Σαν παραμύθι.........

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1) ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΦΤΩΧΟΣ
2) Όταν τα συναισθήματα παίζουν κρυφτό
3) ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
4) Η Δικαιοσύνη και η Αδικία
5) Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
6) Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΡΔΙΑ
7) ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΕΡΙΑ...
8) ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΔΟΧΕΙΟ
9) ΟΙ ΔΥΟ ΛΥΚΟΙ..
10) Δεν θα ξαναδείς ένα φλιτζάνι καφέ µε τον ίδιο τρόπο ξανά...
11) Δακρυσμένες συγνώμες…
12) ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΙ........
13) Το άλλο της μάτι.....!!!!!!
14) "το δοχείο της Ζωής"
15) Η ΤΡΕΛΑ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ
16) .Ο Έρωτας, η Ψυχή και ..η Ηδονή.....
17) Η ιστορία ενός Μολυβιού!
18) Ο ψαράς και η χαμένη ευκαιρία του Χόρχε Μπουκάϊ
19) Το μυστικό για να πετύχεις ό,τι επιθυμείς στη ζωή
20) H "Θεωρία" της Ζεστής Σοκολάτας
21) ......To Σοφό Πουλί....
22) Το πεινασμένο καφτάνι
23) Ο Βιολιστής
24) Η Θλίψη και η Οργή
25) Η πόλη των πηγαδιών
26) Απίθανη συνάντηση
27) Η ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ...
28) Η κάμπια...
29) ΤΑ ΕΠΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ...
30) ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
31) Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.
32) Ο κύκνος και το κοράκι
33) ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ...
34) ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ
35) Ενδειξη Ανθρωπιας και προσφορα Αγαπης...
36) Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
37) ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ ΚΟΥΤΑΒΙ...
38) ΟΤΙ ΑΝΑΖΗΤΑΣ ΤΟ ΒΡΙΣΚΕΙΣ...
39) Ποντικοπαγίδα..
40) Ροζ & Γαλάζια Κυκλάμινα
41) Τα μπισκότα
42) Ο μικρός Πάντσο...
43)  Ο Άνθρωπος και η Μοίρα
44) ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ...
45)  Ο ΙΕΡΩΜΕΝΟΣ....
46) ΤΟ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙ
47) Το Δέντρο Των Ευχών
48) Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
49)“Η τριπλή διύλιση του Σωκράτη”
50) ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
51) ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
52) ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ..
53) TO  TOYBΛO  



****************************************************************************************
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΦΤΩΧΟΣ....

Ένας πατέρας με οικονομική άνεση, θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια,
τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, σε μια οικογένεια που ζούσε στο βουνό.
Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην αγροικία. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο,
ο πατέρας ρώτησε το γιο του:
«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία???»
«Ωραία» απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
«Και τι έμαθες???» συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.
Ο γιος απάντησε:
Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.
Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου,
ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο
υπάρχουν και άλλες ομορφιές…
Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας,
ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι…
Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα…
Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας· αυτοί πάλι, σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό…
Εμείς ακούμε CDs.
Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα.
Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι…
Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ό,τι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση,
μια και μαγειρεύουν στα ξύλα…
Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό.
Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους…
Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση.
Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό,
το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους.
Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του…
Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση:
«Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά, που με δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε…»
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------

 Όταν τα συναισθήματα παίζουν κρυφτό

Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου.
Η Τρέλα, αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία, της πρότεινε να παίξουν κρυφτό. Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει, ενώ η Περιέργεια, χωρίς να μπορεί να κρατηθεί, ρώτησε: "Τι είναι το κρυφτό;". Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια, την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα, να παίξουν κι αυτοί. Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν: Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει. "1, 2, 3", άρχισε να μετράει η Τρέλα. Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν, κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε. Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλεια κρύφτηκε στη σκιά του Θριάμβου, ο oποίος με την δύναμή του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο. Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί, γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της, οπότε το άφηνε ελεύθερο. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα. Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο γι' αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού. Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο. Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί... "1000", μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει. Πρώτη βρήκε την Τεμπελιά, αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη, που μίλαγε στον ουρανό με το Θεό για θεολογία. Ένιωσε το ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και, αφού βρήκε τη Ζήλεια, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και το Θρίαμβο. Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα, που δεν είχε ακόμη αποφασίσει πού να κρυφτεί. Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους, εκτός από τον Έρωτα. Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δέντρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα. Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει, βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά, ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου. Ήταν ο Έρωτας, που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια. Η Τρέλα δεν ήξερε πώς να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη, και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα.
Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει...
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   --------------------------- 

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

 'Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί
στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα.
Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν
και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη...

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε
και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους
και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω.
Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη
άρχισε να ζητάει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια
λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει:
- 'Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;'
-'Όχι, δεν μπορώ' απάντησε ο Πλούτος.
'Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και
δεν υπάρχει χώρος για σένα'.

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια
από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από
μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
-'Σε παρακαλώ, βοήθησέ με' είπε η Αγάπη.
-'Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη.. Είσαι
μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο
σκάφος μου' της απάντησε η Αλαζονεία.

H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη
αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.
-'Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου'.
-'Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που
θέλω να μείνω μόνη μου' είπε η Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη
αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε
την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
-'Αγάπη, έλα προς τα εδώ!
Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!'
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η
Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από
τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει
το όνομά του.

Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε
και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε
στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε τη Γνώση:
-'Γνώση, ποιος με βοήθησε';
-'Ο Χρόνος' της απάντησε η Γνώση.
-'Ο Χρόνος;' ρώτησε η Αγάπη. ,
'Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά
σοφία της είπε:
'Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο
μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη'.
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------

 Η Δικαιοσύνη και η Αδικία

Κάποια μέρα συναντήθηκαν η Δικαιοσύνη και η Αδικία κι άρχισαν να καβγαδίζουν για το πώς είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την δικαιοσύνη ή με την αδικία; Η Αδικία υποστήριζε με πάθος ότι είναι καλύτερα να ζει ο κόσμος με την αδικία, ενώ η Δικαιοσύνη έλεγε πως δεν υπάρχει καλύτερο σύστημα από εκείνο όπου επικρατεί ο νόμος της δικαιοσύνης. Λογομάχησαν, είπε η καθεμία τα δικά της, χωρίς τελικά ούτε η Δικαιοσύνη ούτε η Αδικία να αλλάξουν γνώμη.
Κάποια στιγμή η Αδικία στρέφεται στη Δικαιοσύνη και της προτείνει:
-Αφού δε συμφωνείς μ΄ αυτά που σου λέω, δεν πάμε καλύτερα να κρίνει ένας σοφός γέροντας;
-Πάμε, απάντησε η Δικαιοσύνη.
Πήραν το δρόμο και πήγαν και βρήκαν το σοφό γέροντα.
-Θέλουμε να μας λύσεις μια διαφορά, του λέει η Αδικία. Πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;
-Τι ποσό βάλατε για στοίχημα, ρώτησε ο σοφός γέροντας.
-Εκατό ρούβλια, απάντησαν κι οι δυο μ΄ ένα στόμα.
-Λοιπόν, Δικαιοσύνη, λέει τότε ο σοφός γέροντας, πρέπει να ξέρεις πως έχασες το στοίχημα. Σήμερα ζεις καλύτερα με την αδικία!
Η Δικαιοσύνη έβγαλε από την τσέπη της εκατό ρούβλια και τα έδωσε στην Αδικία, λέγοντας πως δεν την έπεισε ο σοφός γέροντας και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι είναι καλύτερα να ζει κανείς σε συνθήκες δικαιοσύνης.
-Αφού δεν πείστηκες, λέει η Αδικία, έλα να πάμε στο δικαστή. Αν κερδίσεις εσύ το στοίχημα, θα σου δώσω χίλια ρούβλια. Αν, όμως, κερδίσω εγώ, δε θέλω λεφτά -αλλά θα σου βγάλω τα μάτια. Συμφωνείς;
-Συμφωνώ!, απάντησε η Δικαιοσύνη.
Πήγαν στο δικαστή και τον ρώτησαν πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;
Ο δικαστής έδωσε την ίδια απάντηση:
-Σήμερα ζει κανείς καλύτερα με την αδικία.
Τότε η Αδικία έβγαλε τα μάτια της Δικαιοσύνης, τα πήρε κι έφυγε.
Η Δικαιοσύνη έμεινε έτσι τυφλή. Μιας και δεν έβλεπε, πήρε ένα ραβδί κι άρχισε να ψαχουλεύει στο δρόμο, για να μη σκοντάψει και πέσει.


Περπάτησε, περπάτησε όλη μέρα και, κάποια στιγμή, όταν νύχτωσε, έφτασε μπροστά σ΄ ένα βάλτο. Κουρασμένη όπως ήταν, ξάπλωσε στην άκρη του βάλτου, στο χορτάρι, για να ξαποστάσει. Τα μεσάνυχτα εμφανίστηκαν πάνω στο βάλτο οι σατανάδες. Ο αρχισατανάς άρχισε να ρωτάει έναν έναν τους σατανάδες τι έκαναν εκείνη τη μέρα.
-Εγώ, λέει ένας σατανάς, κατέστρεψα την ψυχή ενός ανθρώπου.
-Εγώ, λέει κάποιος άλλος, έσπρωξα έναν άνθρωπο να κάνει μια μεγάλη αμαρτία.
Κάποια στιγμή πετάγεται κι η Αδικία και λέει θριαμβευτικά:
-Εγώ έβαλα δυο φορές στοίχημα με τη Δικαιοσύνη. Στο πρώτο κέρδισα εκατό ρούβλια και στο δεύτερο της έβγαλα τα μάτια!
-Για τα εκατό ρούβλια αξίζεις συγχαρητήρια που τα κέρδισες, της λέει ο αρχισατανάς. Αλλά για τα μάτια που πήρες δεν κέρδισες και τίποτα το σπουδαίο. Αν η Δικαιοσύνη τρίψει τα μάτια της με το χορτάρι που φυτρώνει εδώ, θα ξαναβρεί το φως της. η Δικαιοσύνη άκουσε τα λόγια του αρχισατανά και χάρηκε.
Σε λίγο λάλησε ο πετεινός κι η συμμορία των σατανάδων βυθίστηκε και χάθηκε μέσα στο βάλτο. Τότε, η Δικαιοσύνη έκοψε μια φούντα χορτάρι κι άρχισε να τρίβει τις άδειες κόγχες των ματιών της. Και το θαύμα έγινε. Στις κόγχες εμφανίστηκαν και πάλι τα δυο αστραφτερά της μάτια. Έτσι, η Δικαιοσύνη ξαναβρήκε το φως της, πέταξε το ραβδί και πήρε το δρόμο του γυρισμού, αφού έβαλε στο ταγάρι και λίγο θαυματουργό χορτάρι.


Εκείνον τον καιρό είχε χάσει το φως της η κόρη του άρχοντα της χώρας. Απελπισμένος ο άρχοντας έβγαλε φιρμάνι, που έλεγε πως οποίος της ξαναδώσει το φως της θα την πάρει για γυναίκα του.
Άκουσε κι η Δικαιοσύνη για το φιρμάνι και πήγε στο παλάτι. Έτριψε τα μάτια της κοπέλας με το θαυματουργό χορτάρι και της ξανάδωσε το φως.
-Τι θέλεις να σου δώσω για αντάλλαγμα για το καλό που μου κανες; Ζήτησε ό, τι θέλεις και θα το έχεις!, της είπε ο άρχοντας.
-Δε θέλω να μου δώσεις τίποτα! του είπε ταπεινά η Δικαιοσύνη. Το μόνο που θέλω είναι να καταργήσεις τους νόμους της αδικίας και να αφήσεις τον κόσμο να ζει σε συνθήκες δικαιοσύνης. Αν δεν το κάνεις, η κόρη σου θα ξαναχάσει το φως της. το ίδιο και συ κι όλοι εδώ μέσα στο παλάτι!
Ο άρχοντας, που στην αρχή δεν ήθελε να καταργήσει τους νόμους της αδικίας, τρόμαξε απ΄ αυτά που άκουσε. Έβγαλε φιρμάνι που καταργούσε όλους τους άδικους νόμους. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να ζήσει και να κυβερνήσει χωρίς την αδικία, σηκώθηκε κι έφυγε από την χώρα μαζί με την οικογένειά του.
Έτσι, απαλλαγμένοι από την αδικία και από τον άρχοντα-τύραννο, οι κάτοικοι αυτής της μακρινής χώρας άρχισαν να ζουν μια νέα ζωή, χαρούμενα κι ευτυχισμένα, χωρίς μίση, πολέμους, σκοτωμούς και κακουργήματα.
Ομόφωνα διάλεξαν για αρχηγό της χώρα τη Δικαιοσύνη, που, για να κρίνει σωστά κι ανεπηρέαστα, δίκαζε πάντα με δεμένα μάτια και με τη ζυγαριά στο χέρι.
Από τότε οι άνθρωποι έτσι ακριβώς απεικονίζουν τη Δικαιοσύνη: με δεμένα μάτια και με μια ζυγαριά στο χέρι.
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ


Ὀταν ο Ήλιος και η Σελήνη συναντήθηκαν για πρώτη φορά, ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και ξεκίνησε μια μεγάλη αγάπη. Ο κόσμος ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί και την ημέρα που ο Θεός αποφάσισε να τον φτιάξει, τους έδωσε το φως τους.
Αποφασίστηκε ότι ο Ήλιος θα φώτιζε τη μέρα και η Σελήνη τη νύχτα. Και έτσι θα ζούσαν χώρια.
Με αυτή την απόφαση, πλημμύρισαν από στενοχώρια, γιατί κατάλαβαν πως θα ζούσαν χωριστά.
Η Σελήνη παρ’ όλη τη λάμψη της άρχισε να απομονώνεται και ο Ήλιος από την πλευρά του, παρ’ όλο που είχε κερδίσει τον τίτλο του “Βασιλιά των Αστέρων”, δεν ήταν ευτυχισμένος.
Ο Θεός που έβλεπε τη θλίψη που είχαν, τους φώναξε και τους εξήγησε πως ο καθένας τους είχε μια ξεχωριστή λάμψη και δεν έπρεπε να είναι θλιμμένοι.
“- Εσύ Σελήνη θα φωτίζεις τα βράδυα και θα μαγεύεις τους ερωτευμένους. Εσύ Ήλιε θα δίνεις λάμψη στη Γη την ημέρα και ζέστη στους ανθρώπους και η παρουσία σου θα τους κάνει όλους πιο ευτυχισμένους.”
Η Σελήνη λυπήθηκε για την τύχη της και έκλαψε πικρά…
Και ο Ήλιος βλέποντάς την να υποφέρει αποφάσισε να της δώσει δύναμη και να την βοηθήσει να δεχτεί την απόφαση του Θεού.
Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να ζητήσει μια χάρη από το Θεό:
“-Θεέ μου, βοήθησε τη Σελήνη γιατί είναι πιο ευαίσθητη από μένα και δεν αντέχει τη μοναξιά.” Και τότε ο Θεός της χάρισε τ’ αστέρια.
Όταν η Σελήνη αισθάνεται μοναξιά, καταφεύγει στ’ άστρα, που κάνουν τα πάντα για να την παρηγορήσουν, αλλά ποτέ δεν το πετυχαίνουν.
Σήμερα ζούν χωριστά. Ο Ήλιος προσποιείται ότι είναι ευτυχισμένος και η Σελήνη προσπαθεί να κρύψει τη στενοχώρια της.
Λένε ότι ο Θεός ήθελε η Σελήνη να είναι πάντα γεμάτη και φωτεινή, αλλά δεν τα κατάφερε…Γιατί είναι γυναίκα και καμμιά γυναίκα δεν μπορεί να ζει χωρίς αγάπη.
Όταν είναι ευτυχισμένη είναι γεμάτη και λάμπει. Όταν είναι δυστυχισμένη είναι μισή και ένα τέταρτο και τότε δεν είναι δυνατόν να φανεί η λάμψη της.
Η Σελήνη και ο Ήλιος ακολουθούν τη μοίρα τους. Αυτός, μόνος αλλά δυνατός. Η Σελήνη παρέα με τ’ άστρα, αλλά, αδύναμη.
Πολλοί άντρες προσπάθησαν να την αποκτήσουν αλλά δεν μπόρεσαν. Μερικοί πήγαν να τη δουν από κοντά, αλλά και πάλι γύρισαν άπρακτοι. Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να τη φέρει στη Γη ούτε και κανείς κατάφερε να την κάνει να ερωτευτεί.
Ο Θεός τότε αποφάσισε ότι κανένας έρωτας δεν θα είναι αδύνατος. Ούτε του Ήλιου και της Σελήνης. Τότε, δημιούργησε την έκλειψη.
Σήμερα ο Ήλιος και η Σελήνη, ζουν περιμένοντας αυτή τη στιγμή. Αυτή τη στιγμή που τους δόθηκε και που τόσο σπάνια συμβαίνει.
Όταν κοιτάζεις προς τον ουρανό από εδώ και μπρος και δεις τον Ήλιο να σκεπάζει τη Σελήνη, θα είναι γιατί ξαπλώνει πάνω της και κάνουν έρωτα.
Αυτό το έργο αγάπης ονομάστηκε “έκλειψη”. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτη η λάμψη πάθους, είναι τόσο μεγάλη, που συνιστάται να μη βλέπουμε προς τον ουρανό εκείνη τη στιγμή, γιατί τα μάτια μας μπορεί να τυφλωθούν, αντικρύζοντας τόση αγάπη.
Εσύ ήξερες ότι στη Γη υπήρχαν ο Ήλιος και η Σελήνη…κι επίσης ότι υπάρχει η έκλειψη…Αυτό όμως, είναι το κομάτι της ιστορίας που δεν γνώριζες…Έτσι δεν είναι?
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------
Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΡΔΙΑ
Μια φορά κι ένα καιρό, ένας νεαρός είχε σταθεί στη μέση της πόλης και φώναζε ότι είχε την ομορφότερη καρδιά σʼ όλη την περιοχή. Μεγάλο πλήθος μαζεύτηκε, κι όλοι θαύμαζαν την καρδιά του, που ήταν τέλεια. Δεν υπήρχε ούτε σημάδι, ούτε το παραμικρό ψεγάδι πάνω της. Κι όλοι τότε συμφώνησαν ότι αυτή ήταν η πιο όμορφη καρδιά που είχαν δει ποτέ τους.
Ο νεαρός μας ήταν πολύ περήφανος και κορδωνόταν φωνάζοντας για την ωραία του καρδιά. Ξάφνου ένας γέρος στάθηκε μπροστά στον κόσμο κι είπε, "Όμως η καρδιά σου δεν πλησιάζει την ομορφιά της δικής μου καρδιάς."
Ο κόσμος, αλλά και το παλικάρι, κοίταξαν την καρδιά του γέροντα. Χτυπούσε δυνατά, όμως ήταν γεμάτη ουλές. Υπήρχαν σημεία όπου φαινόταν ότι είχαν κοπεί κομμάτια και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί άλλα, που όμως δεν ταίριαζαν καλά με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δαντελωτές άκρες. Κι αλλού υπήρχαν σημεία με βαθιά χάσματα, απʼόπου έλειπαν και ολόκληρα κομμάτια.Οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο - πως είναι δυνατόν να ισχυρίζεται αυτός ότι η καρδιά του είναι ωραιότερη, σκέφτονταν ;
Ο νέος κοίταξε την καρδιά του γέρου, είδε τα χάλια της και γέλασε.
-"Πλάκα μας κάνεις ;" είπε. "Για κάνε σύγκριση ανάμεσα στη δικιά σου και στη δικιά μου καρδιά. Η δικιά μου είναι τέλεια, ενώ η δικιά σου είναι ένα μάτσο ουλές και δάκρυα."
-"Μάλιστα" είπε ο γέροντας, "η δική σου δείχνει τέλεια, όμως δεν θʼ άλλαζα ποτέ μου τη δική μου καρδιά με τη δική σου. Κοίταξε, κάθε ουλή αντιπροσωπεύει κάποιον που του έδωσα την αγάπη μου - κόβω ένα κομμάτι της καρδιάς μου και του το δίνω, και συχνά μου δίνει ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς για να πάει στη θέση του άδειου μέρους της καρδιάς μου, αλλά επειδή τα κομμάτια δεν είναι ακριβώς ίδια, έχω μερικές αγκαθωτές άκρες, που όμως τις λατρεύω γιατί μου θυμίζουν την αγάπη που μοιραστήκαμε."
"Μερικές άλλες φορές έχω δώσει κομμάτια της καρδιάς μου, και ο άλλος δεν μου έδωσε πίσω ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς. Αυτά είναι τα άδεια χάσματα - ξέρεις, το να προσφέρεις την αγάπη σου έχει και κάποιο ρίσκο. Παρʼ όλο που αυτά τα χάσματα πονούν, παραμένουν ανοιχτά και μου θυμίζουν την αγάπη που έχω και γι αυτούς τους ανθρώπους, κι ελπίζω πως κάποια μέρα θα γυρίσουν κοντά μου και θα γεμίσουν τους χώρους που τους έχω άδειους να περιμένουν. Βλέπεις λοιπόν τι θα πεί πραγματική ομορφιά ;"
Ο νεαρός στάθηκε σιωπηλός, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του. Προχώρησε προς τον γέροντα, άπλωσε το χέρι του μέσα στην τέλεια, νεανική και όμορφη καρδιά του, και ξέσκισε ένα κομμάτι της. Το πρόσφερε στο γέροντα με χέρια που έτρεμαν. Ο γέρος τότε πήρε αυτή την προσφορά, την έβαλε στην καρδιά του, και μετά πήρε λίγη από την κατακομματιασμένη του καρδιά και την έβαλε πάνω στην πληγή της καρδιάς του νέου. Ταίριαζε βέβαια, αλλά όχι και απόλυτα, κι έτσι έμειναν κάποιες άγριες άκρες.
Και το παλικάρι κοίταξε την καρδιά του, που δεν ήταν πια τέλεια, ήταν όμως ομορφότερη από οποιαδήποτε άλλη αφού η αγάπη από την καρδιά του γέροντα ξεχείλιζε τώρα και στη δική του καρδιά.
Είναι πολύ σπουδαίο να μάθουμε και να ευγνωμονούμε ανά πάσα στιγμή αυτό που έχουμε.
Ας κάνουμε κάθε στιγμή της ζωής μας να αξίζει, να μετράει. Γιατί, αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι, ποιος θα το κάνει για μας;
Μόνο εμείς μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας να αξίζει, να ανθίσει, να λάμπει, να ακτινοβολεί.
Ας ξεκινήσουμε έτσι, ευγνωμονώντας όλους αυτούς τους ανθρώπους που μας έχουν δυσκολέψει, μας έχουν ταλαιπωρήσει, μας έχουν σταθεί εμπόδιο, γιατί χάρη σ' αυτούς έχουμε γίνει πιο δυνατοί, πιο αποφασιστικοί, περισσότερο ώριμοι.
Μάθετε να ευγνωμονείτε εκείνους που σας δείχνουν το σκληρό πρόσωπο της ζωής, γιατί σας κάνουν δωρεάν μαθήματα δύναμης.
Μην παίρνετε τις κακοήθειες, ανηθικότητες και ασχήμιες τους προσωπικά. Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να σας δώσουν τίποτε περισσότερο.
Κάποιοι άνθρωποι μπορούν να μοιραστούν μόνο αυτό που υπάρχει μέσα τους.
Μάθετε να ευγνωμονείτε όλους εκείνους που σας πικραίνουν, που σας δυσκολεύουν, που σας απορρίπτουν.
Δεν είναι εχθροί σας.
Είναι τα μαθήματα που πρέπει να περάσετε για να πάρετε το "πτυχίο" που η ζωή κρατάει καλά φυλαγμένο στα ψηλότερα ράφια της...
Μάθετε να ζείτε το τώρα.
Χαρείτε που είστε ζωντανοί, που αναπνέετε, που έχετε μάτια και διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Κάποιοι άλλοι δεν μπορούν να κάνουν ούτε κι αυτό!
Τους είδαμε στην Παρα-ολυμπιάδα, την απόλυτη μορφή της ανθρώπινης δύναμης και μεγαλοπρέπειας.
Ας μάθουμε από αυτούς.
Ας ξεκλέψουμε λίγο από τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους αυτοί οι άνθρωποι.
Κι αυτή η δύναμη είναι η δύναμη του τώρα.
Η δύναμη να ρουφούν τη ζωή έτσι όπως αυτή τους έχει χαριστεί με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους.
Γιατί;
Έτσι απλά, γιατί τώρα που εσείς διαβάζετε αυτό το θέμα ή τη στήλη, στο σπίτι, στο τραίνο ή στο γραφείο σας, υπάρχουν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι που θα έδιναν τα πάντα για να βρεθούν στη θέση σας!
Γι αυτό!

------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΕΡΙΑ...

Τα τέσσερα κεριά καίγονταν σιγά.
Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο απαλή που μπορούσες να τα ακούσεις να μιλάνε ...
Το πρώτο κερί είπε «Είμαι η Ειρήνη, αλλά αυτές τις μέρες, κανείς δεν θέλει να συνεχίσω να φωτίζω» Μετά η φλόγα της Ειρήνης σιγά σιγά μειώνεται και σβήνει τελείως.
Το δεύτερο κερί λέει «Είμαι η Πίστη, αλλά αυτές τις μέρες, δεν είμαι πια απαραίτητη» Μετά η φλόγα της Πίστης σιγά σιγά μειώνεται και σβήνει τελείως. Το τρίτο κερί λέει «Είμαι η Αγάπη, αλλά αυτές τις μέρες, δεν είμαι πια απαραίτητη. Οι άνθρωποι με παραμερίζουν και δεν καταλαβαίνουν την αξία μου. Ξεχνούν να αγαπήσουν ακόμη και αυτούς που είναι δίπλα τους» Και χωρίς να περιμένει, η φλόγα της Αγάπης σβήνει τελείως.
Ξαφνικά ... ένα παιδί μπαίνει στο δωμάτιο και βλέπει τα τρία κεριά να μην καίνε πια. Το παιδί αρχίζει να κλαίει «Γιατί δεν καίτε; Υποτίθεται ότι θα συνεχίζατε να καίτε μέχρι το τέλος»
Τότε το τέταρτο κερί μίλησε ευγενικά στο μικρό παιδί «Μην φοβάσαι γιατί είμαι η Ελπίδα και θα συνεχίσω να καίω, μπορούμε να ξανανάψουμε τα άλλα τρία κεριά»
Με λάμψη στα μάτια το παιδί πήρε το κερί της Ελπίδας και άναψε τα υπόλοιπα τρία κεριά.
Ποτέ μην αφήσεις τη φλόγα της Ελπίδας να σβήσει απ' τη ζωή σου.
Με Ελπίδα, όσο άσχημα κι αν φαίνονται τα πράγματα και είναι ...η φλόγα της Ελπίδας δεν πρέπει να σβήνει ποτέ απο μέσα μας.Η Ειρήνη, η Πίστη και η Αγάπη μπορούν να λάμψουν φωτεινά στις ζωές μας.
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------
ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΔΟΧΕΙΟ

Πριν πολλά χρόνια, σε μια επαρχεία κάπου
στην Κίνα, ζούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία
κουβαλούσε καθημερινά νερό απο ένα μακρυνό
ρυάκι με δυό μεγάλα δοχεία περάσμενα σε ένα
μακρύ ξύλινο κοντάρι το οποίο στήριζε στους
ώμους της.

Το ένα δοχείο ήταν άψογο και μετέφερε πάντα
όλη την ποσότητα νερού που μπορούσε να χωρέσει.
Το άλλο είχε μια ρωγμή και στο τέλος της μακριάς
διαδρομής, από το ρυάκι στο σπίτι, έφθανε με τη
στάθμη του νερού εώς τη μέση.Έτσι για δύο ολόκληρα
χρόνια η γυναίκα κουβαλούσε καθημερινά μόνο
ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι της.

Φυσικά το τέλειο δοχείο ένοιωθε υπερήφανο που
εκπλήρωνε απόλυτα και τέλεια το σκοπό για τον
οποίο είχε κατασκευαστεί. Το ραγισμένο δοχείο ήταν
δυστυχισμένο που μόλις και μετά βίας μετέφερε τα μισά
απο αυτά που έπρεπε κι ένοιωθε ντροπή για την ατέλεια του.
Ύστερα από δύο χρόνια δεν άντεχε πια την κατάσταση αυτή
και αποφάσισε να μιλήσει στην ηλικιωμένη γυναίκα.

"Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και θέλω να σου
ζητήσω συγγνώμη!"
"Μα γιατί;" ρώτησε η γριά. "Για ποιο λόγο νιώθεις ντροπή;"
"Ε, να ! Δύο χρόνια τώρα μεταφέρω μόνο το μισό νερό λόγω
της ρωγμής μου και εξαιτίας μου κοπιάζεις άδικα και εσύ!"

Η γυναίκα χαμογέλασε: "Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι
υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά και όχι στη
μεριά του άλλου δοχείου; Πρόσεξα την ατέλειά σου και την
εκμεταλλεύτηκα." "Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και
εσύ τους πότιζες. Δύο χρόνια τώρα μαζεύω τα άνθη και τα
τοποθετώ το τραπέζι μου. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα είχα
τόση ομορφιά να στολίζει το σπιτικό μου!"

Βέβαια δεν ήταν η ατέλειά του δοχείου που το έκανε
ξεχωριστό αλλά η ιδιαίτερη ικανότητα της ηλικιωμένης
γυναίκας να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει την
αδυναμία του. Ο καθένας μας έχει τις "ρωγμές" του
και τις "αδυναμίες" του, που μπορούν να γίνουν
χρήσιμες και να "στολίσουν" τη ζωή μας.
Κάθε "ρωγμή" μπορεί να κάνει τη ζωή μας πιο
πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα, αρκεί κάποιος να
μπορέσει να διακρίνει τον τρόπο με τον οποίο
η ατέλεια μας αυτή μπορέι να ομορφύνει την
ίδια μας την ύπαρξη.

"Ραγισμένοι" φίλοι, μην ξεχνάτε να σταματάτε
στην άκρη του δρόμου και να απολαμβάνετε το
άρωμα των λουλουδιών που φυτρώνουν στη μεριά
σας. Αν ο καθένας μας μετέτρεπε σαν την ηλικιωμένη
γυναίκα τις ατέλειες του διπλανού του σε κάτι χρήσιμο
και όμορφο, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος...
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------

ΟΙ ΔΥΟ ΛΥΚΟΙ..

Ένα βράδυ ένας γέρος (ινδιάνος) της φυλής Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων. Είπε: "Γιέ μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο 'λύκων' που υπάρχουν μέσα σε όλους μας" Ο ένας είναι το Κακό. - Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονία, η αυτολύπηση, η ενοχή,η προσβολή, η κατωτερότητα, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.
Ο άλλος είναι το Καλό. - Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη,
η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνοια, η γεναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία και
η πίστη στο Θεό.'
Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του: "Ποιος λύκος νικάει;"
Ο γέρος Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά ....
"Αυτός που ταΐζεις."
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------
Δεν θα ξαναδείς ένα φλιτζάνι καφέ µε τον ίδιο τρόπο ξανά...

Μία νεαρή γυναίκα πήγε στη µητέρα της και της µίλησε για τη ζωή της και πως τα πράγµατα ήταν πολύ δύσκολα για εκείνη. Δεν ήξερε πώς να φτιάξει τα πράγµατα και ήθελε να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, να τα παρατήσει. Είχε κουραστεί να προσπαθεί και να παλεύει. Της φαινόταν πως µόλις λυνόταν ένα πρόßληµα, ένα άλλο νέο προέκυπτε.
Η µητέρα της την πήγε στην κουζίνα. Γέµισε τρία δοχεία µε νερό και έßαλε το καθένα σε δυνατή φωτιά. Γρήγορα το νερό στα δοχεία άρχισε να ßράζει.

Στο πρώτο δοχείο έßαλε καρότα, στο δεύτερο έßαλε αυγά, και στο τελευταίο έßαλε κόκκους καφέ. Τα άφησε λίγο να ßράσουν, χωρίς να πει ούτε µια λέξη. Περίπου σε είκοσι λεπτά έκλεισε τα µάτια της κουζίνας. Έßγαλε τα καρότα έξω απ..το νερό και τα έßαλε σ'ένα µπωλ. Έßγαλε τα αυγά έξω και τα έßαλε σ'ένα µπολ. Μετά έßγαλε τον καφέ έξω και τον έßαλε σε ένα φλιτζάνι.

Γυρνώντας στην κόρη της την ρώτησε: 'πες µου τι ßλέπεις'.
'Καρότα, αυγά και καφέ', της απάντησε η κόρη.

Η µητέρα της την έφερε πιο κοντά και της ζήτησε να αγγίξει τα καρότα. Το έκανε και παρατήρησε ότι ήταν µαλακά.
Μετά η µητέρα ζήτησε απ..την κόρη της να πάρει ένα αυγό και να το σπάσει. Αφού έßγαλε τα τσόφλια, παρατήρησε ότι το αυγό ήταν σφιχτό. Στο τέλος, η µητέρα ζήτησε απ..την κόρη της να πιει µια γουλιά απ..τον καφέ.
Η κόρη χαµογέλασε καθώς µύρισε το πλούσιο άρωµά του. Μετά η κόρη ρώτησε: 'τι σηµαίνουν όλα αυτά µητέρα;'.
Η µητέρα της της εξήγησε ότι το καθένα απ..αυτά τα διαφορετικά αντικείµενα είχε αντιµετωπίσει τις ίδιες συνθήκες, δηλαδή ßραστό νερό. Το καθένα όµως αντέδρασε διαφορετικά. Το καρότο αρχικά µπήκε µέσα στο νερό δυνατό και σκληρό. Εντούτοις, εφόσον τοποθετήθηκε στο ßραστό νερό, µαλάκωσε και έγινε αδύναµο. Το αυγό ήταν εύθραυστο. Το λεπτό εξωτερικό του περίßληµα είχε προστατέψει το υγρό εσωτερικό του, αλλά µετά την τοποθέτησή του σε ßραστό νερό, το εσωτερικό του σκλήρυνε. Όµως οι κόκκοι του καφέ ήταν µοναδικοί. Μετά την τοποθέτησή τους σε ßραστό νερό, άλλαξαν το νερό.
'Ποιο απ..αυτά είσαι εσύ;' ρώτησε την κόρη της.
'Όταν η δυσκολία χτυπάει την πόρτα σου, πώς ανταποκρίνεσαι;' Είσαι καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ;'

Σκέψου το λίγο: Τι απ..αυτά είσαι εσύ;
Είσαι το καρότο που φαίνεται δυνατό, αλλά µε τον πόνο και τις δυσκολίες λυγίζεις και µαλακώνεις και χάνεις τη δύναµή σου;
Είσαι το αυγό που ξεκινάει µε µαλακή καρδιά, αλλά αλλάζει µε τη θερµότητα; Μήπως είχες 'υγρό' πνεύµα, αλλά µετά από έναν θάνατο, έναν χωρισµό, µία οικονοµική δυσκολία ή µια άλλη δοκιµασία σκλήρυνες; Μήπως το περίßληµά σου µοιάζει το ίδιο, αλλά µέσα σου έχεις πίκρα και σκληράδα, µε σκληρό πνεύµα και σκληρή καρδιά;
Ή µήπως είσαι σαν τον κόκκο του καφέ; Ο κόκκος στην πραγµατικότητα αλλάζει το καυτό νερό, δηλαδή τις ίδιες τις συνθήκες που προκαλούν τον πόνο. Όταν το νερό ζεσταίνεται, απελευθερώνει το άρωµα και τη γεύση του. Εάν είσαι σαν τους κόκκους του καφέ, όταν τα πράγµατα δεν είναι στα καλύτερά τους, εσύ γίνεσαι καλύτερος και αλλάζεις την κατάσταση γύρω σου.
Όταν δεν είναι και η καλύτερη στιγµή και οι δοκιµασίες σε συναντούν, ανυψώνεις τον εαυτό σου σε άλλο επίπεδο; Πώς αντιµετωπίζεις τις αντιξοότητες; Είσαι καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ; Ελπίζω να έχεις αρκετή ευτυχία για να σε κάνει γλυκό, αρκετές δοκιµασίες για να σε κάνουν δυνατό, αρκετή λύπη για να παραµείνεις ανθρώπινος και αρκετή ελπίδα
για να σε κάνει ευτυχισµένο. Οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων δεν έχουν απαραιτήτως τα καλύτερα απ..όλα.
Απλώς κάνουν το καλύτερο που µπορούν µε αυτά που τους συµßαίνουν στη διαδροµή τους. Το λαµπρότερο µέλλον πάντοτε θα ßασίζεται σε ένα ξεχασµένο παρελθόν.
Δεν µπορείς να προχωρήσεις στη ζωή µέχρι ν..αφήσεις πίσω τις αποτυχίες σου και τους πόνους σου. Όταν γεννήθηκες έκλαιγες και όλοι γύρω σου χαµογελούσαν. Ζήσε τη ζωή σου έτσι ώστε στο τέλος εσύ να είσαι αυτός που θα χαµογελά και όλοι γύρω σου θα κλαίνε.
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ----------------------------

Δακρυσμένες συγνώμες…

Λένε πως από τότε που βγήκε η «συγνώμη» χάθηκε το φιλότιμο. Σε γενικές γραμμές έχουν δίκιο. Όχι πάντα. Μπορεί η ισορροπία να είναι λεπτή, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που τα όρια είναι ευδιάκριτα.

Υπάρχουν άνθρωποι που σου ζητούν συγνώμη τυπικά. Άλλοι από ευγένεια. Κάποιοι με βαριά καρδιά. Πολλοί ψεύτικα. Και το ψέμα, δυστυχώς, φαίνεται ξεκάθαρα.

Είναι κι εκείνοι, όμως, που σου ζητούν συγνώμη και το εννοούν με όλη τους την καρδιά. Σε κοιτούν στα μάτια και το ψιθυρίζουν, γιατί δεν έχουν άλλη δύναμη μέσα τους. Ζητούν συγνώμη γιατί ξέρουν πως σε πόνεσαν χωρίς να το θέλουν. Διαβάζεις τη συντριβή στο βλέμμα τους, το τρέμολο στη φωνή τους.

Η συγχώρεση δεν είναι δύναμη, είναι αντίδραση. Η δράση είναι η συγνώμη, η πράξη και οι συνέπειές της, ο πόνος που προκαλεί. Από εκεί και πέρα είσαι υποχρεωμένος να περιμένεις την αντίδραση.

Πόσες φορές είσαι διατεθειμένος να συγχωρέσεις πραγματικά κάποιον και για ποιους λόγους; Πόσο μπορείς να αντέξεις να δεχθείς τη συγνώμη του άλλου, ειδικά αν έχεις πονέσει πολύ; Κι αν γίνει αυτό, το έχεις κάνει πραγματικά;

Η αλήθεια είναι πως τις περισσότερες φορές συγχωρούμε τις μη ειλικρινείς συγνώμες παρά εκείνες που είναι ποτισμένες με δάκρια. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο δυσκολευόμαστε να πειστούμε πως αυτός που είναι στ’ αλήθεια συντετριμμένος αξίζει τη συγχώρεσή μας. Αντίθετα, τη δίνουμε απλόχερα και χωρίς δεύτερη σκέψη σε ανθρώπους που δε δείχνουν και να το έχουν πάρει και πολύ βαρέως.

Η πιο λογική εξήγηση είναι γιατί βλέποντας τον πόνο που νιώθει εκείνος που ζητά συγνώμη, αντιδρούμε πεισματικά εξαιτίας του πόνου που μας έχει προκαλέσει η πράξη για την οποία απολογείται. Κάτι σαν εσωτερική γλυκιά εκδίκηση. «Γιατί να σε συγχωρήσω, αφού με πόνεσες πολύ;».

Η ουσία, όμως, όσο δύσκολο κι αν ακούγεται, στην πράξη είναι απλή. Αν θελήσεις να καταλάβεις, μπορείς να διακρίνεις αν ο άνθρωπος που βρίσκεται απέναντί σου νιώθει ειλικρινά την ανάγκη να απολογηθεί. Όσο φορτισμένος συναισθηματικά και να είσαι, τα μάτια δε λένε ποτέ ψέματα.

Δεν ξέρω αν, όπως λένε, είναι ο καθρέπτης της ψυχής, αλλά σίγουρα δε μπορούν να κρύψουν τίποτα. Και μια συγνώμη που βγαίνει από δακρυσμένα μάτια καταλαβαίνεις ότι είναι απόλυτα ειλικρινής.

Αν θα τη δεχτείς είναι ένα ιδιαίτερο ζήτημα. Πολλές φορές το βάρος της πράξης είναι ασήκωτο. Και το δίκιο να την αρνηθείς, βουνό.

Μια συμβουλή μόνο: Εκτίμησε τα δακρυσμένα μάτια. Και στο πίσω μέρος του μυαλού μη νιώσεις λύπη ή μίσος…
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ---------------------------

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΙ........

Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού .

Παρ'όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:

Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.

Αυτοί την ρωτάνε:

- Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;

- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.

- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.

Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.

- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα! ........

Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.

- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες

Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !

Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:

Είμαι ο Πλούτος, της λέει.

Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.

Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.

Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.

Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.

Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:

-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!

Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:

-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;

Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:

-Δε θα'ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη;
Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!

-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας,

λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.

-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.

Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:

-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.

Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι...

...και οι δύο άλλοι να τον ακολουθούν!

Έκπληκτη η γυναίκα,

ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:

-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη.
Γιατί έρχεστε κι εσείς;!;!;

Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:

- Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απ'έξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη...
όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!

Δεν έχει σημασία πού! Όπου υπάρχει Αγάπη, θα υπάρχει επίσης Πλούτος κι Ευτυχία!
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ---------------------------
Το άλλο της μάτι.....!!!!!!
Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι ...; Ντρεπόταν γι' αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε.

Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη.

Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους ...;

Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με ...; ένα μάτι.
Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο
από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα ...;
Μα από μικρόs είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του.

Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένos.

«Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό»; ...; αναρωτιόταν ...;
Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε.
Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε:
«Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!.. Ήθελε να πεθάνει.
Ήθελε να εξαφανιστεί...

Όταν γύρισε σπίτι, της είπε:

«αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!».

Αυτή δεν του απάντησε ...;

«Δεν μ' ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος»,

έλεγε αργότερα σ' ένα φίλο του.

«Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της.
Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές ...;

και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει ...;
Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού; ...;».

Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του!

Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος της ζήτησε η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί. Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της.

Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει.

Τότε της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!».
Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους ...;
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο,που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε ...;
Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε.
Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε,μόνο από περιέργεια ...;
Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα.
Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ.
Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι' αυτόν:

«Αγαπημένε μου γιέ, σέ σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη.
Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις.
Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις ...; όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου.
Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι.
Έτσι σου έδωσα το δικό μου.
Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια,
με το δικό μου μάτι ...;

Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου».

Η μητέρα σου.
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ---------------------------

"το δοχείο της Ζωής"

Ένας καθηγητής φιλοσοφίας εμφανίστηκε στην τάξη του με ένα μεγάλο χάρτινο κουτί.

1. Χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα ένα άδειο γυάλινο βάζο και άρχισε να το γεμίζει με μικρές πέτρες. Οι μαθητές τον κοιτούσαν με απορία. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».

2. Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα ένα σακουλάκι με μικρά βοτσαλάκια και άρχισε να γεμίζει το βάζο, το κούνησε λίγο και τα βοτσαλάκια κύλησαν και γέμισαν τα κενά μεταξύ των πετρών. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές γέλασαν και απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».

3. Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα ένα σακουλάκι με άμμο και άρχισε να την αδειάζει μέσα στο βάζο. Η άμμος χύθηκε και γέμισε όλα τα κενά μεταξύ των πετρών και των βότσαλων. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές δίστασαν για λίγο, αλλά απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».

4. Αυτός χαμογέλασε και πάλι χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα δύο μπουκάλια μπύρες και άρχισε να τα αδειάζει μέσα στο βάζο. Τα υγρά γέμισαν όλα το υπόλοιπο κενό του βάζου. Όταν το βάζο δεν χωρούσε άλλο, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;» και οι μαθητές γέλασαν αυτή την φορά και απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».

* Τώρα, λέει ο καθηγητής, θέλω να θεωρήσετε το βάζο αυτό ότι αντιπροσωπεύει τη ζωή σας.

1. Οι πέτρες είναι τα ποιο σημαντικά στην ζωή σας, τέτοια είναι η οικογένεια, ο σύντροφός σας, η υγεία σας, τα παιδιά σας, οι καλοί σας φίλοι. Οι πέτρες αντιστοιχούν στα ποιο σημαντικά, τόσο σημαντικά, που ακόμα και αν όλα τα υπόλοιπα λείψουν, η ζωή σας θα εξακολουθήσει να είναι γεμάτη.

2. Τα βοτσαλάκια είναι τα άλλα πράγματα που έρχονται στην ζωή μας, όπως οι σπουδές μας, η εργασίας μας, το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας, είναι μικρά πράγματα, βοτσαλάκια. Αν αυτά τα βάλετε πρώτα στο βάζο, δεν θα υπάρχει χώρος για τις πέτρες, τα σημαντικά της ζωής.

3. Η άμμος είναι όλα τα υπόλοιπα, τα ποιο μικρά πράγματα της ζωής. Αν βάλεις πρώτα την άμμο στο βάζο, δεν θα υπάρχει χώρος ούτε για τα βότσαλα αλλά ούτε και για τις πέτρες.

Το βάζο είναι η ζωή σας. Αν ξοδεύεται χρόνο και δύναμη για μικρά πράγματα, δεν θα βρείτε ποτέ χρόνο για τα ποιο σημαντικά. Ξεχωρίστε ποια είναι τα ποιο σημαντικά για την ευτυχία σας. Μιλήστε με τους γονείς σας, παίξτε με τα παιδιά σας, απολαύστε τον σύντροφό σας, προσέξτε την υγεία σας και χαρείτε τους φίλους σας. Πάντα θα υπάρχει χρόνος για γνώση και σπουδές, πάντα θα υπάρχει χρόνος για εργασία, πάντα θα υπάρχει χρόνος για να φτιάξετε το σπίτι σας και το αυτοκίνητό σας, να πληρώσετε τον δήμο και το τηλέφωνο. Όμως να φροντίσετε για τις πέτρες πρώτα. Ξεχωρίστε τις προτεραιότητες σας.

* Οι μαθητές είχαν μείνει άφωνοι. Ένας όμως ρώτησε: «Η μπύρα τι αντιπροσωπεύει;» Ο καθηγητής γέλασε και απάντά: «Χαίρομαι που ρωτάς. Θα σας πω: δεν έχει σημασία πόσο γεμάτη είναι η ζωή σας, δεν έχει σημασία πόσο στριμωγμένος είσαι, γιατί πρέπει να ξέρεις:

«ΟΤΙ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΙΓΟΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΔΥΟ ΜΠΙΡΙΤΣΕΣ.»
------------------------------------   *   -----------------------------------   *   ---------------------------



------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ΤΡΕΛΑ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου.
Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία, της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε :
"Τι είναι κρυφτό?"
Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια - την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα - να παίξουν κι αυτοί.


Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν :
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν,
η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.

Ένα, δυο, τρία άρχισε να μετράει η Τρέλα.

Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.
Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στη σκιά του Θριάμβου ο οποίος με τη δύναμή του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε την άφηνε ελεύθερη. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.
Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα, ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο γι' αυτόν.


Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.
Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.
Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί...
1000... μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει.
Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά.
Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία.
Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει κα τον Θρίαμβο.
Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί.


Σιγά - σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.
Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δέντρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα...
Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου. Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα, του είχαν πληγώσει τα μάτια.

Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα.

Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει...
---------------------------------------------------------------------------------------------------

.Ο Έρωτας, η Ψυχή και ..η Ηδονή.....

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους την μια την έλεγαν Ψυχή, ήταν τόσο όμορφη, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί. Έτσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατεβεί στη γη.

Τα ιερά της Αφροδίτης στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν. Οι προσευχές λησμονήθηκαν. Οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε. Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί: πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον Έρωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου. Έτσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας: όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη. Οι δύο αδερφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της. Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του.

Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία. Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν κι έφυγαν.

Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι. Σ' αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ' ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύλαχτο. Παρ' όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: ''όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή''. Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους δει.

Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού όμως ξημερώσει ακόμη, χάθηκε από κοντά της. Έτσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη.

Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν. Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του.

Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν, ας είναι και για λίγον καιρό, οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά. Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: ''Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη''. Η Ψυχή του υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο. Αν όχι, θνητό. Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμισαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αρίθμητους θησαυρούς. Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής. Τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας. Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώνει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδερφάδων της, γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες.

Όμως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδερφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του. Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της. Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα. Αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος. Η ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη.

Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ' ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του : το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα. Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της. Ξαφνικά, μια σταγόνα καφτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει

Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί. Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ' ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Παν, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος. Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδερφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη. Ύστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον Έρωτα. Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει. Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της. Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον Έρωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Β ?
26 Ιουνίου 2011 6:48 μ.μ.
Ανώνυμος είπε...
Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της. Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα. Άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι και να το βάλει χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού, και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι. Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι που τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων και ύστερα ο αετός του Δία ; που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής. Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μια και η δική της είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλεψε πώς θα κατεβεί στον Άδη και της φανέρωσε τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί. Η ατυχία της, όμως, δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο, ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη, και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα. Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της. Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους. Αρκετά είχε δοκιμαστεί.

Ο Έρωτας που δεν την είχε ποτέ απολησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, τη συνεφέρνει. Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Έρωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή. Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα της χαρίζεται η αθανασία. Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή!
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Την ιστορία ενός Μολυβιού!

Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα:
Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
-Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς?Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα?
Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει,χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:
-Όντως γράφω για σένα?Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ.Θα ήθελα,όταν μεγαλώσεις,να γίνεις σαν κι αυτό.
Το παιδί,περίεργο,κοίταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.
-Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
-Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα.Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες,τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις,θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα.Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα,αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει το Χέρι που καθοδηγεί τα βήματά σου.Αυτό το χέρι το λέμε "Θεός"και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά του.
Δεύτερη ιδιότητα:Πότε-Πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα.Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο,αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό.Έτσι,μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.Τρίτη ιδιότητα:
Το μολύβι μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβύνουμε τα λάθη.Κατάλαβε ότι το να διορθώσουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό,αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.Τέταρτη ιδιότητα:Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα αλλά ο γραφίτης που περιέχει.Έτσι να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού:Αφήνει πάντα ένα σημάδι.Έτσι ,λοιπόν,να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο ψαράς και η χαμένη ευκαιρία του Χόρχε Μπουκάϊ

Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία για να ρίξει τα δίχτυα του. Ξέρει πως όταν βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία για να φάνε αχιβάδες, γι΄αυτό πάντα ρίχνει τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.

Έχει ένα καλυβάκι στην παραλία και κατεβαίνει μες τη νύχτα με τα δίχτυα στον ώμο. Με τα πόδια γυμνά και τα δίχτυα μισοαπλωμένα, μπαίνει στη θάλασσα.

Αυτή τη νύχτα, για την οποία μας μιλάει η ιστορία, όπως πάει να μπει στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ σκληρό στον πάτο της θάλασσας. Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι πράγματι κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μια σακούλα.

Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει : ¨Ποιός ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα στην παραλία…” Και αμέσως διορθώνει : “Στη δική μου παραλία.

“Κι εγώ, έτσι απρόσεκτος που είμαι, κάθε φορά που θα μπαίνω στο νερό, θα σκοντάφτω πάνω στις πέτρες….” Αφήνει λοιπόν κάτω τα δίχτυα, σκύβει, πιάνει τη σακούλα και τη βγάζει από το νερό. Την αφήνει στην ακροθαλασσιά, και ξαναμπαίνει με τα δίχτυα στο νερό. Είναι θεοσκότεινα…΄Ισως γι΄αυτό, όπως βγαίνει πάλι από τη θάλασσα, πάλι σκοντάφτει πάνω στη σακκούλα που είναι τώρα έξω, στην παραλία.

Ο ψαράς σκέφτεται:”Δεν είμαι στα καλά μου”. Βγάζει λοιπόν το σουγιά του, ανοίγει τη σακούλα και ψαχουλεύει. Έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες. Ο ψαράς ξανασκέφτεται “μα ποιός είναι αυτός ο ηλίθιος που τυλίγει πέτρες και τις πετάει στο νερό…” Ενστικτωδώς, παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του και την πετάει στη θάλασσα.

Μόλις λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλουπ!

Βάζει το χέρι του στη σακούλα, παίρνει άλλη μια πέτρα και την πετάει στο νερό. Ακούει ξανά το πλουπ!

Αυτή την πετάει από την άλλη μεριά, πλαφ! Μετά, αρχίζει να τις εκσφενδονίζει δύο δύο και ακούει πλουπ -πλουπ! Ύστερα προσπαθεί να τις ρίξει πιο μακριά, και με γυρισμένη την πλάτη, και με όλη του τη δύναμη, πλουπ – πλαφ!….

Διασκεδάζει…ακούει τους διαφορετικούς ήχους, πετάει πέτρες, υπολογίζει το χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει…πότε με δύο, πότε με μία, και με κλειστά μάτια τώρα, και με τρεις μαζί…και συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.,,ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....

........Μέχρι που αρχίζει να βγαίνει ο ήλιος.

Ο ψαράς ψαχουλεύει και βρίσκει μονάχα μία πέτρα μέσα στη σακούλα.

Ετοιμάζεται λοιπόν να την πετάξει πιο μακριά από τις άλλες, γιατί είναι η τελευταία κι εχει ήδη βγει ο ήλιος.

Και όπως τεντώνει το χέρι του προς τα πίσω για να την πετάξει με όλη του τη δύναμη, αρχίζει να φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια μεταλλική λάμψη που του τραβάει την προσοχή.

Ο ψαράς συγκρατεί την παρόρμηση να πετάξει την πέτρα και την κοιτάζει προσεκτικά. Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο μέσα από τη βρομιά που την καλύπτει. Την τρίβει ο ψαράς λες κι είναι μήλο πάνω στα ρούχα του, και η πέτρα αρχίζει να λάμπει ακόμη πιο πολύ. Έκπληκτος, τη χτυπάει ελαφρά και αντιλαμβάνεται ότι είναι από μέταλλο. Αρχίζει τότε να την τρίβει και να την καθαρίζει με άμμο και με το πουκάμισό του, και συνειδητοποιεί πως η πέτρα είναι από καθαρό χρυσάφι. Μια πέτρα από ατόφιο χρυσάφι σε μέγεθος πορτοκαλιού! Η χαρά του σβήνει, όμως, μόλις σκέφτεται ότι η πέτρα αυτή είναι σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε στη θάλασσα.

Και σκέφτεται: “Τι χαζός που ήμουνα!

Είχε στα χέρια του μια σακούλα γεμάτη πέτρες από χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα γιατί του άρεσε να ακούει τον ηλίθιο θόρυβο που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό…Αρχίζει τότε να οδύρεται, να κλαίει και να θρηνεί…να λυπάται για τις χαμένες πέτρες…Και να σκέφτεται πως είναι άτυχος, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος…είναι τρελλός, είναι ηλίθιος…

Μετά σκέφτεται…Αν έμπαινε στη θάλασσα, αν κατάφερνε να βρει μια στολή δύτη και βούταγε στα βαθιά, αν ήταν μέρα, αν είχε τον εξοπλισμό που έχουν οι δύτες για να ψάξει…Κι όλο κλαίει γοερά και οδύρεται….

Ο ήλιος έχει πια ανατείλει.

Και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει ακόμη την πέτρα…συνειδητοποιεί πως ο ήλιος θα μπορούσε να είχε αργήσει ένα δευτερόλεπτο ακόμη, ή εκείνος θα μπορούσε να είχε ρίξει την πέτρα πιο γρήγορα, και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για τον θησαυρό που έχει τώρα στα χέρια του.

Αντιλαμβάνεται τελικά ότι κατέχει έναν θησαυρό, κι ότι ο θησαυρός αυτός είναι από μόνος του μια τεράστια περιουσία για έναν φτωχό ψαρά όπως εκείνος.

Αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι που μπορεί να κρατήσει τον θησαυρό που έχει ακόμα στα χέρια του.

*****************************************************************************************************************************************************************

Το μυστικό για να πετύχεις ό,τι επιθυμείς στη ζωή
===================================================
Μια μέρα ένας νεαρός πλησίασε τον Σωκράτη και τον ρώτησε:

“Δάσκαλε, ποιός είναι ο τρόπος για να αποκτήσεις ό,τι επιθυμείς στη ζωή;”

“Συνάντησέ με αύριο στην όχθη του ποταμού” του απάντησε ο Σωκράτης.

Πραγματικά, την επόμενη μέρα το πρωί ο νεαρός περίμενε το Σωκράτη στην όχθη του ποταμού. ‘Οταν έφτασε ο Σωκράτης, του είπε να περάσουν περπατώντας το ποτάμι.

Μόλις είχαν φτάσει στο σημείο που εξείχε μόνο το κεφάλι τους έξω από το νερό, ο Σωκράτης με μια απότομη κίνηση άρπαξε το κεφάλι του νεαρού και το βύθισε μέσα στο νερό. Ο νεαρός ξαφνιάστηκε και προσπαθούσε να ελευθερωθεί από το γερό κράτημα του Σωκράτη. Πάλεψε για λίγη ώρα και κάποια στιγμή, κατάφερε να βγάλει το κεφάλι του μέσα στο νερό.

Τότε ο Σωκράτης του είπε: “Τι ήταν αυτό που επιθυμούσες περισσότερο από οτιδήποτε όση ώρα ήσουν μέσα στο νερό;”

“Αέρα!” απάντησε ο νεαρός.

“Αυτό είναι το μυστικό για να πετύχεις ό,τι επιθυμείς στη ζωή. Να το επιθυμείς με την ίδια ένταση που επιθυμούσες τον αέρα όση ώρα βρισκόσουν κάτω από το νερό!!!”

***************************************************

H "Θεωρία" της Ζεστής Σοκολάτας

Μερικοί απόφοιτοι μιας σχολής, με καλές δουλειές πλέον, συζητούσαν για τις ζωές τους σε μια «γιορτή σχολικής επανένωσης».

Αποφάσισαν να επισκεφθούν τον παλιό καθηγητή τους, συνταξιούχο πλέον, που πάντοτε ήταν πηγή έμπνευσης γι’αυτούς.
Κατά την επίσκεψη, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα παράπονά τους για τη δουλειά, τη ζωή τους και τις σχέσεις με τους άλλους.

Ο καθηγητής τους έφτιαξε ζεστή σοκολάτα σε μια μεγάλη καράφα, φέρνοντας ταυτόχρονα και πολλές κούπες, διαφόρων ειδών και υλικών, ακριβές και φτηνές, όμορφες και άσχημες. Έπειτα τους κάλεσε να σερβιριστούν μόνοι τους.
Όταν όλοι πήραν από μια κούπα, ο καθηγητής είπε: - Προσέξε ότι προτιμήσατε όλοι τις πιο όμορφες και ακριβές κούπες, αφήνοντας πίσω, για τους άλλους, τις φτηνές και τις άσχημες.
Το ό,τι είναι φυσικό για εσάς να θέλετε το καλύτερο για τον εαυτό σας, αυτό ακριβώς είναι και η αιτία των προβλημάτων σας. Η κούπα, δεν προσθέτει τίποτα στην ποιότητα της σοκολάτας. Συνήθως, είναι απλά, πιο ακριβή ενώ σε κάποιες περιπτώσεις κρύβει αυτό που πίνετε.
Αυτό που πραγματικά θέλατε, ήταν η ζεστή σοκολάτα. Όχι η κούπα. Όμως, συνειδητά διαλέξατε την πιο καλή κούπα. Και πολύ σύντομα αρχίσατε να κυττάτε και να τη συγκρίνετε με τις κούπες των άλλων.

Τώρα σκεφθείτε αυτό…

Η ζωή είναι η ζεστή σοκολάτα.

Η δουλειά, το χρήμα και οι θέσεις εργασίας, είναι η κούπα. Είναι απλώς τα εργαλεία για να κρατήσετε τη ζωή. Η κούπα που έχετε, δεν χαρακτηρίζει ούτε αλλάζει την ποιότητα της ζωής σας.
Μερικές φορές, με το να επικεντρώνεστε στην κούπα, δεν απολαμβάνετε τη ζεστή σοκολάτα –τη ζωή- που σας έδωσε ο Θεός.

Πάντα να θυμόσαστε ότι:

Ο Θεός δίνει τη ζεστή σοκολάτα, δεν διαλέγει την κούπα.

Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που έχουν τα καλύτερα πράγματα. Αλλά εκείνοι που φτιάχνουν το καλύτερο με αυτά που διαθέτουν.

Ζήστε απλά – Αγαπάτε γενναιόδωρα – Ενδιαφερθείτε για τους άλλους ειλικρινά – Μιλάτε ευγενικά.

Αφήστε τα υπόλοιπα στο Θεό. Και θυμηθείτε:

Οι πλουσιότεροι άνθρωποι δεν είναι εκείνοι που έχουν τα περισσότερα, αλλά εκείνοι που χρειάζονται τα λιγότερα.
==================================================================================================

......To Σοφό Πουλί....

Γυρίζοντας σπίτι του μια μερα κάποιοιος που έλεγε πως ηταν "σοφος" έπιασε ενα πουλί και σκέφτονταν πως θα ηταν ωραίος μεζές...
Ομως το πουλί του μίλησε με ανθρώπινη φωνή και του είπε : ουτε καν να το σκεφτεις"
Ο "σοφος" τα 'χασε που το πουλί μπορούσε να μιλησει....
"Δεν είμαι ενα απλό πουλι" του είπε τοτε εκείνο "ειμαι το σοφότερο πουλί ανάμεσα
στα πουλιά και αν με αφήσεις , θα σου δώσω τρεις πολύτιμες συμβουλες".
Ο "σοφος" σκέφτηκε οτι δεν συναντά κανείς κάθε μέρα πουλιά που μπορούν να μιλάνε
και ηταν σίγουρος οτι αυτό το πουλί θα έπρεπε να ξερει πολλά.!

Ετσι του υποσχέθηκε να το αφήσει ελεύθερο , αν του έδινε τις τρεις συμβουλές..

"Εντάξει"ειπε το πουλί...

"Πρώτον μην πιστεύεις ποτέ τις ανοησίες που σου λεει οποιοσδήποτε , ακόμη
και αν εχει κύρος ή εξουσία..
Μάθε , Σκέψου , Σύγκρινε και ΜΕΤΑ πίστεψε..!!

"Σύμφωνοι" ειπε ο "σοφός"

"Δεύτερον: οτι και αν κάνεις ποτε μη προσπαθεί ς να κάνεις το αδύνατο γιατι θα αποτύχεις.Να εχεις
επίγνωση του μέχρι που μπορείς να φτάσεις..!

"Πολύ ωραία "ειπε ο "σοφος" και το πουλί συνέχισε...
"Τρίτον :αν κάνεις κατι σωστό μη το μετανιώσεις ποτέ...

Και ετσι ο "σοφος"αφησε το πουλί ελεύθερο χαρούμενος επειδη σκεφτόταν οτι ηταν πράγματι
τρεις σοφές συμβουλές και οτι θα μπορούσε να τις χρησιμοποιησει στους μαθητές του...
Ομως το πουλί μολις ελευθερώθηκε ,κάθισε στο κλαδι ενος δέντρου εκει κοντά και γέλαγε περιπαιχτικά ..!

"Τι συμβαίνει"? το ρωτησε ο 'ανθρωπος που νόμιζε οτι ηταν "σοφος"..
"Εχω στο στομάχι μου ενα διαμάντι.Αν με είχες φάει τώρα το διαμάντι θα ηταν δικό σου!!"
Ο "σοφος" θύμωσε τοσο πολύ που άφησε το πουλί να φύγει ,ωστε σκαρφάλωσε στο δέντρο
για να το πιασει"
Ηταν όμως γερος , δεν ειχε ξανανεβεί σε δέντρο και το πουλί ηταν γρήγορο , πολυ γρήγορο..Ετσι κάθε φορά που πλησιαζε να το φτάσει αυτο πέταγε ολο και πιο ψηλα ..
Στο τελος κατάφερε να το φτασει ,στη κορυφη του δέντρου ,αλλα το πουλί πέταξε μακριά και ο
"σοφος" κατάκοπος έπεσε κατω και τσακίστηκε....
Ενω κείτονταν κάτω στο χώμα μισοπεθαμένος το πουλί τον πλησίασε και του ειπε..
"Γιατι πίστεψες τις ανοησίες που σου ειπα, οτι εχω δήθεν ενα διαμάντι στο στομάχι μου?

Και δεν φτάνει αυτο ,προσπάθησες να κάνεις το αδύνατο , εσυ ενας γέρος άνθρωπος να ανεβείς στο δεντρο , τη στιγμή μαλιστα που δεν το ειχες κάνει ποτέ πριν στη ζωη σου...
Και μετάνιωσες που με άφησες ελεύθερο , ενω είχες πράξει σωστά...!

Στη πραγματικότητα δεν άκουσες καμία απο τις τρεις συμβουλές μου .!!!

=====================================================================================================

Το πεινασμένο καφτάνι

Ο σοφός μουλάς(μουσουλμανικός θρησκευτικός τίτλος) φόρεσε το σεμνό καθημερινό καφτάνι του και πήγε σε μια δεξίωση που έκανε ένας πλούσιος και γνωστός έμπορος.
Ο μουλάς βρέθηκε ανάμεσα σε λαμπερές ενδυμασίες από το μετάξι και βελούδο.
Με περιφρόνηση οι επισκέπτες κοιτούσαν την φτωχή του φορεσιά. Τον μουλά επίτηδες δεν τον κοιτούσαν, έκαναν περιφρονητικούς μορφασμούς και τον έσπρωχναν μακριά από το τραπέζι γεμάτο απ’ τα καλύτερα φαγητά.
Τότε ο μουλάς πήγε στο σπίτι του και φόρεσε το πλούσιο χρυσοκεντημένο καφτάνι του και γύρισε στη δεξίωση γεμάτος αξιοπρέπεια σαν χαλίφης.
Όλοι η καλεσμένοι προσπαθούσαν να αποκτήσουν την εύνοιά του, ο καθένας ήθελε ν’ ακούσει το σοφό του λόγο.
Απ’ όλες τις πλευρές του πρότειναν τα καλύτερα κομμάτια των φαγητών, αλλά ο μουλάς αντί να τα φάει τα έβαζε στα φαρδιά μανίκια του καφτανιού. Σοκαρισμένοι και περίεργοι οι καλεσμένοι τον ρωτούσαν:
– Τι κάνετε αξιότιμε; Γιατί βάζετε τα φαγητά στα μανίκια σας;
Ενώ ο μουλάς συνέχιζε να γεμίζει τα μανίκια του με φαγητά και ήρεμα απάντησε:
– Είμαι δίκαιος άνθρωπος. Η φιλοξενία σας δεν αφορά εμένα, αλλά το καφτάνι. Γι’ αυτό πρέπει να πάρει αυτά που αξίζει

===================================================================================================

 Ο Βιολιστής
Γεώργιου Δροσίνη

O Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε το 1859 και απεβίωσε το 1951. Tο διήγημα «O βιολιστής» δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Tύπος» και εντοπίστηκε στο αρχείο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Mιχ. Xανούση.

Hταν ένας βιολιστής με παρδαλά ρούχα και με υψηλό σκούφο. Στο λαιμό του κρατούσε σφιγμένο το βιολί του και με τ' άλλο χέρι το δοξάρι. Kουρδιζόταν κι έπαιζε σαν αληθινός βιολιστής.

Kι όμως δεν ήταν αληθινός. Hταν από ξύλο. Aπό ένα πολύ σπάνιο όμως ξύλο: το ξύλο της Aγάπης. Tι είναι αυτό το ξύλο κι από τι δένδρο κόβεται δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως κάθε τι το καμωμένο από τέτοιο ξύλο μπορεί ν' αγαπήση σαν ζωντανός άνθρωπος.

O βιολιστής άμα ήρθε στον κόσμο ετυλίχθηκε μέσα σε χαρτί, εκλείσθηκε σε χονδρό κουτί κι εστάλη σ' ένα εμπορικό για να πουληθή σαν να ήταν σκλάβος ο κακόμοιρος
O έμπορος τον έβαλε στην βιτρίνα. Eκεί τον έβλεπαν οι διαβάτες και έβλεπε κι αυτός, χωρίς να καταλαβαίνουν εκείνοι ότι ήταν κρυμμένη ζωή στο άψυχο ξύλο. O έμπορος κάποτε τον εκούρδιζε και τότε πια μαζευόταν κόσμος πολύς, προ πάντων παιδιά, κι άκουαν με θαυμασμό τη γλυκειά φωνή του βιολιού του. Kι αυτή η φωνή είχε κάτι ξεχωριστό, κάτι που έφτανε ως την καρδιά.

Oλο ενόμιζαν πως ο τεχνίτης είχε επιτύχει την μηχανή του. Δεν ήξεραν πως μέσα στο άψυχο ξύλο ήταν κρυμμένη ζωή. Δεν φαντάζονταν πως μόλις κουρδιζόταν η μηχανή ο βιολιστής έπαιζε το βιολί του μόνος με τη δύναμη της αγάπης που είχε μέσα του.

Aλλά δεν έπαιζε για κείνους που μαζεύονταν κι έχασκαν έξω από τη βιτρίνα. Oύτε τους λογάριαζε ούτε τον έμελλε. Eπαιζε μονάχα για την αγάπη του. Kι η αγάπη του ήταν μια ωραία κούκλα υψηλότερη από όλες τις άλλες, λυγερή, ξεχωριστή στη χάρη, με κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη αντίκρυ του στην ίδια βιτρίνα του εμπορικού.

O βιολιστής αυτήν αντίκρυσε πρώτη άμα βγήκε στο φως της ημέρας από το χονδρό κουτί του και σ' αυτήν εχάρισε όλη την αγάπη που είχε μέσα του. Aλλος κόσμος δεν υπήρχε εκτός της κούκλας. Eζούσε πια γι' αυτήν. Aλλά κι εκείνη βέβαια τον αγαπούσε. Aν δεν τον αγαπούσε, τότε γιατί δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του, τα φωτερά της εκείνα μάτια που τον έκαιαν; Aν δεν τον αγαπούσε γιατί δεν εγύριζε καν να ιδή έναν ξανθό αξιωματικό που επάνω στο ξύλινο άλογό του καθισμένος είχε γυρισμένο το κεφάλι προς το μέρος της από την ώρα που τον έβαλε εκεί ο έμπορος; Aν δεν τον αγαπούσε, γιατί χαμογελούσε από ευχαρίστηση όταν έπαιζε το βιολί του, σαν να καταλάβαινε πω μόνο γι' αυτήν έπαιζε;

Tον αγαπούσε, τον αγαπούσε. Oλα αυτά ήσαν φανερά σημάδια. O βιολιστής ένα φόβο είχε μέσα στην ευτυχία της αγάπης του: μήπως τους χωρίσουν. Πώς ήταν δυνατόν να ζήση χωρίς αυτή; Kαι τι την ήθελε τη ζωή;

Mα η τύχη που προστατεύει όλους τους ερωτευμένους δεν άφησε απροστάτευτο και τον ξύλινο βιολιστή. Mια μέρα, ενώ έπαιζε με όρεξη το βιολί του, επερνούσαν απ' έξω ένας ηλικιωμένος κύριος και μια μεσόκοπη κυρία.

-Tι ωραία που παίζει αυτός!, είπε ο κύριος. Mούρχεται να τον αγοράσω του ανεψιού μου.

Tην ίδια στιγμή η κυρία εκύτταξε την κούκλα.

- Kαι τι ωραία που είναι κι αυτή! Θα την πάρω κι εγώ της ανεψιάς μου.

Για μια στιγμή, ο βιολιστής ενόμισε πως θα χωριζόταν πια από την αγάπη του και τουρχόταν να σκάση από το κακό του. Eνώ όμως τον ετύλιγε ο έμπορος στο χαρτί, κατάλαβε από την ομιλία της κυρίας ότι ο ανεψιός και η ανεψιά ήσαν αδέλφια και ότι ύστερα από λίγες μέρες θα βρισκόταν πάλι κοντά στην αγαπημένη του κούκλα.

Eκαμε υπομονή, μα και οι δυο μέρες, που έμεινε φυλακισμένος μέσα σ' ένα σκοτεινό ντουλάπι, του φάνηκαν χρόνοι ατέλειωτοι. Συλλογιζόταν τι θα γινόταν μόνη η αγαπημένη του, πως θα τον αναζητούσε, πως θα νόμιζε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε πια και θα σπαραζόταν από απελπισία.

Kι ο καϋμένος ο βιολιστής εδάκρυζε τόσο πολύ και τόσο συχνά, ώστε όταν τον εξετύλιξαν από το χαρτί την Πρωτοχρονιά από τα δάκρυα είχαν ξεβάψει τα μάτια του.

Bρέθηκε μέσα σε μια σάλα φωτισμένη και γεμάτη κόσμο. Tι τον έμελλε για τον κόσμο; Aυτός εκύτταζε μόνο να ιδή πού είνε η αγάπη του. Kι όταν τον εκούρδισαν, έπαιξε μ' όλη του τη δύναμη για να τον ακούση αυτή και να χαρή. Tου κάκου όμως, του κάκου! H ώρα περνούσε κι εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. Hσαν άλλες κούκλες εκεί καθισμένες γύρω στις μεγάλες πολυθρόνες, αλλά καμμιά δεν είχε τη χάρι της αγαπημένης του. O βιολιστής άρχισε ν' απελπίζεται, όταν ξαφνικά πέρα εκεί πίσω από μια πόρτα του φάνηκε πως είδε την άκρη ενός φορέματος και το φόρεμα αυτό έμοιαζε πολύ μ’ εκείνο το κόκκινο που φορούσε η αγάπη του. Πώς, ήταν λοιπόν εκεί και δεν εγύριζε να τον δη; Tι έκανε πίσω από την πόρτα; Mήπως τον επερίμενε επίτηδες εκεί, μακρυά από τον κόσμο; Eπλησίασε σιγά-σιγά με λαχτάρα, με καρδιοχτύπι. Kαι τι είδε; Tην αγαπημένη του μαζί με τον ξανθό εκείνον αξιωματικό, που δεν εγύριζε η άπιστη να δη όταν ήταν στη βιτρίνα του εμπορικού. Kαι τώρα θα κρυφομιλούσαν βέβαια οι δυο γλυκά-γλυκά εκείνος από το άλογό του κι αυτή στηλωμένη ορθή στον τοίχο..
O βιολιστής άναψε από τον θυμό. Xωρίς να συλλογισθή τι κάνει, άρπαξε το ξύλινο σπαθί από τη μέση του αξιωματικού κι επέρασε τα άπιστα στήθη της κούκλας.

Aλλά από την ανοιχτή πληγή εχύθηκε ξαφνικά κάτι που δεν έμοιζε καθόλου με αίμα. O βιολιστής με τ' αγριεμένα μάτια του το είδε και τινάχθηκε πίσω...

- Tι! εφώναξε με βραχνή φωνή. Kαι την είχα αγαπήσει τόσο, κι ενόμιζα ότι μ' αγαπούσε κι αυτή ενώ δεν είχε μέσα στα στήθη της τίποτε άλλο από πίτουρα... πίτουρα!

Tο πρωί, βρήκαν πίσω από την πόρτα την όμορφη κούκλα με τρυπημένα τα στήθη και χυμένα τα πίτουρα επάνω στο κόκκινο φόρεμα και το σπαθί του αξιωματικού πεσμένο κάτω στο πάτωμα. Kι όταν πήραν να κουρδίσουν τον βιολιστή, είδαν πως το ξύλο του ήταν σπασμένο σε δύο κομμάτια. Eρραψαν την πληγή της κούκλας, εκόλλησαν το σπαθί του αξιωματικού, κι επέταξαν στο κάρρο των σκουπιδιών τον άχρηστο βιολιστή...
 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η Θλίψη και η Οργή

Σ’ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν...
Σ' ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά...
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... μια πανέμορφη λίμνη.
Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς...
Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Και οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ' το νερό...
Αλλά η οργή είναι τυφλή — ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Έτσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ' το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε...
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης...
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.
Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και —χωρίς καμία βιασύνη— ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.
Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.
Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν στα¬ματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η Θλίψη.

****************************************************************************************************

Η πόλη των πηγαδιών
====================
Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ' εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά... αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια τα¬πεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ' άκρη σ' άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός.
Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ' άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους...
Ένα απ' αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητα του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια
δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειας τους για να επεκταθούν και ν' αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όρια τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητα του...
Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητα του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενο του...
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει...
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος... βρή¬κε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξη του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματα του, πι¬τσιλώντας το στόμιο του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ' άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια. Έτσι, η γη τριγύρω απ' το πηγάδι, αναζωογονη¬μένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που με¬τατράπηκαν αργότερα σε δέντρα...
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: «το Περιβόλι».
Όλοι το ρωτούσαν πώς είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
«Δεν είναι κανένα θαύμα» απαντούσε το Περιβόλι. «Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα.»
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συ¬νειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα...
Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει...
Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει...
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό...
Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό...
«Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;» το ρωτού¬σαν.
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε. «Αλλά, προς το παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω.»
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη.
Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δύο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο...
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου.
Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι' αυτά μια καινούργια ζωή.
Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η αναζήτηση τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξης τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν...

*****************************************************************************************************

Απίθανη συνάντηση
===================
Μια φορά το Ανώτερο Όν οργάνωσε ένα μεγάλο γλέντι και φώναξε στο παλάτι του όλες τις αρετές. Μόνο οι αρετές….μόνο κυρίες.
Μαζευτήκαν πολλές, μικρές και μεγάλες αρετές. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι και ευγενικά μιλούσαν μεταξύ τους γιατί όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τας σαν να ήταν συγγενείς.
Αλλά κάποια στιγμή το Ανώτερο Όν είδε δυο όμορφες γυναίκες οι οποίες φαινόταν πως δεν γνώριζαν η μία την άλλη.
Ο νοικοκύρης πήρε το χέρι της μίας κυρίας και την οδήγησε στην άλλη.
– Η Ευεργεσία! είπε παρουσιάζοντας την μία.
– Η Ευγνωμοσύνη! είπε παρουσιάζοντας την δεύτερη.
Και οι δυο κυρίες πολύ εξεπλάγησαν: από τη στιγμή που εμφανίστηκε αυτός ο κόσμος, αυτές οι δυο αρετές συναντηθήκαν πρώτη φορά!
Ι. Τουργκένεφ*

*************************************************************************************************

Η ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ......

Η Παναγία, με το Βρέφος στην αγκαλιά Της, αποφάσισε να κατέβει στη γη και να επισκεφτεί ένα μοναστήρι.
Υπερήφανοι, όλοι οι ιερείς στάθηκαν στη σειρά και ο καθένας παρουσιαζόταν μπροστά στην Παναγία για να της αποδώσει τιμές. Ο ένας απήγγειλε ωραία ποιήματα, ο άλλος έδειξε τις μικρογραφίες του για τη Βίβλο, ένας τρίτος απαρίθμησε τα ονόματα όλων των αγίων. Και ούτω καθεξής, ο κάθε μοναχός με τη σειρά του τίμησε την Παναγία και το Βρέφος.Στην τελευταία θέση της σειράς στεκόταν ένας ιερέας, ο πιο ταπεινός του μοναστηριού, ο οποίος δεν είχε μάθει ποτέ τα σοφά κείμενα της εποχής.
Οι γονείς του ήταν απλοί άνθρωποι που δούλευαν σ' ένα παλιό τσίρκο της γειτονιάς και το μόνο που του είχαν μάθει ήταν να πετάει μπάλες στον αέρα και να κάνει μερικές ταχυδακτυλουργίες.
Όταν ήρθε η σειρά του, οι άλλοι ιερείς έσπευσαν να τελειώσουν με την απόδοση τιμών, γιατί ο τέως ταχυδακτυλουργός δεν είχε τίποτε το σημαντικό να πει και ενδεχομένως να υποβάθμιζε την εικόνα του μοναστηριού.
Στο μεταξύ, στα βάθη της καρδιάς του αισθανόταν κι εκείνος απέραντη ανάγκη να προσφέρει κάτι στον Χριστό και στην Παναγία.
Ντροπαλός, αισθανόμενος το βλέμμα αποδοκιμασίας των αδελφών, έβγαλε μερικά πορτοκάλια από την τσέπη του και βάλθηκε να της τα πετά στον αέρα,κάνοντας μερικές φιγούρες, το μόνο που ήξερε. Μόνο τότε χαμογέλασε το Βρέφος κι άρχισε να χτυπά παλαμάκια στην αγκαλιά της Παναγίας. Και προς αυτόν τον ιερέα άπλωσε η Παναγία τα χέρια Της και τον άφησε να κρατήσει το Βρέφος λίγη ώρα
Π. Κοέλιο

*************************************************************************************************88

Η κάμπια...

Κολλημένη πάνω σ’ ένα φύλλο η κάμπια με ενδιαφέρων κοιτούσε τα έντομα που τραγουδούσανε, έτρεχαν, πηδούσανε, πετούσανε…. Όλα γύρο της ήταν σε κίνηση. Μόνο αυτή η καημένη δεν μπορούσε ούτε να βγάζει κάποιο ήχο, ούτε να τρέχει, ούτε να πετάξει. Με πολλές δυσκολίες μπορούσε μόνο να σέρνεται. Και ως που να μετακινηθεί από ένα φύλλο στο άλλο, της φαινόταν σαν να έκανε τον γύρο του κόσμου.
Παρ’ όλ’ αυτά δεν παραπονιόταν, δεν ζήλευε κανέναν κατανοώντας πως ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που μπορεί. Γνώριζε ότι ως κάμπια πρέπει να μάθει να υφαίνει πολύ λεπτά μεταξένια νήματα, για να πλέκει μ’ αυτά το σπιτάκι-κουκούλι της.
Χωρίς πολλές κουβέντες η κάμπια άρχισε με υπομονή και επιμέλεια να εκτελεί το έργο της και την κατάλληλη προθεσμία ήταν τυλιγμένη ολόκληρη μέσα στο θερμό κουκούλι.
– Και μετά τι; Ρώτησε η κάμπια αποκομμένη μέσα στο κουκούλι της από τον υπόλοιπο κόσμο.
– Όλα έχουν τη σειρά τους, άκουσε την απάντηση, να έχεις υπομονή και θα δεις.
Ήρθε ο χρόνος και η κάμπια ξύπνησε και ανακάλυψε πως τώρα δεν είναι εκείνη η δυσκίνητη κάμπια. Γρήγορα και με επιδεξιότητα βγήκε από το κουκούλι και με έκπληξη αντιλήφθηκε πως έχει δυο ελαφρά και φανταχτερά φτερά. Με χαρά και ενθουσιασμό εκείνη κούνησε τα φτερά της και σαν πούπουλο τινάχτηκε στον αέρα και πέταξε και σε λίγο διαλύθηκε μέσα στην γαλάζια αχλή.
Είχε υπομονή…

Λ. ντα Βίντσι*
***************************************************************************************************
ΤΑ ΕΠΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ...


Ζητήθηκε από μια ομάδα μαθητών να γράψουν μια λίστα με αυτά που κατά τη γνώμη τους ήταν τα σημερινά “επτά θάυματα του κόσμου”.

Παρ’ ότι υπήρξαν κάποιες διαφωνίες, οι περισσότερες γνώμες αφορούσαν τα παρακάτω:

1. Οι πυραμίδες της Αιγύπτου

2. Το Τaj Mahal

3. To Grand Canyon

4. Το κανάλι του Παναμά

5. To Εmpire State Building

6. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου

7. Το σινικό τείχος

Ενώ μάζευαν τα γραπτά, ο δάσκαλος πρόσεξε ότι μια μαθήτρια, δεν είχε τελειώσει ακόμη το γράψιμο.

Τη ρώτησε λοιπόν αν είχε κάποιο πρόβλημα με τη λίστα της. Το κορίτσι απάντησε: “Nαι, έχω λίγο πρόβλημα. Δεν μπορώ να αποφασίσω, γιατί είναι τόσα πολλά…”

Ο δάσκαλος τότε της είπε: “πες μας λοιπόν τι έχεις γράψει, για να δούμε αν μπορούμε να σε βοηθήσουμε.”

Το κορίτσι στην αρχή δίστασε, μα μετά διάβασε: “Πιστεύω τα επτά θαύματα του κόσμου είναι…

1. Να βλέπεις…

2. Να ακούς…

3. Να αγγίζεις…

4. Να γεύεσαι…

5. Να αισθάνεσαι…

6. Να γελάς…

και

7. Να αγαπάς…”

Η ησυχία στην αίθουσα ήταν τέτοια, που θα άκουγες και μια καρφίτσα αν έπεφτε…..

*****************************************************************************************************

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Η ζωή είναι σαν ένα ταξίδι με το τρένο. Επιβιβάζεσαι συχνά και αποβιβάζεσαι, υπάρχουν ατυχήματα, σε μερικές στάσεις ευχάριστες εκπλήξεις και βαθιά λύπη σε άλλες. Όταν γεννιόμαστε και επιβιβαζόμαστε στο τρένο, συναντάμε ανθρώπους, για τους οποίους πιστεύουμε ότι θα μας συνοδεύουν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού: τους γονείς μας.
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Αποβιβάζονται σε κάποια στάση και μας αφήνουν χωρίς την αγάπη, τη στοργή, τη φιλία και τη συντροφιά τους.
Ωστόσο επιβιβάζονται άλλα άτομα, που θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για μας. Είναι τα αδέρφια μας… οι φίλοι μας κι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που αγαπάμε.
Μερικά από τα άτομα που επιβιβάζονται, βλέπουν το ταξίδι σαν ένα μικρό περίπατο.
Άλλοι βρίσκουν μόνο λύπη στο ταξίδι τους.
Υπάρχουν πάλι άλλοι στο τρένο, που είναι πάντα εκεί και έτοιμοι να βοηθήσουν αυτούς που τους χρειάζονται.
Κάποιοι αφήνουν στην αποβίβαση μία αιώνια λαχτάρα. Μερικοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ξανά κι εμείς, δεν τους έχουμε καν αντιληφθεί..
Μας εκπλήσσει, ότι μερικοί από τους επιβάτες, που αγαπάμε περισσότερο, κάθονται σε κάποιο άλλο βαγόνι και μας αφήνουν να κάνουμε μόνοι αυτό το κομμάτι του ταξιδιού. Αυτονόητα απέχουμε, και δεν μπαίνουμε στον κόπο να τους ψάξουμε και να έρθουμε σε επαφή με το δικό τους βαγόνι.
Δυστυχώς μερικές φορές δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, γιατί η θέση στην πλευρά τους είναι ήδη κατειλημμένη..
Δεν πειράζει, έτσι είναι το ταξίδι: γεμάτο προκλήσεις, όνειρα, φαντασία, ελπίδες και αποχαιρετισμούς…
….αλλά χωρίς επιστροφή.
Λοιπόν, ας κάνουμε το ταξίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ας προσπαθήσουμε να βολευτούμε με τους συνταξιδιώτες μας και να ψάξουμε το καλύτερο στοιχείο στον καθένα από αυτούς.
Ας θυμόμαστε ότι σε κάθε τμήμα της διαδρομής ένας από τους επιβαίνοντες μπορεί να έχει πρόβλημα και πιθανόν να χρειάζεται την κατανόησή μας.
Ακόμη κι εμείς μπορεί να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και κάποιος να υπάρχει που θα μας καταλάβει.
Το μεγάλο μυστήριο του ταξιδιού είναι ότι δεν ξέρουμε πότε θα αποβιβαστούμε οριστικά, όπως επίσης ελάχιστα ξέρουμε για το πότε θα αποβιβαστούν οι συνταξιδιώτες μας, ούτε καν για εκείνον που κάθεται ακριβώς δίπλα μας.
Πιστεύω ότι θα στενοχωρηθώ όταν κατέβω για πάντα από το τρένο….. Ναι, αυτό πιστεύω. Ο χωρισμός από μερικούς φίλους που συνάντησα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα είναι οδυνηρός. Θα είναι πολύ λυπηρό να αφήσω μόνους τους αγαπημένους μου. Αλλά έχω την ελπίδα, πως κάποτε θα φτάσουμε στον κεντρικό σταθμό κι έχω την αίσθηση ότι θα τους ξαναδώ να έρχονται με αποσκευές, τις οποίες δεν είχαν ακόμα στην επιβίβαση..
Αυτό που με κάνει ευτυχισμένο, είναι η σκέψη, ότι κι εγώ βοήθησα να πλουτίσουν οι αποσκευές τους και να γίνουν πιο πολύτιμες.
Φίλοι μου, ας προσέξουμε να έχουμε ένα καλό ταξίδι και στο τέλος να δούμε ότι άξιζε τον κόπο.
Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά την αποβίβαση μια κενή θέση πίσω μας, η οποία να αφήσει νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις σʼ αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι.

Σε όλους τους συνεπιβάτες εύχομαι... ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ

****************************************************************************************************

Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.

ʽΓνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάςʼ μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
ʽΗ ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο.ʼ

ʽΜα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώʼ της είπα έντονα.
ʽΤο ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.ʼ


Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.ʼ

Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο.
ʽΤι συμβαίνει; Είσαι καλά;ʼ με ρώτησε.

Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.

ʽΝόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζίʼ της απάντησα. ʽΟι δυο μας μόνοι… Τί λες;ʼ

Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ʽΘα το ήθελα πολύ.ʼ



Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!

Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.

ʽΕίπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκανʼ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ʽΔεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδυνή έξοδό μας.ʼ



Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθήσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ΄έπιαναν΄ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.

Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.

ʽΕγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;ʼ

ʽΉρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρηʼ απάντησα.



Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.

Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
ʽΘα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρότασηʼ μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.





ʽΠώς πήγε το ραντεβού;ʼ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
ʽΠολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ΄ό,τι περίμενα.ʼ της απάντησα.


Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.


Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φακέλο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:

ʽΤο δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!ʼ


Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως ʽΣΕ ΑΓΑΠΩʼ.
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια σου. Αφιέρωσε χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.
***************************************************************************************************

Ο κύκνος και το κοράκι

Υπήρχε ένα σμήνος κορακιών. Το ένα από αυτά ήταν δυνατό, έξυπνο και όμορφο, έτσι το έκαναν αρχηγό τους. Αυτός ο βασιλιάς των κορακιών αισθανόταν περήφανος για τα κατορθώματά του και υποτιμούσε τα άλλα δημιουργήματα.

Μια μέρα εμφανίστηκε ένας νεαρός κύκνος. Τα κοράκια μαζεύτηκαν γύρω του και τον ρώτησαν αν γνώριζε για τους μεγάλους άθλους του βασιλιά τους. Αυτός παραδέχθηκε την άγνοιά του και ζήτησε να δει το βασιλιά τους. Ο βασιλιάς των κορακιών εμφανίστηκε και ρώτησε τον κύκνο για τους διάφορους τύπους πετάγματος. Ο κύκνος, στην απλότητά του, είπε ότι γνώριζε μονάχα ένα τύπο.

Ο βασιλιάς των κορακιών τότε ξεκίνησε μια επίδειξη των εκατό και ένα τρόπων πετάγματός του. Αφού εκτέλεσε τους ακροβατισμούς του, ζήτησε να δει την τέχνη του κύκνου. Ο νεαρός κύκνος απογειώθηκε με το χαριτωμένο, απαλό και φυσικό πέταγμά του και όπως συνήθιζε, αύξησε την ταχύτητά του μονάχα σταδιακά. Επειδή ο κόρακας ήταν μικρός και γοργός, πέταξε γρήγορα και αφού συνειδητοποίησε ότι ο κύκνος έμεινε πίσω, επέστρεψε για να τον χαροποιήσει. Ο κύκνος σταδιακά αύξησε την ταχύτητά του και πριν περάσει λίγη ώρα, ο κόρακας κουράστηκε και έτρεμε και τελικά έπεσε στη θάλασσα. Ο κύκνος κατέβηκε και έσωσε το κοράκι και το βοήθησε να επιστρέψει στο σμήνος του. Το κοράκι τότε ντράπηκε για την αλαζονεία του και ευχαρίστησε τον κύκνο για τη μετριοπάθεια και τη μεγαλοψυχία του.


Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι ο κύκνος ζούσε μια φυσική ζωή, ενώ το κοράκι ήταν απασχολημένο με περιαυτολογία, ακροβασίες, φλυαρία και εξυπνάδες.
Η έσχατη ευτυχία πηγαίνει σε εκείνους που ζουν μια φυσική και απλή ζωή, σε αρμονία με τους νόμους και τη βούληση του Δημιουργού, παρά στους εξυπνάκιες και τους αυθάδεις που σπαταλούν ενέργεια σε μηδαμινές ασχολίες και περνούν τη ζωή τους με μια απατηλή εικόνα για τον εαυτό τους.

*****************************************************************************************
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ...

Δύο άντρες πολύ σοβαρά άρρωστοι, ήταν ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στον έναν επιτρέπονταν να μένει καθιστός μία ώρα το απόγευμα γιατί τον βοηθούσε να φύγουν τα υγρά από τους πνεύμονες.

Το κρεβάτι που βρισκότανε ακριβώς δίπλα στο παράθυρο του δωματίου. Ο άλλος άντρας έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια ξαπλωμένος σε ακινησία και ένας μεσότοιχος που βρισκόταν μεταξύ των κρεβατιών δεν του επέτρεπε να κοιτάει έξω από το παράθυρο.

Οι άντρες κατέληξαν να μιλάνε ατελείωτα. Μιλούσαν για τις συζύγους τους, τις οικογένειες τους, τα σπίτια τους ,τις δουλειές τους, την θητεία τους στον στρατό, ακόμα και για το που είχαν πάει διακοπές. Κάθε απόγευμα ο άντρας που του επιτρεπόταν να μένει καθιστός περιέγραφε στον συγκάτοικο του όλα όσα έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου.

Ο άντρας που βρισκόταν σε αναγκαστική ακινησία άρχιζε να καταλαβαίνει πως ζει για αυτές τις μοναδικές απογευματινές ώρες, που η άποψη του μεγάλωνε και ζωντάνευε από όλη την δραστηριότητα και τα χρώματα του έξω κόσμου.

Το παράθυρο έβλεπε σε ένα πάρκο με μια θαυμάσια λίμνη. Πάπιες και κύκνοι κολυμπούσαν εκεί, και τα παιδιά έπαιζαν με μικρά μοντέλα σκαφών στο νερό. Νεαρά ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι χέρι μέσα στα υπέροχα λουλούδια που είχαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τεράστια παλιά δέντρα στέκονταν με χάρη επάνω στο έδαφος και μια υπέροχη θέα του ουρανοξύστη της πόλης φαινόταν από μακριά.

Καθώς ο άντρας δίπλα στο παράθυρο εξηγούσε όλες αυτές τις όμορφες λεπτομέρειες, ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι φαντάζονταν όλα αυτά που άκουγε. Ένα απόγευμα ο άντρας που ήταν δίπλα στο παράθυρο, περίγραφε μια παρέλαση που περνούσε. Παρόλο που ο άντρας στο δίπλα κρεβάτι δεν μπορούσε να ακούσει τον ήχο της μπάντας, μπορούσε και μόνο με τα μάτια του μυαλού του να δει τους κλόουν που χόρευαν, τα πολύχρωμα άρματα και τα όμορφα διακοσμημένα αυτοκίνητα και άλογα.

Οι μέρες πέρασαν. Ο άντρας που δεν μπορούσε να δει από το παράθυρο άρχισε να επιτρέπει σπόρους έχθρας να αναπτύσσονται μέσα του. Όσο και να εκτιμούσε τις περιγραφές του συγκατοίκου του, εύχονταν μέσα το να ήταν αυτός ο οποίος θα μπορούσε να δει την θέα από το παράθυρο. Άρχισε να αποστρέφεται στον συγκάτοικο του και στο τέλος ο πόθος του να είναι δίπλα στο παράθυρο τον έφερε σε απόγνωση.

Ένα πρωινό σε μια επίσκεψη της νοσοκόμας στο δωμάτιο βρήκε τον άντρα δίπλα στο παράθυρο νεκρό. Είχε πεθάνει ειρηνικά μέσα στον ύπνο του. Λυπημένα κάλεσε τους νοσοκόμους και απομάκρυνε το πτώμα του.

Μετά από ένα χρονικό διάστημα για να μην θεωρηθεί και απρέπεια ο άντρας ζήτησε να μετακινηθεί στο κρεβάτι που βρίσκονταν δίπλα στο παράθυρο. Εκείνη με πολύ προθυμία τον μετακίνησε και φρόντισε να είναι άνετος. Σιγά-σιγά στηρίχθηκε με πόνο στον αγκώνα του να σηκωθεί να ρίξει μια ματιά στον έξω κόσμο. Επιτέλους θα μπορούσε να δει τον έξω κόσμο και όλες τις δραστηριότητες του.

Αυτό που είδε ήταν ένας κενός τοίχος!

Κάλεσε την νοσοκόμα και την ρώτησε: Πώς μπορούσε ο συγκάτοικος μου να βλέπει όλα αυτά που μου περίγραψε; Πώς μπορούσε να μου μιλάει για τόσο ομορφιά και με τόσες λεπτομέρειες, όταν αυτό που φαίνεται από αυτό εδώ το παράθυρο είναι ένας παλιός και βρώμικος τοίχος;

Και η νοσοκόμα του απάντησε: "Ω Θεέ μου... Δεν το ξέρατε πως ο πρώην συγκάτοικος σας ήταν τυφλός; Δεν μπορούσε να δει καν τον τοίχο, ίσως ήθελε να σας ενθαρρύνει."

Εάν ζείτε μια ζωή βασανίζοντας τον εαυτό σας για το τι έχουν οι άλλοι, πιθανότατα να χάσετε την χαρά του να γίνετε αποδέκτες αυτών που οι άλλοι θέλουν να σας δώσουν.
**************************************************************************************************

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ

Ένας άντρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δρόμο. Και καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο, έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη. Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα (κάποιες φορές περνάει κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι νεκροί την καινούρια τους κατάσταση…)
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν. Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι. Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας.
- Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο παράδεισος.
- Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε!
- Μπορείτε κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε. Και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.
- Ναι, μα το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης…
- Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.
Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μιας και διψούσε πολύ, αλλά δεν σκεφτόταν να πιει μόνο αυτός. Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του. Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα… Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας, και είχε το κεφάλι σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μάλλον κοιμόταν.
- Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ, το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ.
- Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος.
- Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.
- Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος;, ρώτησε ο άντρας.
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Ο Παράδεισος; Μα, ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν ο Παράδεισος!
- Εκείνο δεν ήταν ο Παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
- Σε καμία περίπτωση!, αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα, μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους!

Ηθικά διδάγματα:
- Ποτέ να μην εγκαταλείπεις τους πραγματικούς σου Φίλους, ακόμη κι αν αυτό σου προκαλεί δυσκολίες.
- Εάν αυτοί σου προσφέρουν την αγάπη τους και τη συντροφιά τους έχεις ένα χρέος: Να μην τους εγκαταλείψεις ποτέ...
Το να κάνεις ένα Φίλο είναι Ευλογία, το να έχεις ένα Φίλο είναι Δώρο, το να κρατήσεις ένα Φίλο είναι Αρετή,το να είναι κάποιος Φίλος σου είναι Τιμή!

*******************************************************************************************************

Ενδειξη Ανθρωπιας και προσφορα Αγαπης...

Σε ένα δείπνο, για φιλανθρωπικό σκοπό, ενός σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ο πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που δεν θα την ξεχάσει κανείς απο όσους την άκουσαν εκείνη τη μέρα.

Μετά την τελετή, έκανε μια ερώτηση.
“Όταν η φύση δεν παρεμποδίζεται απο εξωτερικές επιρροές, όλα γίνονται τέλεια.
Ακόμα ο γιος μου, ο Shay, δεν μπορεί να μάθει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Πού είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων στο γιο μου;”

Όλοι στην αίθουσα αναρωτιόνταν σιωπηλά και γεμάτοι απορία.

Ο πατέρας συνέχισε.
“Όταν ένα παιδί σαν τον Shay που είναι πνευματικά ανάπηρο, έρχεται στη ζωή, η ευκαιρία να καταλάβεις την αληθινή ανθρώπινη φύση είναι, το πώς οι υπόλοιποι άνθρωποι θα συμπεριφερθούν σʼ αυτό το παιδί.”

Και αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που θα σας παρακαλέσω θερμά να διαβάσετε μέχρι το τέλος της..

Ο Shay κι εγώ, περάσαμε έξω απο ένα πάρκο, όπου κάποια αγόρια που γνώριζαν τον Shay, έπαιζαν μπέιζμπολ.
Ο Shay με ρώτησε, “μπαμπά, νομίζεις ότι θα μʼ αφήσουν να παίξω μαζί τους;”

Εγώ ήξερα ότι τα περισσότερα αγόρια, δεν θα ήθελαν κάποιον σαν τον Shay στην ομάδα τους.
Μα ήξερα, και καταλάβαινα σαν πατέρας, ότι αν του δινόταν η ευκαιρία να παίξει, θα του έδινε πολύ μεγάλη χαρά και επίσης ένα αναγκαίο αίσθημα ένταξης, μαζί με κάποια εμπιστοσύνη που θα γινόταν αποδεκτός από τα άλλα παιδιά, παρά την αναπηρία του.

Πλησίασα λοιπόν ένα απο τα παιδιά, και το ρώτησα χωρίς βέβαια να περιμένω και πολλά, αν ο Shay θα μπορούσε να παίξει μαζί τους...
Το αγόρι κοίταξε γύρω του σαν να ζητούσε κάποια υποστήριξη, μα στο τέλος απάντησε, “χάνουμε έξι γύρους, και το παιχνίδι είναι στον όγδοο γύρο. Γιατί όχι, μπορεί να παίξει στην δική μας ομάδα, και θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε να παίξει στον επόμενο γύρο, να αποκρούσει τις βολές αν το θέλει.

Ο Shay πήγε με δυσκολία μέχρι τον πάγκο της ομάδας, για να φορέσει την μπλούζα της ομάδος. Τον παρακολουθούσα με μάτια δακρυσμένα και μια θέρμη στην καρδιά μου.

Τα αγόρια της ομάδας, είδαν την χαρά μου, που τον αποδέχτηκαν στην ομάδα τους.
Στο τέλος του όγδοου γύρου, η ομάδα του Shay νικούσε μερικούς πόντους, αλά ήταν ακόμη πίσω τρείς πόντους για να κερδίσουν τον γύρο.

Στην αρχή του ένατου γύρου, ο Shay έβαλε το γάντι και έπαιξε δεξιά στο γήπεδο.
Αν και οι μπαλιές δεν ήρθαν προς την κατεύθυνσή του, έδειχνε ενθουσιασμένος, δείχνοντας την χαρά του, και μόνο που βρισκόταν εκεί, χτυπώντας όλο χαρά τα χεράκια του.

Το χαμόγελό του ήταν απο το ένα αυτί στο άλλο, όταν με κοίταζε που τον χαιρετούσα απο την εξέδρα.

Προς το τέλος του ένατου γύρου, η ομάδα του Shay πήρε κι άλλους πόντους.
Με δύο παίκτες έξω, και τρείς έξω απο την βάση, οι πιθανότητες να κερδίσει γύρους, ήταν κοντά στην βάση, και ο Shay καθορίστηκε σαν ο επόμενος για να αποκρούσει τις βολές.
Σʼ αυτό το κρίσιμο σημείο, αναρωτήθηκα αν θα αφήσουν τον Shay να δοκιμάσει να αποκρούσει, και να χάσουν τις πιθανότητες να κερδίσουν το παιχνίδι.

Για μεγάλη μου έκπληξη, ..τον άφησαν!

Όλοι γνωρίζανε ότι ήταν αδύνατον να χτυπήσει ο Shay την μπάλα, τη στιγμή που δεν ξέρει καν, πώς να κρατήσει κατάλληλα το ρόπαλο, πόσο μάλλον να στοχεύσει την μπάλα.

Εντούτοις, ο Shay πήρε θέση
Ο αντίπαλος παίχτης, που πετάει την μπάλα, αναγνώρισε ότι η ομάδα του Shay έβαλε την νίκη του παιχνιδιού σε δεύτερη μοίρα, για να δώσουν την ευκαιρία στο παιδί αυτό, να χαρεί αυτήν τη στιγμή, γι αυτό και ήρθε πιο κοντά, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να τα καταφέρει ρίχνοντας την μπάλα απαλά στον Shay.

Στην πρώτη προσπάθεια, ο Shay κούνησε αδέξια το ρόπαλο και αστόχησε.
Ο αντίπαλος παίκτης, ήρθε ακόμη πιο κοντά του λίγα βήματα, για να του πετάξει ακόμη πιο απαλά την μπάλα. Ο Shay κούνησε πάλι αδέξια το ρόπαλο, μα αυτή τη φορά βρήκε τυχαία την μπάλα, στέλνοντάς την πολύ κοντά, και μάλιστα σε έναν αντίπαλο.

Το παιχνίδι τώρα, κανονικά θα είχε τελειώσει.

Ο αντίπαλος όμως, σήκωσε την μπάλα, και, ενώ θα μπορούσε να την πετάξει στην πρώτη βάση, βγάζοντας τον Shay έξω απο το παιχνίδι, πέταξε επίτηδες την μπάλα πολύ ψηλά, πάνω απο το κεφάλι του συμπαίκτη του, και μακρυά κι απο τους άλλους συμπαίκτες του.
Όλοι στις εξέδρες, και απο τις δύο ομάδες, άρχισαν να φωνάζουν, “Shay τρέξε στην πρώτη βάση, τρέξε, τρέξε…”

Ποτέ στη ζωή του ο Shay δεν έτρεξε τόσο μακρυά, μα έφτασε στην πρώτη βάση γεμάτος ενθουσιασμό και με ορθάνοιχτα απο χαρά μάτια, κοιτώντας γύρω του απορημένα και σαστισμένα, να καταλάβει τι άλλο πρέπει τώρα να κάνει…

Η εξέδρα συνέχισε τότε, “Shay, τρέξε στη δεύτερη βάση, Shay τρέξε..τρέξε..”

Με την ανάσα κομμένη και άτσαλα, έτρεξε προς τη δεύτερη βάση. Μέχρι όμως να φτάσει ο Shay στη δεύτερη βάση, ο δεξιός αντίπαλος είχε ήδη πιάσει την μπάλα.
Ήταν ο μικρότερος της αντίπαλης ομάδας, και είχε πλέον όλη την ευκαιρία, να γίνει ο ήρωας της ομάδας του.
Θα μπορούσε να πετάξει την μπάλα στον συμπαίκτη της δεύτερης βάσης, όπου θα έβγαζε έξω τον Shay, μα κατάλαβε τις προθέσεις του συμπαίκτη του που έριχνε τις βολές, και την έριξε ψηλά, πρός τον συμπαίκτη της τρίτης βάσης.

Ο Shay έτρεξε πρός την τρίτη βάση σαν ξετρελαμένος, καθώς οι παίκτες της ομάδας του
έτρεξαν κι εκείνοι προς τη βάση.

Όλοι φωνάζαμε, “Shay, Shay, Shay!!!”

Ο Shay έφτασε στην τρίτη βάση, αλά με την κρυφή βοήθεια του αντίπαλου παίχτη της τρίτης βάσης, ο οποίος σταμάτησε να τρέχει να προλάβει την μπάλα, για να δείξει στον Shay την σωστή κατεύθυνση, το πού ήταν η τρίτη βάση, λέγοντάς του “απο δώ, απο δώ Shay..”
Καθώς ο Shay πέρασε απο την τρίτη, τα αγόρια και των δύο ομάδων και οι θεατές στις εξέδρες, ξεσηκώθηκαν φωνάζοντας “Shay, τρέξε στη βάση ένα τώρα, τρέξε στη βάση ένα..”
Ο Shay έφτασε στη βάση, πάτησε στον βατήρα, κερδίζοντας το παιχνίδι, και όλοι τον ζητωκραύγασαν σαν τον ήρωα, που βοήθησε να νικήσει η ομάδα.

Εκείνη την ημέρα, συνέχισε με δάκρυα ο πατέρας, τα αγόρια και απο τις δύο ομάδες, και ο κόσμος στις εξέδρες, βοήθησαν να φέρουν ένα κομμάτι αληθινής αγάπης και ανθρωπιάς σʼ αυτόν τον κόσμο, να δώσουν χαρά σε μια ψυχούλα, που τόσο την λαχταρούσε και που τόσο την είχε ανάγκη.

Ο Shay δεν τα κατάφερε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πέθανε εκείνο τον χειμώνα, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ, πώς ήταν ο “ήρωας” που με έκανε τόσο χαρούμενο εκείνη την ημέρα, και την χαρά που έδωσε στην μητέρα του, και που με δάκρυα αγκάλιασε τον μικρό της ήρωα σαν πήγαμε σπίτι.


Όλοι έχουμε χιλιάδες ευκαιρίες στην καθημερινή μας ζωή, να καταλάβουμε την φυσική τάξη των πραγμάτων.
Τόσες πολλές, φαινομενικά τετριμμένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ανθρώπων, μας δίνουν μια επιλογή:
Περνάμε κατά μήκος ενός μικρού σπινθήρα αγάπης και ανθρωπιάς;
ή παραβλέπουμε κάθε ευκαιρία, αφήνοντας αυτόν τον κόσμο ακόμη πιό κρύο;
************************************************************************************

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ο Θεός ικανοποιημένος από τα δημιουργήματα του, αποφάσισε να κάνει ένα τελευταίο δώρο σε αυτά...
Να τους δώσει το δώρο του θανάτου κι έτσι να μπορούν κάποια στιγμή να είναι κοντά του...
Στην αρχή έδωσε τον θάνατο στα μεγαλοπρεπή βουνά... όταν όμως πέθανε το πρώτο, τα υπόλοιπα άρχισαν να θρηνούν τόσο δυνατά που σειόταν όλη η γη και τίποτα πάνω της δεν μπορούσε να στεριώσει...
Πήρε το δώρο του θανάτου απ τα βουνά και το έδωσε στα ποτάμια.... όταν όμως πέθανε το πρώτο ποτάμι, ο θρήνος των υπολοίπων ήταν τόσο δυνατός που η βουή που έκαναν δεν μπορούσε με τίποτα να είναι ανεκτή σε κανένα πλάσμα...
Το έδωσε λοιπόν στην συνέχεια στις λίμνες και στις θαλασσες... όμως όταν πέθανε η πρώτη λίμνη, οι υπόλοιπες στέρεψαν και οι θάλασσες ξεχύλισαν...
Τον έδωσε στα σύννεφα, αλλά μετά τα υπόλοιπα κλαιγαν συνεχώς και η βροχή κόντεψε να πλυμηρίσει τα πάντα...
Το δοκίμασε σε όλα τα δημιουργήματα του και στο τέλος έφτασε στον άνθρωπο...
Όταν πέθανε ο πρώτος άνθρωπος, ο Θεός είδε ότι ο άνθρωπος κλαίει βουβά αλλά αντέχει... συνεχίζει και ζει και ... είδε ότι κάποια στιγμή ο άνθρωπος ξαναχαμογελάει...
Ικανοποιημένος από αυτήν την αναπάντεχη εξέλιξη... είδε ότι ο άνθρωπος αξίζει αυτό το μεγάλο δώρο του θανάτου και του το έδωσε για πάντα... για να μπορεί κάποια στιγμή να είναι δίπλα στον δημιουργό του

*****************************************************************************************

ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ ΚΟΥΤΑΒΙ...

Ένας ιδιοκτήτης pet-shop στην Αυστρία, είχε αναρτήσει μια πινακίδα έξω από
το κατάστημα του, που έγραφε: ΔΙΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΚΟΥΤΑΒΙΑ.

Ένα μικρό αγόρι είδε την πινακίδα και μπήκε στο κατάστημα ρωτώντας:

"Πόσα χρήματα θέλετε για να μου δώσετε ένα κουτάβι";
Ο ιδιοκτήτης απάντησε πως κόστιζαν από 30 έως 50 δολάρια.

Ο μικρός, βγάζοντας ελάχιστα χρήματα από την τσέπη του είπε: "
Δυστυχώς έχω μόνο 2 δολάρια, μπορώ τουλάχιστον να χαζέψω λίγο τα κουτάβια";

Ο ιδιοκτήτης χαμογέλασε και σφύριξε δυνατά.
Μια σκυλίτσα μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από 5 κουταβάκια.
Το ένα από αυτά κούτσαινε, με αποτέλεσμα να μείνει λίγο πιο πίσω από τα
άλλα κουταβάκια.
Τότε ο μικρός ρώτησε: "Τι έχει αυτό το κουτάβι και κουτσαίνει";
Ο ιδιοκτήτης του εξήγησε πως το κουταβάκι είχε γεννηθεί με πρόβλημα στο
γοφό και πως θα έμενε έτσι σε όλη του τη ζωή.

Ο μικρός ενθουσιασμένος είπε στον μαγαζάτορα:
"θέλω να το αγοράσω" του φώναξε αποφασιστικά.
Ο άντρας γέλασε και του είπε: "Όχι, δεν νομίζω να θέλεις ένα τέτοιο κουτσό
κουτάβι. Αλλά αν επιμένεις μπορώ να σου το χαρίσω"...
Ο μικρός ήταν περήφανος και του είπε ότι θα προτιμούσε να αγοράσει το
κουτάβι έστω και με ευκολίες και θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να ξεπληρώσει το χρέος του στον ιδιοκτήτη του pet shop, δίνοντας ένα ποσό κάθε μήνα.

Ο άντρας γέλασε ξανά και είπε: " το κουτάβι αυτό είναι άχρηστο, πραγματικά
δεν σου χρειάζεται, ποτέ δεν θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει μαζί σου
όπως τα άλλα σκυλιά...".


Τότε ο μικρός σήκωσε το μπατζάκι από το παντελόνι του και άφησε να
ξεπροβάλλει το αριστερό του πόδι, το οποίο υποστηριζόταν από ένα μεταλλικό
σίδερο.
"Όπως βλέπετε, ούτε και εγώ θα μπορέσω να τρέξω και να παίξω μαζί του...
επομένως το κουτάβι θα έχει κάποιον που το καταλαβαίνει...".


Ο άντρας δάγκωνε τώρα τα χείλη του μην ξέροντας τι να πει.
Δακρυσμένος, προσπάθησε να χαμογελάσει και είπε: "εύχομαι... όλα τα
κουτάβια να βρουν κάποτε ένα ιδιοκτήτη σαν κι εσένα"...


Στην ζωή δεν μετράει το ποιος είσαι αλλά το αν κάποιος σε αγαπά, σε δέχεται
και σε εκτιμά γι' αυτό που είσαι χωρίς όρους.
******************************************************************

ΟΤΙ ΑΝΑΖΗΤΑΣ ΤΟ ΒΡΙΣΚΕΙΣ...

Ενας Γεράκος καθόταν στο σταθμό ενός τρένου και περνούσε την ώρα του καπνίζοντας και χαζεύοντας τους περαστικούς.
Κάποια μέρα επειδή είχε ευγενικό και προσιτό βλέμμα τον πλησιάζει ένας ταξιδιώτης και τον ρωτά…
Πως είναι οι άνθρωποι στην πόλη σας γιατί είμαι καινούριος εδώ και θα ήθελα να ξέρω την νοοτροπία του τόπου αυτού ? Ο Γεράκος τον κοίταξε και τον ρωτησε… Πως ήταν οι άνθρωποι απο εκεί που έφυγες ?
Ο Ταξιδιώτης του απαντά… Αφήστε τα. Ήταν ανταγωνιστικοί - σκληροί - άκαρδοι - υλιστές - δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν.
Και εδώ έτσι είναι του απαντά ο Γεράκος
Ο Ταξιδιώτης έφυγε απογοητευμένος.
Ενας άλλος ταξιδιώτης είδε την σκηνή παρόλο που δεν άκουγε την συζήτηση και αισθάνθηκε και αυτός ότι μπορούσε να ρωτήσει τον Ηλικιωμένο αυτό κύριο.
Και αυτόν τον βασάνιζε το ίδιο ερώτημα …. Πως είναι οι άνθρωποι στην πόλη σας?
και αυτός πήρε την ίδια απάντηση … Πως ήταν οι άνθρωποι απο εκεί που έφυγες ?
Αυτός απάντησε: Αχ μην μου τα θυμίζετε… τι καλούς φίλους άφησα εκεί …. πόσο με αγαπούσαν… όλοι έκλαιγαν όταν αποχαιρετιόμασταν αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Επρεπε να φύγω για ένα διάστημα.
Μήν ανησυχείς παιδί μου του απαντάει ο Γεράκος… και εδώ ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ….. και εδώ θα σε αγαπήσουν θα σε στηρίξουν και θα κλάψουν με σένα!!!!

Το ηθικό δίδαγμα; Στην ζωή βρίσκουμε αυτό στο οποίο επικεντρώνουμε το βλέμμα μας και ψάχνουμε να βρούμε. Αν ψάχνουμε για ελαττώματα για κακία για αντιπάλους Θα τος βρούμε… Αν ψάχνουμε για αγάπη , για το καλό στους γύρω μας όχι απλά θα το βρούμε αλλά και θα το γευθούμε. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα μας βρούν συμφορές αλλά και στις συμφορές θα έχουμε ζεστά πρόσωπα γύρω μας!!!

***********************************************************************************************

Ποντικοπαγίδα..


Ένα ποντικάκι κάποτε, παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο.
Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο; Αναρωτήθηκε.
Όταν οι δύο αγρότες άνοιξαν το πακέτο, δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε όταν διαπίστωσε πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα!

Τρέχει γρήγορα λοιπόν στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο!:
-Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι!

Η κότα κακάρισε, έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε:
"Κύρ Ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για σας.
Αλλά δεν βλέπω να έχει καμιά επίπτωση σε μένα!
Δε με ενοχλεί καθόλου εμένα η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"

Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε:
"Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Το γουρούνι έδειξε συμπόνια αλλά απάντησε:
"Λυπάμαι πολύ κυρ ποντικέ μου αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να προσευχηθώ.
Να είστε σίγουρος δε, ότι θα το κάνω. Θα προσευχηθώ."

Τότε το ποντίκι στράφηκε προς την αγελάδα και της φώναξε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου:
"Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Και η αγελάδα απάντησε:
"Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι για τον κίνδυνο που διατρέχετε,
αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει, είναι μια διπλωματίτσα στην κοιλιά μου!

Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος
γιατί θα έπρεπε μόνος του να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας!

Την επόμενη νύχτα, ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν το θόρυβο που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συνέβη, αλλά μέσα στη νύχτα, δεν πρόσεξε πως την παγίδα πιάστικε από την ουρά ένα φίδι ....
Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα.

Ο άντρας της έτρεξε γρήγορα και την πήγε στο νοσοκομείο.
Αλλίμονο όμως, την έφερε στο σπίτι με ένα πολύ υψηλό πυρετό.
Ο γιατρός τον συμβούλεψε να της κάνει ζεστές σουπίτσες κι έτσι ο αγρότης έσφαξε την κότα για να κάνει μια καλή κοτόσουπα αφού όλοι ξέρουμε πως στον πυρετό δίνουμε κοτόσουπες!

Αλλά η αρρώστεια της γυναίκας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες ερχόταν στη φάρμα να βοηθήσουν.
Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας 24 ώρες το 24ωρο.
Για να τους ταισει όλους αυτούς ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το γουρούνι !

Τελικά όμως η γυναίκα δε τη γλύτωσε! Πέθανε!
Στη κηδεία της ήρθε πάρα πολύς κόσμος γιατί ήταν πολύ καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι.
Για να φιλοξενήσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει την αγελαδα του...

Ο κυρ Ποντικός μας, έβλεπε όλο αυτό το πήγαιν' έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη.......


Γιαυτό και σεις, την επόμενη φορά που κάποιος σας πει ότι έχει ένα μικρό πρόβλημα -μεγάλο γι αυτόν- και που ίσως εσας δε σας πολυαφορά, θυμηθείτε:

Οταν καποιος από το περιβάλλον μας κινδυνεύει, βρισκόμαστε και μεις σε κίνδυνο!
Είμαστε όλοι συνεπιβάτες σ'αυτό το πλοίο που το λένε ζωή!

Ας έχουμε ανοιχτά τα μάτια και τ'αυτιά μας και ας κάνουμε μια προσπάθεια να συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον άλλο.

Ο καθένας μας αποτελεί τον κρίκο της ίδιας αλυσίδας, είμαστε απαραίτητες ίνες του ίδιου υφάσματος.

Και αν ένα μέρος του υφάσματος χαλάσει, κινδυνεύει να σχιστεί όλο το ύφασμα....

*************************************************************************************************

Ροζ & Γαλάζια Κυκλάμινα

Όλες οι ανθρώπινες οργανώσεις, όλες οι χώρες έχουν έναν άρχοντα και όλοι οι άλλοι είναι υπήκοοι. Υπάρχει όμως μιά χώρα όπου όλοι είναι άρχοντες, και έχουν μόνο έναν υπηρέτη αντί για αυτοκράτορα. Πώς γίνεται αυτό; Θα το καταλάβετε διαβάζοντας αυτήν την ιστορία.

Στη χώρα εκείνη όλοι οι άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες, όλοι θέλανε να είναι άρχοντες, όλοι θέλανε να είναι πλούσιοι, όλοι να δείχνουν την παλληκαριάτους. Τί γινόταν εκεί, είναι εύκολο να καταλάβετε: ο καθένας ήθελε να είναι άρχοντας και να διατάζει όλους τους άλλους, και αυτό δέν γινόταν, γιατί όλοι οι άλλοι θέλανε το ίδιο. Ο καθένας ήθελε να είναι πάμπλουτος, γιʼ αυτό ζήλευε όλους τους άλλους για κάθε τί που είχαν. Και ο καθένας για να δείξει την παλληκαριάτου μάλωνε συνεχώς με όλους τους άλλους γύρωτου. Έτσι, πουθενά σε εκείνην τη χώρα δέν υπήρχε ησυχία. Παντού γινόταν καβγάδες, και ο καβγάς ήτανε η μόνητους χαρά, ένιωθαν ευχαρίστηση να μαλώνουνε και με τα λόγια και με τα χέρια και πόδια, και με την ειρωνεία αλλα και με τη γροθιά και κλωτσιά.

Στην πραγματικότητα, κανένας σε εκείνη τη χώρα δέν ήταν πλούσιος, γιατί δέν τον άφηναν οι άλλοι να πλουτίσει. Κανείς δέν ήταν παλληκαράς, γιατί φοβόταν όλους τους άλλους. Και κανείς δέν ήταν άρχοντας, παρα μόνο ένας. Ποιός ήταν άρχοντας σε εκείνη τη χώρα:

Ο πόλεμος! μόνο ο πόλεμος ήταν άρχοντας σε εκείνη τη χώρα, κανένας άνθρωπος! Και η ζωή συνεχιζότανε, ενώ ο καθένας λαχταρούσε να γίνει άρχοντας όλων των άλλων, δυνατότερος και πλουσιότερος απο κάθε άλλον.

Μιά μέρα ένας φτωχός μάγος ήρθε σε εκείνη τη χώρα. Δέν είχε σπίτι, και έμενε στην καρότσα του επαγγελματικού αυτοκινήτουτου, ελπίζοντας να μαζέψει αρκετά χρήματα και να αγοράσει ένα φτωχικό διαμέρισμα. Έβαλε μιά μεγάλη ταμπέλα στο αυτοκίνητοτου με φωτεινά γράμματα σε φωτεινό ρόζ φόντο, και διαλαλούσε πως μπορούσε να δώσει την απάντηση σε κάθε ερώτημα: «Μόνο με 50 ευρώ! Μόνο με 50 ευρώ η απάντηση σε όλασας τα ερωτήματα!».

Κανείς δέν ήταν διατεθειμένος να δώσει τόσα χρήματα για μιά μαντεία, μάλιστα τον έπιασαν και τον φόρτωσαν σφαλιάρες, γιατί φοβήθηκαν πως ήθελε να τους φάει χρήματα, που τα αγαπούσαν πιό πάνω απο κάθε τί, και του είπαν «το καλό που σου θέλουμε, να φύγεις απο τη χώραμας». Τότε ο φτωχός μάγος παρακάλεσε να του πληρώσουν το συνεργείο να επισκευάσει το αυτοκίνητότου, να του γεμίσουν το ρεζερβουάρ και ένα μπιτόνι βενζίνη, και να του δώσουν τρόφιμα για να μπορέσει να ταξιδέψει ώσπου να φύγει απο τη χώρα εκείνη που του έκανε τόσο άσχημη υποδοχή. Αλλα οι φιλάργυροι κάτοικοι δέν του έδωσαν ούτε ένα κέρμα για ελεημοσύνη.

Τότε ο φτωχός μάγος άρχισε να διαλαλεί: «μόνο με 20 ευρώ! η απάντηση σε όλασας τα ερωτήματα! Εδώ η σοφία της Ανατολής! Εδώ η σοφία της Δύσης! Εδώ η σοφία του κέντρου της γής, μεταξύ Ανατολής και Δύσης! μόνο με 20 ευρώ». Μα όποιοι τον άκουσαν του απάντησαν: «να τη βράσουμε τη σοφίασου, και τη σοφία της Ανατολής και της Δύσης! Δέν θέλουμε σοφία! Χρήματα θέλουμε!», Ή «να τη βράσω τη σοφία! Άρχοντας θέλω να γίνω, όλους τους άλλους να κυβερνώ!». Ή «να τη βράσω τη σοφία και σένα μαζί! Δέν θέλω σοφία, θέλω να γίνω γενναίος και δυνατός, πιό δυνατός απο όλους τους άλλους!»...



Ακούγοντας έτσι, ο φτωχός μάγος άρχισε να διαλαλεί: «ο καλός ο μάγος! μόνο με 10 ευρώ, σας δείχνει τον δρόμο για να γίνετε πλούσιοι και δυνατοί και άρχοντες! μόνο 10 ευρώ!». Οι φιλάργυροι όμως κάτοικοι δέν ήταν διατεθημένοι να του πληρώσουν ούτε ένα λεπτό, και μερικοί άρχισαν να του πετάνε χαλίκια αναγκάζονταςτον να κλειστεί στο αυτοκίνητότου.

Μιάς και δέν εύρισκε άλλη λύση, ο φτωχός μάγος άρχισε να διαδίδει πως χωρίς καμία πληρωμή μπορούσε να δείξει στον καθένα τον τρόπο να γίνει δυνατός, πλούσιος, και άρχοντας. «Άν η συμβουλήμου πιάσει, πληρώστεμε ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Και άν δέν πιάσει, μή μου δίνετε λεπτό».

Πάλι οι περισσότεροι κορόιδευαν το φτωχό μάγο: «υπόσχετε αυτά που ο ίδιος δέν έχει! άν ήξερε τον τρόπο, θα γινόταν πλούσιος ο ίδιος!». Μερικοί όμως σκέφθηκαν: «απο τα παλιά χρόνια λένε πως ό,τι κάνει κάποιος για τους άλλους, το στερείται ο ίδιος. Γιʼ αυτό λένε την παροιμία: «ποδηματάς ξυπόλητος και ράφτης μπαλωμένος», και το ίδιο είναι με όλα τα επαγγέλματα. Αφού δέν έχω να χάσω τίποτε, άς πάω να ρωτήσω κι αυτόν». Έτσι πήγαν μερικοί και ρώτησαν τον φτωχό μάγο: «πώς θα γίνω άρχοντας, και πλούσιος, και δυνατός, να κάνω μεγάλα πράγματα στον κόσμο;». Ο φτωχος μάγος έδωσε στον καθένα την ίδια απάντηση: «να γίνεις σάν το κυκλάμινο». - «Τί σημαίνει αυτό;» - «φέρεμου μιά γλάστρα με κυκλάμινα και θα σου δείξω». Με ξαναμμένη την περιέργεια του έφερναν απο μιά γλαστρίτσα με κυκλάμινα, οπότε ο φτωχός μάγος τους έδειχνε: «βλέπεις πώς είναι το λουλούδι του κυκλάμινου;» - «πώς είναι; ανάποδο είναι!» - «ναί. Ανάποδο είναι. Είναι ανοιχτό προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω σάν τα άλλα λουλούδια. Ολονών ο μίσχος λυγίζει, σκύβει κάτω, και επειδή σκύβει, το ανάποδο λουλούδι γίνεται στέμμα. Άν δέν ήταν σκυμμένο προς τα κάτω, τα πέταλα θα κρέμονταν προς τα κάτω. Αλλα επειδή ο μίσχος είναι σκυμμένος κάτω, τα πέταλα υψώνονται προς τα πάνω και σχηματίζουν στέμμα. Έτσι το κυκλάμινο φορά στέμμα, είναι βασιλιάς. Και εσύ βασιλιάς δέν θέλεις να γίνεις; έ, λοιπόν, να κάνεις σάν το κυκλάμινο που σκύβει. Είναι και άκακο, ούτε δηλητήριο έχει ούτε αγκάθια, μυρίζει απαλά, τα φύλλατου τρώγονται, ανθίζει και μέσα στο χειμώνα, μέσα στο κρύο».

Βλέποντας μερικούς απο τους κατοίκους να πηγαίνουν να ρωτούν το μάγο, οι υπόλοιποι κάτοικοι ζήλεψαν και φθόνησαν, και έτσι έτρεξαν όλοι να ρωτήσουν το μάγο, για να μή τυχόν πέσουν παρακάτω απο τους άλλους που ρώτησαν. Έτσι δέν έμεινε κανένας στη χώρα εκείνη που να μή ρωτήσει το μάγο πώς θα γίνει άρχοντας, πλούσιος και γενναιότερος απο όλους τους άλλους. Σε όλους ο μάγος έδωσε την ίδια απάντηση: «γίνε σάν το κυκλάμινο, που επειδή σκύβει φοράει στέμμα». Δέν ήξεραν όμως πως την ίδια απάντηση πήραν όλοι, και ο καθένας νόμιζε πως οι άλλοι πήραν διαφορετική απάντηση. Κανένας δέν έλεγε στον άλλο τί του είπε ο μάγος.

Ύστερα απο λίγο, άρχισαν να δοκιμάζουν να εφαρμόσουν τη συμβουλή του μάγου. Το τί έγινε τότε, δέν μπορείτε να φανταστείτε! Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τη συμβουλή του μάγου σκύβοντας το κεφάλιτους, με την ελπίδα να φυτρώσει πάνω στο κεφάλιτους ένα στέμμα. Όποιον όμως οι άλλοι έβλεπαν να σκύβει, του έριχναν φάπες. Σε λίγο, όλοι έσκυβαν το κεφάλι, στρέφοντας τα μάτια όσο μπορούσαν ψηλά για να βλέπουν άν κάποιος πάει να τους ρίξει φάπα. Απʼ τη μιά έσκυβαν, απʼ την άλλη κοίταζαν ποιός άλλος σκύβει για να του ρίξουν φάπα. Η φάπα σʼ εκείνη τη χώρα έδινε και έπαιρνε. Άλλοι πάλι, άφηναν μακριά τα μαλλιάτους και τα έβαφαν και τα έστηναν όρθια ωστε να μοιάζουν με τα πέταλα του κυκλάμινου. Ενώ άλλοι προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά στα μακριά σηκωμένα και βαμμένα μαλλιά των άλλων. Μερικοί, σκεπτόμενοι οτι τα φύλλα του κυκλάμινου γίνονται σαρμαδάκια, έκοβαν τα μαλλιάτους και τα έδιναν δώρο σε άλλους, αφού δέν είχαν φύλλα να δώσουν. Οι άλλοι όμως που τα έπαιρναν, τα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν μάγια εναντίον εκεινών που τα έδιναν, γιατί όλοι σε εκείνη τη χώρα ήταν μαθημένοι να κάνουν κακό στους άλλους για να γίνονται οι ίδιοι ανώτεροι. Μερικοί, με τη σκέψη οτι το κυκλάμινο ανθίζει μές το χειμώνα, βγαίνανε μισόγυμνοι μέσα στο κρύο του χειμώνα, με αποτέλεσμα να τρέμουν και να συναχώνονται. Με λίγα λόγια, σε εκείνη την ήδη φιλοπόλεμη χώρα έγινε τέτοιος πανζουρλισμός που φοβήθηκαν πως θα σκοτωθούν μεταξύτους όλοι.

Τότε έριξαν το φταίξιμο στη συμβουλή του μάγου, και ξέχασαν για λίγο τα μεταξύτους μίση για να ενωθούν εναντίον του μάγου, έφτιαξαν πανώ που έγραφαν «διώξτε τον απατεώνα, νεκρό ή ζωντανό», και κίνησαν σε διαδήλωση προς το αυτοκίνητο στο οποίο έμενε. Ο μάγος βλέπονταςτους να έρχονται εναντίοντου, έβγαλε απο το παράθυρο του αυτοκινήτου μιά άσπρη φανέλα πάνω σε ένα σκουπόξυλο για λευκή σημαία. Βλέποντας αυτήν την αυτοσχέδια λευκή σημαία, συγκρατήθηκαν και του φώναξαν: φύγε ζωντανός, για να μή φύγεις πεθαμένος! Ο μάγος φοβισμένος τους απάντησε με το μεγάφωνο που είχε πάνω στο αυτοκίνητοτου για να διαλαλεί: «θα φύγω! θα φύγω! αλλα αφήστεμε να διορθώσω το κακό που έκανα χωρίς να θέλω! Μίλησα στον καθένασας χωριστά. Ακούστεμε τώρα όλοι μαζί: ενωθήκατε όλοι εναντίονμου, γιατί; τί κακό σας έκανα; άς μου απαντήσει έναςσας, όποιος είναι αρχηγόςσας». Τότε άρχισαν όλοι να μαλώνουν και να χτυπιούνται λέγοντας: «εγώ είμαι αρχηγός, εγώ θα απαντήσω!». Έπεσε τόσο πολύ ξύλο ανάμεσάτους, που σε λίγο όλοι ήταν με μελανιές και καρούμπαλα, εξουθενωμένοι τόσο που δέν μπορούσαν να λυντσάρουν τον μάγο. Κάποιοι πρότειναν: «να μιλήσουμε όλοι με την αλφαβητική σειρά των ονομάτωνμας», αλλα τότε μάλωναν χειρότερα λέγοντας «τί φταίω εγώ άν το όνομάμου είναι ύστερα στην αλφαβητική σειρά;». Άλλοι πρότειναν «να μιλήσουν πρώτα οι πιό ηλικιωμένοι», αλλα ο καβγάς έγινε χειρότερος, καθώς οι νέοι φώναζαν πως γίνεται αδικία εις βάροςτους. Άλλοι πρότειναν να ρίξουν κλήρο να βγεί ένας να εκπροσωπήσει όλη τη χώρα, αλλα οι πολλοί είχαν αντίρρηση λέγοντας «ο κλήρος δέν βασίζεται σε καμιά λογική. Εμείς θέλουμε να βγεί ένας εκπρόσωπος με λογικά κριτήρια». Αλλα, μιά και δέν υπήρχαν εκεί λογικά κριτήρια, και γενικώς δέν υπήρχε λογική, ο καβγάς γινόταν όλο και χειρότερος, ώσπου κατάντησαν όλοι να σέρνονται μπροστά στο αυτοκίνητο του μάγου.

Τότε ο μάγος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει: «είχα μιλήσει στον καθένασας χωριστά και με είπατε απατεώνα. Τώρα μιλώ σε όλους μαζί, και άν βγώ απατεώνας είναι στο χέρισας και να με σκοτώσετε και να με διώξετε. Αλλιώς έπρεπε να εφαρμόσετε τη συμβουλήμου. Δέν εννοούσα να σκύβετε τα κεφάλιασας. εννοούσα να σκύβετε τον εγωισμόσας!».

Όμως, στη χώρα εκείνη κανείς δέν ήξερε αυτήν τη λέξη, και τότε πολλοί φώναξαν με όση δύναμη τους έμενε: «τί σημαίνει εγωισμός;». Ο μάγος απάντησε: «νά, τώρα με ρωτάτε κάτι, που θα πεί: ομολογείτε πως δέν ξέρετε αυτό το πράγμα. Πρώτη φορά ομολογείτε πως ο άλλος ξέρει κάτι καλύτερα απο εσάς. Όταν όμως κάνετε πως ξέρετε πάντα καλύτερα απο τους άλλους, και όταν νομίζετε πως ξέρετε πάντα καλύτερα απο τους άλλους, αυτό λέγεται εγωισμός. Όποιος δέν αγαπά τους άλλους, όποιος θέλει να έχει πιό πολλά αγαθά απʼ όλους, όποιος θέλει να κυβερνάει όλους τους άλλους, αυτός έχει εγωισμό. Όταν έλεγα να μιμηθείτε τα κυκλάμινα, εννοούσα να σκύβετε τον εγωισμόσας. Τότε όλοι θα πετύχετε αυτά που θέλετε. Όλοι θα είστε γενναίοι, δυνατοί, πλούσιοι, και άρχοντες!».

Τότε πολλοί ήρθαν πολύ κοντά στο αυτοκίνητο, και όλοι μαζί ρωτούσαν: «και πώς θα σκύβουμε αυτό το… πώς το είπες;». Ο μάγος πήρε επίσημο ύφος και αργά αργά είπε αυτά τα λόγια: «στον ουρανό απο κάτω, σε όλη τη γή λένε πως ο δικόςμου ο δρόμος είναι μεγάλος, με τίποτε δέν μοιάζει. Ακριβώς επειδή είναι μεγαλειώδης, γιʼ αυτό δέν μοιάζει με τίποτε. Άν με κάτι έμοιαζε, θα είχε βγεί άχρηστος απο παλιά». Και πρόσθεσε: «έχω εδώ ένα χαρτί με τα μαγικά λόγια. Θα τα μάθετε και θα τα λέτε όλοι κάθε μέρα. Ποιός θα πάρει αυτό το χαρτί; να διαβάζει μία μία πρόταση και οι άλλοι να επαναλαμβάνουν». - «Εγώ! εγώ! εγώ θα το διαβάζω!» άρχισαν να φωνάζουν όλοι, θυμήθηκαν τα συνηθισμένατους καμώματα. Και αφού ξανά άρχισαν τις φάπες και να σπρώχνουν με τις παλάμεςτους ο ένας τα μούτρα του αλλουνού ώσπου εξαντλήθηκαν, ο μάγος είπε: «όποιος θέλει να γίνει παλληκαράς, και πλούσιος, και άρχοντας, να επαναμβάνει τώρα μετά απο μένα. Και αύριο φέρτε όλοι απο ένα χαρτί και γράψτετα καθώς θα τα λέω για να τα μάθετε και να τα λέτε κάθε μέρα». Και ο μάγος άρχισε να λέει και όλοι οι άλλοι να επαναλαμβάνουν, έτσι όπως ορκίζονται στο στρατό οι νεοσύλλεκτοι:

«Τους τρείς θησαυρούς που έχω» - «Τους τρείς θησαυρούς που έχω»

- «καλά τους κρατώ και τους διαφυλάσσω» - «καλά τους κρατώ και τους διαφυλάσσω»

- «ο ένας θησαυρόςμου λέγεται ʽαγαπώ τους άλλους σάν τα δικάμου παιδιάʼ» - «ο ένας θησαυρόςμου λέγεται ʽαγαπώ τους άλλους σάν τα δικάμου παιδιάʼ»

- «ο δεύτερος θησαυρόςμου λέγεται ʽείμαι ευχαριστημένος με λιτά πράγματαʼ» - «ο δεύτερος θησαυρόςμου λέγεται ʽείμαι ευχαριστημένος με λιτά πράγματαʼ»

- «ο τρίτος θησαυρόςμου λέγεται ʽδέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγόςʼ» - «ο τρίτος θησαυρόςμου λέγεται ʽδέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγόςʼ»

- «επειδή αγαπώ τους άλλους σάν δικάμου παιδιά, είμαι απο όλους πιό γενναίος» - «επειδή αγαπώ τους άλλους σάν δικάμου παιδιά, είμαι απο όλους πιό γενναίος»

- «επειδή είμαι ικανοποιημένος στα λιτά πράγματα, οι δυνατότητεςμου είναι ανεξάντλητες» - «επειδή είμαι ικανοποιημένος στα λιτά πράγματα, οι δυνατότητεςμου είναι ανεξάντλητες»

- «επειδή δέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγός, γιʼ αυτό είμαι πραγματικός άρχοντας και κυβερνώ» - «επειδή δέν τολμώ να γίνω στον ουρανό απο κάτω αρχηγός, γιʼ αυτό είμαι πραγματικός άρχοντας και κυβερνώ»

- «τώρα, όποιος αφήνει τη στοργή και κυνηγάει την παλληκαριά,» - «τώρα, όποιος αφήνει τη στοργή και κυνηγάει την παλληκαριά,» - «και αφήνει τη λιτότητα κυνηγώντας τις μεγάλες δυνατότητες,» - «και αφήνει τη λιτότητα κυνηγώντας τις μεγάλες δυνατότητες,» - «και αφήνει την υπηρεσία κυνηγώντας την εξουσία,» - «και αφήνει την υπηρεσία κυνηγώντας την εξουσία,» - «θα πεθάνει!» - «θα πεθάνει!»...

 «όποιος έχει αγάπη πολεμώντας νικά», - «όποιος έχει αγάπη πολεμώντας νικά», - «όποιος έχει αγάπη διαφυλάσσοντας κάτι, το κρατά καλά» - «όποιος έχει αγάπη διαφυλάσσοντας κάτι, το κρατά καλά» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον σώζει» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον σώζει» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον κάνει με αγάπη να περιβάλλεται» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον κάνει με αγάπη να περιβάλλεται».

Αφού είπαν όλοι αυτά τα λόγια, την άλλη μέρα έφεραν ο καθένας ένα χαρτί, ο μάγος τα ξαναείπε και τα έγραψαν, και τα διάβαζαν κάθε μέρα. Όχι οτι τα καταλάβαιναν και πολύ καλά, αλλα αφού ήταν τα λόγια μαγικά, και κάθε μέρα λέγονταςτα και έχοντας πάντα στην τσέπητους το χαρτί που τα είχαν γραμμένα, σιγά σιγά τα καταλάβαιναν, και τα έβαλαν σε εφαρμογή. Τότε όλοι έγιναν κυκλάμινα: οι άντρες έγιναν γαλάζια κυκλάμινα, οι γυναίκες έγιναν ρόζ κυκλάμινα, μόνο για μία μέρα. Την άλλη μέρα ξανάγιναν άνθρωποι, για να μπορούν να ζήσουν σάν άνθρωποι. Αλλα κράτησαν το όνομα, λέγοντας «είμαστε τα ρόζ και τα γαλάζια κυκλάμινα». Όχι πως χάθηκε τελείως η οργή, ακόμη θύμωναν λίγο, και αυτό ήταν για να καταλαβαίνουν ποιό είναι το άδικο. Μόλις έβλεπε κάποιος έναν άλλο να θυμώνει, έλεγε «αυτό που έκανα και θύμωσε, είναι δικόμου άδικο. Το σταματώ αμέσως», και αμέσως το σταματούσε και το διόρθωνε. Τώρα ήξεραν τί θα πεί εγωισμός, που πρώτα δέν ήξεραν. Αφού, να φανταστείτε, πήγαν στο μάγο και του ζήτησαν όλοι συγνώμη που πήγαν να τον λυντσάρουν. Και δέν μάλωναν ποιός θα ζητήσει πρώτος συγνώμη, ούτε κλήρο έριξαν, ούτε αλφαβητική σειρά κοίταξαν. Πήγαν όλοι και του υποκλίθηκαν, καθώς και τα κυκλάμινα λυγίζουν το μίσχοτους, και είπαν όλοι «συγνώμη». Ανάθεσαν σε έναν να μιλήσει στον φτωχό μάγο να του προτείνει να γίνει κυβερνήτηςτους, και όταν εκείνος αρνήθηκε λέγοντας «όχι, δέν είμαι άξιος εγώ να μιλήσω εκ μέρουςσας», είδε τους άλλους να θυμώνουν, και τότε πρόθυμα πήγε και μίλησε στο μάγο προτείνοντάςτου να γίνει αρχηγόςτους. Ο φτωχός μάγος αρνήθηκε λέγοντας «δέν χρειάζεστε κανέναν αρχηγό, κανέναν άρχοντα, κανέναν κυβερνήτη, γιατί τώρα όλοι είστε αρχηγοί, άρχοντες, κυβερνήτες. Μόνο άν θέλετε να μείνω στην πόλησας, για να είμαι υπηρέτης ολονώνσας» - «δέν χρειαζόμαστε κανέναν υπηρέτη! και δέν μπορείς, ένας άνθρωπος να υπηρετείς τον πληθυσμό μιάς ολόκληρης χώρας!» είπε ο εκπρόσωπος των ρόζ και γαλάζιων κυκλαμίνων. «επιτρέψτεμου να σας προσφέρω τις υπηρεσίεςμου» είπε ο μάγος αρχίζοντας να θυμώνει, και βλέποντας αυτό, τον διόρισαν υπηρέτητους, και του έχτισαν ένα σπίτι στο σημείο ακριβώς όπου είχε στημένο το αυτοκίνητοτου τη μέρα εκείνη που πήγαν όλοι να τον λυντσάρουν. Το σπίτι αυτό έχει κήπο απʼ έξω, ένα τζάκι μέσα, και ένα υπόστεγο γκαράζ για το αυτοκίνητο. Εκεί πηγαίνουν πότε πότε πολίτες απο τα γαλάζια και ρόζ κυκλάμινα για να πάρουν τις υπηρεσίες του μάγου, δηλαδή να ρωτήσουν τη γνώμητου άν αυτό που έκαναν ή που θέλουν να κάνουν είναι σωστό, γιατί βρε αδερφέ άνθρωποι είμαστε και μπορεί να κάνουμε λάθη, και μπορεί να χρειαστεί να ρωτήσουμε έναν τρίτο άνθρωπο πώς να διορθώσουμε τα λάθημας, και καλά η οργή των άλλων μας δείχνει το άδικο το δικόμας, αλλα δέν φτάνει να είμαστε προς τους άλλους ανθρώπους δίκαιοι, πρέπει να είμαστε δίκαιοι και προς τη φύση, προς τα φυτά και προς τα ζώα, προς το χώμα, την πέτρα, το νερό, τον αέρα, προς τη γή και προς τον ουρανό, εκείνον τον ουρανό που όταν έχουμε αγάπη κάνει και τους άλλους γύρωμας να μας αγαπούν.

*****************************************************************************************


Τα μπισκότα

Μια νεαρή κυρία περίμενε την πτήση της στην αίθουσα αναμονής ενός μεγάλου αερολιμένα. Επειδή έπρεπε να περιμένει πολλές ώρες, αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα. Αγόρασε επίσης κι ένα πακέτο μπισκότα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα, στην αίθουσα VIP του αερολιμένα, για να διαβάσει με ησυχία. Δίπλα από την πολυθρόνα βάζει τα μπισκότα της, ενώ ένας άνδρας που κάθισε στο διπλανό κάθισμα, άνοιξε το περιοδικό του και άρχισε να διαβάζει.
Όταν πήρε το πρώτο μπισκότο, ο άνδρας πήρε κι αυτός άλλο ένα.
Αισθάνθηκε ενοχλημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκε:
“Τι νεύρα έχω! Εάν ήμουν σε κατάλληλη διάθεση θα τον χτυπούσα που τόλμησε!”
Για κάθε μπισκότο που έπαιρνε, ο άνδρας έπαιρνε κι αυτός άλλο ένα.
Αυτό την εξαγρίωνε αλλά δεν θέλησε να κάνει σκηνή. Όταν έμεινε μόνο ένα μπισκότο, σκέφτηκε: «Ααα… Τι θα κάνει αυτός ο καταχραστής τώρα;”
Τότε, ο άνδρας, παίρνει το τελευταίο μπισκότο, το κόβει στη μέση, δίνοντας της το ένα μισό. Ααα! Αυτό ήταν πάρα πολύ
Ήταν πολύ πάρα πολύ θυμωμένη τώρα!
Σε μια στιγμή, πήρε το βιβλίο της, τα πράγματά της και όρμησε στην αίθουσα επιβίβασης. Όταν κάθισε στο κάθισμά της, μέσα στο αεροπλάνο, έψαξε την τσάντα της για να πάρει τα γυαλιά της, και, προς μεγάλη της έκπληξη, το πακέτο με τα μπισκότα της ήταν εκεί, άθικτο, κλειστό! Αισθάνθηκε τόσο ντροπιασμένη!! Συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος…
Είχε ξεχάσει ότι τα μπισκότα της δεν τα είχε βγάλει από την τσάντα της.
Ο άνδρας είχε μοιραστεί τα μπισκότα του μʼ αυτήν, χωρίς κανένα συναίσθημα θυμού ή πίκρας. … ενώ αυτή ήταν πολύ θυμωμένη, σκεπτόμενη ότι μοιραζόταν τα μπισκότα της μʼ αυτόν.
Και τώρα δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να εξηγήσει… ούτε να ζητήσει συγγνώμη.”

Υπάρχουν 4 πράγματα που δεν μπορείτε να ανακτήσετε.

Η πέτρα… … αφού ριχθεί!

Η λέξη… … αφού ειπωθεί!

Η ευκαιρία… … αφού χαθεί!

Ο χρόνος… … αφού περάσει!

*************************************************************************************


Ο μικρός Πάντσο...

Τα παιδιά ήταν μόνα… η μητέρα είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα δεκαοχτώ χρόνων, την oποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα.

Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.

ʽΟταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούριο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ. Άλλωστε, τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα, και δεν Θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.

Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό τον τηλεφώνου. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να Ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ʽχει, ήταν μόνο έξι χρόνων και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.

ʽΙσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα στον σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα - το Θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται, ή φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.

Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας τον καπνού που περνούσε κάτω απʼ την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε απ το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για νʼ ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε.

Όπως και να ʽχει, ακόμα κι αν το είχε καταφέρει, οι φλόγες Θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.

O Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκλησή του. ʽΕτσι, έτρεξε στο τηλέφωνο τον δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε γραμμή.

O Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από ʽκει μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και -ακόμα και αν τα κατάφερνε-, Θα έπρεπε να ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα πού οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία.

Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το Θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:

Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;

Πως μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;

Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;

Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή τον αδελφού του και τη δική του;

O ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που τον σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:
«Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος… Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε.»

*********************************************************************************************************


Ο Άνθρωπος και η Μοίρα


Πριν πολλά-πολλά χρόνια, στις αρχές των πρώτων Εποχών του Κόσμου, οι Άνθρωποι ζούσαν ελεύθεροι χωρίς το βάρος της Σκιάς μοίρας. Κάποια σκοτεινή στιγμή, οι Δυνάμεις του Ουρανού αποφάσισαν πως ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει μια άϋλη οντότητα που θα τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα και που θα καθορίζει την ζωή του από την γέννηση ως τον θάνατο. Αυτές οι αόρατες οντότητες ονομάστηκαν Μοίρες οι οποίες καθόριζαν πλέον την κάθε στιγμή των Ανθρώπων. Κι έτσι οι Άνθρωποι έχασαν την ελευθερία τους και ήρθαν χρόνια σκοτεινά και άβουλα.


Ώσπου, ένας Άνθρωπος αποφάσισε να τα βάλει με την Μοίρα του...



Καθισμένος σε έναν βράχο να ατενίζει τον μακρινό ορίζοντα, δεν μπορούσε να βρεί ηρεμία στην ψυχή του. Ήταν ο πρώτος από τους Ανθρώπους που προβληματίστηκε για την τύχη της πορείας της ζωής του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει στην γνώση ότι κάτι άλλο καθόριζε την τύχη του και τα βήματα του πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να τα βάλει με τις Δυνάμεις του Ουρανού αλλάζοντας την Μοίρα του.

Ο καιρός μετά την απόφαση του πέρασε με σκέψεις και σχέδια που θα τον βοηθούσαν να φτάσει στο κατόρθωμα που επιζητούσε. Κι έτσι, μια μέρα, έπλασε το καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσε να σκεφτεί θνητός. Να ξεγελάσει την Μοίρα...

Μια όμορφη νύχτα ξάπλωσε δίπλα σε μια λίμνη κι έκλεισε τα μάτια μένοντας ακίνητος σα να κοιμάται. Ήρθε ο ήλιος, ήρθε ξανά το φεγγάρι, ξαναήρθε ο ήλιος ξανά μανά το φεγγάρι... Ήταν ζωντανός αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμενε ακίνητος κι έτσι η Μοίρα δεν μπορούσε να ελέγξει τα βήματα και τις κινήσεις στην ζωή του. Έκανε υπομονή... Έφτασε στα όρια του θανάτου από την πείνα και το κρύο αλλά το πείσμα του και το πάθος του στόχου του υπερνικούσαν κάθε εμπόδιο και απειλή. Έτσι... δύο φεγγάρια μετά, εμφανίστηκε δίπλα του μια πανέμορφη κοπέλα. Γονάτισε δίπλα του και τον κοίταξε καλά. Τα μάτια της καθρέφτιζαν τον έναστρο ουρανό και οι κόρες της το φεγγάρι. Τα μαλλιά της ήταν η νύχτα... Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε το πρόσωπο του ανθρώπου. Προσπαθούσε να καταλάβει τους σκοπούς της ακινησίας που επέβαλε στον εαυτό του. Δεν μιλούσε, δεν μπορούσε να μιλήσει, απλά τον κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει.

Τότε ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Έμοιαζε πραγματικά σα να κατέβηκε ο νυχτερινός ουρανός στην γη με μορφή θνητής γυναίκας. Της κράτησε απαλά το χέρι και την στιγμή που προσπάθησε να της πει κάτι, έχασε τις αισθήσεις του από την εξάντληση.

Πέρασαν μέρες πολλές και ο άνθρωπος ζούσε μέσα στο σκοτάδι ενός μεγάλου ύπνου. Όταν συνήλθε ο καιρός είχε περάσει μα για εκείνον ήταν σα να πέρασε μονάχα μια στιγμή της μέρας. Με έκπληξη είδε την κοπέλα να στέκεται δίπλα του και να του χαμογελά. Τον φρόντισε έτσι ώστε να γεμίσει ξανά με δυνάμεις και υγεία. Πέρασαν μέρες μαζί εκεί κοντά στην λίμνη και πολλές ήταν εκείνες οι νύχτες που ο άνθρωπος σαν μαγεμένος την κοιτούσε μέσα στα αστροφωτισμένα μάτια της. Της έπλεξε τραγούδια αγάπης και ομορφιάς κι εκείνη τα δεχόταν σαν ουράνιο δώρο.
Όλα κυλούσαν όμορφα και μοναδικά για τους δυο νέους, μέχρι που ο άνθρωπος θυμήθηκε τον σκοπό του...
Τότε θέλησε να τον αποκαλύψει στην κοπέλα που τον συντρόφευε και αυτό έκανε... 
Εκείνη δάκρυσε και μελαγχόλισε... Άκουσε τους λόγους που τον έφεραν να πάρει τέτοια απόφαση και αναστέναξε με κατανόηση. Δεν ήξερε ότι οι Μοίρες στην ουσία σκλάβωναν την ελευθερία των Ανθρώπων. Πήρε στα χέρια της τα χέρια του νέου και κοιτόντας τον στα μάτια του μίλησε μέσα στις σκέψεις του.

" Είμαι η Μοίρα σου, σταλμένη από τον Ουρανό. Τα βήματα σου καθόριζα όπως μου πρόσταξαν οι Άρχοντες μου. Δεν ένοιωθα για σένα τίποτα, μόνο κοιτούσα να κάνω καλά το έργο που μου ανέθεσαν. Όπως και η κάθε Μοίρα, έτσι κι εγώ, δεν γνώριζα πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία στα βήματα της ζωής σας. Αυτή είναι η μορφή μου κι εσύ με ανάγκασες να της δώσω ύλη. Μένοντας ακίνητος για τόσες μέρες, δεν μπορούσα να καθορίσω την συνέχεια της ζωής σου, των στιγμών σου. Μα τώρα έμαθα και τα λόγια σου κρύβουν μόνο αλήθειες. Άϋλη δεν θα ξαναγίνω και Μοίρα της ζωής σου δεν θα ξανασταθώ. Όμως... αν δίπλα σου με θέλεις σαν γυναίκα της καρδιάς με χαρά μου θα σταθώ... Γιατί κοντά σου έμαθα να αγαπώ και να ακούω..."



Ο νέος έκπληκτος, έμεινε σιωπηλός... Θυμός και Αγάπη μέσα του συγκρούονταν αλλά επικράτησε η σκέψη της γαλήνιας νύχτας. Διπλά κερδιζμένος ήταν. Και την Μοίρα νίκησε αλλά και ελεύθερος πλέον είναι, μα και την αγάπησε και με την σειρά του την ελευθέρωσε από τα δικά της δεσμά. Και μάλιστα την αγάπησε πολύ...


Κι έτσι... έζησαν μαζί για πολύ καιρό. Τα χρόνια πέρασαν από πάνω τους και άγγιξαν τα σώματα τους, μα όχι την αγάπη τους. Πολλές Μοίρες παρακολουθούσαν, αόρατες, την περίεργη αυτή αγάπη και άλλες την καταλάβαιναν άλλες πάλι όχι. Μα καμιά δεν θέλησε από όσες ποθούσαν μια τέτοια αγάπη να φανερωθούν στους Ανθρώπους που καθόριζαν τις τύχες τους.

Η ζωή συνεχίστηκε... Οι Μοίρες συνέχισαν να καθορίζουν τους Ανθρώπους και μερικές από αυτές άφηναν κάποιες χαραμάδες ελευθερίας στος Ανθρώπους που ονομάστηκαν " Ελπίδες ".

Κι έτσι επικράτησε μέχρι σήμερα στις Νέες Εποχές του Κόσμου που ζούμε.

Ο Άνθρωπος και η Μοίρα που ένωσαν τις ζωές του με την αγάπη τους, άϋλοι πλέον, ζούνε σε έναν Κόσμο μακρινό που αναπνέει σε έναστρο νυχτερινό ουρανό.

Ήταν ο Πρώτος Άνθρωπος μετά τις σκοτεινές εποχές που κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία του και να αλλάξει την Μοίρα του, έχοντας την στην αγκαλιά του για πάντα...

Ο επόμενος δεν έχει έρθει ακόμη. Και ελπίζουμε ο Πρώτος να μην είναι και ο Τελευταίος...

Ίσως στον καιρό μας να υπάρξει ο Δεύτερος...

Ελπίζουμε σε αυτό. Ελπίζουμε γιατί κάποιες Μοίρες μα χάρισαν κάποιες μικρές χαραμάδες ελευθερίας...

Όπως ένα αστέρι καταφέρνει να ξεπροβάλει μέσα από μια μικρή χαραμάδα ενός σκοντεινά συννεφαισμένου ουρανού.

..




******************************************************************************************
ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ...



Ο γέρος Άραβας ζει στη Νέα Υόρκη για πάνω από 40 χρόνια.

Θέλει να φυτέψει πατάτες στον κήπο του, αλλά είναι μόνος κι αδύναμος. Στέλνει λοιπόν ένα e-mail στο γιο του, που σπουδάζει στο Παρίσι:

Αγαπημένε μου γιε, είμαι πολύ λυπημένος επειδή δεν μπορώ να φυτέψω πατάτες στον κήπο μας. Είμαι βέβαιος πως, εάν ήσουν εδώ, θα με βοηθούσες να σκάψουμε τον κήπο.

Σε αγαπώ, ο πατέρας σου.

Σε μια ώρα, ο γέρος λαμβάνει e-mail απάντησης από το γιο του:

Αγαπημένε μου πατέρα, παρακαλώ μην αγγίζεις τον κήπο, γιατί ΕΚΕΙ έκρυψα το ΠΡΑΜΑ.

Σ' αγαπώ κι εγώ, Ahmed.

Σε 15 λεπτά, ο αμερικανικός στρατός, το ναυτικό, το FBI , η CIA και οι

Rangers περικυκλώνουν το σπίτι του γέρου, σκάβουν ολόκληρο τον κήπο,

ερευνούν το σπίτι, γδύνουν τον γέρο, ΔΕΝ βρίσκουν απολύτως τίποτε και

φεύγουν απογοητευμένοι. Μισή ώρα αργότερα, ο γέρος λαμβάνει ένα άλλο email από το γιο του:

Αγαπημένε μου πατέρα, είμαι βέβαιος ότι ο κήπος είναι ήδη σκαμμένος και

μπορείς να φυτέψεις τις πατάτες. Έκανα ό,τι μπορούσα για να σε βοηθήσω από το Παρίσι.

Σ' αγαπώ, Ahmed.

*********************************************************************************************************


Ο ΙΕΡΩΜΕΝΟΣ....

Κάποτε ήταν ένας ιερωμένος πολύ ευσεβής. Ήταν μάλιστα και πνευματικός κι εξομολογούσε τους πιστούς. Έτσι, έκρινε τα αμαρτήματα των ανθρώπων και τους έβαζε να μετανοούν. Έφτασε να πιστεύει πως ξέρει τι είναι το καλό και το κακό.

Ένα πρωί, του εμφανίστηκε ένας άγγελος. "Ο Θεός με έστειλε για να σου δείξω κάτι", του είπε. Τον πήρε και τον μετέφερε με θαυμαστό τρόπο πίσω από ένα θάμνο. "Πες μου τι βλέπεις;", τον ρώτησε. "Βλέπω έναν πλάτανο με παχύ ίσκιο και μια βρύση με δροσερό νερό να ρέει πλάι του", αποκρίθηκε αυτός. "Τώρα θα πρέπει να μου ορκιστείς ότι δεν θα επέμβεις ή έστω μιλήσεις, ό,τι και να δεις να συμβαίνει", τον πρόσταξε ο άγγελος. Ο ιερέας ορκίστηκε με κατάνυξη.

Μετά από λίγο, εμφανίστηκε ένας πλούσιος με το άλογό του και σταμάτησε να πιει νερό και να ξαποστάσει. Ήπιε νερό και ξάπλωσε για λίγο κάτω από το δροσερό ίσκιο του πλάτανου, όπου πήρε έναν υπνάκο. Ύστερα ξύπνησε, ανέβηκε στο άλογό του και συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας όμως πίσω του ένα πουγγί παραγεμισμένο με χρυσές λίρες.

Μετά από λίγη ακόμη ώρα, ένας δεύτερος άνθρωπος εμφανίστηκε πεζός και σταμάτησε να πιει νερό. Ξαφνικά, είδε το πουγγί με τις λίρες, το σήκωσε και άρχισε να χοροπηδά από χαρά. Έβαλε το πουγγί στην τσέπη του και χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε να εξαφανιστεί.

Λίγο αργότερα, ένας τρίτος άνθρωπος, έφτασε κι αυτός στη βρύση. Την ώρα όμως που έπινε νερό, επέστρεψε ο πλούσιος, ο οποίος είχε στο μεταξύ αντιληφθεί ότι είχε χάσει το πουγγί του και γύρισε να το αναζητήσει. Μόλις λοιπόν είδε τον άλλο άνθρωπο, άρχισε να τον κατηγορεί ότι του έκλεψε το πουγγί με τις λίρες και να του ζητά να του τις επιστρέψει. Άρχισαν να καυγαδίζουν και πάνω στον καυγά, ο πλούσιος έσπρωξε απότομα τον άλλο, εκείνος έπεσε στο έδαφος κι έσπασε το σβέρκο του σε μια απ' τις ρίζες του πλάτανου. Ο πλούσιος πανικόβλητος, ανέβηκε στο άλογό του κι εξαφανίστηκε...

"Πες μου τώρα", είπε ο άγγελος στον ιερέα. "Τι πιστεύεις γι' αυτά που είδες, ήταν καλά ή κακά;"
"Καλέ μου άγγελε", απάντησε εκείνος, "η ψυχή μου είναι βαριά από το κακό που είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Ο ένας έκλεψε το πουγγί που δεν ήταν δικό του, ο άλλος κατηγόρησε άδικα έναν αθώο άνθρωπο και από πάνω τον σκότωσε, χωρίς μάλιστα να τιμωρηθεί."

"Δεν γνωρίζεις όμως ακριβώς την ιστορία", αποκρίθηκε ο άγγελος. "Ο πλούσιος που ήρθε πρώτος στη βρύση, είχε καταπατήσει τα χωράφια του δεύτερου και τα δικαστήρια τον είχαν δικαιώσει, όπως κάνει πάντοτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη, ν' αδικεί τους φτωχούς και να αθωώνει τους πλούσιους. Η θεία δικαιοσύνη όμως απαιτούσε ο πλούσιος να πληρώσει το χρέος του και αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο Θεός για να συμβεί αυτό.
Ο τρίτος άνθρωπος, αυτός που σκοτώθηκε, είχε δολοφονήσει τον αδελφό του, χωρίς να το υποψιαστεί κανείς, ούτε και να τον κατηγορήσει. Οι τύψεις του όμως ήταν τέτοιες, που γονατιστός παρακάλεσε το Θεό να τον απαλλάξει απ' το βάρος που κουβαλούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που βρήκε ο Θεός για ν' ανταποκριθεί στην προσευχή του.
Όσο για τον ίδιο τον πλούσιο, μετά από αυτό που έκανε, χάρισε την περιουσία του στους φτωχούς και πήγε να γίνει ιεραπόστολος, προσφέροντας τεράστιο ανθρωπιστικό έργο στην Αφρική και σώζοντας πολλές ζωές."
Ο ιερέας κοίταξε τον άγγελο εμβρόντητος, μην ξέροντας τι να πει. "Πήγαινε λοιπόν εν ειρήνη", τον αποχαιρέτησε ο άγγελος "και να θυμάσαι πόσο λίγα γνωρίζεις, ώστε να μπορείς ν' αποφασίσεις τι είναι καλό και τι κακό."

***********************************************************************************


Πεφταστέρι

http://users.sch.gr/babaroutsoup/pareababa/756725dy8ohhz1uf.gif

Το Πεφταστέρι που ξαναπήγε στον Ουρανό
«Μη με διώχνεις», είπε το αστέρι στον ουρανό.
«Μη φοβάσαι, θα έχεις ένα όμορφο ταξίδι», του απάντησε εκείνος.
«Βοήθεια αδέρφια δεν θέλω να πάω πουθενά», φώναξε τρομαγμένο το αστέρι καθώς άρχισε να πέφτει προς τη γη.
Όσοι είδαν το πεφταστέρι ευχήθηκαν κάτι. Άλλος ήθελε, υγεία, άλλος αγάπη, άλλος ένα καινούριο αυτοκίνητο, μα το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, έκανε μια διαφορετική ευχή: «Αυτό το πεφταστέρι να γίνει δικό μου» είπε.
Και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε...Το πεφταστέρι, που είχε πέσει πάνω στα βράχια, αποφάσισε να περάσει τη νύχτα του εκεί, κοιτάζοντας τους φίλους του στον ουρανό. Στην αρχή, ένιωθε ζήλια και πίκρα, μα σιγά-σιγά, αφέθηκε στη γλύκα της βραδιάς, χάζεψε τα φώτα των καραβιών που χόρευαν στη θάλασσα και μαγεύτηκε από τη μελωδία των κυμάτων.
Το άλλο πρωί ο ήλιος βρήκε το λιμάνι σε μεγάλες φούριες. Αυτοκίνητα έφερναν και έπαιρναν κόσμο στα καράβια, μεγάλα φορτηγά κουβαλούσαν εμπορεύματα. Ένας χαμός!
Το πεφταστέρι, πανικοβλήθηκε και κούρνιασε στα βράχια. «Άπαπα δεν πάω πουθενά πια, θα κάτσω εδώ, που δε θα με πειράξει κανείς», σκέφτηκε. Σε λίγο στάθηκε δίπλα του ένας σκύλος, εκείνο τρόμαξε κι άρχισε να προσεύχεται να μην το πάρει χαμπάρι το κοπρόσκυλο και το καταβροχθίσει. Ευτυχώς, ο σκύλος δεν είδε το πεφταστέρι και έφυγε για να βρει το αφεντικό του.
Το μεσημέρι ο ήλιος τσουρούφλιζε και το πεφταστέρι σκλήρυνε και πήρε ένα όμορφο χρυσαφί χρώμα. Αυτό ήταν, έγινε ένας αστερίας! Όταν σχόλασε το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, κατέβηκε στα βράχια να ψάξει το αστέρι του και μόλις το βρήκε το κράτησε με αγάπη στα δυο του χέρια και το πήρε μαζί του...


Το πεφταστέρι ένιωσε ασφάλεια. Μα επειδή ήταν φοβητσιάρικο, ρώτησε το αγόρι: «θα με προσέχεις, έτσι;» «φυσικά θα σε προσέχω», του απάντησε εκείνο χαϊδεύοντάς το. Τα πράγματα όμως δεν ήταν και τόσο εύκολα.
Μόλις η μαμά του αγοριού είδε τον αστερία είπε στο γιο της: «πάλι μάζεψες βρωμιές; Αμέσως στο σκουπιδοτενεκέ αυτή η βλακεία που κρατάς και πλύνε καλά τα χέρια σου, για να φάμε». Το αγόρι στεναχωρήθηκε. Δεν μπορούσε να πετάξει το θησαυρό του.
Έκρυψε το πεφταστέρι κάτω από τα βιβλία του, μα ήξερε πως δεν θα μπορούσε να το κρατήσει για πολύ εκεί μιας κι η μαμά του τα έβρισκε όλα. Έσπαγε το κεφάλι του για να βρει μια λύση και την άλλη μέρα πήρε μαζί του το πεφταστέρι του στο σχολείο. Λίγο πριν μπει στην τάξη, το ρώτησε: «Αστεράκι μου, αν δεν μπορώ να σε κρατήσω εγώ, που θα ήθελες να πας;» «Α, μα να γυρίσω στον ουρανό, πουθενά αλλού», του απάντησε εκείνο.
Σε λίγες ώρες, η δασκάλα ζήτησε από τα παιδιά να μπουν ήσυχα στη σειρά γιατί θα πήγαιναν να επισκεφτούν στο νοσοκομείο, ένα συμμαθητή τους, που από όσο ήξεραν ήταν τόσο άρρωστος, που για να του περάσει ο πόνος θα πήγαινε στον ουρανό. Όλοι του είχαν πάρει από ένα δωράκι. Κι επειδή το άρρωστο παιδί δεν είχε πια μαλλιά, για να μην του κόψουν τη φόρα προς τον ουρανό, το αγόρι, του είχε αγοράσει ένα όμορφο σκουφάκι για να μην κρυώνει. Τότε του ήρθε μια ιδέα. Πήρε το αστέρι του και το έβαλε πάνω στο σκουφάκι. Το τύλιξε καλά με το κορδόνι από το παπούτσι του και όταν έφτασε στο νοσοκομείο, το χάρισε στο φιλαράκο του, που ξετρελάθηκε από τη χαρά του.
Σε μερικές μέρες το άρρωστο αγόρι αφού μάζεψε την αγάπη όλου του κόσμου, έφυγε τελικά για τον ουρανό φορώντας το σκουφάκι του. Έτσι έφυγε μαζί του και το πεφταστέρι. Που όταν έφτασε επάνω πήρε πάλι την παλιά του θέση, ανάμεσα στους φίλους του και τους είπε όσα έγινα κάτω στη γη.
Το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, μεγάλωνε ευτυχισμένο, γιατί τα βράδια έβλεπε πάντα το αστέρι του, που του έστελνε λαμπερά φιλιά και ήξερε πως παρόλο που δεν το είχε κοντά του, ήταν για πάντα δικό του, ήταν χαρούμενο και το αγαπούσε, όπως όταν το κράταγε στα χέρια του.
Κι από τότε, έλεγε πως όταν έχεις αγαπήσει κάτι, θες μόνο το καλό του, και όπου κι αν βρίσκεται στην πραγματικότητα για σένα, δεν μπορεί να πάει πιο μακριά από την καρδιά σου.
Το συγκεκριμένο δημοσιεύθηκε σε site και περιοδικά πανεπιστημίων όλου του κόσμου. Αγαπήθηκε 
πολύ από μια παρέα παιδιών με λευχαιμία μα νομίζω πως θα αρέσει και στους υγιείς...
**
****************************************************************************************************************μ
Το Δέντρο Των Ευχών





Χαμένο ανάμεσα στα άλλα, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, υπήρχε κάποτε ένα δέντρο. Ήταν υπεραιωνόβιο, με κορμό μεγάλο σαν σπίτι και κλαριά που θαρρούσες πως άγγιζαν τα ουράνια. Το έλεγαν «Το Δέντρο Των Ευχών» και όχι τυχαία. Ήταν το δώρο των θεών στους ανθρώπους. Οποιοσδήποτε μπορούσε να πάει εκεί και να κάνει οποιαδήποτε ευχή. Αν ζητούσε αυτό που ήθελε με όλη του τη δύναμη, το Δέντρο ικανοποιούσε το αίτημά του.
Στον κορμό του Δέντρου υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του, εκεί που κάποιος έπρεπε να περάσει για να κάνει την ευχή του. Και πάνω από την πόρτα, βρισκόταν χαραγμένη μια επιγραφή, που λίγοι πρόσεχαν. Οι άνθρωποι, βλέπετε, ήταν γεμάτοι αγωνία να πραγματοποιηθεί η ευχή τους και τίποτε άλλο δεν τους ενδιέφερε. Η επιγραφή έγραφε: «Πρόσεχε την ευχή σου»
Είπαμε πως το Δέντρο πραγματοποιούσε όλες τις ευχές, όποιες και αν ήταν αυτές. Υπήρχαν άνθρωποι που εύχονταν για υγεία, άλλοι για προκοπή, κάποιοι για χρήμα, μερικοί για σύντροφο, πολλοί για μια καλή δουλειά. Υπήρχαν κάποιοι που ζητούσαν ευτυχία, όχι για τους εαυτούς τους, αλλά για κάποιον άλλον. Αυτοί ήταν και οι λιγότεροι και, όσο περνούσε ο καιρός, σπάνιζαν. Υπήρχαν, τέλος, και αυτοί που εύχονταν η συμφορά να χτυπήσει τον διπλανό τους. Όσο λιγόστευαν οι προηγούμενοι, τόσο πλήθαιναν αυτοί.
Το Δέντρο είχε Δύναμη, μα δεν είχε Κρίση. Έτσι πραγματοποιούσε όλες τις ευχές, και τις καλές και τις κακές. Δεν ήταν έτσι από λάθος των θεών, το αντίθετο συνέβαινε. Έδωσαν οι θεοί ένα σπάνιο δώρο στους ανθρώπους μα και τους έστησαν παγίδα ταυτόχρονα. Ήθελαν να δουν με ποιο τρόπο οι άνθρωποι θα το χρησιμοποιούσαν. Ήθελαν να δουν αν, τελικά, το άξιζαν.
Την τελευταία μέρα που το Δέντρο υπήρξε, πολλοί άνθρωποι χτύπησαν την πόρτα στον κορμό και πέρασαν στο εσωτερικό του, πολλοί άνθρωποι ευχήθηκαν. Μπήκε μια μάνα, που ευχήθηκε για την υγεία του παιδιού της, ένας φτωχός οικογενειάρχης που ζήτησε χρήματα, ένας πολιτικός που ευχήθηκε για υπουργικό θώκο, μια νεαρή ηθοποιός που παρακάλεσε για δόξα, ένας ματαιόδοξος που ζήτησε φήμη, ένα μικρό παιδί που ήθελε ένα ποδήλατο.
Και μια πικρή γυναίκα μπήκε, που ζήτησε δηλητήριο για να ποτίζει τους άλλους, και μια άλλη, πράσινη από ζήλια, που ζήτησε δύναμη μαγική για να φέρνει την καταστροφή, και ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τι είναι η αγάπη, μα ήθελε να την εξαφανίσει, και ένας τέταρτος που ευχήθηκε να λέει τα πιο αισχρά ψέματα και να γίνεται πιστευτός, και ένας δολοφόνος που ζήτησε αφθονία θυμάτων, και ένας κλέφτης που παρακάλεσε να εξαφανιστούν οι κλειδαριές και τα λουκέτα, και ένας απόλυτα κακός που ευχήθηκε, μόνο, να παραμείνει έτσι..
*
Και το Δέντρο εισάκουσε τις ευχές όλων, δικαίων και αδίκων, γιατί έτσι ήταν φτιαγμένο. Μα θύμωσαν οι θεοί, οργίστηκαν με τους ανθρώπους και αποφάσισαν πως δεν μπορούσαν να διαχειριστούν αυτό το σπάνιο δώρο, πως δεν ήταν αντάξιοί του. Και έστειλαν μια δέσμη κεραυνών και το έκαψαν. Και το Δέντρο των Ευχών έπαψε να υπάρχει.
Μόνο που, την τελευταία στιγμή, μια μικρούλα, νεαρή θεά, εκείνη που είχε το πιο όμορφο γέλιο από όλους, πρόλαβε να σώσει ένα μικρό, τρυφερό κλαράκι. Και όταν σταμάτησαν οι κεραυνοί κατέβηκε στο δάσος. Βρήκε ένα ξέφωτο που το έλουζε ο ήλιος και φύτεψε το κλαράκι της. Το πότισε με το γέλιο της και το κλαράκι έβγαλε ρίζες. Έτσι, ένα καινούργιο Δέντρο των Ευχών έπιασε να μεγαλώνει μέσα στο δάσος.
Θα περάσουν πολλά-πολλά χρόνια, μέχρι το κλαράκι να γίνει δέντρο θεόρατο και να μπορεί να πραγματοποιεί ευχές. Η θεά με το πιο όμορφο γέλιο απ' όλους, πίστευε πως μέχρι τότε η ανθρωπότητα θα είχε μάθει το μάθημά της, πως οι άνθρωποι θα συνειδητοποιούσαν πως οι ευχές πραγματοποιούνται με τη δύναμη της αγάπης και της πίστης.
Της αγάπης για τους ανθρώπους και της πίστης σ' αυτούς.
***********************************************************************************************************
48) Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Οταν ο Θεός δημιουργούσε τη γυναίκα, δούλευε ως αργά το βράδυ της έκτης μέρας της Δημιουργίας.
Κάποια στιγμή, πέρασε ένας άγγελος και ρώτησε: «Γιατί ξοδεύεις τόσο χρόνο σ’ αυτό το δημιούργημά σου; »
Και ο Θεός, απάντησε : «Έχεις δει όλες τις προδιαγραφές που πρέπει να καλύψω σ’ αυτή τη μορφή; Θα πρέπει να είναι φτιαγμένη από εύπλαστο υλικό και να έχει πάνω από 200 κινούμενα μέρη, να θρέφεται με όλα τα είδη τροφίμων, να μπορεί να αγκαλιάζει κάμποσα παιδιά ταυτόχρονα και την ίδια στιγμή να δίνει ένα χάδι που να μπορεί να θεραπεύσει οτιδήποτε: από ένα τραυματισμένο γόνατο μέχρι μια ραγισμένη καρδιά. Και θα πρέπει να μπορεί να τα κάνει όλα αυτά με δύο χέρια μόνο».
Ο άγγελος εντυπωσιάστηκε: «Μόνο με δύο χέρια; Αδύνατον! Πολύ δουλειά για μια μέρα… Περίμενε Κύριε μέχρι αύριο, και τότε τέλειωσε την».
«Α, όχι», είπε ο Θεός. Είμαι τόσο κοντά στο να ολοκληρώσω αυτό το δημιούργημα, που το ‘χω μέσα στην καρδιά μου, ώστε δεν μπορώ να σταματήσω. Θα το ονομάσω, “γυναίκα”. Θα γιατρεύει τον εαυτό της όταν αρρωσταίνει, και θα μπορεί να εργάζεται 18 ώρες την ημέρα».
Ο άγγελος πλησίασε κοντύτερα και άγγιξε την γυναίκα. «Μα την έχεις κάνει πολύ τρυφερή, Κύριε».
«Είναι τρυφερή», είπε ο Θεός, «αλλά την έχω κάνει και πολύ ανθεκτική. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να αντέξει και να ξεπεράσει»;
«Μπορεί να σκέφτεται», ρώτησε ο άγγελος.
Ο Θεός απάντησε : «Όχι μόνο μπορεί να σκέφτεται, αλλά μπορεί να σκέφτεται πρακτικά και λογικά, να διαχειρίζεται πολλά διαφορετικά πράγματα».
Ο άγγελος άγγιξε το μάγουλο της γυναίκας. «Κύριε, μοιάζει σαν αυτό το δημιούργημά σου να στάζει κάτι»!
«Δεν στάζει… είναι ένα δάκρυ», διόρθωσε ο Θεός τον άγγελο.
«Και σε τί χρειάζεται », ρώτησε ο άγγελος .
Και ο Θεός είπε : «Τα δάκρυα είναι ο τρόπος της να εκφράζει την λύπη, τις αμφιβολίες της, την αγάπη της, την μοναξιά της, τα βάσανά της και την αξιοπρέπειά της».
Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στον άγγελο : «Κύριε είσαι μεγαλοφυΐα! Σκέφτηκες τα πάντα! Η γυναίκα είναι πράγματι έξοχη»!
«Ναι, πράγματι είναι», είπε ο Θεός. «Η γυναίκα έχει δυνάμεις πού εντυπωσιάζουν τον άνδρα. Μπορεί να αντιμετωπίζει προβλήματα και να αντέχει βαριά φορτία. Αντέχει χαρά, αγάπη και γνώμες. Χαμογελάει όταν νοιώθει την ανάγκη να ουρλιάξει. Τραγουδάει όταν νοιώθει την ανάγκη να κλάψει. Κλαίει όταν είναι χαρούμενη και γελάει όταν φοβάται. Μάχεται γι’ αυτό που πιστεύει. Αντιστέκεται στην αδικία. Δεν δέχεται το «όχι» σαν απάντηση, όταν μπορεί να δει καλύτερη λύση. Δίνει όλο της τον εαυτό ώστε η οικογένειά της να θριαμβεύσει. Παίρνει μια φίλη της ή ένα φίλο της μαζί στο γιατρό όταν φοβάται. Η αγάπη της είναι άνευ όρων. Κλαίει όταν τα παιδιά της πετυχαίνουν. Είναι χαρούμενη όταν οι φίλοι της τα καταφέρνουν. Χαίρεται όταν μαθαίνει για μια γέννα. Η καρδιά της ραγίζει όταν ένας συγγενής ή ένας φίλος πεθαίνει, αλλά βρίσκει την δύναμη να συνεχίζει στη ζωή. Ξέρει ότι ένα φιλί και ένα χάδι, μπορούν να θεραπεύσουν μια ραγισμένη καρδιά.
Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα μ’ αυτήν: Ξεχνάει τι αξίζει."

***************************************************************************************************




49) “Η τριπλή διύλιση του Σωκράτη”


Μια μέρα εκεί που ο Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του.
Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να του κάνει το τεστ της “τριπλής διύλισης”.
- “Τριπλή διύλιση;” ρώτησε με απορία.
- Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις.
Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας. Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;
- Ε….. όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και…
- Μάλιστα άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα. Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο αυτό της καλοσύνης. Αυτό που πρόκειται να μου πεις για το μαθητή μου είναι κάτι καλό;
- Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον…
- Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης, θέλεις να πεις κάτι κακό για το μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.
Ο τύπος έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.
- Παρόλα αυτά, συνέχισε ο Σωκράτης, μπορεί ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο. Το φίλτρο της χρησιμότητας. Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για το μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί χρήσιμο σε κάτι;
- Όχι δε νομίζω…
- Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο. Γιατί θα πρέπει να το ακούσω;

Ο τύπος έφυγε ντροπιασμένος, έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα

***********************************************************************************************


Χριστουγεννιάτικη ιστορία
50) : ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Του Πάολο Κοέλιο.


Στο βάθος, η ζωή είναι η τέχνη να βλέπεις πέρα από τα φαινόμενα. Το έργο τέχνης της ζωής μας καλύπτεται συχνά από φόβους, ενοχές, επιφυλάξεις.

Χρόνια πριν ζούσε στη Βορειοανατολική Βραζιλία ένα πολύ φτωχό ζευγά­ρι, που είχε μονάχα μία κότα. Με πολλές στερήσεις, συντηρούνταν από τα αβγά της. Κάποτε λοιπόν, την παραμονή των Χριστουγέννων, το ζώο πέθα­νε. Ο άντρας, που είχε μονάχο μερικά σεντάβος, αλλά δεν αρκούσαν για να αγοράσει τρόφιμα για το δείπνο της βραδιάς, πήγε να ζητήσει τη βοήθεια του εφημέριου του χωριού. Αντί να τον βοηθήσει, ο εφημέριος του είπε μονάχα: «Όταν ο θεός κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο. Αφού τα χρήματα σου δεν φτάνουν σχεδόν για τίποτα, γύρνα στο παζάρι και αγόρασε το πρώτο πράγμα που θα σου προσφέρουν. Εγώ ευλογώ αυτήν την αγορά και, καθώς την ημέρα των Χριστουγέννων συμβαίνουν θαύματα, κάτι θα σου αλλάξει τη ζωή για πάντα». Παρόλο που δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή ή­ταν η καλύτερη λύση, ο άντρας γύρισε στο παζάρι. Ένας έμπορος τον είδε να τριγυρίζει εδώ κι εκεί και τον ρώτησε τι έψαχνε.
«Δεν ξέρω. Έχω ελάχιστα χρήματα και ο ιερέας μου είπε να αγοράσω τα πρώτο πράγμα που θα μου προσφέρουν". Ο έμπορος ήταν ζάπλουτος, ωστόσο ποτέ δεν άφηνε ευκαιρία για κέρδος να πάει χαμένη. Πήρε αμέσως τα χρήματα, έγραψε κάτι βιαστικά ο' ένα χαρτί και το έδωσε στον άντρα. «Ο πατέρας έχει δίκιο! Καθώς ήσουν πάντα καλός άνθρωπος, σου πουλάω τη θέση μου στον Παράδεισο, σήμερα, αυτή τη γιορτινή μέρα! Να, ορίστε και το συμβόλαιο!" Ο άντρας πήρε το χαρτί και απομακρύνθηκε, ενώ ο έμπορος ήταν γεμάτος περηφάνια που είχε πετύχει άλλη μία καλή εμπορική συναλλαγή. Το ίδιο βράδυ, καθώς ετοιμαζόταν για το δείπνο στο σπίτι του που ήταν γεμάτο υπηρέτες, αφηγήθηκε το περιστατικό στη γυναίκα του, προσθέτοντας ότι είχε καταφέρει να γίνει πολύ πλούσιος χάρη σ' αυτήν του την ικανότητα να σκέφτεται γρήγορα. «Ντροπή!» είπε η γυναίκα του. «Να κάνεις κάτι τέτοιο τη μέρα της γέννησης του Χριστού! Πήγαινε στο σπίτι του ανθρώπου αυτού και πάρε πίσω το χαρτί, αλλιώς μην ξαναπατήσει το πόδι σου εδώ!»
Τρομαγμένος από την οργή της συζύγου του, ο έμπορος αποφάσισε να υπακούσει. Μετά από μεγάλη αναζήτηση κατάφερε να βρει το σπίτι του ανθρώπου. Μπαίνοντας μέσα, είδε το ζευγάρι καθισμένο σ' ένα άδειο τραπέζι με το χαρτί στη μέση. «Ήρθα γιατί έκανα λάθος», είπε. «Πάρε τα χρήματα σου και δώσε μου πίσω αυτό που σου πούλησα». «Δεν κάνατε λάθος», απάντησε ο φτωχός. «Εγώ ακολούθησα τη συμβουλή του ιερέα και ξέρω ό­τι έχω κάτι ευλογημένο»

«Είναι μονάχα ένα χαρτί, κανείς δεν μπορεί να πουλήσει τη θέση του στον Παράδεισο, Αν θέλεις, θα σου δώσω τα διπλά για να μου το δώσεις πίσω». Ο φτωχός όμως δεν ήθελε να το πουλήσει, γιατί πίστευε στα θαύματα. Σιγά-σιγά ο έμπορος άρχισε να ανεβάζει την προσφορά του, μέχρι που έφτασε τα δέκα χρυσά νομίσματα. «Δε θα μου κάνουν τίποτα», είπε ο φτωχός. «Πρέπει να εξασφαλίσω μια πιο αξιοπρεπή ζωή στη γυναίκα μου και γι' αυτό χρειάζονται εκατό χρυσά νομίσματα. Αυτό το θαύμα περιμένω σήμε­ρα που είναι παραμονή Χριστουγέννων». Απελπισμένος, γνωρίζοντας ότι, αν αργούσε λίγο ακόμα, κανείς στο σπίτι του δεν θα καθόταν στο τραπέζι ούτε θα πήγαινε στη Λειτουργία της παραμονής των Χριστουγέννων, ο έμπορος πλήρωσε τελικά τα εκατό νομίσματα και πήρε πίσω το χαρτί. Για το φτωχό ζευγάρι το θαύμα είχε πραγματοποιηθεί. Για τον έμπορο είχε εκ­πληρωθεί η επιθυμία της γυναίκας του. Εκείνη όμως ήταν γεμάτη αμφιβολίες: Μήπως είχε φερθεί πολύ σκληρά στον σύζυγο της;
Αμέσως μετά τη Λειτουργία πλησίασε τον εφημέριο και του αφηγήθηκε την ιστορία: «Πάτερ, ο άντρας μου συνάντησε έναν άνθρωπο, στον οποίο εσείς είχατε προτείνει να αγοράσει το πρώτο πράγμα που θα του πρόσφεραν. Προσπαθώντας να κερδίσει εύκολα χρήματα, έγραψε σ' ένα χαρτί ότι του πουλούσε τη θέση του στον Παράδεισο. Εγώ του είπα ότι δεν είχε δείπνο στο σπίτι μας απόψε αν δεν κατάφερνε να πάρει πίσω αυτό το χαρτί κι εκείνος τελικά αναγκάστηκε να πληρώσει εκατό χρυσό νομίσματα. Μήπως υπερέβαλα; Μήπως μία θέση στον Παράδεισο δεν αξίζει τόσο πολύ;»
«Κατ' αρχάς, ο σύζυγός σου έχει το περιθώριο να φανεί γενναιόδωρος στη σημαντικότερη μέρα της Χριστιανοσύνης. Επίσης, έγινε όργανο του θεού για να πραγματοποιηθεί ένα θαύμα. Για ν' απαντήσω όμως στην ε­ρώτηση σου, όταν πούλησε τη θέση του στον ουρανό μονάχα για λίγα σεντάβος, η θέση αυτή δεν άξιζε ούτε καν τόσα. Όταν όμως αποφάσισε να την αγοράσει για εκατό νομί­σματα μονάχα για να δώσει χαρά στη γυναίκα που αγα­πάει, μπορώ να σου εγγυηθώ ότι τώρα αξίζει πολύ πε­ρισσότερα»

**************************************************************************************************
51) ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ..

Κάποτε,σε εκείνα τα χρόνια τα παλία, ήταν ένας ιππότης πάνω στο λευκό του άτι, με ματιά καθαρή σαν του ήλιου παρόλο που το κορμί του είχε χιλιάδες σημάδια από της μάχες που είχε μέχρι στιγμής δώσει. Αφού λοιπόν βαρέθηκε τους πολέμους και τις μάχες αποφάσισε να περπατάει στους δρόμους της ζωής με την πανοπλία του πάνω στο λευκό του άτι …. Η καρδιά του είχε δει τόσο πόνο και τόσο ψέμα που είχε σκληρύνει, αλλά ο ιππότης δεν το καταλάβαινε. Ένοιωθε μοναξιά τις νύχτες που έβγαζε την πανοπλία του και κοίταζε τον έναστρο ουρανό και μόνο τότε αφού σιγουρευόταν πως δεν τον βλέπει κανείς άφηνε την καρδιά να μαλακώσει από τα δάκρυα του. Και εκείνη του μιλούσε και του έλεγε για την μοναξιά που την βαραίνει. Έτσι περνούσαν οι νύχτες. Το πρωί φορούσε και πάλι την πανοπλία του και συνέχιζε το ατελές πάντα ταξίδι του.
Μια μέρα βρέθηκε μπροστά σε μια θάλασσα και είδε στην αμμουδιά ένα μπουκαλάκι με ένα χαρτάκι μέσα, το πλησίασε με περιέργεια το πήρε στα χέρια του, το σήκωσε ψηλά να το δει καλύτερα στις ακτίνες του ήλιου που το διαπερνούσαν… Από τα πολλά αποφάσισε να ανοίξει το μπουκάλι και να διαβάσει το χαρτί, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, δίπλωσε το χαρτί το έκρυψε στο μέρος στης καρδιάς κάτω από την πανοπλία…κάπου βρήκε ένα κομμάτι χαρτί και λίγο κάρβουνο και έγραψε « Τα μάτια τους συναντήθηκαν μέσα στο πλήθος, οι δυό καρδίες γιναν μια και οι δύο βρήκαν αυτό που έψαχναν» κι ύστερα έριξε το μπουκάλι με το χαρτί στη θάλασσα και χάθηκε…
Στην άλλη πλευρά του κόσμου μια δεσποσύνη περνούσε τις μέρες της ζωής της μέσα στους κήπους που με τόση μαστοριά επιδέξια χέρια είχαν φτιάξει, μόνο που η δεσποσύνη είχε πάντα μάτια υγρά γιατί δεν έβρισκε κάτι ενδιαφέρον στη ζωή της. Μονάχα μια φορά είχε δεί την ομορφιά του κόσμου όταν ένας καβαλάρης είχε περάσει από το κάστρο της και της είχε πει, ω! πόσα της είχε πεί!!! Για κόσμους άλλους μαγικούς, για ταξίδια, για βουνά και θάλασσες για μαγικά φεγγάρια και για εκείνο που λένε μερικοί αγάπη! Ύστερα ο καβαλάρης χάθηκε γιατί στη ζωή του το μόνο που ήξερε ήταν να ταξιδεύει και τότε τα μάτια της δεσποσύνης έγιναν πάλι βροχερά…
Η μόνη της παρηγοριά ήταν τα δειλινά που πήγαινε στην ακρογιαλιά και κοίταζε το απέραντο γαλάζιο και ονειρεύονταν τους κόσμους που είχε ακούσει μα δεν είχε ποτέ η ίδια δει και φαντάζονταν τη μέρα που θα έφευγε από το κάστρο της, που θα ταξίδευε, που θα έβλεπε όλα εκείνα που τώρα μονάχα στη φαντασία της συναντούσε.
Μα εκείνη η μοναξιά δεν αντέχονταν, η μικρή της καρδιά μάτωνε κάθε που ο ήλιος έγερνε κουρασμένος στους ουρανούς και άφηνε μόνο για λίγο το αίμα της καρδιάς του να τρέξει πάνω στα σύννεφα.
Κάποιο δειλινό η δεσποσύνη αποφάσισε να γράψει τη σκέψη της σε ένα κομμάτι χαρτί και να το εμπιστευτεί σε ότι αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα. Στη θάλασσα. «Καρδιά μου σε άφησα ελεύθερη να ταξιδέψεις στις άκρες του κόσμου, να γευτείς τη χαρά και πίσω σε μένα να έρθεις να μου πεις για όλα όσα είδες, μα ήρθες μισή καρδιά μου, και μου είπες πράγματα μισά. Σε ποιες ερημιές ξεχάστηκες; Σε ποιες θάλασσες αρμενίζεις; Πως θα σε βρω καρδιά μου αφού δεν άφησες σημάδια στους δρόμους που περπάτησες;». Και η σκέψη της ταξίδευε μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας ψάχνοντας το άλλο μισό της καρδιάς της.
Τα χρόνια περνούσαν και η δεσποσύνη κάθε δειλινό στην ακρογιαλιά έψαχνε τα σημάδια της. Ένα κρύο απόγευμα του χειμώνα είδε κάτι να γυαλίζει δίπλα της! Ω! το μπουκάλι! Το άνοιξε βιαστικά ελπίζοντας πως μέσα θα ήταν οι απαντήσεις που έψαχνε! Διάβασε τα γραφόμενα και η ματιά της άλλαξε. Έτρεξε στο κάστρο της και όλη νύχτα σκεφτόταν, σκεφτόταν, σκεφτόταν…
Το πρωί όλοι στο κάστρο έψαχναν τη δεσποσύνη μα κάνεις δεν την είχε δεί πουθενά!!
Ο ιππότης με το άσπρο άτι σε μια πόλη έφτασε, χειμώνας παντού, και μέσα του και έξω…
Η δεσποσύνη κοιτούσε όλα γύρω της και προσπαθούσε να γεμίσει το νου της με εικόνες, εικόνες που δεν τις είχε ξαναδεί! Ωραίο πράγμα τα ταξίδια σκεφτόταν και χαμογελούσε!!
Ξάφνου μπροστά της ένας ιππότης, κοιτάχτηκαν στα μάτια χαμογέλασαν για λίγο τα χείλη, ζεστάθηκε η καρδιά και προσπέρασαν.
Είχαν να κάνουν ένα ταξίδι, χάθηκαν στο δειλινό…

***********************************************************************************************************
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ.....

Ήταν που λες μια φορά ένα σκιουράκι.
Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο.
Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό.
Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε,
που θα 'μοιαζε μ' όλα τα άλλα,
αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε από τη φωλιά του
και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους,
δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα
που πήγαιναν να πιούν νερό...
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες
και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια...
Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι,
πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό.
Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια
και τα ρωτούσε:- Μπορείς να μ' αγαπάς;
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν στον κόπο
να απαντήσουν. Και άλλα του έλεγαν:
-Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς...
Κι αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι
είχαν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα,
το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός
του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.
- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι!
Πες μου, όμως, τι πά' να πει ν' αγαπηθούμε;
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς
να καταλάβεις. Και τώρα άκου:
Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα
πά' να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα...

- Τώρα αγαπιόμαστε; - Όχι βέβαια.
Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό.
Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!...
- Τι ωραίο να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;
- Όχι ακόμα. Γιατί ν' αγαπηθούμε πά' να πει
και να 'χουμε κάτι ο ένας απ' τον άλλον.
Δώσε μου λίγο απ' το καστανόμαυρο τρίχωμά σου
κι εγώ θα σου δώσω από το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έκαναν έτσι... Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε
στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη
τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε
το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε
στην πλάτη του. - Τώρα αγαπιόμαστε;
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο.
Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά,
και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν
αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία,
να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε; - Τώρα.
Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο,
κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο.
Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι.
Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους,
που απ' την τεράστια ταχύτητα
- που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια
- έγιναν ένα... Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο
τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι
πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε,
κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω
απ' τα σύννεφα..

Και πέρασε καιρός. Να 'τανε χρόνια,
να 'τανε ένα λεπτό μονάχα,
κανένας δε θα μπορούσε να μας πει,
γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι
που ο ασβός ψιθύρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί.
Μπορεί και να ζαλίστηκα απ' το τρέξιμο.
Θα 'θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε
πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει.
Δεν είναι κουραστικό. - Για μένα είναι.
Έπειτα το 'χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν
δεύτερη φορά.Είν' επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...
Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία,
πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη που κατέβαινε
στη γη και χάθηκε...
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι.
Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια
να σταματήσω, κι είν' αστείο να τρέχω μόνος μου
στον ουρανό... Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα
το σκοτάδι, κι ίσως - δε σας τ' ορκίζομαι -
το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεεε... ωωωωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ;
Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο.
Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο,
κι έτσι δεν του απάντησε κανένας.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα.
Κι άρχισα να κρυώνω.
Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα;

Εεεεεεε... ωωωωωωωωω... Βοήθεια!
Δεν είναι κανείς εδώ;
Τότε, μια μικρή φωνούλα
έφτασε στ' αφτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή
σα να 'βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι! - Μου μίλησε κανείς;
Τίποτε δεν βλέπω. - Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου.
Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί
με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.
Ακόμα πάνω μου τρέχεις.
Άκου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω.
Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη,
ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε.
Μόνο που 'χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα
κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί.
Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα,
να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;
- Ξέρω κι εγώ;... Το τρίχωμά σου, τις πατούσες σου,
ένα κομμάτι από την καρδιά σου...
- Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου.
Μόνο που καρδιά δεν έχω πια.
Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει...
- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου.
Ελπίζω να μας φτάσουν. Καίω την πρώτη...
Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω.
Ησύχασε. Κρατήσου τώρα.
Αλλάζουμε πορεία. Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά...
Το σκιουράκι μ' ένα πόδι, κοίταζε τη γη
- τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε
πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.
Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι' αυτό.
Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά.
Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που
τρέχεις γύρω του. Κι όμως είν' άσκοπο να τρέχεις,
γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις,
ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό...
- Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη,
είπε η ηλιαχτίδα. Καίω τη δεύτερη πατούσα.
Κατεβαίνουμε...
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν
κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα
σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν
πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε.
Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη
να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος
να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια,
το ποτάμι και ξαφνικά... Πλατς!...
Και μετά τίποτα... Όταν το σκιουράκι, ύστερα
από ώρα, άρχισε να συνέρχεται,
πόναγε σ' όλο του το κορμί.
Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του
και του έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε
τις πληγές για να μην τσούζει, και του 'βαζε
κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε...
- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.

Όμως, είδε να σκύβει πάνω του ένας κάστορας ........

Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας
μ' αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του
ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες
πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό,
που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει
από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε.
Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή.
Ύστερα, ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι
άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά,
όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα...
- Μπορείς να μ' αγαπάς;
Το σκιουράκι αναστέναξε, χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δεν μπορώ.
Δεν έχω πια καρδιά για ν' αγαπήσω...
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω
ένα κομμάτι απ' τη δικιά μου.
- Όμως ν' αγαπηθούμε πά' να πει να τρέχουμε μαζί
- κι εγώ δεν έχω πόδια. - Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί;
Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο,
όπως μπορούμε.
Το πιο σπουδαίο είναι να 'μαστε
οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε,
ούτε που θα πάμε... Μικρό μου σκιουράκι,
αν μπορείς να μ' αγαπάς, θα σου φτιάξω δεκανίκια
από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες,
θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια.
Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά
και θα 'ναι πιο όμορφα, γιατί θ' ακούω την ανάσα σου
κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου
και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ,
θα 'μαστε εμείς...
Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε
στα σίγουρα - κι εγώ που να το ξέρω;
Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή,
περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε...
Ο απόηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα
των δένδρων - λένε... Πάντως, ποτέ - μα ποτέ
- κανείς πια δεν τους ξανάδε.......

****************************************************************************************************
53) TO  TOYBΛO     
                Ένα νεαρό και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε τη νέα του τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλόφημη.  Πρόσεχε μην τυχόν κανένα παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα..  Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδάκι, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαϊνή πόρτα της τζάγκουάρ του.  Φρέναρε απότομα και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που το τούβλο είχε ριχτεί.
Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα παιδί που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας «Γιατί το έκανες αυτό και ποιος είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις;  Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε πολύ μεγάλη ζημιά!  Γιατί το έκανες»;
Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε «Σας παρακαλώ κύριε. Σας παρακαλώ… Ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω!  Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.»  Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.  «Είναι ο αδερφός μου», είπε.  «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε απ΄ το καροτσάκι κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω».
Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό: «Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι;  Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».
Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντηλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού.  Με μια ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του παιδιού ήσαν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά. 
«Σε ευχαριστώ, ο Θεός να σε ευλογεί» είπε το αγοράκι με ευγνωμοσύνη στον ξένο.  Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλώς κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.
Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά.  Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία να την επιδιορθώσει.  Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα «Μη ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα, έτσι ώστε να αναγκάζεις τον άλλο να σου πετάξει ένα τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»! 
 Ο Θεός ψιθυρίζει στις ψυχές μας και μιλά στις καρδιές μας.  Μερικές φορές όταν δεν έχουμε χρόνο να ακούσουμε, είναι αναγκασμένος να μας πετάξει ένα τούβλο.  Είναι επιλογή μας να ακούμε ή όχι. 
*****************************************************************
ΑΣΧΗΜΗ ΑΛΗΘΕΙΑ...

Ένας άνθρωπος, σ' όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει. Πέρασε απ' όλες τις χώρες του κόσμου, βρέθηκε στις χώρες του Βορρά, στις χώρες του Νότου και της Δύσης χωρίς αποτέλεσμα.
Κάποια φορά που βρέθηκε σε μια μικρή χώρα της Ανατολής, ένοιωσε κουρασμένος και απελπισμένος και κάθισε κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Ξαφνικά, από το εσωτερικό της σπηλιάς ακούστηκε κάποιος θόρυβος σαν γρύλισμα. Ο άνθρωπος σηκώθηκε και πλησίασε την είσοδο με ένα ξίφος στο χέρι. Ξεχώρισε μια σκοτεινή μορφή που του φάνηκε ότι ανήκε σε γυναίκα. Μπήκε στη σπηλιά όπου βασίλευε φοβερή δυσοσμία. Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι, είδε πράγματι μια γυναίκα, γριά και αποκρουστική, ρυτιδιασμένη, τριχωτή και βρωμερή.
Εκείνη, σήκωσε προς το μέρος του τα θολά μάτια της και τον ρώτησε, τι θέλει.
- Αναζητώ την Αλήθεια, απάντησε εκείνος.
- Τη βρήκες, του είπε η γριά.
- Εσύ είσαι η Αλήθεια;
- Ναι.
- Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;
Εκείνη του έδωσε αποδείξεις. Ήξερε τα πάντα για αυτόν, το όνομά του, την ηλικία του, τις περιπέτειές του. Ο άνθρωπος έμεινε αποσβολωμένος και απογοητευμένος, ρώτησε με αμηχανία:
- Είσαι τόσο άσχημη! Ποτέ δεν είχα συναντήσει τίποτα πιο τρομερό από 'σένα. Όμως όλοι θέλουν να σε γνωρίσουν! Θα με ρωτήσουν! Πρέπει να τους πω κάτι! Τι να τους πω;
- Πες τους ψέματα, είπε η Αλήθεια, πες τους ότι είμαι νέα και ωραία, και όλοι θα σε πιστέψουν.
***********************************************************************************
Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΟ...ΕΓΩ ( Α ΜΕΡΟΣ)

Έχω ακούσει ότι υπήρχε κάποτε ένα πολύ παλιό και μεγαλοπρεπές δέντρο, με κλαδιά που υψώνονταν προς τον ουρανό. Όταν πλησίαζε η εποχή ν’ ανθίσει, πετούσαν γύρω του πεταλούδες, σε όλα τα σχήματα, τα μεγέθη, τα χρώματα. Όταν έβγαζε μπουμπούκια και καρπούς, έρχονταν πουλιά από μακρινές χώρες και κελαηδούσαν στα κλαδιά του που, σαν απλωμένα χέρια, ευλογούσαν όσους κάθονταν στη σκιά τους.

Συχνά ερχόταν κι ένα αγοράκι να παίζει από κάτω του και σιγά-σιγά το δέντρο άρχισε να αγαπάει το μικρό παιδάκι.

Η αγάπη ανάμεσα στο μεγάλο και στο μικρό είναι δυνατόν να υπάρξει, αν το μεγάλο δεν έχει επίγνωση του ότι είναι μεγάλο.

Το δέντρο δεν ήξερε ότι ήταν μεγάλο. Αυτού του είδους η γνώση υπάρχει μόνο στον άνθρωπο. Το μεγάλο έχει πάντα σαν βασικό ενδιαφέρον το εγώ, αλλά για την αγάπη τίποτα δεν είναι μεγάλο ή μικρό. Η αγάπη αγκαλιάζει οτιδήποτε την πλησιάζει.

Έτσι λοιπόν αναπτύχθηκε στο δέντρο μια αγάπη για το μικρό αγόρι, που ερχόταν να παίξει κοντά του. Τα κλαδιά του ήταν ψηλά, αλλά τα λύγιζε κι έσκυβε χαμηλά, για να μπορεί ο μικρός να κόβει τα λουλούδια του και να μαζεύει τους καρπούς του.

"Η αγάπη είναι πάντοτε διατεθειμένη να λυγίσει, το εγώ δεν είναι ποτέ διατεθειμένο να σκύψει".

Αν πλησιάσεις το εγώ, τα κλαδιά του θα τεντωθούν ακόμα περισσότερο προς τα πάνω. Θα σκληρύνει και δεν θα μπορείς να το φτάσεις.Το παιδάκι ερχόταν να παίξει και το δέντρο έσκυβε τα κλαδιά του. Το δέντρο χαιρότανε πολύ όταν το παιδάκι έκοβε τα λουλούδια του. Όλη του η ύπαρξη γέμιζε με τη χαρά της αγάπης.

"Η αγάπη χαίρεται όταν μπορεί να δώσει. Το εγώ χαίρεται όταν μπορεί να πάρει".

Το αγόρι μεγάλωσε. Άλλες φορές κοιμόταν στην αγκαλιά του δέντρου, άλλοτε έτρωγε τα φρούτα του και άλλοτε φορούσε ένα στεφάνι από λουλούδια του δέντρου, παριστάνοντας το βασιλιά της ζούγκλας.

"Μπορεί να γίνει κανείς βασιλιάς όταν υπάρχουν τα λουλούδια της αγάπης,
αλλά γίνεται φτωχός και δυστυχισμένος όταν υπάρχουν τα αγκάθια του εγωισμού".

Όταν το δέντρο έβλεπε το παιδάκι να φοράει ένα λουλουδένιο στεφάνι και να χορεύει, γέμιζε από χαρά. Κουνούσε το κεφάλι με αγάπη, τραγουδούσε με το αεράκι. Το αγόρι όλο και μεγάλωνε. Άρχισε να σκαρφαλώνει στο δέντρο και να κουνιέται από τα κλαδιά του. Το δέντρο ήταν ευτυχισμένο και το παιδί ξεκουραζόταν στα κλαδιά του...
Όταν το δέντρο έβλεπε το παιδάκι να φοράει ένα λουλουδένιο στεφάνι και να χορεύει, γέμιζε από χαρά. Κουνούσε το κεφάλι με αγάπη, τραγουδούσε με το αεράκι. Το αγόρι όλο και μεγάλωνε. Άρχισε να σκαρφαλώνει στο δέντρο και να κουνιέται από τα κλαδιά του. Το δέντρο ήταν ευτυχισμένο και το παιδί ξεκουραζόταν στα κλαδιά του.

"Η αγάπη χαίρεται όταν χαρίζει ξεκούραση. Το εγώ χαίρεται μόνον όταν προκαλεί στενοχώρια".

Με το πέρασμα του χρόνου, προστέθηκαν καινούρια καθήκοντα στο αγόρι. Η φιλοδοξία μεγάλωσε, είχε να περάσει διαγωνισμούς, να συναντήσει και να μιλήσει με φίλους, έτσι έπαψε να έρχεται συχνά. Το δέντρο όμως, τον περίμενε με αγωνία. Από την ψυχή του φώναζε: “Έλα, έλα! Σε περιμένω!”


Η αγάπη περιμένει μέρα και νύχτα.

Και το δέντρο περίμενε. Ήταν λυπημένο που δεν ερχόταν το αγόρι.
Η αγάπη είναι λυπημένη, όταν δεν μπορεί να μοιραστεί.

Η αγάπη είναι λυπημένη, όταν δεν μπορεί να δώσει. Η αγάπη αισθάνεται ευγνωμοσύνη, όταν μπορεί να μοιραστεί.

Όταν μπορεί να παραδοθεί ολοκληρωτικά, τότε η αγάπη είναι ευτυχισμένη.
Όσο μεγάλωνε, τόσο λιγότερο ερχόταν στο δέντρο το αγόρι. Ο άνθρωπος καθώς μεγαλώνει, καθώς αυξάνονται οι φιλοδοξίες του, βρίσκει όλο και λιγότερο χρόνο για την αγάπη. Το αγόρι τώρα ήταν απορροφημένο με άλλα θέματα.
Μια μέρα, καθώς περνούσε, το δέντρο τού είπε: “Σε περιμένω, αλλά δεν έρχεσαι. Κάθε μέρα προσδοκώ ότι θα ’ρθεις. ” Το αγόρι είπε: “Και τι έχεις; Γιατί να ’ρθω σε σένα; Μήπως έχεις χρήματα; Εγώ ψάχνω για χρήματα.” Το εγώ έχει πάντα ανάγκη από κάποιο κίνητρο. Μόνον όταν εξυπηρετείται κάποιος σκοπός, έρχεται το εγώ.

"Η αγάπη όμως δεν έχει κίνητρα. Η αγάπη η ίδια είναι η ανταμοιβή της. Το εγώ συσσωρεύει, αλλά η αγάπη δίνει χωρίς όρους".

Κατάπληκτο το δέντρο είπε: “Δηλαδή, θα έρθεις μόνον αν σου δώσω κάτι; Πάνω μας ανθίζουν λουλούδια, μεγαλώνουν καρποί, δίνουμε ευεργετική σκιά, χορεύουμε με τον αέρα, τραγουδάμε τραγούδια, τα πουλάκια πηδάνε στα κλαδιά μας και τιτιβίζουν, παρόλο που δεν έχουμε χρήματα. Τη μέρα που θ’ ανακατευτούμε με τα χρήματα, θα χρειαστεί να πάμε στους ναούς όπως εσείς, οι αδύνατοι άνθρωποι, για να μάθουμε πώς ν’ αποκτήσουμε ηρεμία, για να μάθουμε πώς να βρούμε την αγάπη. Όχι, εμείς δεν έχουμε καμία ανάγκη τα χρήματα.”

Το αγόρι είπε: “Γιατί, λοιπόν, να έρθω σε σένα; Θα πάω όπου υπάρχουν χρήματα. Χρειάζομαι χρήματα.” Το εγώ ψάχνει το χρήμα, γιατί χρειάζεται δύναμη.Το δέντρο σκέφτηκε για λίγο και είπε: “Μη φύγεις, αγαπημένε μου. Μάζεψε τους καρπούς μου και πούλησέ τους. Έτσι θα έχεις χρήματα.”
Το παιδί έλαμψε αμέσως. Σκαρφάλωσε και μάζεψε όλους τους καρπούς του δέντρου, τίναξε για να πέσουν ακόμα και οι άγουροι. Το δέντρο ήταν ευτυχισμένο, παρόλο που μερικά κλαδιά έσπασαν, παρόλο που μερικά φύλλα του είχαν πέσει στο χώμα.

"Ακόμα και αν σπάσει η αγάπη, νιώθει ευτυχία, το εγώ όσα και να αποκτήσει, δεν είναι ευτυχισμένο. Το εγώ πάντα θέλει περισσότερα".

Το δέντρο δεν πρόσεξε ότι το αγόρι ούτε γύρισε να το κοιτάξει και να το ευχαριστήσει. Είχε ανταμειφθεί όταν το αγόρι δέχτηκε την προσφορά να μαζέψει και να πουλήσει τους καρπούς του.

Το παιδί, για πολύ καιρό, δεν ξαναγύρισε. Τώρα είχε χρήματα και ήταν απασχολημένο με το να βγάλει και άλλα χρήματα. Είχε ξεχάσει το δέντρο εντελώς. Το δέντρο ήταν λυπημένο. Λαχταρούσε να γυρίσει το παιδί, όπως η μάνα που το στήθος της είναι γεμάτο γάλα, αλλά έχει χάσει το γιο της. Όλη της η ύπαρξη επιθυμεί το γιο, τον ψάχνει για να ’ρθει να την ελαφρώσει. Τέτοια ήταν και η εσωτερική κραυγή του δέντρου. Όλη του η ύπαρξη αγωνιούσε.

Μετά από πολλά χρόνια, ενήλικος πια, το αγόρι γύρισε στο δέντρο.
Το δέντρο είπε: “Έλα, αγόρι μου. Έλα κι αγκάλιασέ με.”
Ο άντρας είπε: “Σταμάτα τους συναισθηματισμούς. Αυτά ήταν παιδιάστικα πράγματα. Δεν είμαι πια παιδί.”

"Το εγώ βλέπει την αγάπη σαν μια τρέλα, μια παιδική φαντασίωση".

Ο άντρας είπε: “Σταμάτα τις άχρηστες κουβέντες. Χρειάζομαι να χτίσω ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;”

Το δέντρο απόρησε: “Ένα σπίτι! Δεν έχω σπίτι. Μόνον οι άνθρωποι ζουν σε σπίτια. Κανένας άλλος δεν ζει σε σπίτι, παρά μόνον ο άνθρωπος. Κι έχεις προσέξει την κατάστασή του μετά από το κλείσιμό του σε τέσσερις τοίχους; Όσο πιο μεγάλο το κτίριο, τόσο μικρότερος γίνεται ο άνθρωπος. Εμείς δεν ζούμε σε σπίτια, αλλά μπορείς να κόψεις και να πάρεις τα κλαδιά μου, οπότε θα μπορέσεις να χτίσεις ένα σπίτι.”

Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άντρας έφερε το τσεκούρι και έκοψε όλα τα κλαδιά του δέντρου. Τώρα το δέντρο ήταν ένας σκέτος κορμός. Αλλά την αγάπη δεν τη νοιάζουν αυτά, ακόμη κι αν της κόψουν τα άκρα για τον αγαπημένο.Αγάπη σημαίνει δόσιμο. Η αγάπη είναι πάντα έτοιμη να δώσει.

Ο άντρας ούτε που ευχαρίστησε το δέντρο. Έχτισε το σπίτι του. Και οι μέρες έγιναν χρόνια.

Ο κορμός όλο και περίμενε. Ήθελε να τον φωνάξει, αλλά δεν είχε ούτε κλαδιά ούτε φύλλα, για να του δώσουν δύναμη. Ο αέρας φυσούσε δίπλα του, αλλά δεν κατάφερνε ούτε στον αέρα να δώσει ένα μήνυμα.

Μέσα στην ψυχή του όμως, αντηχούσε μια προσευχή μόνο: “Έλα, έλα, αγαπημένε μου. Έλα.” Μα δεν γινόταν τίποτα.

Τα χρόνια πέρασαν κι ο άντρας είχε πια γεράσει. Κάποια μέρα περνούσε από εκεί και ήρθε και στάθηκε κοντά στο δέντρο....
Το δέντρο ρώτησε: “Τί άλλο μπορώ να κάνω για σένα; Ήρθες μετά από πάρα πολλά χρόνια. Ανησυχούσα μήπως πνίγηκες ή χάθηκες. Ξέρεις πόσο πολύ ήθελα όλα αυτά τα χρόνια να είχα νέα σου. Καθώς πλησιάζει το τέλος της ζωής μου, ήθελα τουλάχιστον να είχα νέα σου. Θα μπορούσα να πεθάνω ευτυχισμένο μαθαίνοντας νέα σου. Ξέρω ότι ακόμη και να μπορούσα να σε φωνάξω, δεν θα ερχόσουν. Δεν έχω τίποτα να δώσω κι εσύ καταλαβαίνεις μόνο τη σχέση που έχει κάτι να σου προσφέρει.”

"Το εγώ καταλαβαίνει μόνο αυτή τη σχέση: Να παίρνει. Η σχέση που δίνει είναι η αγάπη".
Ο γέρος είπε: “Τί μπορείς να κάνεις για μένα; Θέλω να πάω σε μακρινές χώρες και να κερδίσω κι άλλα χρήματα. Χρειάζομαι μια βάρκα, για να ταξιδέψω.”

Χαρούμενο το δέντρο είπε: “Αυτό δεν είναι πρόβλημα, αγαπημένε μου. Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μ’ αυτόν μια βάρκα. Θα μ’ έκανε τόσο ευτυχισμένο να μπορέσω να σε βοηθήσω να πας σε μακρινές χώρες, να κερδίσεις χρήματα. Θυμήσου μόνο σε παρακαλώ, ότι θα περιμένω τον γυρισμό σου.”

Ο άντρας έφερε ένα πριόνι, έκοψε τον κορμό, έφτιαξε μια βάρκα και σαλπάρισε.

Τώρα το δέντρο είναι ένα μικρό κούτσουρο και περιμένει τον γυρισμό του αγαπημένου του. Και περιμένει και περιμένει και περιμένει. Ο άντρας δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ.

"Το εγώ δεν πηγαίνει ποτέ εκεί που δεν έχει κάτι να κερδίσει και τώρα το δέντρο δεν έχει τίποτα, μα τίποτα, να προσφέρει. Το εγώ δεν πηγαίνει όπου δεν υπάρχει κανένα κέρδος. Το εγώ είναι ένας αιώνιος ζητιάνος, σε μια συνεχή κατάσταση ζητιανιάς και η αγάπη είναι φιλανθρωπία. Η αγάπη είναι βασιλιάς, αυτοκράτορας. Υπάρχει ανώτερος άρχοντας από την αγάπη;"