

Ὁ Μπὸμπ τὸν εὐχαρίστησε κι ἔτρεξε ἔξω νὰ βρεῖ κάτι παιδάκια ποὺ διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στὸν παγωμένο δρόμο.

Ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ Σκροῦτζ ἔφαγε, ὅπως συνήθως, μόνος του σὲ μιὰ γειτονικὴ ταβέρνα.

Ἔπειτα, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του. Τὸ κτίριο ὅπου ἔμενε βρισκόταν στὴν ἄκρη ἑνὸς στενοῦ καὶ σκοτεινοῦ δρόμου. Τὸ παλιὸ καὶ φθαρμένο διαμέρισμα ἀνῆκε κάποτε στὸ συνέταιρό του, τὸν Τζὰκ Μάρλεϊ.

Ὁ Σκροῦτζ ἔβγαλε τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ξεκλειδώσει τὴν ἐξώπορτα. Τὸ ρόπτρο, ἂν καὶ μεγάλο, δὲν εἶχε τίποτα τὸ ἰδιαίτερα ὄμορφο πάνω του. Κι ὅμως, ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἔμοιαζε λουσμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκοσμο φῶς. Ὁ Σκροῦτζ, πραξενεμένος, ἔσκυψε νὰ ἐξετάσει καλύτερα... καὶ τότε ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Μάρλεϊ νὰ τὸν κοιτάζει!.. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ὅμως ξανάγινε ἕνα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ὁ Σκροῦτζ μπῆκε στὸ διαμέρισμα, μαντάλωσε τὴν πόρτα πίσω του καὶ προχώρησε στὴ σάλα.

Στὴ συνέχεια, ἔβγαλε τὸ παλτό του, φόρεσε τὶς παντόφλες του καὶ κάθησε μπροστὰ στὸ τζάκι. Πάνω στὴ σχάρα τρεμόσβηναν λίγες ἀδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, ἀπ᾿ τὴ μεριὰ τῆς ἀποθήκης ἄκουσε νὰ σέρνονται βαριὲς ἁλυσίδες. Μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιὰ καί, αἰωρούμενη, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴ μέση του δωματίου. Τούτη τὴ φορὰ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀμφιβολία. Ἦταν τὸ φάντασμα τοῦ παλιοῦ συνεταίρου τοῦ Σκροῦτζ, ποὺ εἶχε πεθάνει ἀκριβῶς πρὶν ἑφτὰ χρόνια. Ὁ γέρος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του.

«Ποιὸς εἶσαι;» ψιθύρισε.

«Ποιὸς ἤμουν!» τὸν διόρθωσε τὸ φάντασμα. «Ἤμουν ὁ Τζὰκ Μάρλεϊ, ὁ συνέταιρός σου. Δὲ μὲ θυμᾶσαι;».

Τὸ φάντασμα τοῦ Μάρλεϊ κάθησε στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ κόντευε νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸ φόβο του, τὸν ρώτησε ἱκετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».

«Βλέπεις αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες;» τὸν ρώτησε τὸ φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους ἀντιπροσωπεύει καὶ μία ἄσχημη κουβέντα τῆς ζωῆς μου. Ὅσο γιὰ τὰ βαριὰ χρηματοκιβώτια ποὺ σέρνω; Εἶναι τὰ πλούτη ποὺ συγκέντρωσα καὶ δὲν τὰ χρησιμοποίησα σωστά. Ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ τὰ σκεφτεῖς σοβαρὰ καὶ νὰ δεῖς καὶ τὴ δική σου ζωὴ ἀλλιῶς, Σκροῦτζ!». Τὸ φάντασμα σώπασε γιὰ λίγο κι ὕστερα συνέχισε:

«Ἦρθα νὰ σὲ προειδοποιήσω. Ἔχεις ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὴ δική μου μοίρα, θὰ ἔρθουν τρία πνεύματα. Τὸ πρῶτο θὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ ἀπόψε, στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ δεύτερο αὔριο, τὴν ἴδια ὥρα. Καὶ τὸ τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει τὸ ρολόι δώδεκα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία σου ἐλπίδα!..».

Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μάρλεϊ ξαναέφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα φαντάσματα ποὺ περιπλανιοῦνται ἀσταμάτητα στὶς ὁμίχλες τῆς αἰωνιότητας. Ἐξαντλημένος ὁ Σκροῦτζ, ἔπεσε χωρὶς νὰ γδυθεῖ στὸ κρεβάτι του κι ἀποκοιμήθηκε ἀμέσως.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Ἦταν ἀκόμη σκοτάδι ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ. Νόμισε πὼς τὸ ρολόι εἶχε σταματήσει, θυμόταν ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ μετὰ τὶς δυό. Τὸ ρολόι χτύπησε μία ἀκριβῶς.

Ἀμέσως, μιὰ λάμψη δυνατὴ πλημμύρισε τὴν κρεβατοκάμαρα. Ὁ Σκροῦτζ ἀνασηκώθηκε καὶ τότε εἶδε ἐμπρός του μιὰ περίεργη ὀπτασία. Εἶχε τὸ ἀνάστημα, τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ τὰ μαλλιά της ἦταν ὁλόλευκα ὅπως ἑνὸς γέρου. Ἀπὸ τὸν ὦμο, πάνω ἀπὸ τὸ λευκό, κοντὸ χιτώνιό της, κρεμόταν μιὰ γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο τοῦ χειμῶνα.

«Μὴ φοβᾶσαι», τοῦ εἶπε ἡ ὀπτασία. «Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρελθόντος κι ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω».

Πῆρε τὸν Σκροῦτζ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ παράθυρο.

Ὁ Σκροῦτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸν ἐνθάρρυνε νὰ πετάξει μαζί του πάνω ἀπὸ στέγες καὶ ἀγρούς. Κι ἦταν πρωὶ ὅταν ἔφτασαν σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη.

«Μά, ἐδῶ πέρασα τὰ παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ὁ Σκροῦτζ.

«Ἔ, τότε, θὰ ξέρεις τὸ δρόμο γιὰ νὰ ἔρθεις ἐδῶ», τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα.

«θὰ μποροῦσα νὰ τὸν βρῶ μὲ κλειστὰ μάτια», ἀπάντησε ἐκεῖνος.

«Κι ὅμως, δείχνεις σὰν νὰ ἔχεις ξεχάσει ἀκόμη καὶ τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ τόπου», παρατήρησε αὐστηρὰ τὸ Πνεῦμα.

Ὕστερα βάδισαν πάνω στὸ χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Ἀγρότες μὲ τὶς ἅμαξες, παιδιὰ μὲ τ᾿ ἀλογάκια τους. Ὁ Σκροῦτζ τοὺς θυμόταν ὅλους. Τοὺς φώναξε μάλιστα μὲ τὰ ὀνόματά τους. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀπάντησε!

«Εἶναι μόνο σκιές», τοῦ ἐξήγησε τὸ Πνεῦμα, «δὲν μᾶς βλέπουν».

Ὁ Σκροῦτζ χάρηκε πολὺ ποὺ ξαναεῖδε φίλους καὶ γνωστοὺς ἀπὸ τὰ νιᾶτα του. Καὶ τούτη ἡ χαρὰ ἦταν πρωτόγνωρη γι᾿ αὐτόν. Σὲ λίγο, οἱ δυὸ ταξιδιῶτες ἔφτασαν σ᾿ ἕνα χωριουδάκι. Μπῆκαν σ᾿ ἕνα μεγάλο κτίριο χτισμένο ἀπὸ τοῦβλα. Στὸ ἐσωτερικὸ ἀντίκρισαν σειρὲς θρανία. Ἦταν σχολεῖο μὲ οἰκότροφους μαθητές, ποὺ σπούδαζαν μακριὰ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους.

Σὲ κάποιο θρανίο, ἕνα μοναχικὸ ἀγόρι, καθόταν καὶ διάβαζε. Κατὰ τρόπο μαγικό, οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου πρόβαλαν ἐμπρὸς στὸ παιδὶ - ὁ Ἀλῆ Μπαμπᾶ μὲ τὴν ἀνατολίτικη φορεσιά του, ὁ Ροβινσῶν Κροῦσος μὲ τὸν παπαγάλο του στὸν ὦμο, κι ἄλλοι πολλοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ Σκροῦτζ ἐνθουσιάστηκε βλέποντας τοὺς ἥρωες τῶν σχολικῶν του χρόνων. Ἔπειτα, ὅμως, κατάλαβε. Τὸ μοναχικὸ ἀγόρι, μὲ μοναδικὴ παρέα τὰ βιβλία, ἦταν ὁ ἐαυτός του. Κάθησε, τότε, σ᾿ ἕνα θρανίο καὶ ἔκλαψε πικρά.

«Πᾶμε τώρα νὰ ἐπισκεφτοῦμε κάποια ἄλλα Χριστούγεννα», τοῦ πρότεινε τὸ Πνεῦμα.

Καθὼς μιλοῦσε, παρατήρησε ὅτι τὸ παιδὶ μεγάλωσε κι ἔγινε ἔφηβος. Ὁ Σκροῦτζ ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ νεαρὸς ἦταν πάλι μόνος. Οἱ ἄλλοι μαθητὲς θὰ ἐπέστρεφαν στὰ σπίτια τους γιὰ τὶς διακοπές.

Ξαφνικά, ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μιὰ νέα καὶ ὄμορφη κοπέλα μπῆκε τρέχοντας στὴν αἴθουσα. Ἦρθε καὶ τὸν ἀγκάλιασε.

«Ἀδελφούλη μου», τοῦ φώναξε. «Ἦρθα νὰ σὲ πάρω. Θὰ πᾶμε στὸ σπίτι νὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα!».

«Στὸ σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ.

«Ναί, ζήτησα ἀπὸ τὸν πατέρα νὰ σ᾿ ἀφήσει νὰ ξαναγυρίσεις γιὰ πάντα στὸ σπίτι. Συμφώνησε. Δὲ θὰ ξαναπᾶς ἐσωτερικὸς στὸ σχολεῖο!», τοῦ ξαναφώναξε χαρούμενη.

«Εἶναι πολὺ γλυκιὰ μὲ χρυσή, μὲ χρυσὴ καρδιά», σχολίασε τὸ Πνεῦμα. «Νομίζω ὅτι πέθανε νέα, πάνω στὴ γέννα!».

«Ναί...» ἀπάντησε σκεφτικὸς ὁ Σκροῦτζ.

Βγῆκαν ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ περιπλανήθηκαν στοὺς δρόμους. Οἱ βιτρίνες τῶν καταστημάτων ἦταν στολισμένες γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Τὸ Πνεῦμα στάθηκε ἐμπρὸς σ᾿ ἕνα κατάστημα καὶ ρώτησε τὸν Σκροῦτζ ἂν τὸ ἀναγνωρίζει. Ἐκεῖνος κούνησε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Ἐδῶ πρωτοεργάστηκα σὰν μαθητευόμενος!».

Μπῆκαν μέσα. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καθόταν στὸ γραφεῖο.

«Αὐτὸς εἶναι ὁ γερό-Φέζιβικ!.. Ὁ γερό-Φέζιβικ ἀναστημένος!..» φώναξε μ᾿ ἐνθουσιασμὸ ὁ Σκροῦτζ.

Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ κι ἕνας ἄλλος μαθητευόμενος μπῆκαν στὴν αἴθουσα.

«Μαζέψτε τα ὅλα», τοὺς εἶπε ὁ Φέζιβικ, «νὰ ἑτοιμάσουμε τὴ γιορτή!».

Οἱ μαθητευόμενοι δὲν περίμεναν νὰ τὸ ἀκούσουν δεύτερη φορά. Πρὶν προλάβει ὁ γέρο-Σκροῦτζ ν᾿ ἀνοιγοκλείσει τὰ μάτια, ὅλα ἦταν καθαρὰ καὶ τακτοποιημένα. Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν οἱ καλεσμένοι. Ἡ γιορτὴ εἶχε ὀργανωθεῖ γιὰ ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους τοῦ Φέζιβικ.

Σύντομα ἡ μουσικὴ καὶ ὁ χορὸς ἄναψαν τὸ κέφι γιὰ τὰ καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα καὶ ποτά. Ἦταν πιὰ ἀργὰ ὅταν ξεκίνησαν νὰ φύγουν οἱ καλεσμένοι. Ὁ κύριος καὶ ἡ κυρία Φέζιβικ ἕσφιξαν τὰ χέρια ὅλων καὶ τοὺς εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ἕσφιξαν τὰ χέρια ἀκόμη καὶ τῶν νεαρῶν μαθητευομένων πρὶν πᾶνε στὰ κρεβάτια τοὺς στὸ πίσω μέρος τοῦ καταστήματος. Ὁ γέρο-Σκροῦτζ ἔδειχνε ξετρελαμένος καθὼς παρακολουθοῦσε αὐτὴ τὴ σκηνή. Ἔνιωθε τόση χαρά, λὲς καὶ συμμετεῖχε πραγματικὰ στὴ γιορτή. Ἀργὰ τὴ νύχτα τὸ Πνεῦμα καὶ ὁ Σκροῦτζ ἄκουσαν τοὺς μαθητευομένους νὰ κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στὰ κρεβάτια τους. Παίνευαν τὸ γέρο-Φέζιβικ καὶ τὸν εὐγνωμονοῦσαν γιὰ τὴν ὡραία γιορτὴ ποὺ τοὺς ἑτοίμασε.

«Καὶ τοῦ κόστισε μόνο τρεῖς ἢ τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως εἰρωνικὰ τὸ Πνεῦμα. «Ἔξοδο ποὺ ἄξιζε τὸν κόπο!». «Τὸ κόστος δὲν ἦταν ὑλικό», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ. «Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ χρήματα, ἡ γιορτὴ θὰ εἶχε ἐπιτυχία γιατί ὁ Φέζιβικ ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ πάντοτε ἀκτινοβολοῦσε χαρὰ κι εὐτυχία!».

Ξαφνικὰ ὁ Σκροῦτζ ἔκοψε τὴν κουβέντα του ἀπότομα.

«Τί σοῦ συμβαίνει;» τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα. «Μήπως ἔγινε κάτι ποὺ σὲ τάραξε;».

«Ὄχι, τίποτα... Νά, θὰ ἤθελα μόνο νὰ ἔχω πεῖ κάτι στὸν κλητήρα μου».

Ἡ σκηνὴ ἄλλαξε. Τώρα ὁ Σκροῦτζ ἦταν πλέον ὥριμος ἄντρας. Καὶ μία νέα γυναίκα ἐγκατέλειπε τὸ σπίτι. Ἔκλαιγε ἡ καημένη, βουβά. Γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:

«Κάποτε ἤμασταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐτυχισμένοι. Τώρα σὲ κυβερνᾶ τὸ πάθος σου γιὰ τὸ χρῆμα!».

«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δὲν ἄλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ.

«Ἐγὼ ἔμεινα ἡ ἴδια. Ἐσὺ ὅμως ἄλλαξες. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ παντρευτῶ. Σοῦ εὔχομαι κάθε εὐτυχία στὴ σταδιοδρομία ποὺ διάλεξες».

Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ γυναίκα βγῆκε στὸ δρόμο, ἐνῶ ὁ ἄντρας δὲ δοκίμασε νὰ τὴ σταματήσει.

«Πνεῦμα», φώναξε ὁ γέρο-Σκροῦτζ, «σταμάτα νὰ μὲ βασανίζεις, θέλω νὰ γυρίσω στὸ σπίτι. Δὲν ἀντέχω τὶς δυσάρεστες ἀναμνήσεις».

Μέσα σε μία στιγμὴ πέρασαν χρόνια. Καὶ ξαναεῖδαν τὴ νέα γυναίκα. Τώρα γελοῦσε τρισευτυχισμένη με τὴν κόρη της. Σὲ διαφορετικὲς περιστάσεις θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ παιδὶ τοῦ Σκροῦτζ. Ὁ πατέρας μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ἡ μικρὴ ἔτρεξε καὶ τὸν φίλησε. Ἀγκαλιάστηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐμπρὸς στὸ ἀναμμένο τζάκι.

«Δὲν τὸ ἀντέχω», μούγκρισε ὁ γερο-Σκροῦτζ μὲ φωνὴ σπασμένη. Καὶ στράφηκε ἀπελπισμένος πρὸς τὸ Πνεῦμα, ποὺ μέσα στὴν ὁλοφώτεινη ἀνταύγεια τοῦ ἔμοιαζε σὰν νὰ εἰρωνεύεται τὴν ἀπελπισία του. Σὲ λίγο ἡ ὀπτασία τοῦ Πνεύματος ἄρχισε ν᾿ ἀπομακρύνεται καὶ νὰ σβήνει σιγὰ-σιγά, μέχρι ποὺ ἐξαφανίστηκε τελείως. Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε ἀφάνταστα κουρασμένος. Τὰ μάτια τοῦ βάρυναν. Ξαναγύρισε στὴν κρεβατοκάμαρά του. Μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ ξαπλώσει στὸ κρεβάτι κι ἔπεσε σὲ ὕπνο βαθύ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ
Ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ, τὸ ρολόι χτυποῦσε μία. Μιὰ κατακόκκινη λάμψη ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τὴ ρόμπα του καὶ πῆγε νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Ἡ σάλα εἶχε μεταμορφωθεῖ! Ἀπὸ τὸ πάτωμα ὡς τὸ ταβάνι ἦταν στολισμένη μὲ κισσό, λιόπρινο καὶ ἰξό. Στὸ τζάκι ἔκαιγε μία ζωηρὴ φωτιὰ καὶ στὴ γωνιὰ ὑψωνόταν ἕνας τεράστιος σωρὸς ἀπὸ φαγητὰ-γαλοποῦλες, χῆνες, πατάτες, μῆλα, καρύδια - ἐνῶ πάνω στὴν κορυφὴ καθόταν χαμογελαστὸς ἕνας γίγαντας μ᾿ ἕνα δαυλὸ ἀναμμένο στὸ ἀριστερό του χέρι.

«Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρόντος», τοῦ φώναξε φιλικά. «Ἔλα!». Ὁ Σκροῦτζ παρατήρησε τὸ Πνεῦμα. Ἦταν ντυμένο μ᾿ ἕνα μακρὺ λευκὸ χιτώνα. Καὶ πάνω στὰ μακριὰ μαῦρα του μαλλιὰ φοροῦσε ἕνα στεφάνι ἀπὸ λιόπρινο.

«Πήγαινε μὲ ὅπου θέλεις», ξερόβηξε ὁ Σκροῦτζ. «Πῆρα ἤδη μερικὰ μαθήματα ἀπ᾿ τὸ συνάδελφό σου. Εἶμαι ἕτοιμος νὰ παρακολουθήσω καὶ τὰ δικά σου».

«Τότε πιάσου ἀπὸ τὸν ποδόγυρο τοῦ χιτῶνα μου», ἀπάντησε ὁ γίγαντας.

Ἡ χαρούμενη σάλα, ἡ διακόσμηση, τὰ φαγητά, ὅλα ἐξαφανίστηκαν.

Βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ὑπαλλήλου του, τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ καὶ κοίταξαν ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἡ κυρία Κράτσιτ καὶ οἱ τρεῖς κόρες της φοροῦσαν παλιὰ φθαρμένα φορέματα, στολισμένα ὅμως μὲ κορδέλες γιὰ τὴ γιορτή, καὶ κάθονταν στὸ τραπέζι. Ξαφνικά, μπῆκαν τρέχοντας δυὸ ἀγοράκια.

«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολᾶ ἀπὸ τὸ δρόμο!» φώναξαν μὲ ἐνθουσιασμό. Πίσω τοὺς ἐρχόταν ὁ πατέρας τους. Στοὺς ὤμους του κουβαλοῦσε τὸ μικρότερο γιό του, τὸν Τίμ. Τὸν ἀπέθεσε προσεκτικὰ στὸ πάτωμα. Τὸ παιδὶ ἦταν ἄρρωστο καὶ βάδιζε μὲ δεκανίκι.

Κάθησαν ὅλοι στὸ γιορτινὸ τραπέζι. Ἡ μικρὴ γαλοπούλα μοιράστηκε πολὺ προσεκτικὰ ὥστε νὰ φτάσει γιὰ ὅλους. Πάντως ἡ σκηνὴ ἦταν χαρούμενη. Οἱ δυὸ γονεῖς πρόσεχαν ἰδιαίτερα τὸν ἀνάπηρο Τίμ. Ἕνα χαμόγελο φώτισε τὸ χλωμό του προσωπάκι.

«Πνεῦμα», ρώτησε μὲ ξαφνικὸ ἐνδιαφέρον ὁ Σκροῦτζ, «ὁ μικρὸς Τὶμ θά... ζήσει ἀκόμη γιὰ πολύ;».

«Χμμ... τὸν περιβάλλουν σκιές. Ἂν τὸ μέλλον δὲν τὶς μεταβάλει, τὸ παιδάκι θὰ πεθάνει! Ἀλλὰ ἐσένα τί σὲ νοιάζει; Ἕνα στόμα λιγότερο σὲ τοῦτο τὸν πυκνοκατοικημένο κόσμο. Ἔτσι δὲν εἶναι;».

Ὁ Σκροῦτζ τότε θυμήθηκε ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ἐπαναλάβει πολλὲς φορὲς αὐτὴ τὴ φράση. Καὶ κατέβασε τὸ κεφάλι ντροπιασμένος.

Ξαφνικά, χωρὶς τὸ Πνεῦμα νὰ προσθέσει ἄλλη λέξη, βρέθηκαν στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. «Ὁ θεῖος Σκροῦτζ μᾶς θεωρεῖ τρελοὺς ποὺ γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα. Κι ἔτσι, ἀρνήθηκε νὰ φάει μαζί μας σήμερα», εἶπε ὁ Φρέντ.

«Τί ἀπαίσιος ἄνθρωπος», ἀναστέναξε ἡ γυναίκα του ὑποτιμητικὰ καὶ οἱ καλεσμένοι κούνησαν τὰ κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Ἀλλὰ ὁ Φρὲντ πρόσθεσε πικραμένος: «Ἐγώ, πάντως, λυπᾶμαι εἰλικρινὰ ποὺ ὁ θεῖος ἔχασε μία εὐκαιρία νὰ χαρεῖ. Καὶ τώρα, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲ βρίσκεται μαζί μας, θὰ ἤθελα νὰ τοῦ ἐκφράσω τὶς καλύτερες εὐχές μου». Κι ἀμέσως σήκωσε τὸ ποτήρι καὶ ἤπιε στὴν ὑγειὰ τοῦ θείου του.

Γρήγορα ὅμως ἡ χαρούμενη ὁμήγυρη ξέχασε τὸν Σκροῦτζ. Ἔπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν μὲ παντομίμα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ τόσο τοῦ ἄρεσε αὐτὸ τὸ παιχνίδι, συμμετεῖχε ὅλο χαρά, ξεχνώντας ὅτι κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δεῖ ἢ νὰ τὸν ἀκούσει. Τὸ Πνεῦμα τὸν παρακολουθοῦσε κι ἔμοιαζε νὰ τὸ γλεντάει μαζί του. Ἀλλὰ σύντομα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουν. «Ἔχουμε νὰ ἐπισκεφτοῦμε πολλὰ μέρη ἀκόμη ὥσπου νὰ περάσει ἡ νύχτα», εἶπε τὸ Πνεῦμα.

Καὶ ὁδήγησε τὸν Σκροῦτζ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Περπάτησαν μέσα στὸ κρύο καὶ στὸ χιονόνερο, σὲ βρωμερὰ στενὰ καὶ δρομάκια περίεργα, κι ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς γέφυρες τῆς πόλης. Ἐκεῖ ὁ Σκροῦτζ εἶδε δυστυχισμένους ἀνθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτὰ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον, προσπαθοῦσαν νὰ ζεσταθοῦν. Ἀνάμεσα τοὺς τριγύριζαν παιδάκια ποὺ ζητιάνευαν φαγητὸ ἀπ᾿ τοὺς περαστικούς. Κάπου μακριά, ἕνα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.

Ὁ Σκροῦτζ, τρομοκρατημένος ἀπ᾿ τὴν τόση ἀθλιότητα, ἀναζήτησε τὸ γιγάντιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο εἶχε ἐξαφανιστεῖ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Σὲ λίγο, ἕνα ἄλλο φάντασμα, τυλιγμένο στὴν ὁμίχλη, προχώρησε ἀργὰ πρὸς τὸν Σκροῦτζ. Παρατήρησε ὅτι τὸ Πνεῦμα αὐτὸ φοροῦσε μία τεράστια μαύρη κάπα καὶ μία κουκούλα ποὺ τοῦ ἔκρυβε ἐντελῶς τὸ πρόσωπο. Ὁ Σκροῦτζ παραλίγο νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸν τρόμο του.

«θὰ πρέπει νὰ εἶσαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μοῦ ἐπιφυλάσσει τὸ μέλλον; Ἴσως ν᾿ ἀλλάξω... Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σὲ ἀκολουθήσω».

Παρὰ τὰ γενναῖα του λόγια, ὁ Σκροῦτζ φοβόταν τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ φάντασμα, ὥστε τὰ πόδια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα. Τὸ Πνεῦμα παρέμεινε ἀκίνητο περιμένοντας ὑπομονετικὰ τὸν Σκροῦτζ μέχρι νὰ συνέλθει. Ἔπειτα κινήθηκε ἀθόρυβα. Καὶ ὁ Σκροῦτζ τὸ ἀκολούθησε σὰν νὰ τὸν τύλιξε ἡ κάπα τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὸν παρέσυρε στὸ ἄγνωστο.

Κοσμοσυρροὴ καὶ ὀχλαγωγία στὸ χρηματιστήριο. Τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Σκροῦτζ ἀνάμεσα στοὺς χρηματιστὲς καὶ στοὺς ἐμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος. «Χθὲς βράδυ, νομίζω», ἀπάντησε ἕνας ἄλλος. «Δὲν πιστεύω νὰ πάτησε κανεὶς στὴν κηδεία του», σχολίασε ἕνας τρίτος. «Ἐπιτέλους ξεκουμπίστηκε... Τὸν σιχαίνονταν ὅλοι!».

Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε οἶκτο γι᾿ αὐτὸν ποὺ μιλοῦσαν. Ἀναρωτήθηκε γιὰ ποιὸ λόγο νὰ τὸν ἔφερε τὸ Πνεῦμα σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Ἔπειτα ἀναγνώρισε κάποιον ἄλλο χρηματιστὴ στὴ συνηθισμένη του θέση. Μάταια ὅμως ἔψαξε νὰ βρεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του.

«Ἴσως», σκέφτηκε, «ὁ Σκροῦτζ τοῦ μέλλοντος θὰ παρατήσει τὶς συναλλαγὲς καὶ θὰ στραφεῖ πρὸς ἄλλες δραστηριότητες...».

Γύρισε νὰ ρωτήσει τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἐξακολουθοῦσε νὰ σωπαίνει. Σήκωσε μόνο τὸ χέρι καὶ ἔδειξε μὲ τὸ μακρύ του δάχτυλο πρὸς κάποια κατεύθυνση. Ἦταν καιρὸς νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους. Ὁ γέροντας ἔνιωσε νὰ διαπερνᾶ τὴ ραχοκοκαλιά του κρύος ἱδρώτας.

Ἔφτασαν σὲ μία κακόφημη γειτονιὰ τῆς πόλης. Ὁ Σκροῦτζ δὲν εἶχε ξαναπατήσει τὸ πόδι του ἐκεῖ. Στὴν ἄκρη ἑνὸς βρώμικου στενοῦ βρισκόταν ἕνα ἄθλιο καταγώγιο-φωλιὰ λωποδυτῶν! Μέσα, τρεῖς κλέφτες, ἕνας ἄντρας καὶ δυὸ γυναῖκες, μὲ τρύπια ροῦχα, μοιράζονταν τὴ λεία τους. Οἱ πεταμένες πάνω στὸ πάτωμα κουρτίνες ἦταν ἴδιες μ᾿ ἐκεῖνες τῆς κρεβατοκάμαρας τοῦ Σκροῦτζ.

«Καλὰ ποὺ κάναμε καὶ τὰ ἁρπάξαμε», κακάρισε ἡ μία γυναίκα. «Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὰ πράγματά του», πρόσθεσε ὁ ἄντρας.

«Ἂ τὸ γέρο-τσιγκούνη», ἔβρισε ἡ ἄλλη γυναίκα. «Ἂν ἦταν ἐντάξει ἄνθρωπος, κάποιος θὰ βρισκόταν δίπλα του τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε». Ὁ Σκροῦτζ παρακολουθοῦσε ἀηδιασμένος τὴν κουβέντα τους. «Πνεῦμα», φώναξε. «Πᾶμε νὰ φύγουμε, σὲ παρακαλῶ, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο μέρος». Ἀλλὰ ἡ σιωπὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ πάγωσε τὸ αἷμα.

«Πνεῦμα», κλαψούρισε ὁ Σκροῦτζ, «βοήθησέ με νὰ ξεχάσω τούτη τὴ θλιβερὴ σκηνή. Πήγαινέ με σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν εὐγενικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς...».

Τὸ Πνεῦμα τὸν ὁδήγησε τότε σὲ δρόμους γνωστούς, πίσω στὸ σπίτι τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του ἦσαν ὅλοι μαζεμένοι γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά. Ὅμως τὸ φτωχικὸ δωμάτιο ἦταν παράξενα σιωπηλό.

«Δὲ θὰ ἀργήσει ὁ πατέρας σας», εἶπε ἡ κυρία Κράτσιτ. «Ἔχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», εἶπε κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά. «Τοῦτες τὶς μέρες βαδίζει πιὸ ἀργά».

«Ἄχ!» ἀναστέναξε ἕνα ἄλλο. «Ὅταν κουβαλοῦσε τὸν Τὶμ στοὺς ὤμους ἐρχόταν τρεχάτος γιὰ τὸ σπίτι».

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ μπῆκε στὸ σπίτι. Εἶχε τὰ μάτια κατακόκκινα σὰν νὰ εἶχε κλάψει. Χαιρέτησε ὅμως τρυφερὰ ἕνα-ἕνα τὰ παιδιά του. Ἔπειτα εἶπε: «Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσουμε τὸ μικρούλη μας τὸν Τίμ, ἔτσι; Ἡ ἀνάμνηση τοῦ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐγενείας του θὰ μᾶς κρατήσει γιὰ πάντα ἑνωμένους!».

«Ναί! Ναί!» φώναξαν τὰ παιδιά. «Ἔ, τότε, μὲ κάνετε νὰ νιώθω εὐτυχισμένος», ἀπάντησε ὁ Μπὸμπ «πολὺ εὐτυχισμένος!».

Ἀγκαλιάστηκαν ὅλοι. Καὶ δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια τοῦ Σκροῦτζ.

«Πνεῦμα», εἶπε ὁ Σκροῦτζ, «σὲ λίγο θὰ χωρίσουμε. Δὲ θὰ μοῦ ἐξηγήσεις τὸ νόημα ὅλων αὐτῶν; θὰ ἤθελα νὰ δῶ καὶ τὴ δική μου πορεία στὸ μέλλον».

Ξαναβγῆκαν στὸ δρόμο καὶ προχωρώντας, βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶχε πρόθεση νὰ σταματήσει. Τὸ μακρύ του δάχτυλο ἔδειχνε ἐμπρός.

«Σὲ παρακαλῶ, ἄφησε μὲ μία στιγμὴ νὰ δῶ πῶς θὰ εἶμαι στὸ μέλλον», ἱκέτευσε ὁ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ὁ Σκροῦτζ κοίταξε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἀναγνώρισε τὸ γραφεῖο του, ἀλλὰ ἡ ἐπίπλωση δὲν ἦταν πλέον ἡ δική του καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν στὴν πολυθρόνα δὲν ἦταν ὁ Σκροῦτζ! Τὸ Πνεῦμα, ἀμίλητο πάντα, προχώρησε. Ὁ Σκροῦτζ ἀκολούθησε τὰ βήματά του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφτασαν σὲ μία καγκελόπορτα. Ὁ Σκροῦτζ γούρλωσε τὰ μάτια. Ἦταν τὸ νεκροταφεῖο. Τὸ Πνεῦμα πῆγε καὶ στάθηκε ἐμπρὸς ἀπὸ ἕναν τάφο. Ὁ Σκροῦτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στὴν ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο τὸ ὄνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».

«Μά, τότε, στὸ χρηματιστήριο θὰ πρέπει νὰ μιλοῦσαν γιὰ μένα», κλαψούρισε, «καὶ οἱ κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, τὸ δικό μου σπίτι!».

«Πνεῦμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δὲν θέλω νὰ τελειώσει ἔτσι ἡ ζωή μου. Μπορῶ... θέλω νὰ τὴν ἀλλάξω. Τὰ μαθήματα τῶν τριῶν πνευμάτων δὲν θὰ πᾶνε χαμένα. Μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὸ μέλλον μου;».

Πάνω στὴν ἀγωνία τοῦ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιασε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴ μέση. Ἀλλὰ ἡ κάπα ἦταν ἄδεια -τὸ Πνεῦμα ἔγινε ἀτμός- καὶ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιαζε στὴν πραγματικότητα τὸ κάγκελο τοῦ κρεβατιοῦ του! Ναί, τοῦ δικοῦ του κρεβατιοῦ! Βρισκόταν πάλι στὴν κρεβατοκάμαρά του. Ἀνακουφισμένος ἀπὸ τὴν ἀγωνία, κλαίγοντας καὶ γελώντας, ἔτρεξε νὰ ἀγγίξει τὶς κουρτίνες. Ἦταν ἐκεῖ, στὴ συνηθισμένη τοὺς θέση. Βάλθηκε νὰ χοροπηδᾶ σ᾿ ὅλο τὸ σπίτι γεμάτος εὐτυχία. Ὅλα ἦταν στὴ θέση τους! Τίποτα δὲν εἶχε ἀλλάξει! Καὶ τὴ μεγάλη του χαρὰ διέκοψαν μόνο οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ χτυποῦσαν χαρούμενες σ᾿ ὅλη τὴν πόλη.

ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ
Ὁ Σκροῦτζ ἔτρεξε κι ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό, ἀλλὰ τὸ πρωινὸ εὐχάριστο. «Τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;», ρώτησε ἕνα ἀγόρι ποὺ περνοῦσε ἀπέξω. «Σήμερα ἔχουμε Χριστούγεννα!».

«Ἂ τότε, δὲν τὰ ἔχασα», φώναξε ὁ Σκροῦτζ. «Τὰ πνεύματα ἔκαναν τὴ δουλειὰ τοὺς μέσα σε μία μόνο νύχτα!».

«Ἀγόρι μου», ξαναεῖπε στὸ παιδί. «Τρέξε, σὲ παρακαλῶ, στὸ χασάπη καὶ πές του νὰ μοῦ φέρει τὴ μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θὰ σοῦ χαρίσω ἕνα σελίνι, ἴσως καὶ τρία, ἂν ἐπιστρέψεις μέσα σὲ πέντε λεπτά».

Τὸ παιδὶ δὲ δίστασε στιγμή. Ἔτρεξε γρήγορα καὶ ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα μὲ τὸν κρεοπώλη, ποὺ κουβαλοῦσε μία τεράστια γαλοπούλα.

«Θὰ τὴ στείλω στὸν Μπὸμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ὁ Σκροῦτζ, «χωρὶς νὰ μάθει ποιὸς τοῦ τὴ δώρισε».

Τὸ πουλὶ ἦταν τόσο βαρύ, ὥστε ὁ Σκροῦτζ ἀναγκάστηκε νὰ καλέσει ἕνα ἁμάξι γιὰ νὰ τὸ μεταφέρει ὡς τὸ σπίτι τοῦ κλητῆρα του. Ὁ Σκροῦτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε τὸ ἀγοράκι, τὸ χασάπη καὶ τὸν ἁμαξᾶ. Ἔνιωθε ὑπέροχα.

Ὁ Σκροῦτζ ἔκανε τὸ μπάνιο του, φόρεσε ἕνα καθαρὸ κοστούμι καὶ βγῆκε περίπατο. Βάδιζε μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὴ ράχη, παρατηρώντας τοὺς περαστικούς. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι. Μερικοὶ τοῦ εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ὁ Σκροῦτζ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε ἀκούσει πιὸ εὐχάριστα λόγια. Στὸ δρόμο συνάντησε ἕναν ἀπὸ τοὺς δυὸ κυρίους ποὺ τὴν προηγουμένη τὸν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν τὴ βοήθειά του γιὰ τοὺς φτωχούς.

«Καλέ μου κύριε», τοῦ φώναξε «πῶς εἶστε;».

Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλησίασε, ὁ Σκροῦτζ τοῦ ψιθύρισε κάτι στὸ αὐτί. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλᾶτε σοβαρά, κύριε Σκροῦτζ;» φώναξε. «Μὰ εἶστε πολὺ γενναιόδωρος!». «Μὴ μὲ εὐχαριστεῖτε», τοῦ ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Κάντε μόνο τὸν κόπο νὰ περάσετε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες, ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ σύντομα, ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου. Θὰ εἶναι δική μου εὐχαρίστηση!».

Στὸ τέλος, ὁ Σκροῦτζ κατέληξε ἐμπρὸς στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. Δίστασε γιὰ λίγο στὸ κεφαλόσκαλο. Ἀλλὰ μετὰ πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ χτύπησε τὸ κουδούνι. Ἡ ὑπηρέτρια τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα.

«Τὸ ἀφεντικό σου εἶναι μέσα;» τὴ ρώτησε.

«Μάλιστα, κύριε. Περᾶστε. Κάθεται ἤδη μὲ τὴ σύζυγό του καὶ τοὺς καλεσμένους στὸ τραπέζι, θὰ σᾶς δείξω...».

«Δὲ χρειάζεται, καλή μου», τῆς ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Γνωρίζω πολὺ καλὰ αὐτὸ τὸ σπιτάκι». Ἄνοιξε σιγανὰ τὴν πόρτα τῆς τραπεζαρίας καὶ ἔχωσε τὸ κεφάλι μέσα.

«Φρέντ», ρώτησε, «μπορῶ νὰ περάσω;».

«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.

«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».

Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.

Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.

«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».

«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».

«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.

«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».

Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!

«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.

Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».

Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.
********************************************************************************
15) Χριστουγεννα Και Παλι!!!!!

Χαρά και γαλήνη στις καρδιές όλων μας εύχομαι! Χρόνια Καλά και Πολλά!!

Κάθε που έρχονται γιορτές,
Γυρίζω πίσω εκεί στο χθες
Μες τον καθρέφτη του μυαλού μου ν’ αντικρίσω
Όμορφες κι άσχημες στιγμές,
Αγαπημένες μου μορφές
Που δεν υπάρχουν τώρα πια να τους μιλήσω!

Στην περιπλάνηση αυτή
Με δίχως πάθος κι ενοχή,
Όλα τα χρόνια μου ξανάρχονται ένα – ένα !
Κι όταν τελειώσει η αναδρομή,
Το χέρι απλώνω στη ζωή
Για να μου φέρει όσα άλλα έχει κρυμμένα !


΄Αραγε πρόκειται για την αποκαλούμενη ως ‘’κατάθλιψη’’ των εορτών, ή μήπως για φόρο τιμής στα χρόνια που πέρασαν και μαζί με αυτά πέρασαν και στιγμές, γεγονότα, άνθρωποι που τώρα πια δεν υπάρχουν;
΄Αλλωστε ό,τι περνάει από τη ζωή, τη ζωή μας είναι μοναδικό, από το πιο απλό ως το πιο μεγάλο και σύνθετο. Αρκεί να μπορούμε να διακρίνουμε, να αναγνωρίσουμε τη μοναδικότητά του!
‘ Οχι δεν πρόκειται για ‘’κατάθλιψη’’! Είναι όλα ξεκάθαρα και στην ψυχή και στο μυαλό. Πρόκειται για μία αναγκαία αναδρομή / αναπόληση του χθες, γιατί μέσα απ΄’ αυτό, υπάρχει κανείς στο παρόν και εξελίσσεται ανάλογα με το πως διαχειρίστηκε και αποδέχθηκε τα μαθήματα του χθες.
Βλέποντας τα σαν μια ταινία, έστω μια φορά το χρόνο, με αγάπη και αποδοχή, όλο και διαγράφει αρχεία, όλο και αφήνει χώρο για το παρακάτω. Και το παρακάτω θα μπει στα κουτιά που του έχουμε ανοίξει!! Και τα κουτιά δεν ανοίγουν αν δεν το θελήσει ο καθένας μόνος του παρέα με τον εσώτερο εαυτό του! Είναι μία αναγκαία ‘’κάθαρση’’ απ’ ό,τι αρνητικό μας βαραίνει και ένα γλυκό χάδι από ό,τι όμορφο ζήσαμε.
Και μετά την αναδρομή ξαναγυρνάς στο τώρα κι ευχαριστείς τη ζωή για όλα όσα έζησες και γι’ αυτά που θα σου φέρει να ζήσεις.
Εκείνη θα στα φέρει, τώρα το πως θα τα ζήσεις κι αν τα ζήσεις, αυτό είναι πάλι θέμα δικό σου. Τι έκανες στο χθες; Τι έζησες και πως το έζησες; Εσύ μόνο ξέρεις…αν ξέρεις! Κι από σένα εξαρτάται πώς θα διαχειριστείς το παρακάτω.
΄Οσο ο κύκλος γυρίζει υπάρχει πάντα παρακάτω! Αφού είσαι τυχερός και ζεις άρπαξέ το και ζήσε το. ΄Ανοιξε τα παράθυρα στο φως, την πόρτα της καρδιάς στο διπλανό, χαμογέλα στην κάθε μέρα που έρχεται, στο χρόνο που έρχεται! Αποχαιρέτισε γλυκά αυτόν που φεύγει… ΄Ηταν ένας χρόνος από τη ζωή σου!
Γιατί μετράμε συνήθως με τη ζυγαριά τα ευχαριστώ; Γιατί η πλάστιγγα συνήθως γέρνει από την αντίθετη πλευρά τους;
Υπάρχουν τόσα που έχουμε για να πούμε ευχαριστώ στη ζωή. Κι όμως δεν τα βλέπουμε, λες κι έχουμε παρωπίδες!...
Γιατί δύσκολα συγχωρούμε; Μας είναι πιο εύκολο το να μη θυμόμαστε; Κι όμως, η συγχώρεση Λυτρώνει!! Το να λέμε ‘’δε θέλω να θυμάμαι, προτιμώ να ξεχάσω’’, συντηρεί το κάρβουνο αναμμένο μέσα μας και μας καίει, άσχετα αν νομίζουμε πως ξεχάσαμε! Κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας. Η μνήμη μένει στο σκληρό δίσκο του μυαλού και της καρδιάς μας. Δεν είναι καλύτερα λοιπόν να μένει ανάλαφρη και με γλυκιά γεύση; Δεν είναι καλύτερα να μας χαϊδεύει από το να μας καίει;
Η ζωή μας περνά… εμείς περνάμε… ενώ η ζωή μένει, είναι πάντα εδώ! Γιατί λοιπόν να κάνουμε τη ζωή μας μικρότερη με το να χάνουμε τόσες και τόσες παραστάσεις της, κολλημένοι σε φαντάσματα του παρελθόντος και του σήμερα ακόμη, που κι αυτό στο αύριο θα είναι χθες;
Είναι Δώρο να Ζεις, είναι ΄Ολα Υπέροχα , όταν κοιτάς με τα μάτια της καρδιάς!!
*********************************************************************************
16) ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
Όλη τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου, σύμφωνα με την παράδοση, έρχονταν οι Καλικάντζαροι και πείραζαν τους ανθρώπους, γιατί ο Χριστός ήταν ακόμη αβάπτιστος.
Τί ήταν όμως οι Καλικάντζαροι;
Ήταν δαιμόνια, ξωτικά δηλαδή, που ζούσαν κρυμμένα μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά, στα βάθη της γης. Εκεί όλο το χρόνο πελεκούσαν με τα τσεκούρια τους το δέντρο που βαστάει τη γη, αλλά κάθε φορά που κόντευαν να το κόψουν γεννιόταν ο Χριστός κα μονομιάς το δέντρο ξαναγινόταν. Τότε τα δαιμόνια χυμούσαν πάνω στη γη και πείραζαν τους ανθρώπους.
Ο λαός φανταζόταν τους Καλικάντζαρους μαυριδερούς, με κόκκινα μάτια, πόδια τράγου, χέρια σαν της μαϊμούς και το σώμα γεμάτο τρίχες. Τροφή τους ήταν τα σκουλήκια, τα βατράχια, τα φίδια. Οι μυρωδιές από τους κουραμπιέδες, τις πίτες, τα λουκάνικα και τις δίπλες, που ξεχύνονταν από όλα τα σπίτια, τους ξετρέλλαιναν. Μόνο τη φωτιά φοβόντουσαν και τους παπάδες. Όταν αγιάζονταν τα νερά, την ημέρα των Φώτων, χώνονταν πάλι μέσα στη γη και άρχιζαν να πριονίζουν με μανία το δέντρο που την κρατάει, έως τις 24 Δεκεμβρίου, την παραμονή των Χριστουγέννων της επόμενης χρονιάς. Τότε, και για δώδεκα μέρες, όσο διαρκεί το "Δωδεκαήμερο", κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι και πείραζαν τους ανθρώπους.
******************************************************************************
17) ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

Της Ελένης Χουκ – Αποστολοπούλου

Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.

Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.

Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.

Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.

Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους.

Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:

- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:

- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;

Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.

- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.

- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.

- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.

Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.

- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.

Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.

- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!

Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.

- Μα τι έγινε;

- Θαύμα!

- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!

Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.

Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…

Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».

Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
*******************************************************************************
18) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ

Της Κατερίνας Παναούση

Είναι παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι πέφτει πυκνό. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρό μου. Είναι τόσο όμορφο το κάτασπρο τοπίο. Μέσα κάνει ζέστη κι εγώ σκέφτομαι ότι έξω κάνει πολύ κρύο. Τι να κάνουν οι φτωχές οικογένειες άραγε;

Μετά από λίγο ντύθηκα ζεστά και βγήκα να κάνω μια βόλτα. Χωρίς να το καταλάβω πήρα το δρόμο για τη φτωχογειτονιά της πόλης μας. Σκεφτόμουν πόσο δυστυχισμένοι και λυπημένοι θα είναι οι κάτοικοί της τώρα. Άρχισα να παρακαλάω το Χριστό: «Αυτές τις γιορτινές ημέρες να περάσουν όλοι καλά».

Όταν κόντεψα στα στενά δρομάκια της φτωχογειτονιάς, τα οποία ήτανε όλο λακκούβες γεμάτες νερό, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μικρό κοριτσάκι που έκλεγε. Η μητέρα του προσπαθούσε να το κάνει να σταματήσει λέγοντάς του κάτι. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να δακρύζουν. Τότε το άκουσα να ψιθυρίζει: «Μαμά κρυώνω και πεινάω».

Εγώ δεν άντεξα κι έφυγα τρέχοντας. Μπήκα στο σπίτι με βαριά καρδιά. Ο πατέρας μου με κοίταξε και κατάλαβε ότι κάτι με στενοχώρησε. Τότε άρπαξα την ευκαιρία και του είπα ό,τι είχα ακούσει στη φτωχογειτονιά. Ο πατέρας μου κατάλαβε τι ζητούσα σιωπηλά. «Πάμε στα μαγαζιά;» με ρώτησε. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που θα δίναμε λίγη ευτυχία στη μικρούλα.

Μετά από λίγες ώρες πήγαμε στη φτωχογειτονιά. Θυμόμουν το σπιτάκι τους, γιατί ήταν το πιο μικρό. Χτυπήσαμε την πόρτα και περιμέναμε με αγωνία. Όταν άνοιξε, στην πόρτα ήταν η μικρούλα. Μας κοίταξε με απορία και φώναξε τη μητέρα της. Εγώ τότε έσκυψα και της έδωσα αυτό που κρατούσα. Την πιο όμορφη κούκλα που είδα ποτέ μου. Τα μάτια και το προσωπάκι της έλαμψαν από ευτυχία. Η μητέρα της κοίταζε κι αυτή όλο απορία. Ο πατέρας μου της εξήγησε και της ζήτησε να δεχτεί τα ψώνια που κάναμε. Η μητέρα του κοριτσιού μας ζήτησε να περάσουμε μέσα. Έκανε τόσο κρύο.

Μέσα σε λίγη ώρα μάθαμε πως το κοριτσάκι ήταν ορφανό από πατέρα και πως οι δυο τους ήταν μόνες στον κόσμο. Η μητέρα της έψαχνε δουλειά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να βρει. Ο πατέρας μου τότε έγραψε τη διεύθυνσή μας σ’ ένα χαρτάκι και της την έδωσε, για να ‘ρθουν να περάσουν μαζί μας τα Χριστούγεννα. Ευτυχώς δέχτηκαν.

Τις επόμενες μέρες ο πατέρας μου της είχε βρει ήδη μια δουλειά, για να μπορούν κι αυτοί να ζουν καλύτερα!
*********************************************************************************
19) Γιατί τα χριστουγεννιάτικα δέντρα δεν είναι τέλεια

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ "ΜΙΚΡΟΥ ΕΛΑΤΟΥ"

Πριν πολλά πολλά χρόνια, σε μια πολλή μακρινή χώρα ζούσε ένα τέλειο μικρό δέντρο που το έλεγαν Μικρό Έλατο. Το Μικρό Έλατο έλπιζε να διατηρήσει την τελειότητά του ώστε να διαλεχτεί από την βασίλισσα για χριστουγεννιάτικό της δέντρο. Αλλά καθώς το πονόψυχο μικρό δέντρο έδινε καταφύγιο στα πουλιά, τους λαγούς και τα ελάφια του δάσους τα κλαδιά του στράβωσαν, έσπασαν κι έπαθαν ζημίες. Ευτυχώς η βασίλισσα είχε διαφορετική άποψη για το τι σημαίνει τελειότητα. Η βασίλισσα, η οικογένεια της βασίλισσας και όλοι οι χωρικοί είπαν πως το Μικρό Έλατο ήταν ακόμα το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Γιατί κοιτάζοντας τα λυγισμένα βελονωτά κλαδιά του, έβλεπαν τα προστατευτικά μπράτσα ενός πατέρα ή την θερμή αγκαλιά μιας μητέρας. Και μερικοί, όπως η σοφή βασίλισσα είδαν την αγάπη του Χριστού να εκφράζεται στη γη. Έτσι λοιπόν αν διασχίσετε περπατώντας ένα αειθαλές δάσος σήμερα, εκτός από τους λαγούς, τα πουλιά και άλλα χαρούμενα ζωντανά πλάσματα, θα βρείτε πολλά δέντρα σαν το Μικρό Έλατο. Θα δείτε κάποιο στραβολυγισμένο κλαδί που δίνει κάλυμμα, μια σχισμή που προσφέρει ένα ζεστό μέρος για ξεκούραση ή κλαδιά στραπατσαρισμένα από από τη βοσκή πεινασμένων ζώων. Γιατί -όπως θα 'πρεπε και πολλοί από μας- τα δέντρα έμαθαν πως το το να ζούμε για χάρη των άλλων μας κάνει πιο όμορφους στα μάτια του Θεού.
********************************************************************************
20) Αστέρι Θεϊκό ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;


Ποιος άγγελος το διάλεξε για
τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το
φωτεινό του δρόμο

κι από τη ζήλια
θάτρεμαν… Αστέρι, σε ποια χώρα του
απέραντου σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;

Η παντοδύναμη φθορά μην
έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν
το Χριστό σου;

Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ
στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν
είναι η ματιά μας…

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους
Μάγους έχει φέρει;
***********************************************************************
21) το Χριστόψωμο

Το Χριστόψωμο ήταν το βασικό ψωμί της γιορτής των Χριστουγέννω, το ψωμί του τραπεζιού, που θα στήριζε τη ζωή των νοικοκυραίων, του σπιτιού, των ζώων και της σοδειάς. Είναι ένα ψωμί, ειδικά ζυμωμένο για τη μεγάλη μέρα του Χριστού. Ιερά ψωμιά έφτιαχναν και στην Αρχαία Ελλάδα, ως προσφορές στη Δήμητρα και τον Απόλλωνα και τα συνόδευαν με άλλους καρπούς της συγκομιδής.
Η νοικοκυρά, την παραμονή των Χριστουγέννων, έκανε πρώτα τον σταυρό της, ευχόταν κάθε καλό στο σπίτι και άρχιζε το ζύμωμα. Τα Χριστόψωμα γίνονταν με τα πιο αγνά και ακριβά υλικά. Στις πιο πολλές περιοχές τα ζύμωναν με προζύμι, αλεύρι, μέλι, ροδόνερο, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα.
Οι παραδόσεις και οι τοπικές συνήθειες καθόριζαν το σχήμα του Χριστουγεννιάτικου ψωμιού και τα στολίδια. Ένας μεγάλος σταυρός στη μέση του Χριστόψωμου ήταν απαραίτητος. Τον έκαναν με πρόσθετο ζωμάρι ή τον αποτύπωναν με πραγματικό ξύλινο σταυρό. Στις άκρες και το κέντρο του σταυρού έβαζαν άσπαστα μεγάλα καρύδια ή αμύγδαλα. Ύστερα "κεντούσαν" με το μαχαίρι και το ψαλίδι διάφορα σχέδια με ιδιαίτερη σημασία. Στη Χριστουγεννιάτικη "κουλούρα" του γεωργού έπλαθαν ένα αλέτρι με βόδια, ένα σπίτι, ένα βαρέλι. Την "κουλούρα" του τσοπάνη στόλιζαν με μια στάνη και με κουλουράκια στενόμακρα ή άλλα σαν σταυρουδάκια, που τα ονόμαζαν "αρνάκια" και "κατσικάκια". Άλλοτε πάλι έφτιαχναν μια μαργαρίτα με τόσα φύλλα όσα τα μέλη της οικογένειας και από πάνω έβαζαν τη ζυμαρένια στέγη ενός σπιτιού. Ο νοικοκύρης αναλάμβανε το κόψιμο και το μοίρασμα του Χριστόψωμου. Το μεσημέρι της γιορτής το σταύρωνε, το έκοβε και μοίραζε στον καθένα από ένα κομμάτι.
******************************************************************************
22) Από τον Γεώργιο Δροσίνη:
Την άγια νύχτα τη Χριστουγενιάτικη,
ποιός δεν το ξέρει;
Των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει τ΄αστέρι.

Από τον Γεράσιμο Μαρκορά:
Είναι μέρα χαρμόσυνη τούτη
εγεννήθη του κόσμου το φως.
Χαίρετ΄όποιος μεγάλα έχει πλούτη,
τραγουδάει και χορεύει ο φτωχός.

Από τον Στέφανο Μαρτζώκη:
Κι όταν οι μάγοι εσπείρανε τη φήμη
πως ο Θεός του νου στη γη εγεννήθη
κ΄εξάνοιγε νέους ήλιους η επιστήμη.
Της ηθικής τα θαύματα εφανήκαν
κι όλοι χλωμοί μ΄ένα σταυρό στα στήθη
το ταπεινό παχνί σου εθυμηθήκαν.

Από τον Αθανάσιο Κυριαζή:
Κι έτσι μια νύχτα του χειμώνα
γυμνό στη λύσσα των βοριάδων
ο κόσμος πέφτοντας στο γόνα
τον προσκυνάει χωρίς κορώνα
τον Βασιλέα των Βασιλιάδων.

Από τον Κωστή Παλαμά που έγραψε πολλούς και σημαντικούς στίχους για τη Γέννηση και τον εορτασμό της:
Αχ, αχ, χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς
τραπέζι
που ταίρι ταίρι η όρεξη με την αγάπη
παίζει!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα! Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά,
ροδίζει
και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαϊδεί
κι φρίζει

Από τον Αχιλλέα Παράσχο:
...... ΄Ητο γλυκειά παραμονή εκείνης της
ημέρας,
όπου καινούργιος δρόσιζε κόσμο παλιό
αγέρας
που ο αγέννητος Θεός στη Βηθλεέμ
γεννήθη
και αναγάλλιασε η γη και εντράπη και
εφοβήθη.
********************************************************************************
23)χριστουγεννιάτικο διήγημα

Το μοιρασμένο φλουρί

Διήγημα του Παύλου Νιρβάνα

Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ’πεσε – ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο.
Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά!
Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού , των αγίων, το δικό του κα της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε σαν να θυμήθηκε κάτι.
«Ξεχάσαμε» είπε «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ’ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».
Κατέβασε το μαχαίρι.
«Του φτωχού…» ονομάτισε .
Έπειτα ερχότανε το δικό μου το κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.
Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας.
«Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου».
Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε.
«Ούτε του ζητιάνου είναι» είπε ο πατέρας μου «ούτε του Πέτρου». Το σωστό σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου.»
«Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στεναχωρημένη η μητέρα μου.
«Τι θα γίνει;…» συλλογιζόμαστε κι εμείς .
« Μην πονοκεφαλάτε…» είπε ο πατέρας .
Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες – το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα- και τις ακούμπησε στο τραπέζι:
«Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει τη πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου».
Και μου την έδωκε.
«Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;»
Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα, μάλιστα, πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ.
«Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου...» είπα.

Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: « ο σύντροφος του ζητιάνου». Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:
«Μπράβο σου . Είσαι καλό παιδί».
Το άλλο πρωί , μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου έλεγε πως ήταν ο ζητιάνος , που έφτασε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο.
«Πάρε , παππού…» του είπα.
Ο γέρος, που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει, φαίνεται , παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ’φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δε μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα.
«Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»
«Μισή λίρα είναι, παππού…» του είπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».
Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει:
«Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουν στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι».
Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας . ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Μα έτρεμε από τη χαρά του . Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε:
«Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις , παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ’χεις πάντα όλα τα καλά , να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους . την ευχή μου να ’χεις».
Μου ’δωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε , με το ραβδί του, τη σκάλα.
Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ έναν φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.
*****************************************************************************
24) Πρωτοχρονιάτικο Διήγημα: Μίμη Οικονόμου


Το βροχερό βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τον βρήκε να τριγυρνά στους δρόμους σκεφτικός. Σε λίγες ώρες θα άλλαζε ο χρόνος ένας καινούριος χρόνος θα ξημέρωνε. Ένας χρόνος ακόμα, σκέφτηκε, Θεέ μου. Τα φώτα της Πόλης είχαν ανάψει από ώρα, οι φωτεινές επιγραφές αναβόσβηναν να διαφημίσουν τα προϊόντα τους που ήταν γραμμένα πάνω τους. Οι βιτρίνες στολισμένες γιορτινά και φωτεινές προκαλούσαν τον αγοραστή. Οι τιμές στα είδη γραμμένες και γυρισμένες προς τα μέσα να μην φαίνονται στις μικρές καρτελίτσες. Τα παιδάκια ντυμένα ζεστά χάζευαν όταν έβλεπαν παιχνίδια. Οι μεγάλοι με τις τσάντες γεμάτες ψώνια, περπατούσαν για να φτάσουν στα σπιτικά τους. Τα σπίτια ντυμένα γιορτινά, τα Χριστουγεννιάτικα δένδρα ακόμα στολισμένα κοντά στα παράθυρα να αναβοσβήνουν τα λαμπάκια τους. Όλα έχουν μια χαρούμενη όψη και οι μυρωδιές από κάθε κουζίνα γαργαλιστικές, ευωδιάζουν. Όλος αυτός ο κόσμος βιαστικός ή όχι κάτι περίμενε από τον καινούριο χρόνο κάτι άφηνε πίσω του να σβήσει ή κάτι ήθελε πάλι να συνεχιστεί… ***** Μπερδεύονταν με το πλήθος και αφηρημένα στέκονταν μπροστά στις βιτρίνες των μαγαζιών. Αλήθεια πως είναι απλωμένη έτσι η χαρά στα προσωπάκια των παιδιών, πως λάμπουν τα ματάκια τους από ευτυχία; Έξυσε το κεφάλι του και πίεσε την σκέψη του να θυμηθεί κάποτε να ήταν κι’ αυτός αληθινά έτσι χαρούμενος. Όσο και αν προσπάθησε δεν κατάφερε τίποτα και τώρα γύριζε – γύριζε από δρόμο σε δρόμο από σοκάκι σε σοκάκι από γειτονιά σε γειτονιά, άσκοπα χωρίς να ξέρει τι κάνει που πάει και γιατί. Ο χρόνος που τέλειωνε τον είχε φορτώσει φαρμάκι και ο χρόνος που έρχονταν θα τον εύρισκε πάλι μόνο. Μόνο! Μια ανατριχίλα πέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Καημένε, σκέφτηκε, τι έκανες; πόσες και πόσες χρονιές δεν είδες να φεύγουν και να έρχονται; Πόσες και πόσες φορές δεν είπες μόνο ετούτη τη χρονιά; Και τώρα; τώρα πέταξε το πουλάκι άχρηστα τα χρόνια που έζησες και γιατί; Γιατί όταν μπορούσες δεν έκανες κάτι γιατί δεν έκανες ότι χρειαζόταν για να μην είσαι τώρα μόνος; Γιατί άφησες να κυλήσουν σαν γάργαρα νερά τα χρόνια της νιότης σου και να πάνε χαμένα; Γιατί δεν σκέφτηκες μετά το καλοκαίρι έρχεται το θλιμμένο φθινόπωρο και ακολουθεί ο παγωμένος χειμώνας με τα ξεροβόρια του, γιατί; Πάντα έβαζε αυτές τις ερωτήσεις στον εαυτό του όμως ποτέ δεν απαντούσε. Αυτά σκέπτονταν αυτά έλεγε στον εαυτό του και τα μάτια του θόλωσαν καθώς περπατούσε από τα δάκρυα. Μα τα δάκρυα δεν ωφελούσαν τα γεροντικά μάτια. Τα δάκρυα είναι για τους νέους να τους πεισματώσουν και να βλέπουν πιο καθαρά. ***** Αγαπούσε κι’ αυτός σαν ήταν νέος μια λυγερόκορμη γειτονοπούλα με όμορφα καστανά μάτια με μαλλιά που έπεφταν στις πλάτες της σαν καταρράχτες και όταν του χαμογελούσε έλαμπαν χίλιοι Ήλιοι, μα δεν της το έλεγε, όλο το ανέβαλε και ο έρωτας φούντωνε μέσα του και ανέβαινε στα μάτια του η καλή του και κάθονταν σε θρόνους μαγικούς. Του αρκούσε να την βλέπει, να του λέει με χαμόγελο μια καλημέρα και έκανε όνειρα τρελά. Τα πίστευε τα όνειρα και το αποφάσιζε να της μιλήσει, μα πάλι το ανέβαλε. Και σκέφτηκε να ξενιτευτεί να κάνει κάτι και να γυρίσει επιτυχημένος πια να της ανοίξει την καρδιά του να της πει τον ερωτά του και να της φορέσει το δαχτυλίδι των αρραβώνων. Θεέ μου, τι ωραία, τι ευτυχία θα ήταν αυτή; Έφυγε…. ..
Μόλις άρχισαν οι οικονομίες να φουσκώνουν και είχε πάρει την απόφαση να γυρίσει και να ζήσει το όνειρο έμαθε τα άσχημα μαντάτα. Η λυγερόκορμη γειτονοπούλα, το όνειρό του το μεγάλο, έσβησε, χάθηκε, τέλειωσε. Ο άγγελός του με τα καστανά μάτια και το φωτεινό χαμόγελο παντρεύτηκε. Τότε άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό του που δεν της μίλησε ποιο πριν. Τότε πρόσεξε πως είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που έφυγε. Τότε έγινε μέσα του σεισμός, και από μέσα βγήκε μια λάβα που έκαψε όλα του τα όνειρα και οι στάχτες της σκέπασε και αισθήματα και χαρά και γέλιο και διασκέδαση και το νόημα της ζωής του. Από τον κρατήρα του πόνου, έβγαινε μόνο δουλειά τώρα, ούτε έβλεπε ούτε άκουγε μόνο δούλευε. Και εργάσθηκε ώσπου του πήραν και την τελευταία ικμάδα και σωστό κουρέλι τούδωσαν μια σύνταξη. Πήρε και τις οικονομίες του και γύρισε. Γύρισε να ζήση τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του στα σοκάκια που νέος περπάτησε να δει τις αλάνες να ακούσει και πάλι παιδικές φωνές στην παλιά γειτονιά. Κανένα σοκάκι τώρα δεν υπήρχε και οι αλάνες και τα χαμόσπιτα είχαν γίνει τσιμεντένια θηρία και μέσα σ’ αυτά είχαν στοιβαχτεί οικογένειες, όνειρα, ελπίδες. Τον έτρωγε όμως η περιέργεια για το σπίτι της αγαπημένης του, και αυτό να είχε γκρεμιστεί όπως και τα δικά του όνειρα; Όχι αυτό έστεκε εκεί με την ίδια μάντρα με το Αγιόκλημα και τον κισσό σκαρφαλωμένο στον τοίχο, τα παράθυρα είχαν περισσότερο φως και περισσότερες φωνές και περισσότερα γέλια και από την ανοιχτή πόρτα μπαινόβγαιναν αγόρια κορίτσια χαρούμενα που η γειτονιά ξεσηκώνονταν με τα τραγούδια τους. Φαίνονταν ένα ευτυχισμένο σπίτι. Ένοιωσε τον εαυτό του ένοχο καθώς τον έπιασε να περιμένει, όπως τότε, έξω από το σπίτι της να πάρει ένα δροσερό χαμόγελο. Ντράπηκε και άρχισε να γυρνά, έτσι χωρίς αιτία κι’ αφορμή ούτε που πήγαινε ήξερε ούτε τι ήθελε. Και περπάτησε – περπάτησε ώσπου τα βήματά του τον έφεραν έξω από κάποιο καπηλειό. Έσπρωξε και μπήκε, περνώντας από κάποιο σκονισμένο καθρέφτη δεν αναγνώρισε τον εαυτό του, τόσο είχε γεράσει. Κάθισε σε μια άκρη και παρήγγειλε, δεν ήθελε να φάει, να πιει ήθελε. Την ώρα που άλλαζε ο χρόνος κάποιοι τον είδαν να γυρίζει μεθυσμένος στην γκαρσονιέρα του, Τα βήματά του, ασταθή όπως ήταν, τον πήγαινα μπρος πίσω και άπλωσε τα χέρια να στηριχτεί σε μια κολώνα και φώναξε σ’ αυτούς που πέρναγαν εκείνη την ώρα. - Θερίστε μόνο τις χαρές από την ζωή αφήστε τις πίκρες υπάρχουν πολλοί σαν εμένα να τις πάρουν. Άφησε τα χέρια από την κολώνα και λοξά -λοξά πήγε στο τοίχο. Θυμήθηκε ένα παλιό τραγουδάκι και γέλασε. Άτιμο είπε. «Εγώ σε ήπια για καλό και συ με πάς στον τοίχο». Όταν τον πλησίασαν είδαν ένα γέρο να γελά μεθυσμένος. ....
********************************************************************
25) Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Ο Άγιος Βασίλης υπήρξε από τις μεγαλύτερες μορφές της εκκλησίας μας, τόσο για το χαρακτήρα του, όσο και για τη μόρφωσή του.
Η φιλανθρωπία του παρέμεινε θρυλική. Μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς, έφτιαξε στην Καισάρεια πτωχοκομείο και πέθανε μόλις 48 ετών από τις στερήσεις της ασκητικής ζωής. Την κηδεία του παρακολούθησαν χιλιάδες κόσμου και στο συνωστισμό που δημιουργήθηκε πολλά άτομα έχασαν τη ζωή τους. Τέτοια ήταν η λατρεία και ο θαυμασμός που του είχε ο κόσμος για την καλοσύνη του που πολλοί τον μιμούνταν. Άφηναν γενειάδα και προσπαθούσαν να είναι λεπτοί και ωχροί, όπως εκείνος που ήταν ασκητής.
Οι αγιογράφοι τον απεικονίζουν με ψαρά σγουρά μαλλιά, πολύ μακριά, και με μυτερή γενειάδα.
Στην Ελλάδα πίστευαν πως αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζοπόρος με το ραβδί στο χέρι και περνούσε από διάφορους τόπους, πάντοτε καλός και ομιλητικός με όποιον συναντούσε. Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του, ούτε σάκο φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό. Την καλή τύχη και την ευλογία του. Από το μαγικό του ραβδί, με θαυμαστό τρόπο, βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των δώρων που θα μπορούσε να μοιράσει στους πιστούς του.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει πέννα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί εμίλιε.
- Βασίλη, πούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις;
- Από της μάνας μ΄έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.
- Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις.
- Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω.
- Και σαν ηξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί του ακούμπησε, να πει την αλφαβήτα.
Και το ραβδί ήτανε ξερό, χλωρά βλαστάρια επέτα, κι απάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαϊδούσαν....
*****************************************************************
26) Πρωτοχρονιάτικα έθιμα από όλο τον κόσμο

Αργεντινή : Οι Αργεντινοί δεν περιμένουν τα δώρα τους στις κάλτσες το τζάκι. Κάθε μέλος της οικογένειας τοποθετεί ένα ζευγάρι από τα αγαπημένα του παπούτσια στην πόρτα της εισόδου. Με την αλλαγή του χρόνου, κυρίαρχη θέση έχουν τα πυροτεχνήματα και απαραιτήτως ο χορός, ενώ αντίθετα με άλλες χώρες, δεν υπάρχουν τυχερά παιχνίδια.

Χονγκ-Κονγκ : Οι κάτοικοι προτιμούν να εκδηλώνουν την αγάπη τους με μετρητά. Τυχερά χρήματα μοιράζονται σε κόκκινους φακέλους με το όνομα του παραλήπτη και ένα μήνυμα τύχης γραμμένο με χρυσό μελάνι. Συνήθως δίνονται από τους συγγενείς μόνο στα παιδιά της οικογένειας και στα ανύπαντρα μέλη. Όσο για τη διακόσμηση, όλα είναι κόκκινα, αφού το χρώμα συνδέεται με τη χαρά και την ευτυχία.

Βραζιλία : Οι Βραζιλιάνες για γούρι φοράνε κάτω από τα λευκά ρούχα τους ένα κίτρινο εσώρουχο στρινγκ, ενώ οι Πρωτοχρονιές τους είναι ντυμένες στα λευκά. Με την αλλαγή του χρόνου πηγαίνουν στη θάλασσα και ρίχνουν στα κύματα λευκά λουλούδια για τη θεά της καλοτυχίας Γιαμαντζά. Το παραδοσιακό τους φαγητό αποτελείται από όσπρια, όπως σούπα από φακές ή μαύρα φασόλια που δηλώνουν την αφθονία. Λευκά κεριά, λευκά λουλούδια και φωτάκια πρωταγωνιστούν στη διακόσμηση.

Γαλλία : Την παραμονή της πρωτοχρονιάς τα παιδιά αφήνουν τα παπούτσια τους δίπλα από το τζάκι για να τους τα γεμίσει με γλυκά και ξηρούς καρπούς ο πατέρας των Χριστουγέννων (Pere Noel), ο οποίος θα κατέβει από την καμινάδα καθώς κοιμούνται. Ο Pere Noel συνοδεύεται από έναν άλλο παππούλη, τον Pere Fouettard, ο οποίος δέρνει ελαφρά τα παιδιά που ήταν άτακτα κατά τη διάρκεια του χρόνου.

Ιταλία : Στις 6 Ιανουαρίου τα παιδιά περιμένουν με αγωνία τη γριά La Befana, η οποία ψάχνει τον μικρό Ιησού και στην πορεία της αναζήτησής της αφήνει δώρα στα φρόνιμα παιδιά. Σύμφωνα με την Ιταλική παράδοση, η La Befana σκούπιζε το σπίτι της όταν δέχτηκε την επίσκεψη των τριών μάγων, οι οποίοι πήγαιναν να συναντήσουν το νεογέννητο Ιησού. Οι τρεις μάγοι, της ζήτησαν να τους ακολουθήσει αλλά η La Befana αρνήθηκε, διότι δεν είχε τελειώσει με το σκούπισμα του σπιτιού. Αργότερα όμως, το μετάνιωσε και μάζεψε όσα δώρα μπορούσε και προσπάθησε να ακολουθήσει τους τρεις μάγους. Δυστυχώς όμως δεν τους βρήκε ποτέ αλλά συνεχίζει ακόμα την αναζήτησή της για τον Χριστό, γι’ αυτό κάθε χρόνο αφήνει δώρα στα παιδιά....
Λιθουανία : Εκεί πιστεύουν ότι ο Άγιος Βασίλης φέρνει τα δώρα του όχι σε μία μέρα (ή νύχτα) μόνο αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου από 24 Δεκεμβρίου μέχρι τις 4 Ιανουαρίου, δηλαδή για μια περίοδο 12 ημερών. Τα δώρα τοποθετούνται κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμως ανοίγονται στις 4 Ιανουαρίου.

Ιράν : Πρωτοχρονιά στην αρχή της άνοιξης και συγκεκριμένα στις 21 Μαρτίου. Η ιρανική πρωτοχρονιά αποκαλείται «Νορούζ», που σημαίνει «νέα ζωή» . Οι γιορτές διαρκούν 13 μέρες, ενώ τα γιορτινά τραπέζια είναι στρωμένα με τα επτά “S”. Samanoo (φυτρωμένο σιτάρι), Sumak (σουμάκ, τοπικό ποτό), Serkeh (ξίδι), Seeb (μήλα), Sekkeh (χρυσά νομίσματα), Sombol (ζουμπούλια), Sear (σκόρδο) που συμβολίζουν την υγεία, την ομορφιά, την ευτυχία, την ευημερία και την υπομονή.

Κίνα : Ο δράκος είναι η πιο δημοφιλής φιγούρα της κινέζικης πρωτοχρονιάς, γνωστής ως Yuan Tan, που γιορτάζεται μεταξύ 21 Ιανουαρίου και 20 Φεβρουαρίου. Η δυνατή μουσική και τα κλεισμένα με χαρτιά παράθυρα διώχνουν τα κακά πνεύματα, ενώ το μανταρίνι έχει την τιμητική του και δίνεται πάντα ως δώρο σε ζευγάρι.

Αιθιοπία : Το Ιουλιανό ημερολόγιο της Αιθιοπίας επιβάλει ανοιξιάτικη πρωτοχρονιά (Enkutatash, το πολυτιμότερο των δώρων) και δώρα μπουκέτα από τα περίφημα Meskel Flowers.

Ινδία : Το Diwalli είναι η γιορτή του φωτός. Λάμπες και κεριά, παντού για τους Ινδούς, οι οποίοι ταξιδεύουν μέχρι τον Γάγγη για το τελετουργικό τους μπάνιο.

Μεξικό : Η 28η Δεκεμβρίου, δηλαδή η μέρα κατά την οποία ο Ηρώδης διέταξε τη σφαγή των νηπίων, είναι όπως η δική μας πρωταπριλιά, μια μέρα γεμάτη ψέματα και φάρσες. Η 1η Ιανουαρίου λέγεται “Dia de los Reyes”, δηλαδή «η μέρα των βασιλιάδων ή των μάγων», οπότε και τα μικρά παιδιά παίρνουν τα δώρα τους. Την ίδια μέρα, κόβεται και μια παραδοσιακή πίτα η οποία περιέχει μια μικρή κούκλα που συμβολίζει τον νεογέννητο Χριστό. Όποιος βρει την κούκλα μέσα στο κομμάτι του, πρέπει να δεξιωθεί φίλους και συγγενείς στις 2 Φεβρουαρίου.

Σουηδία : Πρωταγωνιστές παντού, από τις φόρμες για τα γιορτινά γλυκά μέχρι τα καρουσέλ, το αλογάκι και οι βόλτες με snowmobile συνθέτουν το σκηνικό της Σουηδίας.

Ισπανία-Πορτογαλία : Το σταφύλι κατέχει κυρίαρχη θέση στην πρωτοχρονιά τους. Μόλις το παραδοσιακό ρολόι-κούκος χτυπήσει 12 τα μεσάνυχτα, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι τρώνε 12 ρώγες σταφύλι για να εξασφαλιστεί η καλοτυχία του χρόνου.
Στην Ισπανία, το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου τα παιδιά τοποθετούν τα παπούτσια τους στα μπαλκόνια ή στα παράθυρα. Η επόμενη μέρα δηλαδή η ημέρα των Θεοφανίων, είναι η μέρα κατά την οποία οι τρεις μάγοι προσκύνησαν το νεογέννητο Ιησού και του πρόσφεραν τα δώρα τους. Σύμφωνα με την παράδοση, οι τρεις μάγοι έρχονται το βράδυ πριν τα Θεοφάνια και γεμίζουν τα παπούτσια των παιδιών με δώρα.
***************************************************************************
27) ΤΟ ΡΟΔΙ
Ο καρπός της ροδιάς, από τα πολύ παλιά χρόνια, θεωρείται σύμβολο της αφθονίας. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας υπήρχε και υπάρχει ακόμα το έθιμο να σπάνε το ρόδι το πρωί της Πρωτοχρονιάς με την ευχή:
"Όσα σπυριά έχει το ρόδι, τόσα καλά να χυθούν στο σπίτι μας τούτον τον χρόνον."
*******************************************************************************
28) Ακακία Το δέντρο της ευχής μου

Μέσα σε κλίμα γιορτινό πολλές ευχές ηχούνε,
μα εγώ θα κάνω μόνο μια που μοιάζει με ένα δέντρο,
πού 'χει τα φύλλα στα κλαδιά που σαν καρδιές χτυπούνε,
ρίζες π' απλώνονται βαθιά μέσα στης γης το κέντρο.

Είναι οι ρίζες κι ο κορμός η ποθητή υγεία,
κάθε κλαδί μια ζωντανή ελπίδα, για αγάπη,
ειρήνη σ' όλη μας τη γη, πραγματική φιλία,
δικαιοσύνη στη ζωή μα και επιτυχία.

Για φύλλα έχει της ψυχής τα ακριβά στολίδια
σοφία, κατανόηση στον άνεμο να αντέχει,
βαθιά συντροφικότητα, ομόνοια, αλήθεια,
φιλευσπλαχνία κι αρετή και καλοσύνη έχει.

Μαζί αν το φροντίζουμε το δέντρο θα ανθίζει
κι άνθη σαν τα χαμόγελα και στην ψυχή θ' ανθίζουν,
της ευτυχίας τους καρπούς στον κόσμο να χαρίζει,
σπόροι ευφορίας που τη γη με δάση θα γεμίσουν.

Όνομα έχει ιερό το δέντρο της ευχής μου
που όταν φυσάει άνεμος χάνονται οι κακίες.
Ανάμεσα απ' τις φυλλωσιές ευχή απ' την ψυχή μου:
Σε δάση καταπράσινα να ζούμε με Α-κακίες.
*******************************************************************
29) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΡΕΚΟΡ
Και τα Χριστούγεννα έχουν τα ρεκόρ τους, όπως το ψηλότερο δέντρο, οι μεγαλύτερες νιφάδες χιονιού, η πιο ακριβή κάρτα...

Το ψηλότερο δέντρο

Το ψηλότερο δέντρο ονομάζεται «Medocino Tree», με ύψος 112.01 μ και βρίσκεται στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Η ακριβής τοποθεσία σου δέντρου είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό και φυλάσσεται διότι εκφράζονται φόβοι για τη ασφάλεία του.

Το πρώτο σε πωλήσεις χριστουγεννιάτικο τραγούδι

Το τραγούδι «White Christmas», που ερμηνεύτηκε από τον Bing Crosby έχει πουλήσει πάνω από 50 εκατομμύρια αντίτυπα, παγκοσμίως.

Οι μεγαλύτερες νιφάδες χιονιού

Οι μεγαλύτερες νιφάδες χιονιού έπεσαν στις 28 Ιανουαρίου το 1887, στο Fort Keogh, στη Μοντάνα των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια χιονοθύελλας και η κάθε μία ήταν 38 εκ.

Η πιο ακριβή κάρτα Χριστουγέννων

Η πιο ακριβοπληρωμένη χριστουγεννιάτικη κάρτα πουλήθηκε στο Λονδίνο, για 8.737 δολάρια, στις 7 Απριλίου του 2000 και ήταν σχεδιασμένη από τον Τζον Λένον. Στην κάρτα απεικονίζονταν δυο καρτούν και απευθυνόταν στον Brian Epstein, πρώην μάνατζερ των Beatles.

Τραγούδια με διαδοχικές κορυφές στα charts, την περίοδο Χριστουγέννων

Οι Beatles με το «Fab Four» βρέθηκαν στην κορυφή από το 1963-1965 την περίοδο των Χριστουγέννων ενώ οι Spice Girls κατάφεραν να παραμείνουν στην κορυφή των charts -το αντίστοιχο διάστημα- από το 1996 έως το 1998.

Singles που βρέθηκαν στην κορυφή των charts την περίοδο Χριστουγέννων

Ποιοι άλλοι εκτός των Beatles, οι οποίοι είχαν τέσσερα τραγούδια στην κορυφή από το 1963 μέχρι το 1967. Το τραγούδι « I wanna hold your hand» το 1963, το «I feel fina» το 1964, το «Day trippe/ we can work it out» το 1965 και τέλος το «Hello Goodbye» το 1967.

Η μεγαλύτερη χριστουγεννιάτικη καμπάνα

Η μεγαλύτερη καμπάνα Χριστουγέννων φτιάχτηκε από 4.854 μπουκάλια, σχεδιάστηκε και «χτίστηκε» από τον σχεδιαστή Sergio Rodriguez Villarreal, στο Μεξικό, έχοντας ύψος 5.5 μ και διάμετρο 3.85 μ.
*************************************************************
30)ΤΟ ΠΕΝΗΝΤΑΡΙΚΟ
Το πενηντάρικο
(Μια ανθισμένη χριστουγεννιάτικη ιστορία)

Ο μικρός Γιαννάκης κρύωνε έτσι όπως καθόταν μέσα στο χιόνι στην αυλή του σπιτιού του. Ο Γιαννάκης δεν φορούσε ζεστές μπότες – ούτε του άρεσαν αλλά ούτε και είχε μπότες να φορέσει. Τα λεπτά πάνινα αθλητικά του παπούτσια είχαν μερικές τρύπες και δεν κατάφερναν να κρατούν το κρύο μακριά από τα ποδαράκια του. Ο Γιαννάκης βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και περίπου μία ώρα κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να βρει καμία καλή ιδέα για το τι δώρο να κάνει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση καθώς κατέληξε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα: «τι παιδεύομαι; Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου χρήματα».

Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η πενταμελής οικογένεια δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα. Δεν ήταν επειδή η μητέρα του δεν προσπαθούσε αρκετά ή δεν ενδιαφερόταν αλλά ποτέ δεν φαινόταν να υπάρχουν αρκετά χρήματα. Δούλευε βραδινές βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής αλλά ο μικρός της μισθός δεν μπορούσε να καλύψει τίποτα παραπάνω. Όμως όλα όσα τους έλειπαν σε χρήματα και υλικά αγαθά, περίσσευαν σε αποθέματα αγάπης και ενότητας στην οικογένεια. Ο Γιαννάκης είχε δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα τους. Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα για τη μητέρα τους. Δεν ήταν δίκαιο. Ήταν ήδη Παραμονή των Χριστουγέννων και αυτός δεν είχε τίποτα να της χαρίσει.
Σκουπίζοντας το δάκρυ που κατηφόρισε από τα ματάκια του, ο Γιαννάκης έδωσε μία γερή κλωτσιά στο χιόνι κι άρχισε να περπατάει προς το δρόμο με τα καταστήματα. Δεν ήταν εύκολο για μία πενταμελή οικογένεια να τα βγάζει πέρα χωρίς πατέρα, ειδικά όταν αυτός ο ίδιος χρειαζόταν έναν άνδρα για να μιλήσει. Ο Γιαννάκης περπατούσε από κατάστημα σε κατάστημα κοιτάζοντας μία μία τις στολισμένες βιτρίνες. Όλα ήταν τόσο όμορφα αλλά και τόσο απρόσιτα για εκείνον.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και χωρίς να πολυθέλει ο Γιαννάκης ξεκίνησε για το σπίτι. Ξαφνικά τα μάτια του έπεσαν σε μία αντανάκλαση του ήλιου που έδυε πάνω σε κάτι που γυάλιζε στην άκρη του δρόμου. Έσκυψε και ανακάλυψε ένα γυαλιστερό πενηντάρικο. Κανείς δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο πλούσιος όσο ένιωσε ο Γιαννάκης εκείνη τη στιγμή. Κρατώντας σφιχτά τον θησαυρό του ένιωσε τόσο ευτυχισμένος που μπήκε μέσα στο πρώτο κατάστημα που είδε.

Ο ενθουσιασμός του όμως ξεθώριασε γρήγορα όταν ο πωλητής του είπε ότι δεν μπορούσε να αγοράσει απολύτως τίποτα με μόνο ένα πενηντάρικο. Βγαίνοντας από το κατάστημα, είδε απέναντι ένα ανθοπωλείο και μπήκε μέσα να περιμένει στην ουρά. Όταν ο καταστηματάρχης τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει, ο Γιαννάκης του έδειξε το πενηντάρικο και τον ρώτησε αν μπορούσε να αγοράσει ένα λουλούδι για να το δωρίσει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Ο ανθοπώλης κοίταξε το Γιαννάκη και το πενηντάρικο που κρατούσε στο χέρι του. Μετά, ακούμπησε τον ώμο του Γιαννάκη και του είπε «Περίμενε εδώ και θα δω τι μπορώ να κάνω για σένα». Όσο ο Γιαννάκης περίμενε κοίταζε γύρω του τα όμορφα λουλούδια και αν και ήταν αγόρι, μπορούσε να καταλάβει γιατί οι μαμάδες και τα κορίτσια λατρεύουν τα λουλούδια.

Ο ήχος της πόρτας που έκλεινε καθώς έφευγε και ο τελευταίος πελάτης, επανέφερε τον Γιαννάκη στην πραγματικότητα. Μόνος του πια μέσα στο κατάστημα, ο Γιαννάκης άρχισε να νιώθει μόνος και φοβισμένος.

Ξαφνικά εμφανίστηκε ο ανθοπώλης που προχώρησε προς το ταμείο. Ακούμπησε πάνω στον πάγκο, μπροστά στα έκθαμβα μάτια του Γιαννάκη, 12 μακριά κατακόκκινα τριαντάφυλλα με πρασινάδες και λευκά μικροσκοπικά λουλουδάκια, δεμένα με μία ασημένια κορδέλα και ένα μεγάλο φιόγκο. Η καρδιά του Γιαννάκη σφίχτηκε όταν είδε τον ανθοπώλη να τα παίρνει και να τα βάζει σε ένα μεγάλο άσπρο κουτί. «Αυτό κοστίζει 50 δραχμές νεαρέ μου» είπε ο ανθοπώλης κι άπλωσε το χέρι του για να πάρει το πενηντάρικο...

Με αργές κινήσεις ο Γιαννάκης σήκωσε το χέρι του για να δώσει στον ανθοπώλη το πενηντάρικο. Μα μπορούσε αυτό να συμβαίνει στα αλήθεια; Κανείς άλλος δεν του έδινε τίποτα για μόνο πενήντα δραχμές!

Βλέποντας τον μικρούλη διστακτικό, ο ανθοπώλης είπε «Έτυχε σήμερα να έχω κάποια προσφορά με 50 δραχμές για δώδεκα τριαντάφυλλα. Θα τα ήθελες;» Αυτή τη φορά ο Γιαννάκης δεν δίστασε και όταν ο ανθοπώλης ακούμπησε το άσπρο κουτί στα χέρια του, πίστεψε ότι ήταν αλήθεια. Βγαίνοντας από την πόρτα που ο ανθοπώλης του κρατούσε ανοιχτή, τον άκουσε να λέει «Χαρούμενα Χριστούγεννα, μικρέ».

Καθώς ο ανθοπώλης έκλεισε την πόρτα και γύρισε στον πάγκο του, εμφανίστηκε η γυναίκα του. «Με ποιόν μιλούσες τόση ώρα; Και πού είναι τα τριαντάφυλλα που ετοίμαζες;»

Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια του, ο ανθοπώλης της απάντησε «Το πρωί μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Καθώς ετοιμαζόμουν να ανοίξω το κατάστημα νόμισα ότι άκουσα μία φωνή να μου λέει να κρατήσω δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου για ένα πολύ ειδικό δώρο. Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι τρελάθηκα αλλά έτσι κι αλλιώς τα κράτησα στην άκρη». Τώρα, πριν από λίγα μόλις λεπτά, μπήκε στο ανθοπωλείο ένα μικρό αγοράκι που ήθελε να αγοράσει ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο για τη μητέρα του με μόλις ένα πενηντάρικο.

«Όταν κοίταξα αυτό το παιδάκι, είδα τον εαυτό μου, όπως ήμουν πριν από πολλά χρόνια. Ήμουν κι εγώ ένα φτωχό αγόρι και δεν είχα τίποτα για να αγοράσω Χριστουγεννιάτικο δώρο στη δική μου μητέρα. Ένας άνδρας με γενειάδα, που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ, με σταμάτησε στο δρόμο και μου είπε ότι ήθελε να μου δώσει ένα χιλιάρικο. «Όταν είδα αυτό το μικρό αγόρι απόψε, ήξερα ποια ήταν αυτή η φωνή που άκουσα και έτσι του έδωσα δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου».

Ο ανθοπώλης και η γυναίκα του αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έτσι αγκαλιασμένοι βγήκαν στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα . . . οι καρδιές τους όμως ήταν τόσο ζεστές που δεν ένιωθαν καθόλου το κρύο.

Μακάρι αυτή η ιστορία να ξυπνήσει το πνεύμα των Χριστουγέννων και σε σας και να κάνετε κι εσείς τέτοιες πράξεις καλοσύνης.

Να έχετε Χαρούμενες και Ειρηνικές Γιορτές!
**********************************************************************
31) Η ΚΡΕΜΜΥΔΑ
Η πρόληψη για τη δύναμη της κρεμμύδας μας έρχεται κι αυτή από την αρχαιότητα. Οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι τους προστάτευε από κάθε κακό, από καταστροφές, αρρώστιες ή βασκανίες. Αδιάκοπα, ως τις μέρες μας, συναντάμε το ταπεινό αυτό φυτό φυτεμένο μπροστά σε κάποια πόρτα ή κρεμασμένο από κάποια οροφή, να διώχνει το κακό από τους ανθρώπους και τις περιουσίες τους.
Τί είναι όμως εκείνο που τράβηξε το σταθερό ενδιαφέρον των ανθρώπων στην κρεμύδα;
Πρώτα απ΄όλα φαίνεται ότι τους εντυπωσίασε η εξαιρετική αντοχή και ζωτικότητά της, μια και μπορεί να ζει και να ανθίζει σε ακαλλιέργητα εδάφη, ακόμα και έξω από το χώμα. Είχαν επίσης παρατηρήσει τις ιατρικές της ιδιότητες και τη θεωρούσαν ωφέλιμη για το βήχα, το άσθμα, τη δυσπεψία, τη δυσεντερία και τη φυματίωση. Σε μεγάλες δόσεις χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση αρουραίων και ποντικών, απαλλάσοντας την ύπαιθρο και τις πόλεις από τους μεγαλύτερούς τους εχθρούς.
Με τα χαρακτηριστικά της αυτά η κρεμμύδα έγινε εύκολα το σύμβολο της αναγέννησης του χρόνου. Εμβλημα που προοιωνίζει τη συνέχεια του σπιτιού και την αναβίωση, ενάντια σε κάθε συμφωρά.
Λογικά λοιπόν, συνδέθηκε με την Πρωτοχρονιά, με το ξεκίνημα μιας καινούριας χρονιάς, γεμάτης ελπίδες και προσδοκίες για όλους τους ανθρώπους. Ανάμεσα στις πάμπολλες παραλλαγές του ονόματός της συναντάμε τις ονομασίες "βασιλίτσα", "αγιοβασιλίτσα" και "βασιλοκουτσούνα" και την κρεμάμε στις πόρτες και τα ταβάνια μας έως σήμερα.
**********************************************************************
32)
Δώρο στον ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ (Μαρία Γουμενοπούλου)

Παραμονές Πρωτοχρονιάς. Ο Θανασάκης, μέρες τώρα σκεφτόταν το γράμμα που έπρεπε να ετοιμάσει για τον Αϊ Βασίλη. Το είχε κάνει και πέρυσι αυτό και όταν έφτασε η νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ο Αϊ Βασίλης, την ώρα που εκείνος κοιμόταν, ήρθε κι άφησε πλάι στο κρεβατάκι του το παιχνίδι που είχε ζητήσει: Ένα πανέμορφο αυτοκίνητο, ίδιο με τ' αληθινά. Με τιμόνι, με ρόδες, με καθίσματα. Τίποτα δεν του έλειπε.
Φέτος ο Θανασάκης θα ζητήσει από τον Αϊ Βασίλη ένα καράβι. Του αρέσουν πολύ τα καράβια. Από το καλοκαίρι που ταξίδεψε και πήγε στο νησί με το καράβι, από τότε του μπήκε επιθυμία στην καρδιά του ν' αποκτήσει ένα καράβι δικό του.
- Μαμά, πότε θα γράψουμε το γράμμα στον Αϊ Βασίλη;
- Καλά που το θυμήθηκες, Θανασάκη, είπε εκείνη χαμογελώντας. Φέρε μολύβι και χαρτί, γιατί καθυστερήσαμε κιόλας. Δε μου είπες όμως τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Α
ϊ Βασίλης; Έχεις αποφασίσει;
- Μαμά, λες να έχει καράβια ι Αϊ Βασίλης;
- Βεβαίως και έχει. Απ' όλα έχει για τα καλά παιδιά.
- Μόνο για τα παιδιά; Για τον εαυτό του δεν έχει;
- Μα τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω.
- Να, σκέφτομαι ότι αφού είναι τόσο πλούσιος ο Αϊ Βασίλης και δίνει δώρα στα παιδιά, θα έχει και για τον εαυτό του ό,τι επιθυμεί. Θα έχει, δηλαδή, δικό του αληθινό καράβι, αληθινό αυτοκίνητο, ίσως και ελικόπτερο.
- Όχι, όχι, κάνεις λάθος, Θανασάκη. Ο Αϊ Βασίλης δεν έχει τίποτε απ' όλα αυτά. Βλέπεις, όλα τα λεφτά τα χαλάει για τα παιδιά και ο ίδιος είναι φτωχός.
Η μητέρα πήρε το χαρτί κι έγραψε το γράμμα του της υπαγόρευσε ο Θανάσης..

Σεβαστέ κι αγαπημένε μου Αϊ Βασίλη,
Είμαι ο Θανασάκης. Σε θυμάμαι πάντα με αγάπη. Φέτος θέλω να μου φέρεις ένα καράβι...

Ο Θανασάκης σταμάτησε. Η μαμά του ρώτησε:
- Ναι; Τι καράβι θέλεις να γράψω;
- Τίποτα, τίποτα. Ένα καράβι.
Ντράπηκε να πει το πιο μεγάλο καράβι που μπορούσε να γίνει. Αφού ο Αϊ Βασίλης δεν ήταν πλούσιος, ήταν ντροπή να ζητάει κανείς πολύ ακριβά δώρα.
- Ωραία, είπε η μητέρα. Έβαλε από κάτω το όνομα του παιδιού κι έκλεισε το φάκελο. Μόλις βγω έξω, πρόσθεσε, θα το ταχυδρομήσω.
Τ' απόγευμα ο Θανασάκης με τη μητέρα του πήγαν στα ξαδελφάκια του, τη Λίνα και τον Πετρή.
- Εμένα, μου είπε ο μπαμπάς μου πως φέτος θα μου φέρει ο Αϊ Βασίλης και κούκλα και κρεβατάκι, για να κοιμάται, και ηλεκτρικό πλυντήριο, είπε επάνω στην κουβέντα η Λίνα.
- Δεν του ζητάς και σαλονάκι και ηλεκτρική κουζίνα και σερβίτσια; θύμωσε ο Θανάσης.
- Κι εμένα θα μου φέρει τρένο ηλεκτρικό, και CD ROM, καμάρωσε ο Πετρής.
- Σαν πολλά δε ζητάς; Ρωτάς όμως πού θα τα βρει τόσα λεφτά ο καημένος ο Αϊ Βασίλης; Αν ήταν πλούσιος, θα είχε δικό του ελικόπτερο.
- Άκου το γιο σου, Μαίρη, είπε η μαμά των παιδιών στη μητέρα του Θανασάκη. Έχει ψυχούλα μάλαμα το παιδί.
Πέρασαν οι μέρες. Ήρθε επιτέλους η παραμονή. Η κυρία Μαίρη, απορροφημένη από τις πολλές δουλειές της, δεν πρόσεξε το Θανασάκη που ήταν σκεφτικός εκείνη τη μέρα. Ούτε κι όταν τον βρήκε κλειδωμένο στο δωμάτιό του, σκέφτηκε να τον ρωτήσει γιατί κλείδωσε. Σαν βράδιασε, τον έλουσε, τον άλλαξε και τον έβαλε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί. Μόλις όμως έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο, εκείνος πετάχτηκε επάνω, γύρισε την άκρη από το στρώμα του και τράβηξε από κάτω ένα κλειστό φάκελο. Τον τοποθέτησε πάνω στο κομοδίνο του κι ευχαριστημένος ξανάπεσε στο κρεβάτι.
Όταν γύρισε από τη δουλειά ο πατέρας του, φορτωμένος με πακέτα, είπε στη γυναίκα του.
- Κοίταξε, Μαίρη. Λες ν' αρέσει το καράβι που έστειλε ο Αϊ Βασίλης στο γιο μας;
- Είναι τρέλα, είπε εκείνη. Θα ενθουσιαστεί. Πάω να το βάλω στο κομοδίνο του να το δει μόλις ξυπνήσει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο του παιδιού είδε τον κλεισμένο φάκελο. Με περιέργεια τον πήρε στα χέρια της και διάβασε:
«Για τον Αϊ Βασίλη...»
- Τι να του γράφει πάλι; αναρωτήθηκε και πηγαίνοντας στο σαλόνι έσκισε το φάκελο.
Σκεφτείτε την έκπληξή της όταν έβγαλε από μέσα χίλιες εβδομήντα δραχμές, σε κατοστάρικα, πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα κι ένα χαρτάκι που έλεγε:
«Είναι από τον κουμπαρά μου για ν' αγοράσεις ένα δικό σου ελικόπτερο».
Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του παιδιού, έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο. Ύστερα συγκινημένη μάζεψε από κάτω τα σπασμένα κομμάτια του πήλινου κουμπαρά, που ο Θανασάκης τον έσπασε για να κάνει δώρο στον Αϊ Βασίλη.
*********************************************************************
33) Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΤΑ

Σε όλα τα Πρωτοχρονιάτικα τραπέζια κόβεται η καθιερωμένη πίτα της ημέρας, η γνωστή μας βασιλόπιτα. Με το κόψιμο της πίτας οι παλιοί πίστευαν πως θα μάντευαν την τύχη που θα είχε την καινούρια χρονιά το σπιτικό κι οι νοικοκυραίοι του.
Η παράδοση λέει ότι όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισάρεια η πόλη κινδύνευσε από τον έπαρχο της Καππαδοκίας. Ο Βασίλειος κάλεσε τους άρχοντες και το λαό και τους είπε να δώσουν ότι πιο πολύτιμο είχαν από τα πλούτη και τα χρυσαφικά τους για να σώσουν την πόλη, μια και δεν είχαν δυνάμεις να την υπερασπίσουν. Όλοι ανταποκρίθηκαν με προθυμία και ένας σωρός από χρυσαφικά συγκεντρώθηκε. Την άλλη μέρα, ο Δεσπότης και οι δημογέροντες πήγαν να συναντήσουν το έπαρχο και να του παραδώσουν τους θησαυρούς, εκείνος όμως εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα και την ακτινοβολία του Ιεράρχη δεν δέχτηκε να τους πάρει και αποχώρησε άπρακτος. Οι κάτοικοι απόδωσαν το θαύμα στον επίσκοπό τους. Ο Βασίλειος θέλησε να επιστρέψει τα κοσμήματα, δυσκολευόταν όμως μια και δεν γνώριζε ποιο είχε προσφέρει ο καθένας. Κάλεσε έτσι το προσωπικό της Μητρόπολης και τους παράγγειλε να φτιάξουν μικρές πίτες, τόσες, όσα και τα σπίτια της Καισάρειας και μέσα να βάλουν από ένα χρυσαφικό. Παράλληλα, ειδοποίησε τους πολίτες της Καισάρειας να περάσουν από τη Μητρόπολη για να τους δώσει από ένα αναμνηστικό για τη διάσωση της πόλης. Όλοι απόρησαν για το δώρο του Δεσπότη, όταν όμως επιστρέφοντας στα σπίτια τους θέλησαν να φάνε την πίτα, ανακάλυψε ο καθένας το χρυσαφικό που είχε προσφέρει. Από τότε, για να θυμούνται αυτό το γεγονός καθώς και τη σωτηρία της πατρίδας τους, καθιέρωσαν να φτιάχνουν κάθε χρόνο μια πίτα και μέσα να κρύβουν ένα τυχερό νόμισμα.

************************************************************************
34) Τα έθιμα των Φώτων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας




Λευκάδα: τα ιερά πορτοκάλια
Οι πιστοί συγκεντρώνονται πλάι στην θάλασσα και ο ιερέας ρίχνει το σταυρό στο νερό, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της χώρας. Όμως στη Λευκάδα, μαζί με το σταυρό, ρίχνουν στη θάλασσα και ένα μάτσο πορτοκάλια δεμένα μεταξύ τους με σκοινί. Στη συνέχεια, τα ευλογημένα αυτά πορτοκάλια, κρεμιούνται πλάι στα εικονίσματα των εκκλησιών.
Ερμιόνη: οι ναυτικοί βουτηχτάδες
Λίγο πριν ο σταυρός πέσει στη θάλασσα, οι «βουτηχτάδες», όπως χαρακτηριστικά ονομάζονται τα παλικάρια, που πρόκειται να βουτήξουν για να πιάσουν το σταυρό, φορούν παραδοσιακές στολές παλαιών ναυτικών και γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας. Οι νοικοκύρηδες τους καλοδέχονται με ευχές και παραδοσιακά κεράσματα και τους εύχονται καλή επιτυχία στη βουτιά που ακολουθεί.

Καστοριά: τα ραγκουτσάρια αναβιώνουν
Ανήμερα των Φώτων στην Καστοριά αναβιώνουν τα Ραγκουτσάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες για να ξορκίσουν το κακό από την περιοχή και ζητούν «αμοιβή» από τους περαστικούς για το καλό που κάνουν στην πόλη. Παρόμοιο είναι και το έθιμο «ροκατζάρια», που αναβιώνει στη Δράμα, όπου κάτοικοι με τρομακτικές μάσκες διώχνουν τα κακά πνεύματα.

Χαλκιδική: ο βασιλιάς και οι φωταράδες
Σε πολλά χωριά της Χαλκιδικής αναβιώνει ακόμη και σήμερα το έθιμο των Φωταράδων. Ο «βασιλιάς» που είναι φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει τον χορό και τον ακολουθούν οι Φωταράδες, οι πιστοί του υπήκοοι με ξύλινα σπαθιά, που προσπαθούν να αποτρέψουν οποιονδήποτε προσπαθεί να κλέψει ένα λουκάνικο που στήνεται στην πλατεία του χωριού


Γαλάτιστα Χαλκιδικής: η καμήλα και η απαγωγή ...;
Πρόκειται για ένα έθιμο, που αναβιώνει αδιαλείπτως από τα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε, κάποιος ερωτευμένος προκειμένου να απαγάγει την αγαπημένη του κάτω από τα μάτια του Τούρκου επιτρόπου, σκαρφίστηκε ένα μοναδικό κόλπο. Έστησε ένα γλέντι στο χωριό και παράλληλα έφτιαξε το ομοίωμα μιας καμήλας μέσα στο οποίο κρύφτηκε ο ίδιος και οι απαγωγείς φίλοι του που μπήκαν στο σπίτι, έκλεψαν την κοπέλα και την φυγάδευσαν κάτω από το ομοίωμα της καμήλας. Σήμερα, το έθιμο αναβιώνει με το ομοίωμα της καμήλας να γυρνά στο χωριό και με 6 άνδρες να κρύβονται από κάτω χορεύοντας και τραγουδώντας.

Αγιος Πρόδρομος Χαλκιδικής: οι φούταροι και τα ρόπαλα
Πλούσια σε έθιμα των Φώτων, η Χαλκιδική αναβιώνει το έθιμο των φούταρων στον Άγιο Πρόδρομο. Την παραμονή των Φώτων, κάποια παλικάρια, οι φούταροι, λένε τα κάλαντα και αντί για χρήματα, οι νοικοκύρηδες τους δίνουν κρέας και λουκάνικα. Την ημέρα του Αϊ Γιαννιού, οι φούταροι χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα και βγαίνουν από τον κύκλο του χορού, αρπάζουν ένα ρόπαλο και μόλις ξαναμπαίνουν στο χορό, πετούν τα ρόπαλα ψηλά και σφυρίζουν για να σηματοδοτήσουν το τέλος των γιορτών.
Δράμα: τα μπαμπούγερα και η στάχτη

Αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έθιμα, που θα συναντήσετε στη Δράμα αυτές τις ημέρες. Την παραμονή των Φώτων, οι γυναίκες παίρνουν στάχτη από το τζάκι και την σκορπίζουν με το δεξί χέρι μέσα στο σπίτι, προφέροντας ξόρκια για να φύγουν οι καλικάντζαροι. Ανήμερα των Φώτων και μετά τον αγιασμό των υδάτων, κάποιοι κάτοικοι -τα μπαμπούγερα-φορούν προβιές ζώων, στέκονται απέξω από την εκκλησία και κρατούν ένα σακούλι (υποτίθεται γεμάτο με στάχτη) για να χτυπούν με αυτό όποιους συναντούν και να φοβερίζουν τους καλικάντζαρους!

Δράμα: οι αράπηδες και ο Μεγαλέξανδρος
Το έθιμο των αράπηδων μας ταξιδεύει πολλά χρόνια πίσω, τότε που οι νέγροι πολεμιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, λέγεται, πως με τους αλαλαγμούς τους κατάφεραν να φοβερίσουν και να διώξουν τους ελέφαντες των Ινδών αντιπάλων. Σήμερα, οι κάτοικοι της περιοχής, ντύνονται με προβιές ζώων, φορούν κουδούνια και χορεύουν στο δρόμο για να διώξουν τα κακά πνεύματα και τους καλικάντζαρους. Το έθιμο αυτό, αναβιώνει και σε αρκετές περιοχές της Καβάλας.

Θεσσαλία: τα ποτάμια και το ράντισμα
Σε πολλά χωριά της Θεσσαλίας, όπου υπάρχουν ποτάμια, οι κάτοικοι παίρνουν τα εικονίσματα από την εκκλησία και τα μεταφέρουν στο ποτάμι. Εκεί, μέσα στα παγωμένα νερά των ποταμών, ρίχνουν τον σταυρό και με αυτόν ραντίζουν τα εικονίσματα, τα οποία στη συνέχεια επιστρέφουν στην εκκλησία ενώ συνηθίζουν να ραντίζουν με το ευλογημένο νερό και τα χωράφια για να έχουν καλή σοδιά. Σε αρκετά χωριά της Θεσσαλίας, βουτούν ολόκληρη την εικόνα μέσα στο ποτάμι!

Δωδεκάνησα: οι βουτηχτάδες κρατούν την ανάσα τους
Σε πολλά Δωδεκάνησα αλλά κυρίως στη Σύμη και την Κάλυμνο, οι «βουτηχτάδες», όσοι δηλαδή βουτούν να πιάσουν το σταυρό αψηφώντας τις χαμηλές θερμοκρασίες του νερού της θάλασσας, κρατούν την ανάσα τους για να μείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο κάτω από το κρύο νερό. Και φυσικά, όσο διαρκεί η παγωμένη βουτιά, οι ψαράδες των νησιών με τις βάρκες τους, σχηματίζουν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από τους βουτηχτάδες, που θεωρούνται οι τυχεροί της νέας χρονιάς που μόλις μπήκε.
*************************************************************

35) ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ -ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά δε γιορτάζουμε μόνο εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες. Γιόρταζε και το Βυζάντιο.
Ο αυτοκράτορας στο ρόλο του σαν αντιπρόσωπος του Χριστού είχε να εκπληρώσει ειδικά καθήκοντα κατά τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές που πάντα γιορτάζονταν με ιδιαίτερο πρόγραμμα.
Μέχρι το 10ο αιώνα, όποτε και καθορίστηκε η ημερομηνία των Χριστουγέννων, ήταν παράδοση να οργανώνουν δημόσια γιορτή στις 25 Δεκεμβρίου προς τιμήν του θεού Ήλιου. Κατά τη διάρκεια του εορτασμού ο αυτοκράτορας εκπροσωπεύοντας τον θεό Ήλιο, έπαιζε μια παραδοσιακή παντομίμα. Εμφανιζόταν με φωτοστέφανο στο κεφάλι δηλαδή με το αρχικό έμβλημα του θεού Ήλιου. Η γέννηση του Χριστού μέχρι τότε γιορτάζονταν στις 6 Ιανουαρίου. Εκείνη τη μέρα σε μια από τις αίθουσες ακρόασης του μεγάλου παλατιού, μπροστά σε συγκέντρωση επίσημων, ο αυτοκράτορας έδινε στους αξιωματούχους που είχαν πρόσφατα ανακηρυχθεί ή προαχθεί, τα διπλώματά τους, τα διακριτικά τους και εγχάρακτες πλάκες από ελεφαντόδοντο όμοιες με εκείνες που σήμερα είναι γνωστές ως υπατικά δίπτυχα. Οι αξιωματούχοι προπαρασκευάζονταν για την τελετή αυτή με νηστεία από την προηγούμενη μέρα, έπαιρναν δε τα διπλώματά τους από τον αυτοκράτορα γονατίζοντας μπροστά του.
Η πρώτη μέρα του έτους λεγόταν kalendae από τους Ρωμαίους. Η πρώτη Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν Πρωτοχρονιά μονάχα από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και συγκαταλέχτηκε μέσα στις πέντε επίσημες γιορτές των Ρωμαίων. Στην αρχή το ρωμαϊκό έτος άρχιζε την πρώτη Μαρτίου και μόνο το 153 π.Χ. άρχισε να θεωρείται Πρωτοχρονιά η 7η Ιανουαρίου, όταν καθιερώθηκε το χρόνο αυτό οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους να αναλαμβάνουν καθήκοντα την ημερομηνία αυτή. Η 1η Σεπτεμβρίου ορίστηκε σαν αρχή του θρησκευτικού έτους το 313 και διατηρήθηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι, όπως περάσει κανείς την Πρωτοχρονιά, έτσι θα περάσει ολόκληρο το χρόνο. Γι’ αυτό την ημέρα αυτή προσπαθούσαν να την περάσουν με ευχάριστο τρόπο. Πολλοί μεταμφιέζονταν σε ζώα (καμήλες, τράγους, ελάφια) και γύριζαν στα σπίτια με πηδήματα, χορούς και τραγούδια. Όσους συναντούσαν τους πείραζαν με διάφορα αστεία. Τα παιδιά περίμεναν την Πρωτοχρονιά με λαχτάρα. Μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων, κρατώντας στα χέρια τους ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι. Εκείνοι κάρφωναν επάνω στο φρούτο ένα νόμισμα, τη στρήνα. Τα παιδιά, για τον μποναμά που έπαιρναν, έδιναν ευχές κι ένα φιλί.
*********************************************************************
ΠΑΣΧΑ
1)Πάσχα

Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή του χριστιανισμού. 
"Εορτών εορτή και πανήγυρης εστί πανηγύρεων" λέει το τροπάριο. 
Προέρχεται από το εβραϊκό Πάσχα, που και αυτό έχει τις ρίζες του στην αρχαία Αίγυπτο. 
Με το "Πισάχ" -η λέξη σημαίνει διάβαση- οι Αιγύπτιοι γιόρταζαν τη διάβαση του ήλιου από τον ισημερινό, την εαρινή δηλαδή ισημερία και μαζί της τον ερχομό της άνοιξης. 
Οι Εβραίοι καθιέρωσαν και αυτοί τη γιορτή με την ονομασία "Πεσάχ" 
(διάβαση-υπέρβαση) σε ανάμνηση της απελευθέρωσης τους από τους Αιγυπτίους και της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. 
Παράλληλα όμως και για να χαιρετίζουν το τέλος του χειμώνα και την αρχή της άνοιξης.

Στη χριστιανική γιορτή δόθηκε το όνομα "Πάσχα" και με απόφαση 
της Α' Οικουμενικής Συνόδου, το 325 μ.Χ., ορίστηκε να γιορτάζεται 
την πρώτη Κυριακή μετά από την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.

Το Πάσχα, ο λαός, μαζί με την "εκ νεκρών Ανάσταση" του Χριστού, 
τη νίκη Του δηλαδή ενάντια στο θάνατο, γιορτάζει και 
την ανάσταση της άνοιξης, το ξύπνημα της φύσης μετά τη νάρκη του χειμώνα.

Με τη λέξη Πάσχα, Λαμπρή και Λαμπρά -στην Κύπρο- εννοούμε δυο βδομάδες που αρχίζουν από την Ανάσταση του Λαζάρου και τελειώνουν την Κυριακή του Θωμά. 
Τη βδομάδα των Παθών και τη βδομάδα της Λαμπρής ή Λαμπροβδομάδα.

Από τα Βυζαντινά ακόμα χρόνια οι χριστιανοί προετοιμάζονταν καιρό πριν για τις πασχαλινές γιορτές. Έβαφαν τα σπίτια τους, έστρωναν στο πάτωμα κλαδιά από αρωματικά φυτά, δάφνη, μυρσίνη, δεντρολίβανο, λεμονιά, έφτιαχναν καινούρια ρούχα, τα λαμπριάτικα. 
Ανήμερα το Πάσχα όλοι αντάλλασσαν δώρα και ασπασμούς και 
εύχονταν "καλό Πάσχα", ενώ τη νύχτα οι δρόμοι και 
τα σπίτια ήταν φωταγωγημένα.
Τουρκοκρατία και Πάσχα

Τον καιρό της τουρκοκρατίας το Πάσχα είχε εντελώς ιδιαίτερη σημασία 
για τους Έλληνες. Μαζί με τα Πάθη του Χριστού και την Ανάσταση , 
ζωντάνευαν και τα πάθη του λαού και μεγάλωναν οι ελπίδες 
για την Ανάσταση του Γένους.

γράφει ο Παπαδιαμάντης στα Τραγούδια του θεού:

Όταν λέγη "Ανάστασις" ο Ελληνικός λαός, κρύφια χορδή αναπαλλομένη 
εις τα μυχαίτατα της καρδίας του, υπενθυμίζει εις αυτόν και 
του Γένους την ανάστασιν, και ο Χριστός και η πατρίς συναντώνται 
εν αυτώ ι σ ο π α θ ε ί ς και ι σ ό θ ε ο ι .


Η βδομάδα των Παθών είναι η Μεγάλη Βδομάδα 
γιατί μεγάλα είναι κι αυτά που θα συμβούν. 

"Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μέρα. 
Μεγάλη Τρίτη, μεγάλη κρίση. 
Μεγάλη Τετάρτη, μεγάλο σκοτάδι. 
Μεγάλη Πέφτη, δάκρυο πέφτει. 
Μεγάλη Παρασκευή, θλίψη πολλή. 
Μεγάλο Σαββάτο, χαρές γιομάτο. 
Μεγάλη Λαμπρή, χάσκα μούσκα αυγό κι αρνί."
λένε στην Κεφαλονιά.
*****************************************
 2)  Ο ΛΑΖΑΡΟΣ
Ήρθε ο Λάζαρος

Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ' Αγια
Ήρθε ο Χριστός απ' την Καισαρεία
Εκεί εύρισκε Μάρθα και Μαρία
-Μάρθα, που 'ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λέγε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
-Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά μα δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
Και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.
*************************************************
 3)  Η ΚΥΡΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
ην Κυρά Σαρακοστή

που είναι έθιμο παλιό

οι γιαγιάδες μας τη φτιάχναν

με αλεύρι και νερό!

Για στολίδι της φορούσαν

στο κεφάλι της σταυρό

και το στόμα της ξεχνούσαν

γιατί νήστευε καιρό!

Και μετρούσαν τις ημέρες

με τα πόδια της τα εφτά

κόβαν ένα τη βδομάδα,

μέχρι να ρθει η Πασχαλιά!
*******************************************
  4) ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ
Πασχαλινά έθιμα της Μάνης
Το ψητό αρνί, τα κόκκινα αυγά και οι γαλατόπιττες είναι τα τρία απαραίτητα εδέσματα της λαμπρής, παμπάλαια καθιερωμένα.
Πρωί - πρωί μόλις βγει ο ήλιος της Λαμπρής, αρχίζει στα χωριά το ψήσιμο του αρνιού στη σούβλα. Ανάβουν έξω από το σπίτι τη φωτιά με κληματόβεργες, που κάνουν το σφαχτό πιο νόστιμο. «Το ψήσιμο είναι τέχνη», λένε οι τσομπάνηδές μας. Αναλαμβάνει λοιπόν ο πιο έμπειρος του σπιτιού. Αρχίζει το γύρισμα της ξύλινης σούβλας σιγά - σιγά, κι' όχι πολύ κοντά στη φωτιά, για να μην «πάρει», να μη φρυγανιστεί το αρνί πριν της ώρας του. Όσο ροδίζει και ζεσταίνεται, τόσο πλησιάζει τη φωτιά η σούβλα. Δίπλα ετοιμάζονται τα κοκορέτσια, τα γλυκάδια και οι μεζέδες, για να συνοδεύσουν τα ποτήρια το κρασί, που θα πιουν οι παρέες των συγγενών και φίλων, περνώντας απ’ τις ψησταριές να πουν τα «Χρόνια Πολλά» και το «Χριστός Ανέστη». Κι αλίμονο σ’ όποιον βρουν να έχει άπαχο αρνί στη σούβλα του.
Είναι ζήτημα φιλοτιμίας στα χωριά το καλό λαμπριάτικο αρνί. Γι' αυτό πολλοί τρέφουν καλά μια ξεχωριστή προβατίνα, τη «μανάρα», που θα γεννήσει το «λαμπρινό». Το αρνί αυτό δεν το «αποκόβουν σαν έλθει η ώρα του. Το αφήνουν να πιεί πολύ γάλα από τη μάνα του» Έτσι γίνεται παχύ και νόστιμο και φθάνει συχνά στους πέντε μήνες να ζυγίζει πάνω από 20 κιλά. Τη Μεγάλη Πέμπτη ο «λαμπρινός» στολίζεται με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό ή σημαδεύεται, στη ράχη με κόκκινη βαφή. Την ίδια μέρα φθάνουν στο χωριό και οι τσοπάνηδες με το κοπάδι τα μανάρια, που θα αγοράσουν απ’ αυτούς οι πιο πολλοί χωρικοί. «Δεν στέργει όμως η πλάτη των αρνιών αυτών», λεν οι γέροι βοσκοί κι' οι άλλοι ειδικοί. που μαντεύουν τα μελλούμενα της ωμοπλάτης το κόκαλο στον ήλιο. Για να δείξει την τύχη του νοικοκύρη, η «σπάλα» του αρνιού της Λαμπρής, πρέπει να φάει το ζωντανό απ' το χέρι του πολλές φορές, να μείνει καιρό στο σπίτι και να συνδεθεί μ' αυτόν. Είναι κι αυτό κάπως ένας ακόμα λόγος, που ανατρέφουν τους «λαμπρινούς».
Ένα άλλο έθιμο, σχετικό με τη μαντική και τούτο, γίνεται σε μερικά χωριά με τα κόκκινα αυγά, το δεύτερο αυτό χαρακτηριστικό πασχαλινό φαγώσιμο.
Παραχώνουν στη γη ένα αυγό τη Μεγάλη Πέμπτη και το βγάζουν την Κυριακή. Απ' τα σχήματα των κηλίδων, που έχουν σχηματισθεί πάνω στο τσόφλι, προλέγουν οι εμπειρικοί τα μέλλοντα.
Τα αυγά, στα χωριά, τα μαζεύουν από τη Μεγάλη Σαρακοστή , που τότε δεν τα τρων, γιατί νηστεύουν. Παλαιότερα, ήταν γενική συνήθεια να τα πηγαίνουν στην εκκλησία να τα ευλογήσει ο παπάς, πριν ακόμη τα θάψουν, τη Μεγάλη Πέμπτη.
Άλλο έθιμο που γίνεται στην πατρίδα μας τη Μάνη, είναι και το ζύμωμα. Από την Μεγάλη Πέμπτη ζυμώνουν οι νοικοκυρές από μια λαμπριάτικη κουλούρα, με «επτάζυμο ζυμάρι» για καθέναν του σπιτιού, τους βαφτισιμιούς, τους συγγενείς και τους φίλους - ακόμη και γι' αυτούς που λείπουν στα ξένα - και ετοιμάζουν τη νόστιμη γαλατόπιτα.
Φαντίδου Ελένη (ΣΤ΄ Τάξη)
(Από την ιστοσελίδα www.mani.org.gr )
Το ενημερωτικό Online Magazine του Apodimos.com και μετά από τις πιο δυο παρουσιάσεις που κάναμε και που περιέρχονται το Ηλεκτρονικό Μηνιαίο Περιοδικό με τίτλο «Μαθητικός Λόγος» των Μαθητών της Ε’ και ΣΤ’ Τάξεως του Δημοτικού Σχολείου Ριζού, ξεκίνησε τις παρουσιάσεις του για τα παιδιά των Αποδήμων αδελφών μας. Για να επιτύχει αυτή η προσπάθεια θα πρέπει οι διδάσκαλοι και ή ιερείς των κοινοτήτων αποδήμων, τα περιεχόμενα του περιοδικού «Μαθητικός Λόγος» και άλλων συναφών παρουσιάσεων να τα δίνουν εκτυπωμένα στους μαθητές τους με σκοπό να διαβάζουν την ελληνική γλώσσα και να τα μεταφράζουν στο σχολείο, διότι είναι γραμμένα από παιδιά για παιδιά. Επίσης τοApodimos.com παρακαλεί τους διδασκάλους και ιερείς των ελληνικών κοινοτήτων όπως μας αποστείλουν στο Apodimos.com Email Editor Apodimos.com με σκοπό να δημοσιεύουμε παρόμοιες εργασίες των μαθητών τους .
***********************************************
  5) ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ
Πασχαλινά έθιμα στις Κυκλάδες
ΚΥΘΝΟΣ
Το πιο εντυπωσιακό έθιμο του νησιού είναι αυτό της «Κούνιας». Την Κυριακή του Πάσχα, στην πλατεία του νησιού, στήνεται μία κούνια, στην οποία κουνιούνται αγόρια και κορίτσια ντυμένα με παραδοσιακές στολές. Αυτός ή αυτή που θα κουνήσει κάποιον, δεσμεύεται ενώπιον Θεού και ανθρώπων για γάμο.
Το βράδυ του Μ. Σαββάτου επικρατεί το έθιμο του «συχώριου», δηλαδή όλοι όσοι έχουν πεθαμένους συγγενείς φέρνουν στην εκκλησία ψητά, κρασί και ψωμί,τα οποία έχει «διαβάσει» ο παπάς, τα προσφέρουν στους επισκέπτες και στους κατοίκους του νησιού.
ΣΥΡΟΣ
Η Σύρος βιώνει με ιδιαίτερο τρόπο το Πάσχα. Οι δύο Θρησκευτικές της κοινότητες, η Ορθόδοξη και η Καθολική, γιορτάζουν συγχρόνως, με αγάπη κατάνυξη και αμοιβαίο σεβασμό τις Άγιες Μέρες του Πάσχα. Οι Επιτάφιοι των Καθολικών στην Άνω Σύρο ξεκινούν από τον Ναό του Αγίου Γεωργίου. Στην Ερμούπολη ο επιτάφιος των Καθολικών ξεκινάει από τον ιερό Ναό Ευαγγελιστών, οι επιτάφιοι των Ορθοδόξων από τις ενορίες Αγίου Νικολάου, της Κοιμήσεως και την Μητρόπολη της Μεταμορφώσεως περιφέρονται και συναντώνται στην Κεντρική Πλατεία Μιαούλη, όπου γίνεται κατανυκτική δέηση και ψάλλονται τροπάρια της Μ. Παρασκευής από την χορωδία του Αγίου Νικολάου και Ιεροψάλτες.
ΠΑΡΟΣ
Η περιφορά του Επιταφίου της Μάρπησσας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς κατά την διάρκειά της, γίνονται δεκαπέντε περίπου στάσεις. Σε κάθε στάσηφωτίζεται και ένα σημείο του βουνού, όπου τα παιδιά ντυμένα Ρωμαίοι στρατιώτες ή μαθητές του Χριστού, αναπαριστούν σκηνές από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα, τηνπροσευχή στο Όρος των Ελαιών, το Μαρτύριο της Σταύρωσης και την Ανάσταση. Τα μεσάνυκτα του Μ. Σαββάτου, το νησί γεμίζει από φώτα και τον θόρυβο των αμέτρητων πυροτεχνημάτων.
ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ
Τις ημέρες του Πάσχα, οι κάτοικοι του νησιού ασπρίζουν τα σπίτια τους. Το έθιμο θέλει τη περιφορά της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου να διαρκεί τρεις ημέρες, η οποία μαζί με την πομπή των πιστών, μπαίνει σε όλα τα σπίτια του νησιού, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα.
(Από την ιστοσελίδα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού)
ΜΥΚΟΝΟΣ
Λίγο πριν το Πάσχα οι Μυκονιάτισσες ξεκινούν και κάνουν ετοιμασίες: ασπρίζουν ή βάφουν τα σπίτια τους, φτιάχνουν ψωμάκια – ανθρωπάκια και τα ονομάζουν Λαζαράκια. Η μεγάλη βδομάδα είναι συγκινητική και ακολουθούν οι πάντες. Την Μεγάλη Παρασκευή γίνεται περιφορά του επιτάφιου σε όλο το νησί. Το Μεγάλο Σάββατο το Χριστός Ανέστη ακούγεται σε όλο το νησί ενώ η ένταση κορυφώνεται την ημέρα του Πάσχα. Το πρωί όλοι είναι στα σπίτια τους και γλεντάνε ενώ το απόγευμα πηγαίνουν στην πλατεία του νησιού και καίνε τον Ιούδα. Στις περισσότερες θρησκευτικές γιορτές υπάρχουν πανηγύρια σε όλο το νη
**********************************************************************************
6) Τα κόκκινα αυγά του Πάσχα

Το αυγό, πανάρχαιο σύμβολο της γένεσης του κόσμου, της γέννησης της ζωής, το συναντάμε σε πολλές λατρείες, τόσο πρωτόγονες, όσο και περισσότερο εξελιγμένες. 
Είναι στη λαϊκή και μυθολογική φαντασία το σύμβολο της ζωής.
Έχει μέσα του δύναμη ζωική και πίστευαν πως μπορούσε να την μεταδώσει στους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά. 
Μερικοί υποθέτουν ότι τα κόκκινα αυγά του Πάσχα, διαδόθηκαν στην Ευρώπη, 
την Ασία και την Κίνα από ένα έθιμο των Καλανδών. 
Αλλοι θεωρούν αρχική κοιτίδα τους την Αίγυπτο.

Στη νύχτα του κόσμου ένα αυγό άνοιξε στα δύο και από μέσα του βγήκε ο κόσμος, διηγούνται οι Πέρσες. 
Στο έπος των Φιλανδών «Καλεβάλα», το αυγό που περιείχε τον κόσμο, 
έπεσε από τον ουρανό στην αγκαλιά της μάνας των νερών. 
Αλλού, το κοσμικό αυγό γονιμοποιείται από τον ήλιο, και στην αρχαία Αίγυπτο, το αυγό, ως Λόγος Δημιουργός, ταξιδεύει στην προαιώνια θάλασσα. 
Στην Κίνα συνηθίζονταν οι προσφορές αυγών την Άνοιξη για γονιμότητα και αναγέννηση. Στην πανάρχαια Ουρ της Μεσοποταμίας, προσφέρανε αυγά στους νεκρούς.
Στην ελληνική αρχαιότητα αποθέτανε αυγά στα χέρια ειδωλίων του Διονύσου ως σύμβολα αναγέννησης.
Στην ελληνική μυθολογία η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε ένα αυγό από όπου αναδύθηκαν οι Διόσκουροι.
Στους Εβραίους, τα αυγά ήταν τροφή πένθους. Τροφή που δεν είχε ολοκληρωθεί ως ζωή.
Στα λαϊκά παραμύθια, μέσα σε ένα αυγό, καλά φυλαγμένο, κρύβεται η ζωή ενός γίγαντα ή ήρωα.


Τα χρωματιστά αυγά και ιδιαίτερα τα κόκκινα μνημονεύονται για γιορταστικούς σκοπούς, στην Κίνα ήδη από τον 5ο αιώνα και στην Αίγυπτο από το 10ο. 
Το 17ο αιώνα τα βρίσκουμε τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους Μωαμεθανούς (Μεσοποταμία, Συρία). 
 ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ


Κάψιμο του Ιούδα και ωμοπλατοσκοπία
Στη συνέχεια, σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, ακολούθησε η ρίψη στην πυρά ομοιώματος του Ιούδα ή του Οβριού. Το έθιμο, που απαντάται ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές, αποτελεί ένδειξη αγανάκτησης των πιστών για την πράξη προδοσίας του Ιούδα.
Πάντως, ελληνικό Πάσχα χωρίς τον παραδοσιακό οβελία δεν νοείται. Στα χωριά η σφαγή του οβελία ακολουθεί συγκεκριμένο τελετουργικό, συμβολίζοντας τη θυσία του Χριστού. Μάλιστα, στις ορεινές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας δεν έχει υποχωρήσει ακόμη η πίστη ότι το πασχαλινό αρνί διαθέτει προφητικές δυνάμεις, οπότε οι χωρικοί και ιδιαίτερα οι βοσκοί, επιδίδονται στην «ωμοπλατοσκοπία», προφητεύοντας το μέλλον, με «οδηγό» την πλάτη του σφαγίου.
Ο ενθουσιασμός για την Ανάσταση δεν εκφράζεται μόνο με το τσούγκρισμα των αυγών και το εορταστικό φαγοπότι, αλλά περιγράφεται και στα δημώδη τραγούδια, που διασώθηκαν από τη λήθη του χρόνου περνώντας από στόμα σε στόμα:

Ο εθιμικός κύκλος του Πάσχα συνήθως κλείνει την Κυριακή του Θωμά, που ονομάζεται και «Αντίπασχα». Παλιότερα, όταν το αδράχτι ήταν ακόμη το κύριο αντικείμενο εργασίας για την Ελληνίδα νοικοκυρά, η Δευτέρα που ακολουθούσε την Κυριακή του Θωμά αποκαλείτο «αδραχτανάσταση» και σηματοδοτούσε την επανέναρξη των συνηθισμένων εργασιών.
Ωστόσο, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας υπάρχουν αξιόλογα έθιμα και για την εβδομάδα της διακαινησίμου (την επομένη μετά την Ανάσταση). Αυτές τις μέρες στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη συνηθίζονται οι περιφορές εικόνων στα χωριά και τους αγρούς με σκοπό την ευλογία του χωριού και των αγρών του για την εξασφάλιση υγείας και πλούσιας σοδειάς. Σε αυτή την περίπτωση, η εορταστική πασχαλινή περίοδος λήγει με τον εορτασμό του αγίου Γεωργίου, γιορτή με ιδιαίτερη ποιμενική σημασία.
Αντωνιάδου Άννα (ΣΤ΄ Τάξη)
(Από την ιστοσελίδα του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων)
Ο «Αμνός της Ζακύνθου»
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πασχαλινά έθιμα, που μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα της υπόλοιπης Ελλάδας, καταγράφονται στη Ζάκυνθο, όπου, κατά τη Μεγάλη Παρασκευή, τα πάντα, η λογική και η άλογος φύση, συμμετέχουν στο Θείο Δράμα.
Για παράδειγμα, στη Ζάκυνθο δεν χρησιμοποιείται ο γνωστός στην υπόλοιπη Ελλάδα κεντητός Επιτάφιος, αλλά αμφιπρόσωπη ξυλόγλυπτη αγιογραφία του νεκρού Χριστού,που ονομάζεται «Αμνός». Μετά τη λιτάνευση, το Σώμα του Χριστού τοποθετείται στον Επιτάφιο, ο οποίος και πάλι είναι ιδιόμορφος. Και αυτό γιατί, στη Ζάκυνθο οι Επιτάφιοι δεν στολίζονται με λουλούδια, αλλά είναι ξυλόγλυπτοι, με επένδυση φύλλου χρυσού και βελούδου, δηλαδή πραγματικά έργα τέχνης.
Το αποκορύφωμα του Ζακυνθινού Μεγαλοβδόμαδου έρχεται το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, όταν ξεκινά η λιτανεία του Εσταυρωμένου, από τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου. Η πένθιμη λιτανεία αρχίζει υπό τους ήχους του «Ινα τι εφρύαξαν έθνη...» από την φιλαρμονική, ενώ μαζί με τον Εσταυρωμένο λιτανεύεται, και η περίφημη Εικόνα της «Mater Dolorosa», δηλαδή της Παναγίας του Πάθους.

Η λιτανεία διασχίζει σχεδόν όλη την πόλη και επιστρέφει στην πλατεία Σολωμού, όπου, πάνω σε βάθρο, ο Μητροπολίτης ευλογεί τον κλήρο και τον λαό με τον Εσταυρωμένο. Η λιτανεία καταλήγει στον ίδιο ναό, όπου γίνεται η εναπόθεση του Χριστού στον Επιτάφιο. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται κανονικά σ' όλους τους Ιερούς Ναούς η Ακολουθία του Επιτάφιου Θρήνου, χωρίς όμως λιτάνευση των Επιταφίων τους.
*************************************************************************************
7) Ο ΛΑΖΑΡΟΣ
Ο Λάζαρος
Το "Λαζαροσάββατο", το Σάββατο δηλαδή πριν από τη Μεγάλη Βδομάδα, 
ο λαός γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή, την "Έγερση" του φίλου του Χριστού, 
του "αγέλαστου" Λάζαρου.

Αγέλαστος Λάζαρος
Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν 
τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, λέει η παράδοση, 
μετά την Ανάσταση του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά. 
Είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά. 
"Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. 
Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. 
Το 'να χώμα κλέβει τ' άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;" 
και χαμογέλασε.