Λογοτεχνία 2..



Πάουλο Κοέλο

Ο Πάουλο Κοέλο γεννήθηκε το 1947 στο Ρίου ντε Ζανέιρου. Εγκατέλειψε τις σπουδές του για να γυρίσει τον κόσμο ως χίπης. Όταν επέστρεψε στη Βραζιλία, άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και στίχους για τα τραγούδια του Ραούλ Σέιξας. Το 1970 εκδίδει το περιοδικό 2001. Το 1981 εγκαταλείπει τη δουλειά του ως διευθυντής μιας δισκογραφικής εταιρείας και αρχίζει να ταξιδεύει στον κόσμο για δύο χρόνια. Στην Ολλανδία θα γνωρίσει τον άνθρωπο που θ’ αλλάξει τη ζωή του, παροτρύνοντάς τον ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του. Ο Κοέλο θ’ αναγεννηθεί πνευματικά στρεφόμενος στο χριστιανισμό και θ’ αρχίσει το συγγραφικό του έργο, καταγράφοντας στο πρώτο του βιβλίο, Το Ημερολόγιο Ενός Μάγου ή Ο Προσκυνητής της Κομποστέλα (1987), τις προσωπικές του εμπειρίες. Θ’ ακολουθήσουν Ο Αλχημιστής (1988), Μπρίντα (1990), Οι Βαλκυρίες (1992), Στις Όχθες του Ποταμού Πιέδρα Κάθισα κι Έκλαψα (1994), Το Πέμπτο Βουνό (1996), Το Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός (1997). Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και έχουν γνωρίσει παγκόσμια εκδοτική επιτυχία.

**************************************************************************************************************



....................Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ......

Περίληψη

Η Βερόνικα ζει με τα ίδια όνειρα και τις ίδιες επιθυμίες που έχει ο κάθε νέος σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Κάνει μια καλούτσικη δουλειά και μένει σ’ ένα μικρό διαμέρισμα που της παρέχει την ευχαρίστηση του ιδιωτικού της χώρου. Συχνάζει σε μπαρ με κίνηση. Συναντά όμορφα αγόρια και βγαίνει με μερικά. Παρ’ όλα αυτά, η Βερόνικα δεν είναι ευτυχισμένη. Κάτι της λείπει στη ζωή. Γι’ αυτό, το πρωί της 11ης Νοεμβρίου 1997, η Βερόνικα αποφασίζει να πεθάνει.
Φαντασία και όνειρα. Έρωτας και τρέλα. Επιθυμία και θάνατος. Οδεύοντας προς το θάνατο, η Βερόνικα διαπιστώνει ότι κάθε στιγμή της ύπαρξης αποτελεί μια επιλογή για το αν θα ζήσουμε ή αν θα τα παρατήσουμε όλα. Η Βερόνικα δοκιμάζει νέες ηδονές και ανακαλύπτει ότι πάντα υπάρχει κάποιο νόημα για τη ζωή. Μόνο που ο χρόνος είναι λίγος. Η Βερόνικα αποφάσισε να πεθάνει και αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή.

Περιμένοντας το θάνατο, η Βερόνικα άρχισε να διαβάζει περί πληροφορικής, ένα θέμα που δεν της κινούσε το παραμικρό ενδιαφέρον – κάτι που ταίριαζε με όλα όσα είχε κάνει στη ζωή της ολόκληρη, πάντα γυρεύοντας το πιο εύκολο ή το πιο προσιτό• όπως αυτό το περιοδικό, για παράδειγμα.
Προς μεγάλη έκπληξη της όμως, η πρώτη αράδα του κειμένου την έβγαλε από τη φυσική απάθειά της (τα ηρεμιστικά δεν είχαν ακόμη διαλυθεί μέσα στο στομάχι της, αλλά η Βερόνικα ήταν απαθής απ' τη φύση της) και την έκανε για πρώτη φορά στη ζωή της να θεωρήσει σωστή μια φράση που ήταν πολύ της μόδας μεταξύ των φίλων της: «Τίποτα σ' αυτό τον κόσμο δε συμβαίνει τυχαία».
Γιατί αυτή η πρώτη αράδα ακριβώς τη στιγμή που είχε αρχίσει να πεθαίνει; Ποιο ήταν το κρυφό μήνυμα που πρόβαλλε μπροστά στα μάτια της, αν βέβαια υπάρχουν κρυφά μηνύματα και όχι συμπτώσεις;

Έτσι κι αλλιώς, και άλλες φορές είχε στιγμές ευδιαθεσίας, όπως αυτή• άλλωστε δεν αυτοκτονούσε επειδή ήταν μια γυναίκα δυστυχισμένη και πικραμένη, που ζούσε μέσα σε διαρκή κατάθλιψη. Είχε περάσει πολλά βράδια της ζωής της κάνοντας χαρούμενους περιπάτους στους δρόμους της Λιουμπλιάνας ή κοιτάζοντας -από το παράθυρο του δωματίου της στη μονή- το χιόνι που έπεφτε στη μικρή πλατεία με το άγαλμα του ποιητή. Κάποια φορά είχε περάσει έναν ολόκληρο μήνα πετώντας στα σύννεφα, επειδή ένας άγνωστος άντρας τής είχε δώσει ένα λουλούδι στο κέντρο της ίδιας πλατείας.
Πίστευε ότι ήταν ένας απόλυτα φυσιολογικός άνθρωπος. Η απόφασή της να πεθάνει οφειλόταν σε δύο πολύ απλούς λόγους και ήταν σίγουρη ότι, αν άφηνε μια επεξηγηματική επιστολή, πολλοί θα συμφωνούσαν μαζί της.
Ο πρώτος λόγος: όλα στη ζωή της ήταν ίδια· εξάλλου -αφού περάσουν τα νιάτα- επέρχεται ο μαρασμός, με τα γηρατειά να αφήνουν αμετάκλητα σημάδια, τις αρρώστιες να καταφθάνουν και τους φίλους να φεύγουν. Τέλος πάντων, το να συνεχίσει να ζει δεν της πρόσφερε τίποτα πια• αντίθετα, οι πιθανότητες να αρχίσει να υποφέρει αυξάνονταν κατά πολύ.
Ο δεύτερος λόγος ήταν πιο φιλοσοφικός: η Βερόνικα διάβαζε εφημερίδες, έβλεπε τηλεόραση και ήταν ενημερωμένη για όσα συνέβαιναν στον κόσμο. Όλα ήταν στραβά και εκείνη δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να διορθώσει αυτή την κατάσταση - γεγονός που της προξενούσε την αίσθηση ότι είναι τελείως άχρηστη.

Προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν να πεθαίνει, αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε λόγος ν' ασχολείται, αφού θα το μάθαινε σε λίγα λεπτά.
Πόσα λεπτά;
Δεν είχε ιδέα. Όμως την ευχαριστούσε το γεγονός ότι επρόκειτο να μάθει την απάντηση σε αυτό για το οποίο όλοι αναρωτιούνται: Υπάρχει Θεός;
Αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε με πολλούς ανθρώπους, δεν ήταν αυτή η μεγάλη εσωτερική αναζήτηση της ζωής της. Στο πάλαι ποτέ κομουνιστικό καθεστώς στην επίσημη εκπαίδευση υποστηριζόταν ότι η ζωή τελείωνε με το θάνατο και η Βερόνικα κατέληξε να εξοικειωθεί με αυτή την ιδέα. Απ' την άλλη μεριά, η γενιά των γονιών της και των παππούδων της πήγαινε ακόμη στην εκκλησία, για προσκύνημα, προσευχόταν και ήταν απόλυτα πεπεισμένη ότι ο Θεός εισακούει τα λόγια μας.
Στα είκοσι τέσσερα χρόνια της, αφού έζησε όσα της επιτράπηκε να ζήσει -και δεν ήταν λίγα!-, η Βερόνικα ήταν σχεδόν σίγουρη ότι η ζωή τελείωνε με το θάνατο. Γι' αυτό είχε επιλέξει την αυτοκτονία: επιτέλους ελευθερία. Αιώνια λήθη.
Όμως, στα βάθη της καρδιάς της έμενε η αμφιβολία: Και αν υπάρχει Θεός; Στις τόσες χιλιετίες του ανθρώπινου πολιτισμού η αυτοκτονία ήταν ταμπού, ύβρη για όλους τους θρησκευτικούς κώδικες: ο άνθρωπος παλεύει για να επιβιώνει και όχι για να παραδίνεται. Το ανθρώπινο είδος πρέπει να αναπαράγεται• η κοινωνία έχει ανάγκη από εργατικά χέρια- το ζευγάρι χρειάζεται ένα λόγο για να συνεχίσει να μένει μαζί ακόμη και αφού πάψει να υπάρχει ο έρωτας• και μια χώρα χρειάζεται στρατιώτες, πολιτικούς και καλλιτέχνες.

Αν υπάρχει Θεός, κάτι που εγώ ειλικρινά δεν το πιστεύω, θα κατανοήσει ότι υφίστανται όρια σ αυτά που μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος. Ο Ίδιος δημιούργησε αυτή τη σύγχυση, με επακόλουθα την αθλιότητα, την αδικία, την πλεονεξία, τη μοναξιά. Οι προθέσεις Του πρέπει να ήταν αγαθές, όμως τα αποτελέσματα είναι μηδαμινά.
Αν υπάρχει Θεός, θα δείξει μεγαλοψυχία στα πλάσματα που θέλησαν να φύγουν πιο νωρίς απ αυτή τη Γη- μπορεί μάλιστα να ζητήσει συγνώμη που μας ανάγκασε να περάσουμε από δω.
Ποιος λογαριάζει τα ταμπού και τις δεισιδαιμονίες! Η θρησκευόμενη μητέρα της έλεγε: «Ο Θεός γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον». Αν είναι έτσι, τότε την έστειλε σ' αυτό τον κόσμο γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα κατέληγε να αυτοκτονήσει, άρα δε θα Τον σκανδάλιζε η πράξη της.
Η Βερόνικα άρχισε να αισθάνεται ένα ελαφρύ ανακάτωμα, που γρήγορα χειροτέρεψε. Σε λίγα λεπτά δεν μπορούσε πια να συγκεντρωθεί στη διπλανή πλατεία, έξω απ' το παράθυρο της. Ήξερε ότι ήταν χειμώνας, γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, και ο ήλιος έδυε γρήγορα. Ήξερε ότι άλλοι άνθρωποι θα συνέχιζαν να ζουν - εκείνη τη στιγμή, ένας νεαρός περνούσε μπροστά απ' το παράθυρό της και την κοίταξε, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι εκείνη η κοπέλα ήταν στα πρόθυρα του θανάτου. Ένα συγκρότημα Βολιβιανών μουσικών (που βρίσκεται η Βολιβία; Γιατί δε ρωτούσαν αυτό τα άρθρα των περιοδικών;) έπαιζε μπροστά στο άγαλμα του Φραντσέ Πρεσέρεν, του μεγάλου Σλοβένου ποιητή που σημάδεψε βαθιά την ψυχή του λαού του.
Άραγε θα προλάβαινε να ακούσει μέχρι τέλους τη μουσική που ερχόταν από την πλατεία; Θα ήταν μια ωραία ανάμνηση αυτής της ζωής: το δειλινό, η μελωδία που μετέφερε όνειρα απ' την άλλη μεριά του κόσμου, το ζεστό και άνετο δωμάτιο, το όμορφο και γεμάτο ζωή αγόρι που περνούσε... Είχε σταματήσει και τώρα την κοίταζε ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που την έβλεπε, καθώς ένιωθε πως τα χάπια άρχιζαν να επιδρούν μέσα της.
Της χαμογέλασε και του το ανταπέδωσε - δεν είχε τίποτα να χάσει. Της έγνεψε, εκείνη προσποιήθηκε ότι κοιτάζει κάπου αλλού - το είχε παρατραβήξει ο νεαρός. Αμήχανος συνέχισε το δρόμο του, ξεχνώντας για πάντα το πρόσωπο στο παράθυρο.
Όμως η Βερόνικα ευχαριστήθηκε που για μια ακόμη φορά κάποιος την είχε ποθήσει. Δεν αυτοκτονούσε από έλλειψη έρωτα. Ούτε από έλλειψη αγάπης απ' τους δικούς της ούτε εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων ή ανίατης ασθένειας.
Η Βερόνικα είχε αποφασίσει να πεθάνει εκείνο το όμορφο απόγευμα στη Λιουμπλιάνα, με Βολιβιανούς μουσικούς να παίζουν στην πλατεία, μ' έναν νέο να περνάει έξω απ' το παράθυρο της, και ήταν ευχαριστημένη με αυτά που τα μάτια της έβλεπαν και τα αφτιά της άκουγαν. Όμως ήταν επίσης ευχαριστημένη που δε θα αναγκαζόταν να βλέπει αυτά τα ίδια πράγματα για άλλα τριάντα, σαράντα ή πενήντα χρόνια - αφού έτσι θα έχαναν την πρωτοτυπία τους και θα μετασχηματίζονταν στην τραγωδία μιας ζωής όπου όλα επαναλαμβάνονται και η προηγούμενη μέρα είναι πάντα ίδια με την επόμενη. ...




«Βιλέτ». Το περιβόητο και τρομερό άσυλο φρενοβλαβών, που υπήρχε από το 1991, έτος της ανεξαρτησίας της χώρας…………………………………………………………………………………………………….
…………………………………………………………………………………………………………
Πολλοί που ήθελαν να απαλλαγούν από κάποιο μέλος της οικογένειάς τους λόγω κληρονομικών διαφωνιών (ή ενοχλητικής συμπεριφοράς) ξόδευαν μια περιουσία και αποκτούσαν ένα ιατρικό πιστοποιητικό που επέτρεπε τον εγκλεισμό στο άσυλο των παιδιών ή των γονέων που δημιουργούσαν τα προβλήματα. Άλλοι, για να ξεφύγουν από χρέη ή για να δικαιολογήσουν πράξεις που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε πολυετείς φυλακίσεις, περνούσαν ένα διάστημα στο άσυλο και απαλλάσσονταν από οποιαδήποτε εκκρεμότητα ή ποινική δίωξη.
«Βιλέτ». Το μέρος απ' όπου κανείς δεν είχε δραπετεύσει ποτέ, όπου μπερδεύονταν οι αληθινά τρελοί –σταλμένοι εκεί από τη δικαιοσύνη ή από άλλα νοσοκομεία- με εκείνους στους οποίους απέδιδαν φρενοβλάβεια ή εκείνους που προσποιούνταν παραφροσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν πραγματική σύγχυση και ο Τύπος συνεχώς δημοσίευε ιστορίες κακοποιήσεων και καταχρήσεων, αν και ποτέ εκπρόσωποι του δεν είχαν πάρει άδεια να μπουν και να δουν τι συνέβαινε. Η κυβέρνηση ερευνούσε τις καταγγελίες, μα δεν έβρισκε αποδείξεις, ενώ οι μέτοχοι απειλούσαν να διαδώσουν ότι ήταν δύσκολες εκεί οι επενδύσεις από το εξωτερικό• έτσι το ίδρυμα κατόρθωνε να διατηρείται αλώβητο και ολοένα πιο ισχυρό.
«Η θεία μου αυτοκτόνησε πριν από μερικούς μήνες», συνέχισε η γυναικεία φωνή. «Πέρασε σχεδόν οχτώ χρόνια χωρίς να βγαίνει απ' το δωμάτιο, έτρωγε, πάχαινε, κάπνιζε, έπαιρνε ηρεμιστικά και κοιμόταν τον περισσότερο καιρό. Είχε δύο κόρες και έναν άντρα που την αγαπούσε».
Η Βερόνικα προσπάθησε να στρέψει το κεφάλι της προς την κατεύθυνση της φωνής, αλλά ήταν αδύνατο.
«Μόνο μια φορά την είδα να αντιδρά: όταν ο άντρας της βρήκε ερωμένη. Τότε έκανε σκηνές, έχασε μερικά κιλά, έσπασε ποτήρια και για βδομάδες ολόκληρες δεν άφηνε τη γειτονιά να κοιμηθεί με τις φωνές της. Όσο κι αν φαίνεται παράλογο, νομίζω ότι ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της: για κάτι αγωνιζόταν, ένιωθε ζωντανή και ικανή να αντιδράσει στην πρόκληση που ορθωνόταν εμπρός της».
Τι σχέση έχω εγώ; σκεφτόταν η Βερόνικα, ανίκανη να μιλήσει. Εγώ δεν είμαι η θεία σου, δεν έχω άντρα!
«Τελικά ο άντρας της παράτησε την ερωμένη», συνέχισε η γυναίκα. «Η θεία μου, σιγά σιγά, επέστρεψε στη γνωστή απάθεια της. Μια μέρα μου τηλεφώνησε λέγοντας ότι σκόπευε να αλλάξει ζωή - είχε κόψει και το κάπνισμα. Την ίδια βδομάδα, αφού αύξησε τα ηρεμιστικά εξαιτίας της έλλειψης του τσιγάρου, ενημέρωσε τους πάντες ότι σκόπευε να αυτοκτονήσει.
«Κανείς δεν την πίστεψε. Κάποιο πρωινό, μου άφησε ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή και αυτοκτόνησε με γκάζι. Άκουσα πολλές φορές το μήνυμα- ποτέ δεν είχα ακούσει τη φωνή της τόσο ήρεμη και συμβιβασμένη με τη μοίρα της. Έλεγε ότι δεν ήταν ούτε ευτυχισμένη ούτε δυστυχισμένη και γι' αυτό δεν άντεχε πια».
Η Βερόνικα ένιωσε συμπόνια για τη γυναίκα που διηγιόταν την ιστορία και που φαινόταν να προσπαθεί να κατανοήσει το θάνατο της θείας της. Πώς να κρίνεις -σ' έναν κόσμο όπου προσπαθεί κανείς να επιβιώσει με κάθε τίμημα- τους ανθρώπους που αποφασίζουν να πεθάνουν;
Κανείς δεν μπορεί να κρίνει. Ο καθένας γνωρίζει τις διαστάσεις του πόνου του ή της απόλυτης απουσίας νοήματος στη ζωή του.

Είμαι ζωντανή, σκέφτηκε η Βερόνικα. Θα ξαναρχίσουν όλα απ' την αρχή. Θα χρειαστεί να περάσω λίγο καιρό εδώ μέσα, μέχρι να διαπιστώσουν ότι είμαι απόλυτα φυσιολογική. Ύστερα θα μου δώσουν εξιτήριο και θα ξαναδώ τους δρόμους της Λιουμπλιάνας, τη στρογγυλή πλατεία της, τις γέφυρες, τον κόσμο να πηγαινοέρχεται στη δουλειά.
Καθώς οι άνθρωποι έχουν την τάση να βοηθούν τους άλλους -μόνο και μόνο για να αισθάνονται καλύτεροι άνθρωποι απ ό,τι είναι πραγματικά-, θα με ξαναπάρουν στη δουλειά μου, στη βιβλιοθήκη. Με τον καιρό θα αρχίσω να πηγαίνω πάλι στα ίδια μπαρ, στις ίδιες μπουάτ, θα μιλάω με τους φίλους μου για τις αδικίες και τα προβλήματα του κόσμου, θα πηγαίνω στον κινηματογράφο, θα κάνω περίπατο στη λίμνη.
Αφού επέλεξα να πάρω χάπια, δεν έχω καμιά παραμόρφωση: παραμένω νέα, όμορφη, έξυπνη και δε θα έχω -όπως ποτέ δεν είχα- καμιά δυσκολία στο να κάνω δεσμούς. Θα κάνω έρωτα με τους περιστασιακούς φίλους μου, στα σπίτια τους ή στο δάσος, θα νιώθω μια κάποια ηδονή, αλλά αμέσως μετά τον οργασμό θα επιστρέφει η αίσθηση του κενού. Δε θα έχουμε πια πολλά να πούμε και θα το ξέρουμε και εγώ και αυτός: θα φτάνει η ώρα να πούμε μια δικαιολογία ο ένας στον άλλο -«είναι αργά» η «αύριο πρέπει να σηκωθώ νωρίς»- και θα φεύγουμε όσο πιο βιαστικά γίνεται, αποφεύγοντας να κοιταχτούμε στα μάτια.
Γυρίζω στο δωμάτιο που έχω νοικιάσει στη μονή. Προσπαθώ να διαβάσω ένα βιβλίο, ανάβω την τηλεόραση για να δω τα ίδια και τα ίδια προγράμματα, βάζω το ξυπνητήρι για να ξυπνήσω ακριβώς την ίδια ώρα που ξύπνησα και χτες, επαναλαμβάνω μηχανικά τις εργασίες που μου αναθέτουν στη βιβλιοθήκη. Τρώω το σάντουιτς στον κήπο απέναντι από το θέατρο, καθισμένη στο ίδιο παγκάκι μαζί με άλλους ανθρώπους, που επίσης διαλέγουν τα ίδια παγκάκια για να φάνε και έχουν το ίδιο άδειο βλέμμα, αλλά προσποιούνται ότι τους απασχολούν πάρα πολύ σημαντικά πράγματα.
Ύστερα επιστρέφω στη δουλειά, ακούω μερικά σχόλια για το ποιος βγαίνει με ποιον, από τι πάσχει ο καθένας, πώς κάποια έκλαψε για τον άντρα της - και μένω με την αίσθηση ότι είμαι προνομιούχα, είμαι όμορφη, έχω δουλειά, κάνω όποιο δεσμό θέλω. Έπειτα γυρίζω στα μπαρ στο τέλος της μέρας και ο κύκλος ξαναρχίζει.

Η μητέρα μου -που θα πρέπει να ανησυχεί τρομερά με την απόπειρα αυτοκτονίας μου- θα ξεπεράσει την τρομάρα της και θα συνεχίσει να με ρωτάει τι θα κάνω στη ζωή μου, γιατί δε μοιάζω στους άλλους ανθρώπους, αφού στο κάτω κάτω τα πράγματα δεν είναι και τόσο πολύπλοκα όσο πιστεύω εγώ. «Κοίτα εμένα, για παράδειγμα, που είμαι παντρεμένη χρόνια τώρα με τον πατέρα σου και προσπάθησα να σου δώσω την καλύτερη ανατροφή και το καλύτερο παράδειγμα».
Μια μέρα βαριέμαι πια να την ακούω να επαναλαμβάνει πάντα το ίδιο τροπάρι και, για να την ευχαριστήσω, παντρεύομαι έναν άντρα και αναγκάζω τον εαυτό μου να τον αγαπήσει. Αυτός και εγώ θα βρούμε τελικά έναν τρόπο να ονειρευόμαστε μαζί το μέλλον μας: εξοχικό, παιδιά, το μέλλον των παιδιών μας. Θα κάνουμε πολύ έρωτα την πρώτη χρονιά, λιγότερο τη δεύτερη και απ' την τρίτη ίσως να σκεφτόμαστε το σεξ μια φορά το δεκαπενθήμερο και να μετουσιώνουμε αυτή τη σκέψη σε πράξη μόλις μια φορά το μήνα. Το χειρότερο: σχεδόν δε θα μιλάμε. Εγώ θα αναγκαστώ να αποδεχτώ αυτή την κατάσταση και θα αναρωτιέμαι τι το στραβό έχω - αφού δεν καταφέρνω να του προκαλέσω το ενδιαφέρον, δε μου δίνει σημασία και όλο μιλάει για τους φίλους τον σαν να είναι αυτοί ο πραγματικός κόσμος του.
Όταν ο γάμος μας θα κρέμεται κυριολεκτικά από μια κλωστή, θα μείνω έγκυος. Θα κάνουμε παιδί, θα περάσουμε κάμποσο καιρό πιο δεμένοι ο ένας με τον άλλο και έπειτα η κατάσταση θα ξαναγίνει όπως πριν.
Ύστερα θα αρχίσω να παχαίνω, όπως η θεία της χτεσινής νοσοκόμας- ή προχτεσινής, δεν είμαι σίγουρη. Και θα αρχίσω να κάνω δίαιτα και θα είμαι διαρκώς ηττημένη, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα, από το βάρος που επιμένει να αυξάνεται παρόλο που προσέχω.
Τότε πια θα αρχίσω να παίρνω τα μαγικά φάρμακα που διώχνουν την κατάθλιψη - και θα κάνω μερικά παιδιά σε νύχτες βιαστικού έρωτα. Θα λέω σε όλους ότι τα παιδιά είναι το νόημα της ζωής μου, αλλά στην πραγματικότητα αυτά θα γυρεύουν νόημα απ' τη ζωή μου.
Όλοι θα μας θεωρούν πάντα ευτυχισμένο ζευγάρι και κανείς δε θα ξέρει πόση μοναξιά, πίκρα και εγκατάλειψη κρύβει αυτή η επίφαση ευτυχίας.
Μέχρι που μια μέρα, όταν ο άντρας μου βρει την πρώτη ερωμένη του, θα κάνω σκηνή, όπως η θεία της νοσοκόμας, ή θα σκεφτώ και πάλι να αυτοκτονήσω. Αλλά θα είμαι τότε γριά και δειλή, με δύο ή τρία παιδιά που θα χρειάζονται τη βοήθεια μου και τα οποία θα πρέπει να αναθρέψω, να τα ετοιμάσω να βγουν στον κόσμο - πριν μπορέσω να τον παρατήσω. Δε θα αυτοκτονήσω-θα χαλάσω τον κόσμο, θα απειλήσω να φύγω με τα παιδιά.
Εκείνος, όπως κάθε άντρας, θα κάνει πίσω, θα πει ότι με αγαπάει και ότι δε θα επαναληφθεί. Ποτέ δε θα του περάσει απ' το μυαλό ότι, αν πραγματικά αποφάσιζα να φύγω, η μόνη επιλογή μου θα ήταν να γυρίσω στο σπίτι των γονιών μου και να περάσω εκεί το υπόλοιπο της ζωής μου, αναγκασμένη να ακούω κάθε μέρα τη μητέρα μου να γκρινιάζει που έχασα μια μοναδική ευκαιρία να ζήσω ευτυχισμένη, ότι ήταν τέλειος σύζυγος παρά τα όποια μικρά ελαττώματά του, ότι τα παιδιά μου θα υποφέρουν πολύ εξαιτίας του χωρισμού.
Δύο ή τρία χρόνια αργότερα, άλλη γυναίκα θα εμφανιστεί στη ζωή του. Θα το ανακαλύψω -επειδή θα την έχω δει ή επειδή κάποιος θα μου το έχει πει-, αλλά αυτή τη φορά θα προσποιηθώ ότι δεν ξέρω. Ξόδεψα όλη την ενέργεια μου στον αγώνα κατά της προηγούμενης ερωμένης, δεν περίσσεψε τίποτα- καλύτερα να δεχτώ τη ζωή όπως είναι στην πραγματικότητα και όχι όπως εγώ φανταζόμουν πως είναι. Η μητέρα μου είχε δίκιο.
Αυτός θα συνεχίσει να μου φέρεται ευγενικά, εγώ θα συνεχίσω τη δουλειά μου στη βιβλιοθήκη, τρώγοντας σάντουιτς στην πλατεία του θεάτρου, με τα βιβλία που ποτέ δεν κατορθώνω να τελειώσω, τα τηλεοπτικά προγράμματα που θα συνεχίσουν να είναι ίδια σε δέκα, είκοσι, πενήντα χρόνια.
Μόνο που θα τρώω τα σάντουιτς με ενοχές, επειδή παχαίνω- και δε θα ξαναπάω σε μπαρ, επειδή έχω ένα σύζυγο που με περιμένει στο σπίτι για να φροντίσω τα παιδιά.
Από κει και πέρα θα περιμένω τα παιδιά να μεγαλώσουν και θα σκέφτομαι κάθε μέρα την αυτοκτονία, χωρίς να έχω το κουράγιο να τη διαπράξω.
Κάποια ωραία μέρα φτάνω στο συμπέρασμα ότι έτσι είναι ηζωή, δεν ωφελεί, τίποτα δε θα αλλάξει. Και συμβιβάζομαι.

«Εσύ η ίδια καθόρισες τη μοίρα σου», αναστέναξε ο νεαρός, ζυγιάζοντας κάθε λέξη του. «Μάθε λοιπόν τις συνέπειες της πράξης σου: κατά τη διάρκεια του κώματος που προκάλεσαν τα ναρκωτικά χάπια, η καρδιά σου υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη. Νέκρωση της κοιλίας...»
«Μίλα πιο απλά», συνέστησε ο μεγαλύτερος. «Πες κατευθείαν αυτό που την ενδιαφέρει».
«Η καρδιά σου υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη. Και σύντομα θα σταματήσει να χτυπά».
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε τρομαγμένη.
«Όταν η καρδιά πάψει να χτυπά, αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα: σωματικό θάνατο. Δε γνωρίζω ποιες θρησκευτικές πεποιθήσεις έχεις, αλλά...»
«Σε πόσο καιρό θα πάψει να χτυπάει η καρδιά μου;» τον διέκοψε η Βερόνικα.
«Σε πέντε μέρες, μια βδομάδα το πολύ».
Η Βερόνικα αντιλήφθηκε ότι πίσω από την επαγγελματική εμφάνιση και συμπεριφορά, πίσω από την επίφαση ανησυχίας, ο νεαρός ένιωθε τεράστια ευχαρίστηση μ' αυτό που έλεγε. Σαν να της άξιζε η τιμωρία - και χρησίμευε για να παραδειγματιστούν όλοι οι άλλοι.
Στη ζωή της η Βερόνικα είχε προσέξει ότι πάρα πολλοί άνθρωποι που γνώριζε σχολίαζαν τα τρομερά πράγματα που συνέβαιναν σε άλλους σαν να νοιάζονταν πολύ να βοηθήσουν, ενώ στην πραγματικότητα ευχαριστιόνταν με τον πόνο των άλλων, επειδή αυτό τους έκανε να πιστεύουν ότι ήταν ευτυχισμένοι, ότι η ζωή είχε φανεί γενναιόδωρη μαζί τους. Απεχθανόταν τέτοιου είδους ανθρώπους. Δε θα έδινε στον νεαρό την ευκαιρία να επωφεληθεί από τη δική της κατάσταση για να βγάλει τα απωθημένα του.
Κράτησε το βλέμμα της κολλημένο στο δικό του. Και χαμογέλασε.
«Άρα, δεν απέτυχα».
«Όχι», ήταν η απάντηση. Όμως η χαρά του από την ανακοίνωση τραγικών ειδήσεων είχε εξαφανιστεί. 



ΤΗ ΝΎΧΤΑ, ΩΣΤΟΣΟ, ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΦΟΒΑΤΑΙ. Άλλο ήταν η ταχεία δράση των χαπιών και άλλο να περιμένεις το θάνατο επί πέντε μέρες ή μία βδομάδα - αφού έχεις ζήσει τα πάντα.
Είχε περάσει τη ζωή της πάντα κάτι περιμένοντας: τον πατέρα να γυρίσει απ' τη δουλειά, το γράμμα του αγαπημένου -που δεν ερχόταν-, τα διαγωνίσματα στο τέλος της χρονιάς, το τρένο, το λεωφορείο, το τηλεφώνημα, τις διακοπές, το τέλος των διακοπών. Τώρα έπρεπε να περιμένει το θάνατο, που ερχόταν με προσημειωμένη ημερομηνία.
Αυτό μόνο σε μένα μπορούσε να συμβεί. Κανονικά οι άνθρωποι πεθαίνουν ακριβώς τη μέρα που νομίζουν ότι δε θα πεθάνουν.
Έπρεπε να βγει από κει και να βρει καινούρια χάπια. Αν δεν έβρισκε και η μόνη λύση ήταν να πηδήξει από κάποιο κτίριο στη Λιουμπλιάνα, θα το έκανε (είχε προσπαθήσει να γλιτώσει τους γονείς της από τον επιπλέον πόνο, αλλά τώρα πια δε γινόταν αλλιώς).
…………………………………………………………………………………………………..
……………………………………………………………………………………

Φυλακή είναι εδώ;» ρώτησε την επιτηρήτρια, που είχε αφήσει το διάβασμα και παρακολουθούσε την κάθε κίνηση της.
«Όχι. Ίδρυμα».
«Δεν είμαι τρελή».
Η γυναίκα γέλασε:
«Αυτό ακριβώς λένε όλοι εδώ».
«Εντάξει. Τότε είμαι τρελή. Τι σημαίνει τρελός;»
Η γυναίκα είπε ότι η Βερόνικα δεν έπρεπε να μένει πολλή ώρα όρθια και την έστειλε πίσω στο κρεβάτι της.
«Τι σημαίνει τρελός;» επέμεινε η Βερόνικα.
«Ρώτα αύριο το γιατρό. Και πήγαινε να κοιμηθείς, αλλιώς θα αναγκαστώ να σου δώσω ηρεμιστικό χωρίς να το θέλω».
Η Βερόνικα υπάκουσε. Καθώς γύριζε, άκουσε κάποιον να ψιθυρίζει από ένα κρεβάτι:
«Δεν ξέρεις τι σημαίνει τρελός;»
Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην απαντήσει: δεν ήθελε να κάνει φίλους, να δημιουργήσει κοινωνικό κύκλο, να βρει συμμάχους για μεγάλη ομαδική εξέγερση. Είχε μόνο μία εμμονή: το θάνατο. Αν ήταν αδύνατο να δραπετεύσει, θα τα κατάφερνε να σκοτωθεί, ακόμη και εκεί μέσα, όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Όμως η γυναίκα επανέλαβε την ερώτηση που έκανε η Βερόνικα στην επιτηρήτρια:
«Δεν ξέρεις τι σημαίνει τρελός;»
«Ποια είσαι;»
«Με λένε Ζέντκα………………………………………»
………………………………………… Τι σήμαινε «τρελός»; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα, επειδή αυτή η λέξη χρησιμοποιόταν μ' έναν τρόπο τελείως
άναρχο: έλεγαν, για παράδειγμα, ότι μερικοί αθλητές ήταν τρελοί που ήθελαν να καταρρίπτουν ρεκόρ- ή ότι οι καλλιτέχνες ήταν τρελοί, αφού ζούσαν ζωή χωρίς ασφάλεια και σιγουριά, διαφορετική από των «κανονικών» ανθρώπων. Απ' την άλλη, η Βερόνικα είχε δει πολλούς ανθρώπους να περπατούν το χειμώνα στους δρόμους της Λιουμπλιάνας χωρίς ζεστά ρούχα, να σπρώχνουν καροτσάκια του σούπερ μάρκετ γεμάτα σακούλες και κουρέλια και να κηρύσσουν το τέλος του κόσμου.
Δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Όπως είπε ο γιατρός, είχε κοιμηθεί σχεδόν μια βδομάδα, διάστημα πολύ μεγάλο για κάποιον συνηθισμένο σε ζωή χωρίς μεγάλες συγκινήσεις αλλά με αυστηρά ωράρια ανάπαυσης. Τι σήμαινε τρελός; Ίσως ήταν καλύτερα να ρωτήσει έναν απ' τους ίδιους.
……………………………………………………………………………………………………………
«Δεν ξέρω τι σημαίνει τρελός», ψιθύρισε η Βερόνικα. «Αλλά εγώ δεν είμαι. Είμαι μια απογοητευμένη αυτόχειρας».
«Τρελός είναι αυτός που ζει στον κόσμο του. Όπως οι σχιζοφρενείς, οι ψυχοπαθείς, οι μανιακοί. Δηλαδή άνθρωποι διαφορετικοί από τους άλλους».
«Όπως εσύ;»
«Θα έχεις ακούσει σίγουρα για τον Αϊνστάιν», συνέχισε η Ζέντκα κάνοντας ότι δεν άκουσε το σχόλιο, «που είπε ότι δεν υπάρχει χρόνος και χώρος αλλά μια ένωση αυτών των δυο. Ή για τον Κολόμβο, που επέμενε ότι απ' την άλλη πλευρά της θάλασσας δεν υπήρχε η άβυσσος αλλά μια ήπειρος. Ή για τον Έντμουντ Χίλαρι, που βεβαίωνε ότι ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην κορυφή του Έβερεστ. Ή για τους Μπιτλς, που δημιούργησαν μια διαφορετική μουσική και ντύνονταν σαν να ήταν τελείως έξω απ' την εποχή τους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι -και χιλιάδες άλλοι- ζούσαν στον κόσμο τους».
Αυτή η τρελή λέει πράγματα που έχουν λογική, σκέφτηκε η Βερόνικα και θυμήθηκε ιστορίες που της έλεγε η μητέρα της για αγίους που βεβαίωναν ότι είχαν μιλήσει με τον Χριστό ή την Παναγία. Ζούσαν σε δικό τους κόσμο;
«Είδα μια γυναίκα με φόρεμα κόκκινο και με ντεκολτέ, με μάτια θαμπά, να περπατάει στους δρόμους της Λιουμπλιάνας, ενώ το θερμόμετρο έδειχνε πέντε βαθμούς υπό το μηδέν. Νόμισα ότι ήταν μεθυσμένη και πήγα να τη βοηθήσω, αλλά δε δέχτηκε να της δώσω το σακάκι μου».
«Ίσως στο δικό της κόσμο να ήταν καλοκαίρι και το σώμα της να έκαιγε από πόθο για κάποιον που την περίμενε. Ακόμη και αν αυτός ο κάποιος υπήρχε μόνο στο σαλεμένο λογικό της, έχει το δικαίωμα να ζήσει και να πεθάνει όπως θέλει, δε νομίζεις;»
Η Βερόνικα δεν ήξερε τι να πει, αλλά τα λόγια της τρελής είχαν κάποια λογική. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν εκείνη η γυναίκα που είχε δει μισόγυμνη στους δρόμους της Λιουμπλιάνας.

«Θα σου διηγηθώ μια ιστορία», είπε η Ζέντκα. «Ένας δυνατός μάγος που ήθελε να αφανίσει ένα βασίλειο έριξε ένα μαγικό φίλτρο στο πηγάδι απ' όπου έπιναν νερό όλοι οι κάτοικοι του. Όποιος έπαιρνε απ' αυτό το νερό θα τρελαινόταν.
»Το επόμενο πρωινό ήπιε όλος ο λαός και οι πάντες τρελάθηκαν, εκτός απ' το βασιλιά- που είχε ένα πηγάδι μόνο για τον εαυτό του και την οικογένεια του και στο οποίο δεν κατόρθωσε να φτάσει ο μάγος. Ανήσυχος ο βασιλιάς, προσπάθησε να ηρεμήσει το λαό και θέσπισε μια σειρά μέτρων για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια- αλλά οι αστυνομικοί και οι επιθεωρητές, που είχαν πιει το δηλητηριασμένο νερό, βρήκαν παράλογα τα διατάγματα του βασιλιά και αποφάσισαν να μην τα εφαρμόσουν καθόλου.
»Όταν οι κάτοικοι του βασιλείου έμαθαν τις αποφάσεις, πίστεψαν ότι ο μονάρχης είχε παραφρονήσει και έγραφε πράγματα χωρίς νόημα. Πήγαν στο κάστρο κραυγάζοντας και απαίτησαν να παραιτηθεί.
«Απελπισμένος ο βασιλιάς δέχτηκε να αφήσει το θρόνο, αλλά η βασίλισσα τον εμπόδισε λέγοντας: "Πάμε αμέσως στην πηγή να πιούμε κι εμείς. Έτσι θα γίνουμε ίδιοι μ' αυτούς".
»Έτσι και έγινε: ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήπιαν το νερό της παραφροσύνης και άρχισαν αμέσως να λένε λόγια χωρίς νόημα. Την ίδια στιγμή, οι υπήκοοι άλλαξαν γνώμη: τώρα που ο βασιλιάς έδειχνε τόση σοφία, γιατί να μην τον αφήσουν να κυβερνήσει τη χώρα;
»Η χώρα παρέμεινε ήρεμη, αν και οι κάτοικοι της συμπεριφέρονταν πολύ διαφορετικά από τους γείτονες τους. Και ο βασιλιάς κυβέρνησε μέχρι το τέλος της ζωής του».


Η Βερόνικα γέλασε.
«Εσύ δε μου φαίνεσαι τρελή», είπε.
«Και όμως είμαι- αν και τώρα θεραπεύομαι, επειδή η περίπτωση μου είναι απλή: αρκεί να ξαναβάλουν στον οργανισμό μου μια συγκεκριμένη χημική ουσία. Πάντως, ελπίζω αυτή η ουσία να λύσει μόνο το πρόβλημα της χρόνιας κατάθλιψης μου. θέλω να παραμείνω τρελή, να ζω τη ζωή μου όπως ονειρεύομαι εγώ και όχι όπως επιθυμούν οι άλλοι. Ξέρεις τι υπάρχει έξω, πέρα απ' τους τοίχους της "Βιλέτ";»
«Άνθρωποι που ήπιαν απ' το ίδιο πηγάδι».
«Ακριβώς», είπε η Ζέντκα. «Νομίζουν ότι είναι κανονικοί, επειδή κάνουν όλοι τα ίδια πράγματα. Θα προσποιηθώ ότι ήπια κι εγώ το ίδιο νερό».
«Εγώ έχω πιει κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα μου. Ποτέ δεν είχα κατάθλιψη, ούτε μεγάλες χαρές και λύπες. Τα προβλήματά μου είναι ίδια με όλου του κόσμου».
Η Ζέντκα έμεινε για λίγο σιωπηλή.
«Μας είπαν ότι θα πεθάνεις».
Η Βερόνικα δίστασε μια στιγμή: μπορούσε να εμπιστευτεί μία ξένη; Έπρεπε όμως να το διακινδυνεύσει.
«Μέσα σε πέντε έξι μέρες μόνο. Σκέφτομαι αν υπάρχει τρόπος να πεθάνω νωρίτερα. Αν εσύ ή κάποιος εδώ μέσα κατάφερνε να βρει και άλλα χάπια, είμαι σίγουρη ότι η καρδιά μου δε θα άντεχε αυτή τη φορά. Νιώσε με πόσο υποφέρω έτσι που αναγκάζομαι να περιμένω το θάνατο και βοήθησε με!»

ΗΤΑΝ Η ΠΡΏΤΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΉ ΜΈΡΑ ΤΗΣ στο φρενοκομείο. Βγήκε απ' το θάλαμο, ήπιε καφέ στη μεγάλη τραπεζαρία, όπου άντρες και γυναίκες έτρωγαν μαζί. Διαπίστωσε ότι, αντίθετα απ' ό,τι έδειχναν στις ταινίες -φασαρίες, φωνές, τρελές χειρονομίες-, όλα φαίνονταν τυλιγμένα σε μια ατμόσφαιρα καταπιεστικής σιωπής· φαινόταν σαν κανείς να μη θέλει να μοιραστεί τον εσωτερικό κόσμο του με ξένους.


Μετά τον καφέ (ήταν ανεκτός• για την κάκιστη φήμη της «Βιλέτ» δεν μπορούσε να κατηγορηθεί το κυλικείο) βγήκαν όλοι να τους δει ο ήλιος. Στην πραγματικότητα, δεν είχε καθόλου ήλιο - η θερμοκρασία ήταν κάτω του μηδενός και ο κήπος ήταν σκεπασμένος με χιόνι.
«Δε βρίσκομαι εδώ για να διατηρήσω τη ζωή μου, αλλά για να τη χάσω», είπε η Βερόνικα σ' έναν από τους νοσοκόμους.
«Και έτσι να είναι, πρέπει να βγεις στον ήλιο».
«Εσείς είστε οι τρελοί: αφού δεν έχει ήλιο!»
«Έχει όμως φως, που βοηθάει να ηρεμήσουν οι έγκλειστοι. Δυστυχώς ο χειμώνας κρατάει πολύ σε μας- αν δεν ήταν έτσι, θα είχαμε λιγότερη δουλειά».
Ήταν ανώφελο να συζητάει. Βγήκε, περπάτησε λίγο, κοιτάζοντας τα πάντα γύρω της και γυρεύοντας κρυφά έναν τρόπο διαφυγής………………………………………………………………………………………………………

«Είμαι η Ζέντκα», είπε μια γυναίκα πλησιάζοντας.
Την προηγούμενη νύχτα δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο της – είχε κουλουριαστεί στο πλάι του κρεβατιού όση ώρα μιλούσαν.
Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα πέντε και φαινόταν φυσιολογικότατη.
………………………………………………………………………………………………………
……………………………….
……………………………………..
…………………………….
…………………………………………………………………………………………………
«Κάνει κρύο, αλλά είναι ωραίο πρωινό», είπε η Ζέντκα. «Είναι παράξενο, αλλά η κατάθλιψη δε με κυρίευε ποτέ τέτοιες μέρες, συννεφιασμένες, γκρίζες και κρύες. Όποτε ήταν έτσι ο καιρός, εγώ ένιωθα ότι η φύση ήταν σύμφωνη μαζί μου, ότι αντικατόπτριζε την ψυχή μου. Απ' την άλλη, όποτε έβγαινε ο ήλιος, ενώ τα παιδιά έβγαιναν να παίξουν στους δρόμους κι όλοι χαίρονταν την ομορφιά της μέρας, εγώ ένιωθα χάλια. Σαν να ήταν αδικία όλο αυτό το κέφι στο οποίο εγώ δεν μπορούσα να συμμετάσχω».
……………………………………………………………………………………………………………..
«Διέκοψες αυτό που έλεγες. Μιλούσες για εκείνο που ζήτησα».
«Υπάρχει εδώ μια ομάδα ανθρώπων. Άντρες και γυναίκες που θα μπορούσαν να έχουν πάρει εξιτήριο, να είναι στα σπίτια τους, αλλά δε θέλουν να φύγουν. Οι λόγοι τους είναι πολλοί: η "Βιλέτ" δεν είναι τόσο άσχημη όσο λέγεται, αν και πολύ απέχει από ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Εδώ μέσα όλοι μπορούν να λένε αυτό που σκέφτονται, να κάνουν ό,τι τους καπνίσει, χωρίς να δέχονται κανενός είδους κριτική• στο κάτω κάτω σε τρελοκομείο βρίσκονται. Έπειτα, όταν έρχονται οι κρατικοί επιθεωρητές, αυτοί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν να έχουν παραφροσύνη με μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας, αφού μερικοί απ' αυτούς βρίσκονται εδώ με έξοδα του κράτους. Οι γιατροί το ξέρουν, αλλά φαίνεται ότι υπάρχει κάποια εντολή από τους ιδιοκτήτες να παραμείνει η κατάσταση όπως έχει - αφού υπάρχουν περισσότερες θέσεις απ' όσοι είναι οι ασθενείς».
«Μπορούν να βρουν τα χάπια;»
«Προσπάθησε να έρθεις σ' επαφή μαζί τους• αποκαλούν την ομάδα τους "Αδελφότητα"».
Η Ζέντκα έδειξε μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά που συζητούσε ζωηρά με άλλες, πιο νέες γυναίκες.
«Τη λένε Μαρί και ανήκει στην "Αδελφότητα". Αυτή να ρωτήσεις».
Η Βερόνικα ξεκίνησε να πάει προς τη Μαρί, αλλά η Ζέντκα τη σταμάτησε:
«Όχι τώρα. Διασκεδάζει. Δε θα διακόψει την ευχαρίστησή της για χάρη μιας ξένης. Αν αντιδράσει άσχημα, δε θα μπορέσεις ποτέ πια να την ξαναπλησιάσεις. Οι τρελοί πάντα εμπιστεύονται την πρώτη εντύπωση».
Η Βερόνικα γέλασε για τον τρόπο με τον οποίο η Ζέντκα τόνισε τη λέξη «τρελοί». Όμως, άρχισε να ανησυχεί, γιατί όλα αυτά της φαίνονταν λογικά και πάρα πολύ βολικά. Μετά από τόσα χρόνια που πήγαινε απ' τη δουλειά στο μπαρ, απ' το μπαρ στο κρεβάτι του αγαπητικού απ' το κρεβάτι στο δωμάτιο, απ' το δωμάτιο στο σπίτι της μητέρας της, τώρα ζούσε μια εμπειρία που δεν είχε δει ούτε στα όνειρά της: το άσυλο, την τρέλα, το τρελοκομείο. Όπου οι άνθρωποι δεν ντρέπονταν να εξομολογηθούν ότι είναι τρελοί. Όπου κανείς δε διέκοπτε αυτό που του άρεσε, μόνο και μόνο για να κάνει χάρη στους άλλους.
Άρχισε να αμφιβάλλει αν η Ζέντκα μιλούσε λογικά ή αν ήταν ένας τρόπος που είχαν υιοθετήσει οι ψυχικά ασθενείς για να φαντασιώνονται ότι ζουν σ' έναν κόσμο καλύτερο απ' των άλλων. Όμως τι σημασία είχε; Ζούσε κάτι ενδιαφέρον, διαφορετικό, ανέλπιστο: φαντάσου ένα μέρος όπου οι άνθρωποι παίζουν τους τρελούς για να κάνουν ό,τι θέλουν,
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Βερόνικα ένιωσε στην καρδιά της μια σουβλιά. Η συζήτηση με το γιατρό γύρισε αμέσως στη σκέψη της και καταλήφθηκε από φόβο.
«Θέλω να περπατήσω μόνη», είπε στη Ζέντκα. Στο κάτω κάτω ήταν και αυτή τρελή και δεν είχε ανάγκη να θέλει να είναι ευχάριστη σε κανέναν.
Η γυναίκα απομακρύνθηκε και η Βερόνικα έμεινε να αγναντεύει τα βουνά πέρα απ' τους τοίχους της «Βιλέτ». Μια επιθυμία για ζωή πήρε να αχνοφαίνεται, αλλά η Βερόνικα την απομάκρυνε αποφασισμένη.
Πρέπει να βρω γρήγορα τα χάπια.
Συλλογίστηκε την κατάσταση της εκεί: πολύ απείχε απ' το να είναι ιδανική. Ακόμη και αν της έδιναν τη δυνατότητα να ζήσει όποια τρέλα της κάπνιζε, δε θα ήξερε τι να κάνει.
Ποτέ δεν είχε κανενός είδους τρέλα.

...............................
Οι περισσότεροι στήθηκαν μπροστά στην τηλεόραση. Άλλοι κοιτούσαν το κενό, άλλοι κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα με τον εαυτό τους - αλλά ποιος δεν το έχει κάνει αυτό σε κάποια στιγμή της ζωής του; Η Βερόνικα πρόσεξε ότι η μεγαλύτερη γυναίκα, η Μαρί, βρισκόταν τώρα μαζί με μια μεγαλύτερη παρέα σε κάποια γωνιά της πελώριας αίθουσας. Μερικοί έγκλειστοι βόλταραν εκεί κοντά και η Βερόνικα επιχείρησε να περπατήσει μαζί τους: ήθελε να ακούσει τι έλεγαν.
Έβαλε τα δυνατά της για να μη φανεί ο σκοπός της. Όμως, όταν έφτασε κοντά, σώπασαν και την κοίταξαν όλοι μαζί.
«Τι θέλεις;» ρώτησε ένας ηλικιωμένος κύριος που φαινόταν να είναι ο αρχηγός της «Αδελφότητας» (αν πραγματικά υπήρχε τέτοια ομάδα και η Ζέντκα δεν ήταν πιο τρελή απ' ό,τι προφασιζόταν).
«Τίποτα, περνούσα μόνο».
Όλοι αλληλοκοιτάχτηκαν και έκαναν τρελές κινήσεις με το κεφάλι. Ένας είπε σ' έναν άλλο: «Περνούσε μόνο!» Κάποιος άλλος το επανέλαβε πιο δυνατά και σε λίγο όλοι άρχισαν να φωνάζουν την ίδια φράση.
Η Βερόνικα δεν ήξερε τι να κάνει και παρέλυσε απ' το φόβο της. Ένας νοσοκόμος, δυνατός και βλοσυρός, ήρθε να μάθει τι συμβαίνει.
«Τίποτα», απάντησε ένας απ' την ομάδα. «Περνούσε μόνο. Έχει σταματήσει εδώ, αλλά θα συνεχίσει να περνάει!»
Όλη η συντροφιά ξέσπασε στα γέλια. Η Βερόνικα πήρε ένα ύφος γεμάτο ειρωνεία, χαμογέλασε, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε, για να μην προσέξει κανείς ότι τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Βγήκε κατευθείαν έξω στον κήπο, χωρίς να βάλει κάτι πάνω της. Ένας νοσοκόμος προσπάθησε να την πείσει να γυρίσει πίσω, αλλά τότε εμφανίστηκε ένας άλλος που κάτι του ψιθύρισε και την άφησαν ήσυχη στο κρύο. Δεν είχε νόημα να προσέχεις την υγεία μιας ήδη καταδικασμένης.
Ήταν αμήχανη, εκνευρισμένη, θυμωμένη με τον εαυτό της. Ποτέ πριν δεν άφηνε να παρασυρθεί από προκλήσεις. Είχε μάθει από μικρή ότι έπρεπε να διατηρεί την ψυχραιμία της, να κρατάει τις αποστάσεις της από κάθε νέα κατάσταση. Εκείνοι οι τρελοί όμως είχαν καταφέρει να την κάνουν να νιώσει ντροπή, φόβο, οργή και επιθυμία να τους σκοτώσει, να τους πληγώσει με λόγια που δεν τολμούσε να προφέρει.
Ίσως τα χάπια -ή η θεραπεία για να βγει απ' το κώμα- την είχαν μετατρέψει σε γυναίκα ευάλωτη, ανίκανη να αντιδράσει από μόνη της. Στην εφηβεία της είχε αντιμετωπίσει πολύ χειρότερες καταστάσεις και ήταν η πρώτη φορά που δεν κατόρθωνε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Έπρεπε να ξαναγίνει εκείνη που ήταν, να αντιδρά ειρωνικά, να δείχνει ότι οι προσβολές δεν την αγγίζουν ποτέ, αφού ήταν ανώτερη όλων. Ποιος απ' τα μέλη αυτής της ομάδας είχε το θάρρος να επιθυμεί το θάνατο; Ποιοι απ' αυτούς μπορούσαν να θέλουν να της διδάξουν τη ζωή, αφού ήταν όλοι κρυμμένοι πίσω απ' τους τοίχους της «Βιλέτ»; Ποτέ δε θα έφτανε να εξαρτάται απ' τη δική τους βοήθεια για οτιδήποτε – ακόμη και αν χρειαζόταν να περιμένει πέντε έξι μέρες για να πεθάνει.
Μια μέρα πέρασε κιόλας. Μένουν μόνο τέσσερις πέντε.

Περπάτησε λίγο, επιτρέποντας στο κρύο, που ήταν κάτω του μηδενός, να εισχωρήσει στο κορμί της και να ηρεμήσει το αίμα που έτρεχε και την καρδιά που χτυπούσε πολύ γρήγορα.
Πολύ ωραία! Ενώ οι ώρες μου είναι κυριολεκτικά μετρημένες, δίνω σημασία σε σχόλια ανθρώπων που ποτέ δεν έχω ξαναδεί και ούτε θα ξαναδώ πια. Και εγώ υποφέρω, εκνευρίζομαι, θέλω να περάσω σε επίθεση και άμυνα. Γιατί να χάνω τον καιρό μου μ' αυτά;
Η πραγματικότητα ήταν όμως ότι σπαταλούσε το λίγο χρόνο που της έμενε για να υπερασπιστεί το χώρο της σ' ένα περιβάλλον παράξενο, όπου ήταν αναγκαίο να αντισταθεί, αλλιώς οι άλλοι θα υπέβαλλαν τους δικούς τους νόμους.
Δεν είναι δυνατό. Ποτέ δεν ήμουν έτσι εγώ. Ποτέ δεν αγωνίστηκα για ανοησίες.
Σταμάτησε στη μέση του παγωμένου κήπου. Ακριβώς επειδή θεωρούσε ότι όλα ήταν ανοησίες, είχε τελικά αποδεχτεί όσα της επέβαλλε η ζωή. Στην εφηβεία θεωρούσε ότι ήταν πολύ νωρίς για να επιλέξει- τώρα που ήταν ενήλικη, είχε πειστεί ότι ήταν πάρα πολύ αργά για να αλλάξει.
Και πού είχε ξοδέψει όλη την ενέργεια της μέχρι στιγμής; Καταβάλλοντος προσπάθειες για να μην αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Είχε θυσιάσει πολλές επιθυμίες της, για να συνεχίσουν να την αγαπούν οι γονείς της όπως την αγαπούσαν όταν ήταν παιδί, αν και ήξερε ότι η αληθινή αγάπη μεταβάλλεται με τον καιρό, ωριμάζει και ανακαλύπτει νέους τρόπους έκφρασης. Μια φορά, όταν είχε ακούσει τη μητέρα της να της λέει –πνιγμένη στο κλάμα- ότι ο γάμος της είχε φτάσει στο τέλος του, η Βερόνικα πήγε και βρήκε τον πατέρα της, έκλαψε, απείλησε και τελικά του απέσπασε την υπόσχεση ότι δε θα έφευγε απ' το σπίτι - χωρίς να φαντάζεται το βαρύ τίμημα που θα πλήρωναν γι' αυτό και οι δυο τους.
Όταν αποφάσισε να βρει δουλειά, άφησε μια δελεαστική προσφορά από μια εταιρεία που μόλις είχε εγκατασταθεί στο νεότευκτο κράτος, για να δεχτεί τη θέση στη δημόσια βιβλιοθήκη, όπου τα λεφτά ήταν λίγα αλλά σίγουρα. Πήγαινε στη δουλειά κάθε μέρα, με το ίδιο ωράριο, πάντα δείχνοντας ξεκάθαρα στους προϊσταμένους της ότι δε θα έπρεπε να θεωρούν ότι υπάρχει κάποια απειλή από μέρους της: ήταν ικανοποιημένη, δε σκόπευε να αγωνιστεί για κάτι περισσότερο- το μόνο που επιθυμούσε ήταν ο μισθός στο τέλος του μήνα.
Νοίκιασε το δωμάτιο στη μονή, επειδή οι καλόγριες απαιτούσαν απ' όλες τις ενοίκους να επιστρέφουν σε συγκεκριμένη ώρα και ύστερα κλείδωναν την πόρτα: όποια έμενε απέξω έπρεπε να κοιμηθεί στο δρόμο. Έτσι εκείνη είχε πάντα μια αληθινή δικαιολογία για τους αγαπητικούς, για να μην είναι αναγκασμένη να περνάει τη νύχτα σε ξενοδοχεία ή ξένα κρεβάτια.
Όταν ονειρευόταν το γάμο, πάντα φανταζόταν τον εαυτό της σ' ένα μικρό σαλέ έξω απ' τη Λιουμπλιάνα με έναν άντρα διαφορετικό απ' τον πατέρα της, που να βγάζει ίσα ίσα τα απαραίτητα για να συντηρεί την οικογένειά του και να τον ικανοποιεί το γεγονός ότι είναι μαζί οι δυο τους, σε ένα σπίτι με το τζάκι αναμμένο, ενώ αγναντεύουν τα χιονοσκέπαστα βουνά.


Είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό της να δίνει στους άντρες μια συγκεκριμένη ποσότητα ηδονής - ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη- ίσα ίσα την απαραίτητη. Δεν ένιωθε οργή για κανέναν, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι πρέπει να αντιδράσει, να παλέψει εναντίον ενός αντιπάλου - και ύστερα να πρέπει να υποστεί απρόβλεπτες συνέπειες, όπως μια εκδίκηση.
Όταν απέκτησε όλα όσα επιθυμούσε στη ζωή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξή της δεν είχε νόημα, γιατί όλες οι μέρες ήταν ίδιες. Και αποφάσισε να πεθάνει.

Η Βερόνικα ξαναμπήκε στην αίθουσα και κατευθύνθηκε στην ομάδα που είχε συγκεντρωθεί σε μια γωνιά. Συζητούσαν ζωηρά, αλλά σώπασαν όταν έφτασε εκεί.
Πήγε κατευθείαν προς τον πιο ηλικιωμένο άντρα, που φαινόταν να είναι ο αρχηγός. Πριν προλάβει κανείς να τη συγκρατήσει, του έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι καταπρόσωπο.
«Θα αντιδράσεις;» ρώτησε δυνατά, για να την ακούσουν όλοι στην αίθουσα. «Θα κάνεις τίποτα;»
«Όχι». Ο άντρας πέρασε το χέρι πάνω στο πρόσωπό του. Μια μικρή ρανίδα αίματος έσταξε απ' τη μύτη του. «Δε θα μας ενοχλείς για πολύ».
Έφυγε απ' το σαλόνι για το θάλαμο με θριαμβευτικό ύφος. Είχε κάνει κάτι που ποτέ πριν δεν είχε τολμήσει στη ζωή της.

Τρεις μέρες πέρασαν από το περιστατικό με την ομάδα που η Ζέντκα ονόμαζε «Αδελφότητα». Είχε μετανιώσει για το χαστούκι - όχι από φόβο για την αντίδραση του άντρα, αλλά επειδή είχε κάνει κάτι διαφορετικό. Σύντομα μπορεί να έφτανε να πιστέψει ότι η ζωή είχε αξία, κάτι που θα την έκανε να υποφέρει άδικα, αφού έτσι κι αλλιώς θα έφευγε απ' αυτό τον κόσμο.
Μόνη της διέξοδος ήταν να απομακρυνθεί απ' όλους και απ' όλα, να προσπαθήσει με κάθε τρόπο να είναι όπως πριν, να υπακούει στις εντολές και τους κανονισμούς της «Βιλέτ». Προσαρμόστηκε στη ρουτίνα που επέβαλλε το θεραπευτήριο: ξύπνημα νωρίς, πρωινός καφές, περίπατος στον κήπο, μεσημεριανό, παραμονή στο σαλόνι και άλλος περίπατος στον κήπο, βραδινό, τηλεόραση και ύπνος.
Πριν κοιμηθεί, εμφανιζόταν πάντα μια νοσοκόμα με φάρμακα. Όλες οι άλλες γυναίκες έπαιρναν χάπια- ήταν η μόνη στην οποία έκαναν ένεση. Ποτέ δεν παραπονέθηκε- ρώτησε μόνο να μάθει γιατί της έκαναν τόσες ηρεμιστικές ενέσεις, αφού ποτέ δεν είχε πρόβλημα ύπνου. Της εξήγησαν ότι η ένεση δεν ήταν υπνωτικό αλλά φάρμακο για την καρδιά της.
Και έτσι, ακολουθώντας πειθήνια τη ρουτίνα, οι μέρες που περνούσε στο θεραπευτήριο άρχισαν να φαίνονται ολόιδιες. Και όταν φαίνονται ίδιες, περνούν πιο γρήγορα- δυο τρεις μέρες ακόμη και δε θα είχε πια ανάγκη να πλένει τα δόντια της και να χτενίζει τα μαλλιά της. Η Βερόνικα ένιωθε την καρδιά της να εξασθενεί γρήγορα- της κοβόταν εύκολα η ανάσα, ένιωθε πόνους στο στήθος, δεν είχε όρεξη και την έπιανε ζαλάδα όποτε έκανε οποιαδήποτε προσπάθεια.
Μετά το περιστατικό με την «Αδελφότητα» είχε φτάσει να σκεφτεί μερικές φορές: Αν μπορούσα να επιλέξω, αν είχα καταλάβει από πριν ότι οι μέρες μου ήταν ίδιες επειδή έτσι τις ήθελα, ίσως...
Όμως η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: Δεν υπάρχει ίσως, επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. Και επέστρεφε η εσωτερική γαλήνη της, γιατί όλα ήταν προκαθορισμένα.
Σ' αυτό το διάστημα ανέπτυξε μια σχέση (όχι φιλία, γιατί η φιλία απαιτεί μακρά συμβίωση και αυτό ήταν αδύνατο) με τη Ζέντκα. Έπαιζαν χαρτιά -που βοηθούν να περνάει πιο γρήγορα ο καιρός- και καμιά φορά έκαναν μαζί σιωπηλούς περιπάτους στον κήπο.

………………………………………………………………………………………………..
«Είναι φριχτό, απάνθρωπο! Οι άνθρωποι παλεύουν για να βγουν απ' το κώμα κι όχι για να πέσουν σε κώμα».
«Οι άνθρωποι παλεύουν για να ζήσουν και όχι για να αυτοκτονήσουν», απάντησε ο νοσοκόμος, αλλά η Βερόνικα αγνόησε την πρόκληση. «Και το κώμα φέρνει τον οργανισμό σε κατάσταση καταστολής• οι λειτουργίες περιστέλλονται σημαντικά και η υπάρχουσα ένταση εξαφανίζεται».
Ενώ μιλούσε, ενέχυσε το υγρό στη φλέβα και τα μάτια της κοπέλας άρχισαν να χάνουν τη λάμψη τους.
«Μείνε ήρεμη», της έλεγε η Βερόνικα. «Είσαι απόλυτα φυσιολογική, η ιστορία που μου είπες για το βασιλιά...»
«Μη χάνεις τον καιρό σου. Δε σ' ακούει πια».
Η ξαπλωμένη γυναίκα, που πριν από λίγα λεπτά φαινόταν γεμάτη ζωή και διαύγεια, τώρα είχε καρφώσει τα μάτια σ' ένα ακαθόριστο σημείο και ένα υγρό που άφριζε έβγαινε απ' το στόμα της.
«Τι έκανες;» φώναξε η Βερόνικα στο νοσοκόμο.
«Το καθήκον μου».
Η Βερόνικα άρχισε να φωνάζει τη Ζέντκα, να ουρλιάζει, να απειλεί το νοσοκόμο με την αστυνομία, τις εφημερίδες, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Ηρέμησε. Ακόμη κι αν είσαι σε ίδρυμα, πρέπει να σέβεσαι ορισμένους κανόνες».
Κατάλαβε ότι ο άντρας μιλούσε σοβαρά και φοβήθηκε. Όμως, αφού δεν είχε πια τίποτα να χάσει, συνέχισε να φωνάζει.

Από ΚΕΙ ΟΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ, η Ζέντκα μπορούσε να δει το θάλαμο με όλα τα κρεβάτια άδεια - εκτός από ένα, που πάνω του ήταν ξαπλωμένο το δεμένο σώμα της, ενώ μια κοπέλα δίπλα του το κοίταζε τρομαγμένη. Η κοπέλα δεν ήξερε ότι οι βιολογικές λειτουργίες της γυναίκας στο κρεβάτι συνέχιζαν να εκτελούνται στην εντέλεια, αλλά η ψυχή της βρισκόταν στον αέρα, σχεδόν ακουμπούσε το ταβάνι και βίωνε μια βαθιά γαλήνη.
Η Ζέντκα έκανε τώρα ένα αστρικό ταξίδι - κάτι που την είχε ξαφνιάσει στο πρώτο της ινσουλινικό σοκ. Δεν το είχε αναφέρει σε κανέναν βρισκόταν εκεί μόνο για να θεραπεύσει μια κατάθλιψη και σκόπευε να αφήσει για πάντα αυτό το μέρος μόλις το επέτρεπε η κατάσταση της. Αν άρχιζε να λέει ότι είχε βγει απ' το σώμα της, θα σκέφτονταν ότι ήταν πιο τρελή απ' ό,τι όταν μπήκε στη «Βιλέτ». Πάντως, αφού επέστρεψε στο σώμα της, άρχισε να διαβάζει γι' αυτά τα δύο θέματα: το ινσουλινικό σοκ και την παράξενη αίσθηση της αιώρησης στο χώρο.
Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα σχετικά με τη θεραπεία: είχε εφαρμοστεί για πρώτη φορά περίπου το 1930, αλλά απαγορεύτηκε στα ψυχιατρικά νοσοκομεία λόγω της πιθανότητας να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στον ασθενή.
Μια φορά, κατά τη διάρκεια του σοκ, είχε επισκεφθεί με το αστρικό σώμα της το γραφείο του δόκτορα Ιγκόρ, ακριβώς τη στιγμή που εκείνος συζητούσε το θέμα με μερικούς απ' τους ιδιοκτήτες του άσυλου. «Είναι έγκλημα!» έλεγε. «Μα είναι πιο φτηνό και πιο γρήγορο!» απαντούσε ένας από τους μετόχους. «Άλλωστε ποιος ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα ενός τρελού; Κανείς δε θα διεκδικήσει τίποτα».
Πάντως μερικοί γιατροί το θεωρούσαν ακόμη γρήγορο τρόπο θεραπείας της κατάθλιψης. Η Ζέντκα είχε αναζητήσει -και είχε δανειστεί- κάθε γραπτό κείμενο που αφορούσε στο ινσουλινικό σοκ, κυρίως τις αφηγήσεις ασθενών που το είχαν υποστεί. Η ιστορία ήταν πάντα η ίδια: φρίκη και πάλι φρίκη, χωρίς κανένας απ' αυτούς να έχει εμπειρία από κάτι που να μοιάζει μ' αυτό που ζούσε η ίδια εκείνη τη στιγμή.
Συμπέρανε -με το δίκιο της- ότι δεν υπήρχε καμιά σχέση μεταξύ της ινσουλίνης και της αίσθησης ότι η συνείδηση της αποχωριζόταν το σώμα της. Το εντελώς αντίθετο: η τάση αυτού του είδους θεραπείας ήταν να προξενεί μείωση της διανοητικής ικανότητας του ασθενούς.

Άρχισε να ερευνά σχετικά με την ύπαρξη ψυχής, πέρασε από μερικά βιβλία αποκρυφισμού, ώσπου μια μέρα κατέληξε να βρει εκτεταμένη βιβλιογραφία που περιέγραφε ακριβώς την εμπειρία της: ονομαζόταν «αστρικό ταξίδι» και ήδη πολλοί άνθρωποι το είχαν βιώσει. Μερικοί αποφάσισαν να περιγράψουν αυτό που είχαν νιώσει και άλλοι έφτασαν μέχρι του σημείου να αναπτύξουν
τεχνικές για να προκαλούν οι ίδιοι την έξοδο απ' το σώμα τους. Η Ζέντκα γνώριζε τώρα απέξω αυτές τις τεχνικές και τις χρησιμοποιούσε κάθε νύχτα, για να πηγαίνει όπου ήθελε.
Οι περιγραφές των εμπειριών και των οραμάτων ήταν ποικίλες, αλλά όλες είχαν κάποια κοινά σημεία:τον παράξενο και εκνευριστικό θόρυβο που προηγείται του χωρισμού σώματος και πνεύματος, ακολουθούμενο από το σοκ, την ταχεία απώλεια της συνείδησης και ύστερα τη γαλήνη και τη χαρά που της έδινε η αίσθηση της αιώρησης, ενώ ένας ασημένιος «λώρος» τη συνέδεε με το σώμα της - ένα λουρί που μπορούσε να τεντωθεί επ' άπειρον, αν και κυκλοφορούσε ο θρύλος (στα βιβλία, φυσικά) ότι ο άνθρωπος θα πέθαινε αν άφηνε το ασημένιο λουρί να σπάσει.
Η εμπειρία πάντως της είχε δείξει ότι μπορούσε να πάει όσο μακριά ήθελε και το λουρί δεν έσπαγε ποτέ. Όμως, γενικά τα βιβλία είχαν αποδειχτεί πολύ χρήσιμα διδάσκοντάς τη πώς να εκμεταλλεύεται όλο και καλύτερα τα αστρικά ταξίδια της. Είχε μάθει, για παράδειγμα, ότι, όταν ήθελε να μετακινηθεί απ' το ένα μέρος στο άλλο, ήταν απαραίτητο να επιθυμήσει την προβολή της στο χώρο, σχηματίζοντας στο μυαλό την εικόνα του μέρους όπου ήθελε να φτάσει. Αντί να διασχίσει μια διαδρομή όπως τα αεροπλάνα –που φεύγουν από ένα μέρος και διατρέχουν ορισμένη απόσταση ώσπου να φτάσουν στο άλλο σημείο-, το αστρικό ταξίδι γινόταν μέσα από μυστηριώδεις σήραγγες. Φανταζόταν την εικόνα ενός μέρους, έμπαινε σε μια σήραγγα με τρομαχτική ταχύτητα και εμφανιζόταν ο τόπος που επιθυμούσε.
Πάλι μέσω των βιβλίων είχε αποδιώξει το φόβο για τα πλάσματα που κατοικούσαν στο χώρο. Σήμερα δεν υπήρχε κανείς στο θάλαμο, αλλά την πρώτη φορά που βγήκε απ' το σώμα της είχε συναντήσει πολλούς ανθρώπους που την κοιτούσαν, διασκεδάζοντας με την έκπληξη στο πρόσωπό της.
Η πρώτη αντίδραση της ήταν να σκεφτεί ότι ήταν πεθαμένοι και ότι φαντάσματα κατοικούσαν σ' αυτό το μέρος. Ύστερα, με τη βοήθεια των βιβλίων και της προσωπικής εμπειρίας της αντιλήφθηκε ότι, αν και περιπλανιόνταν εκεί μερικά άυλα πνεύματα, υπήρχαν ανάμεσα τους πολλοί άνθρωποι ζωντανοί όσο και η ίδια, που είχαν αναπτύξει την τεχνική της εξόδου από το σώμα ή που δεν είχαν συνείδηση του τι συνέβαινε, καθώς -κάπου στον κόσμο- κοιμούνταν βαθιά, ενώ το πνεύμα τους πλανιόταν ελεύθερα στη γη.

Σήμερα -επειδή ήταν το τελευταίο αστρικό ταξίδι της με ινσουλίνη, αφού είχε μόλις επισκεφθεί το γραφείο του δόκτορα Ιγκόρ και ήξερε ότι ετοιμαζόταν να της δώσει εξιτήριο- αποφάσισε να συνεχίσει να περιδιαβαίνει τη «Βιλέτ». Απ' τη στιγμή που θα περνούσε την έξοδο, δε θα επέστρεφε ποτέ πια, ούτε ως πνεύμα, και ήθελε να την αποχαιρετίσει τώρα.
Να την αποχαιρετίσει. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο: αφού βρεθεί κανείς στο άσυλο, συνηθίζει την ελευθερία που υπάρχει στον κόσμο της παραφροσύνης και καλομαθαίνει. Δεν έχει πια να αναλαμβάνει ευθύνες, να παλεύει για τον άρτον τον επιούσιον, να νοιάζεται για πράγματα πληκτικά και επαναλαμβανόμενα· μπορεί να κάθεται ώρες να κοιτάζει έναν πίνακα ή να φτιάχνει τα πιο παράλογα σχέδια. Όλα είναι ανεκτά, επειδή -στο κάτω κάτω- πρόκειται για ψυχικά ασθενή. Όπως μπόρεσε και η ίδια να διαπιστώσει, η πλειονότητα των τροφίμων παρουσιάζει μεγάλη βελτίωση μόλις πατήσει σε φρενοκομείο- οι τρόφιμοι δε χρειάζεται πια να κρύβουν τα συμπτώματα τους και το «οικογενειακό» περιβάλλον τους βοηθάει να αποδεχτούν τις νευρώσεις και τις ψυχώσεις τους.
Στην αρχή η Ζέντκα συναρπάστηκε απ' τη «Βιλέτ» και έφτασε να σκεφτεί, όταν θα γινόταν καλά, να γινόταν μέλος της «Αδελφότητας». Όμως κατάλαβε ότι με λίγη εξυπνάδα θα μπορούσε να συνεχίσει να κάνει έξω από κει ό,τι της άρεσε, ενώ παράλληλα θα τα έβγαζε πέρα με τις προκλήσεις της καθημερινής ζωής. Αρκούσε να διατηρήσει, όπως είχε πει κάποιος, την ελεγχόμενη τρέλα. Να κλαίει, να στενοχωριέται, να θυμώνει όπως κάθε κανονικός άνθρωπος, χωρίς ποτέ να ξεχνάει ότι κάπου ψηλά το πνεύμα της γελάει μ' όλες τις δύσκολες καταστάσεις.
Σύντομα θα γυρνούσε στο σπίτι της, στα παιδιά και στον άντρα της· αυτή η πλευρά της ζωής επίσης έχει τις χάρες της. Βέβαια θα δυσκολευόταν να βρει δουλειά -σε μια μικρή πόλη όπως η Λιουμπλιάνα τα νέα μαθαίνονται γρήγορα και ο εγκλεισμός της στη «Βιλέτ» ήταν κιόλας γνωστός σε πολλούς ανθρώπους. Όμως ο άντρας της κέρδιζε αρκετά για να ζει την οικογένεια και εκείνη μπορούσε να εκμεταλλευτεί τον ελεύθερο χρόνο της για να συνεχίσει τα αστρικά ταξίδια της - χωρίς την επικίνδυνη επίδραση της ινσουλίνης.

Μόνο ένα δεν ήθελε να ξαναζήσει ποτέ: το λόγο εξαιτίας του οποίου ήρθε στη «Βιλέτ».
Την κατάθλιψη.
Οι γιατροί έλεγαν ότι μια ουσία που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, η σεροτονίνη, ήταν εν μέρει υπεύθυνη για τις αλλαγές στην ανθρώπινη διάθεση. Η έλλειψη σεροτονίνης επηρέαζε τη δυνατότητα του ανθρώπου να συγκεντρώνεται στη δουλειά του, να κοιμάται, να τρώει και να απολαμβάνει τις ευχάριστες στιγμές της ζωής. Όταν αυτή η ουσία έλειπε παντελώς, ο άνθρωπος αισθανόταν απελπισία, απαισιοδοξία, ένιωθε άχρηστος, τον κατέβαλλε υπερβολική κούραση, άγχος και δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, κάνοντας τον να βουλιάζει τελικά σε μια μόνιμη θλίψη, η οποία κατέληγε σε πλήρη απάθεια ή σε αυτοκτονία.
Άλλοι γιατροί, πιο συντηρητικοί, υποστήριζαν ότι υπεύθυνες για την κατάθλιψη ήταν οι ριζικές αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου – όπως μετανάστευση, απώλεια αγαπημένου προσώπου, διαζύγιο, αύξηση των απαιτήσεων στη δουλειά ή στην οικογένεια. Μερικές σύγχρονες μελέτες βασιζόμενες στον αριθμό των εγκλεισμών κατά το χειμώνα και το καλοκαίρι, υποδείκνυαν την έλλειψη ηλιακού φωτός ως έναν από τους παράγοντες που
προκαλούσαν την κατάθλιψη.
Γι' αυτό που συνέβη στη Ζέντκα όμως οι λόγοι ήταν πολύ πιο απλοί απ' ό,τι πίστευαν όλοι: ένας άντρας στο παρελθόν της. Ή καλύτερα: η φαντασίωση που είχε δημιουργήσει γύρω από έναν άντρα τον οποίο είχε γνωρίσει πολύ καιρό πριν.

Τι ανοησία! Κατάθλιψη, τρέλα για έναν άντρα που δεν ήξερε πια ούτε πού μένει και τον οποίο είχε ερωτευτεί παράφορα στα νιάτα της - καθώς η Ζέντκα, όπως όλα τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της, ήταν απόλυτα φυσιολογική και έπρεπε να περάσει από τη δοκιμασία του Ανεκπλήρωτου Έρωτα.
Μόνο που αντίθετα από τις φίλες της, οι οποίες μόλις που ονειρεύονταν τον Ανεκπλήρωτο Έρωτα, η Ζέντκα αποφάσισε να πάει πιο μακριά: θα προσπαθούσε να τον κατακτήσει. Ζούσε απ' την άλλη μεριά του ωκεανού και πούλησε τα πάντα για να πάει να τον συναντήσει. Ήταν παντρεμένος και εκείνη αποδέχτηκε το ρόλο της ερωμένης, κάνοντας κρυφά σχέδια για να μπορέσει κάποια μέρα να τον κατακτήσει και ως σύζυγο. Εκείνος δεν είχε χρόνο ούτε για τον εαυτό του, αλλά η Ζέντκα αρκέστηκε να περνάει μέρες και νύχτες στο δωμάτιο του φτηνού ξενοδοχείου της περιμένοντας τα σπάνια
τηλεφωνήματα του.
Αν και ήταν διατεθειμένη να υπομείνει τα πάντα εν ονόματι του έρωτα, η σχέση τους δεν πήγε καλά. Δεν της το είπε ποτέ ευθέως, αλλά μια μέρα η Ζέντκα κατάλαβε ότι δεν ήταν πια ευπρόσδεκτη και επέστρεψε στη Σλοβενία.
Πέρασε μερικούς μήνες τρώγοντας ελάχιστα, αναθυμούμενη κάθε λεπτό που ήταν μαζί, ξαναζώντας χιλιάδες φορές τις στιγμές χαράς και ηδονής που έζησαν στο κρεβάτι και προσπαθώντας να ανακαλύψει κάτι που θα την έκανε να πιστέψει στο μέλλον της σχέσης τους. Οι φίλοι της ανησυχούσαν, αλλά κάτι μέσα στην καρδιά της της έλεγε ότι ήταν κάτι περαστικό: η διαδικασία της ωρίμανσης ενός ανθρώπου έχει ορισμένο τίμημα και το πλήρωνε χωρίς διαμαρτυρία. Έτσι και έγινε: ένα πρωινό ξύπνησε με μια τεράστια επιθυμία να ζήσει, έφαγε όπως δεν είχε φάει από καιρό και βγήκε για να βρει δουλειά.
Κατάφερε όχι μόνο να βρει δουλειά, αλλά και να τραβήξει την προσοχή ενός όμορφου και έξυπνου νεαρού, που αποτελούσε αντικείμενο του φλερτ για πολλές γυναίκες. Ένα χρόνο αργότερα τον είχε παντρευτεί.
Εισέπραξε φθόνο αλλά και επιδοκιμασία απ' τις φίλες της. Οι δυο τους έμειναν σ' ένα άνετο σπίτι με αυλή, δίπλα στον ποταμό που διασχίζει τη Λιουμπλιάνα. Έκαναν παιδιά και ταξίδευαν στην Αυστρία ή στην Ιταλία κάθε καλοκαίρι.
Όταν η Σλοβενία αποφάσισε να αποσχιστεί απ' τη Γιουγκοσλαβία, ο άντρας της κλήθηκε στο στρατό. Η Ζέντκα ήταν Σέρβα -δηλαδή «εχθρός»- και η ζωή της απειλήθηκε με κατάρρευση. Στις δέκα μέρες έντασης που ακολούθησαν, με τα στρατεύματα έτοιμα να συγκρουστούν -και χωρίς κανείς να ξέρει επακριβώς ποιες θα ήταν οι συνέπειες της διακήρυξης ανεξαρτησίας και πόσο αίμα θα χρειαζόταν να χυθεί για χάρη της-, η Ζέντκα ένιωσε πόσο αγαπούσε. Περνούσε τον καιρό της προσευχόμενη σ' ένα Θεό που μέχρι τότε της φαινόταν πολύ απόμακρος, αλλά που τώρα ήταν η μόνη διέξοδός της. Έταξε τα πάντα σε αγίους και αγγέλους, προκειμένου να γυρίσει ο άντρας της.


Έτσι και έγινε. Ο άντρας της γύρισε, τα παιδιά μπόρεσαν να πάνε σε σχολεία όπου δίδασκαν σλοβένικα και η απειλή του πολέμου μετακινήθηκε στη γειτονική δημοκρατία της Κροατίας.
Πέρασαν τρία χρόνια. Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας με την Κροατία πέρασε στη Βοσνία και άρχισαν να ακούγονται καταγγελίες για σφαγές που διέπραξαν οι Σέρβοι. Η Ζέντκα το έβρισκε άδικο - να ονομάζουν εγκληματία ένα ολόκληρο έθνος εξαιτίας της παραφροσύνης μερικών τρελών. Η ζωή της απέκτησε ένα απρόσμενο νόημα: υπερασπίστηκε με θάρρος και περηφάνια το λαό της γράφοντας σε εφημερίδες, βγαίνοντας στην τηλεόραση, οργανώνοντας ομιλίες. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έφερε αποτέλεσμα και μέχρι εκείνη τη μέρα οι ξένοι πίστευαν ότι όλοι οι Σέρβοι ήταν υπεύθυνοι για τις φρικαλεότητες. Η Ζέντκα όμως ήξερε ότι είχε κάνει το καθήκον της και δεν είχε εγκαταλείψει τα αδέρφια της στη δύσκολη στιγμή. Για να τα καταφέρει, είχε βασιστεί στην υποστήριξη του Σλοβένου συζύγου της, των παιδιών της και ανθρώπων που δε χειραγωγούνταν από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς και των δύο πλευρών.

Μια βραδιά πέρασε μπροστά από το άγαλμα του Πρεσέρεν, του μεγάλου Σλοβένου ποιητή, και άρχισε να σκέφτεται για τη ζωή της. Στα τριάντα τέσσερα χρόνια του μπήκε σε μια εκκλησία και είδε μια κοπέλα στην εφηβεία της, τη Γιοΰλια Πρίμιτς, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα. Σαν παλιός τροβαδούρος άρχισε να της γράφει ποιήματα, με την ελπίδα να την παντρευτεί.
Η Γιούλια τύχαινε να είναι θυγατέρα μεγαλοαστικής οικογένειας και -εκτός από εκείνη τη συμπτωματική συνάντηση στην εκκλησία- ο Πρεσέρεν δεν κατάφερε ποτέ πια να ξαναβρεθεί κοντά της. Όμως εκείνη η συνάντηση του ενέπνευσε τους ομορφότερους στίχους που έγραψε ποτέ και δημιούργησε θρύλο γύρω απ' το όνομα του. Στη μικρή κεντρική πλατεία της Λιουμπλιάνας, το άγαλμα του ποιητή κρατάει τα μάτια σταθερά γυρισμένα προς μια κατεύθυνση: όποιος ακολουθήσει το βλέμμα του θα ανακαλύψει -απ' την άλλη μεριά της πλατείας- ένα γυναικείο πρόσωπο σκαλισμένο στον τοίχο ενός σπιτιού. Εκεί κατοικούσε η Γιούλια- ο Πρεσέρεν ακόμη και μετά το θάνατό του αγναντεύει τον ανεκπλήρωτο έρωτα του στην αιωνιότητα.
Και αν είχε προσπαθήσει λίγο παραπάνω;


Η Ζέντκα ένιωσε την καρδιά της να σκιρτά - ίσως ήταν προαίσθημα για κάτι κακό• να συνέβη ατύχημα στα παιδιά της; Γύρισε τρέχοντος στο σπίτι της: έβλεπαν τηλεόραση και έτρωγαν ποπ κορν.
Η στενοχώρια πάντως δεν της πέρασε. Η Ζέντκα πλάγιασε, κοιμήθηκε σχεδόν ένα δωδεκάωρο και, όταν ξύπνησε, δεν είχε όρεξη να σηκωθεί. Η ιστορία του Πρεσέρεν ξανάφερε μπροστά της την εικόνα εκείνου του πρώτου έρωτά της, για την τύχη του οποίου δεν ήξερε τίποτα πια.
Και η Ζέντκα αναρωτιόταν: Επέμενα εγώ όσο έπρεπε; Έπρεπε να δεχτώ το ρόλο της ερωμένης, αντί να θέλω να κυλήσουν τα πράγματα όπως τα ήθελα εγώ; Αγωνίστηκα για την πρώτη αγάπη μου με το ίδιο πάθος με το οποίο αγωνίστηκα για το λαό μου;
Η Ζέντκα έπεισε τον εαυτό της ότι έτσι είχε κάνει, αλλά η θλίψη της δεν έφευγε. Αυτό που πριν της φαινόταν παράδεισος -το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, ο αγαπημένος σύζυγος, τα παιδιά να τρώνε ποπ κορν μπροστά στην τηλεόραση-
άρχισε να μετατρέπεται σε κόλαση.

Σήμερα, μετά από πολλά αστρικά ταξίδια και πολλές συναντήσεις με ανεπτυγμένα πνεύματα, η Ζέντκα ήξερε ότι όλα αυτά ήταν βλακείες. Είχε χρησιμοποιήσει τον Ανεκπλήρωτο Έρωτά της ως δικαιολογία, μια πρόφαση για να κόψει τους δεσμούς με τη ζωή που ζούσε, η οποία πολύ απείχε από αυτό που στ' αληθινά προσδοκούσε για τον εαυτό της.
Όμως πριν από δώδεκα μήνες η κατάσταση ήταν αλλιώς: άρχισε να αναζητά μανιωδώς αυτό τον άντρα που βρισκόταν μακριά, να ξοδεύει περιουσίες σε διεθνείς κλήσεις, αλλά εκείνος δε ζούσε πια στην ίδια πόλη και στάθηκε αδύνατο να τον εντοπίσει. Έστελνε επιστολές με την ένδειξη «κατεπείγον», που τελικά της επιστρέφονταν. Τηλεφώνησε σε όλες τις φίλες και τους φίλους που τον γνώριζαν, αλλά κανείς τους δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι του είχε συμβεί.
Ο άντρας της δεν ήξερε τίποτα και αυτό την έφερνε στα όρια της τρέλας - γιατί έπρεπε τουλάχιστον κάτι να υποπτεύεται, να κάνει σκηνές και να εκφράζει παράπονα, να απειλεί ότι θα την πετάξει στο δρόμο. Άρχισε να της δημιουργείται η βεβαιότητα ότι οι τηλεφωνήτριες για διεθνείς κλήσεις, τα ταχυδρομεία και οι φίλες της καθοδηγούνταν απ' τον ίδιο, ότι η αδιαφορία του ήταν προσποιητή. Πούλησε τα κοσμήματα που είχε πάρει στο γάμο της και αγόρασε εισιτήριο για την άλλη άκρη του ωκεανού, αλλά κάποιος την έπεισε ότι οι δύο Αμερικές είχαν τεράστια έκταση και δε θα είχε όφελος να πάει χωρίς να ξέρει στα σίγουρα ποιος ήταν ο προορισμός της.
Κάποιο βράδυ ξάπλωσε νιώθοντας τον πόνο του έρωτα όπως δεν τον είχε νιώσει ποτέ - ούτε και όταν χρειάστηκε να επιστρέψει στην πληκτική καθημερινότητα της Λιουμπλιάνας. Πέρασε εκείνη τη νύχτα και όλη την επόμενη μέρα στο δωμάτιο. Και τη μεθεπόμενη. Την τρίτη μέρα ο άντρας της φώναξε γιατρό. Τι καλός που ήταν! Πόσο νοιαζόταν για τη γυναίκα του! Μα δεν καταλάβαινε αυτός ο άνθρωπος ότι η Ζέντκα προσπαθούσε να συναντήσει κάποιον άλλο, να ανταλλάξει τη ζωή της σεβαστής συζύγου με τη ζωή μιας απλής λαθραίας ερωμένης, να αφήσει για πάντα τη Λιουμπλιάνα, το σπίτι της και τα παιδιά της;
Ήρθε ο γιατρός και εκείνη έπαθε νευρική κρίση, κλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε μόνο όταν έφυγε και πάλι. Μια βδομάδα αργότερα, δεν ήθελε ούτε να πηγαίνει στην τουαλέτα και άρχισε να κάνει τις φυσικές ανάγκες της στο κρεβάτι. Δε σκεφτόταν τίποτα πια, το μυαλό της είχε καταληφθεί τελείως από τα θραύσματα της θύμησης εκείνου του άντρα, ο οποίος -ήταν σίγουρη-
έψαχνε επίσης να τη βρει χωρίς να τα καταφέρνει.
Ο σύζυγος -εκνευριστικά μεγαλόψυχος- της άλλαζε τα σεντόνια, ακουμπούσε το χέρι του στο μέτωπό της και έλεγε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Τα παιδιά δεν έμπαιναν στο δωμάτιο από τότε που χαστούκισε ένα χωρίς κανένα λόγο - και ύστερα γονάτισε, φίλησε τα πόδια του ζητώντας συγνώμη και έκανε τη νυχτικιά της κομμάτια, για να δείξει την απελπισία και τη μεταμέλειά της.
Αφού πέρασε άλλη μια βδομάδα -στη διάρκεια της οποίας έφτυνε το φαγητό που της έδιναν, μπαινόβγαινε διαρκώς στην πραγματικότητα, περνούσε άυπνη ολόκληρες νύχτες και κοιμόταν ολόκληρες μέρες-, δύο άντρες μπήκαν στο δωμάτιό της χωρίς να χτυπήσουν. Ο ένας απ' αυτούς την έπιασε γερά, ο άλλος της έκανε μια ένεση και η Ζέντκα ξύπνησε στη «Βιλέτ».
«Κατάθλιψη», άκουσε το γιατρό να λέει στον άντρα της. «Μερικές φορές προκαλείται από τις πιο κοινότοπες αιτίες. Παρουσιάζει έλλειψη ενός χημικού στοιχείου, της σεροτονίνης, στον οργανισμό της».

ΑΠΟ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ ΤΟΥ ΘΑΛΑΜΟΥ, η Ζέντκα είδε το νοσοκόμο να έρχεται με μια σύριγγα στο χέρι. Η κοπέλα στεκόταν ακόμη εκεί, ακίνητη, προσπαθώντας να επικοινωνήσει με το σώμα της, απελπισμένη απ' το άδειο βλέμμα της. Για λίγο η Ζέντκα ζύγισε το ενδεχόμενο να της πει όλα όσα γίνονταν, αλλά ύστερα άλλαξε γνώμη• οι άνθρωποι δε μαθαίνουν ποτέ με τα λόγια, πρέπει να ανακαλύπτουν μόνοι τους.
Ο νοσοκόμος ακούμπησε τη βελόνα στο μπράτσο της και εισήγαγε γλυκόζη. Σαν να το έσπρωξε ένα τεράστιο χέρι, το πνεύμα της έφυγε απ' το ταβάνι του θαλάμου, πέρασε με μεγάλη ταχύτητα από μια σκοτεινή σήραγγα και γύρισε στο σώμα της.
«Γεια σου, Βερόνικα».
Η κοπέλα φαινόταν φοβισμένη.
«Είσαι καλά;»
«Ναι. Ευτυχώς κατάφερα να γλιτώσω απ' αυτή την επικίνδυνη θεραπεία, αλλά δεν πρόκειται να ξαναγίνει».
«Πώς το ξέρεις; Εδώ δε σέβονται κανέναν».
Η Ζέντκα το ήξερε επειδή πήγε με αστρική μορφή στο γραφείο του δόκτορα Ιγκόρ.
«Το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω πώς. Θυμάσαι την πρώτη ερώτηση που σου είχα κάνει;»
«Τι είναι τρελός;»
«Ακριβώς. Αυτή τη φορά θα σου απαντήσω χωρίς ιστορίες. Τρέλα είναι η αδυναμία να μεταδώσεις στους άλλους τις ιδέες σου. Σαν να βρίσκεσαι σε μια ξένη χώρα: βλέπεις τα πάντα, καταλαβαίνεις τι συμβαίνει γύρω σου, αλλά είσαι ανίκανη να επικοινωνήσεις για να σε βοηθήσουν, επειδή δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα που μιλιέται εκεί».
«Όλοι το έχουμε νιώσει αυτό».
«Όλοι λίγο ή πολύ είμαστε τρελοί».

ΕΞΩ ΑΠ' το ΚΑΓΚΕΛΩΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ, ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια, μ' ένα σχεδόν γεμάτο φεγγάρι να βγαίνει πίσω απ' τα βουνά. Οι ποιητές αγαπούσαν την πανσέληνο και έγραφαν γι' αυτή χιλιάδες στίχους, αλλά η Βερόνικα είχε πάθος για το μισοφέγγαρο, επειδή είχε ακόμη χώρο να μεγαλώσει, να επεκταθεί, να γεμίσει με φως όλη την επιφάνεια του πριν από την αναπόφευκτη παρακμή του.
Είχε τη διάθεση να πάει στο πιάνο της μεγάλης αίθουσας και να γιορτάσει εκείνη τη νυχτιά με μια όμορφη σονάτα που είχε μάθει στο κολέγιο· κοιτάζοντας τον ουρανό την καταλάμβανε μια απερίγραπτη αίσθηση ευεξίας, σαν η απεραντοσύνη του Σύμπαντος να της έδειχνε και τη δική της αιωνιότητα. Όμως τη χώριζε από τον πόθο της μια πόρτα από ατσάλι και μια γυναίκα που ποτέ δεν τελείωνε το βιβλίο της. Άλλωστε κανείς δεν έπαιζε πιάνο τέτοια ώρα, μέσα στη νύχτα - θα ξυπνούσε όλη τη γειτονιά.
Η Βερόνικα γέλασε. Η «γειτονιά» ήταν οι θάλαμοι οι γεμάτοι από τρελούς, που ήταν και αυτοί παραγεμισμένοι με φάρμακα για να κοιμηθούν.
………………………………………………………………………………………………………………
«Γύρνα στο κρεβάτι σου», είπε η νοσοκόμα. «Τα καλά κορίτσια τώρα βλέπουν όνειρα με αγγελάκια ή με τον καλό τους».
«Μη μου φέρεσαι σαν να 'μαι παιδί. Δεν είμαι μια καλόβολη τρελή που φοβάται και τη σκιά της. Είμαι έξαλλη, παθαίνω κρίσεις υστερίας, δε σέβομαι τη ζωή μου, ούτε τη ζωή των άλλων. Σήμερα είμαι πειραγμένη. Είδα το φεγγάρι και θέλω με κάποιον να μιλήσω».
Η νοσοκόμα την κοίταξε έκπληκτη με την αντίδραση της.
«Με φοβάσαι;» επέμεινε η Βερόνικα. «Μια δυο μέρες μένουν ώσπου να πεθάνω. Τι έχω να χάσω;»
«Γιατί δεν πας να κάνεις μια βολτίτσα, μικρή, και να μ' αφήσεις να τελειώσω το βιβλίο;»
«Γιατί υπάρχει εδώ μια φυλακή και μια γυναίκα δεσμοφύλακας, που προσποιείται ότι διαβάζει ένα βιβλίο μόνο και μόνο για να δείξει στους άλλους ότι είναι έξυπνη. Αλλά στην πραγματικότητα προσέχει κάθε κίνηση μέσα στο θάλαμο και φυλάει τα κλειδιά της πόρτας σαν να ήταν θησαυρός. Μάλλον το υπαγορεύει ο κανονισμός κι αυτή υπακούει, επειδή έτσι μπορεί να ασκήσει την εξουσία που δεν έχει στην καθημερινή ζωή της με τον άντρα και τα παιδιά της».
Η Βερόνικα έτρεμε, χωρίς να ξέρει ακριβώς το γιατί.
«Κλειδιά;» ρώτησε η νοσοκόμα. «Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Λες να θέλω να μείνω εδώ μέσα, κλειδαμπαρωμένη μ' ένα τσούρμο ψυχασθενείς;»

Μα πώς γίνεται να είναι ανοιχτή η πόρτα; Πριν από λίγες μέρες ήθελα να βγω από δω και τούτη η γυναίκα ήρθε να με προσέχει ως την τουαλέτα. Τι είναι αυτά που λέει;
«Μη με παίρνεις στα σοβαρά», συνέχισε η νοσοκόμα. «Η αλήθεια είναι ότι δε χρειαζόμαστε πολύ έλεγχο λόγω των υπνωτικών χαπιών. Απ' το κρύο τρέμεις;»
«Δεν ξέρω. Μάλλον έχει σχέση με την καρδιά μου».
«Αν θέλεις, πήγαινε να κάνεις τη βόλτα σου».
«Για να πω την αλήθεια, αυτό που θα ήθελα να κάνω είναι να παίξω πιάνο».
«Η σάλα είναι μονωμένη και αν παίξεις πιάνο δε θα ενοχλήσεις κανέναν. Κάνε ό,τι τραβάει η όρεξή σου».
Το τρέμουλο της Βερόνικας μετατράπηκε σε σιγανούς λυγμούς, δειλούς και συγκρατημένους. Γονάτισε και ακούμπησε το κεφάλι της στην αγκαλιά της γυναίκας κλαίγοντας ασταμάτητα.
Η νοσοκόμα άφησε το βιβλίο και της χάιδεψε το κεφάλι, αφήνοντας το κύμα της λύπης και του κλάματος να φύγει μόνο του. Έτσι έμειναν οι δυο τους για σχεδόν μισή ώρα: η μία, που έκλαιγε χωρίς να λέει το γιατί, και η άλλη, που παρηγορούσε χωρίς να γνωρίζει το λόγο.
Οι λυγμοί κάποτε πήραν τέλος. Η νοσοκόμα τη σήκωσε, την έπιασε απ' το χέρι και την πήγε ως την πόρτα.
«Έχω μια κόρη στην ηλικία σου. Όταν ήρθες εδώ με τους ορούς και τα σωληνάκια, αναρωτήθηκα γιατί μια κοπέλα όμορφη, νέα, με όλη τη ζωή μπροστά της, αποφασίζει να αυτοκτονήσει.
«Ύστερα άρχισαν να κυκλοφορούν ιστορίες: για το γράμμα που άφησες -και που ποτέ δεν πίστεψα ότι ήταν η αληθινή αιτία-, για το ότι μέρες σου είναι μετρημένες εξαιτίας μιας ανίατης ασθένειας της καρδιάς. Η εικόνα της κόρης μου δεν έφευγε απ' το μυαλό μου. Κι αν αποφασίσει εκείνη να κάνει κάτι παρόμοιο; Γιατί μερικοί άνθρωποι προσπαθούν να πάνε κόντρα στη φυσική τάξη της ζωής, που σημαίνει να αγωνίζεσαι να επιβιώσεις με κάθε τρόπο;»
«Γι' αυτό έκλαιγα», είπε η Βερόνικα. «Όταν πήρα τα χάπια, ήθελα να σκοτώσω κάποιον που μισούσα. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν μέσα μου άλλες Βερόνικες, που θα μάθαινα να τις αγαπώ».
«Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να μισήσει τον εαυτό του;»
«Ίσως η δειλία. Ή ο αιώνιος φόβος μήπως κάνεις λάθος, μήπως δεν κάνεις αυτό που περιμένουν οι άλλοι. Πριν από λίγα λεπτά ήμουν χαρούμενη, ξέχασα τη θανατική καταδίκη μου. Όταν συνειδητοποίησα και πάλι την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, τρόμαξα».
Η νοσοκόμα άνοιξε την πόρτα και η Βερόνικα βγήκε.

Δεν έπρεπε να μου κάνει αυτή την ερώτηση. Γιατί θέλει να καταλάβει γιατί έκλαψα;
Δε βλέπει ότι είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος, με επιθυμίες και φόβους κοινούς για όλο τον κόσμο, και ότι τέτοιου είδους ερωτήσεις -τώρα που είναι πλέον αργά- μπορούν να με κάνουν να πανικοβληθώ;
Ενώ περπατούσε στους διαδρόμους, που ήταν φωτισμένοι απ' την ίδια χλομή λάμπα που είχε δει στο θάλαμο, η Βερόνικα συνειδητοποίησε ότι ήταν πάρα πολύ αργά: δεν μπορούσε πια να ελέγξει το φόβο της.
Πρέπει να συγκρατηθώ. Είμαι άνθρωπος που φτάνει ως το τέλος αυτό που αποφασίζει να κάνει.
Ήταν αλήθεια ότι είχε προχωρήσει μέχρι τις ύστατες συνέπειες πολλά πράγματα στη ζωή της, αλλά μόνο όσα δεν ήταν σημαντικά, π.χ. διαιώνιζε τσακωμούς τους οποίους θα μπορούσε να λύσει και με μια απλή «συγνώμη» ή παρατούσε έναν άντρα με τον οποίο ήταν ερωτευμένη, γιατί θεωρούσε ότι αυτή η σχέση δεν οδηγούσε πουθενά. Ήταν αδιάλλακτη στα πιο εύκολα: για να δείχνει στον εαυτό της τη δύναμη και την απάθειά της, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια γυναίκα ευάλωτη, που ποτέ δεν είχε κατορθώσει να ξεχωρίσει στα μαθήματα, στις αθλητικές εκδηλώσεις του σχολείου της, στην προσπάθειά της να διατηρήσει την οικογενειακή αρμονία του σπιτιού της.
Είχε ξεπεράσει τα απλά ελαττώματά της, μόνο και μόνο για να ηττηθεί στα σημαντικά και ουσιώδη. Κατάφερνε να δίνει την εντύπωση μιας γυναίκας ανεξάρτητης, ενώ χρειαζόταν απελπισμένα μια συντροφιά. Όταν έκανε κάπου την εμφάνιση της, όλοι την κοιτούσαν, αλλά συνήθως τελείωνε τη βραδιά της μονάχη, στο μοναστήρι, βλέποντας τηλεόραση απο μια συσκευή που δεν είχε καν σωστά συντονισμένα τα κανάλια. Είχε δώσει σ' όλους τους φίλους της την εντύπωση ότι ήταν ένα πρότυπο που έπρεπε να το ζηλεύουν - και είχε σπαταλήσει σχεδόν όλη την ενέργεια της προσπαθώντας να συμπεριφέρεται σύμφωνα με την εικόνα που είχε δημιουργήσει.
Εξαιτίας αυτού, ποτέ δεν της περίσσεψαν δυνάμεις για να είναι ο εαυτός της: ένας άνθρωπος που, όπως όλοι στον κόσμο, χρειαζόταν τους άλλους για να είναι ευτυχισμένος. Μα οι άλλοι ήταν πολύ δύσκολοι! Αντιδρούσαν απρόβλεπτα, ζούσαν φυλακισμένοι στις άμυνές τους, συμπεριφέρονταν όπως η ίδια, δείχνοντας αδιαφορία για τα πάντα. Όταν έφτανε κάποιος πιο ανοιχτός προς τη ζωή, ή τον απέρριπταν αμέσως ή τον έκαναν να υποφέρει θεωρώντας τον κατώτερο και «αφελή».
Πολύ ωραία. Μπορεί να είχε εντυπωσιάσει πολύ κόσμο με τη δυναμικότητα και την αποφασιστικότητα της, αλλά πού είχε φτάσει; Στο κενό. Στην απόλυτη μοναξιά. Στη «Βιλέτ». Στον προθάλαμο του θανάτου.

Οι τύψεις για την απόπειρα αυτοκτονίας ξαναγύρισαν και η Βερόνικα τις απομάκρυνε και πάλι αποφασιστικά. Γιατί τώρα ένιωθε κάτι που ποτέ δεν το είχε επιτρέψει στον εαυτό της: μίσος.
Μίσος. Κάτι τόσο απτό όσο και οι τοίχοι, τα πιάνα ή οι νοσοκόμες - μπορούσε σχεδόν να αγγίξει την καταστροφική ενέργεια που έβγαινε απ' το κορμί της. Άφησε το συναίσθημα να έρθει, χωρίς να νοιαστεί αν ήταν καλό ή όχι - της αρκούσε λίγος αυτοέλεγχος, η κατάλληλη συμπεριφορά, τα ανάλογα προσωπεία. Η Βερόνικα ήθελε τώρα να περάσει τις δυο τρεις μέρες ζωής που της απέμεναν συμπεριφερόμενη όσο πιο ενοχλητικά μπορούσε.
Άρχισε χαστουκίζοντας έναν ηλικιωμένο άντρα, έπαθε κρίση με το νοσοκόμο, αρνήθηκε να φέρεται ευγενικά και να μιλάει με τους άλλους όταν ήθελε να μένει μόνη και τώρα ήταν αρκετά ελεύθερη, ώστε να νιώθει μίσος - αν και αρκετά έξυπνη για να μην αρχίσει να σπάει τα πάντα γύρω της και να αναγκαστεί να περάσει το τέλος της ζωής της υπό την επήρεια ηρεμιστικών
φαρμάκων σ' ένα κρεβάτι του θαλάμου.
Μίσησε όλα όσα μπορούσε εκείνη τη στιγμή. Τον εαυτό της, τον κόσμο, την καρέκλα μπροστά της, τη χαλασμένη θέρμανση σ' ένα διάδρομο, τους τέλειους ανθρώπους, τους εγκληματίες. Ήταν έγκλειστη σε φρενοκομείο και μπορούσε να νιώθει πράγματα που οι άνθρωποι κρύβουν απ' τον εαυτό τους - επειδή εκπαιδευόμαστε να αγαπάμε, να είμαστε καλοί δέκτες, να προσπαθούμε να βρούμε διέξοδο, να αποφεύγουμε τη σύγκρουση. Η Βερόνικα μισούσε τα πάντα, αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο είχε ζήσει τη ζωή της - χωρίς ποτέ να ανακαλύψει τις εκατοντάδες άλλες Βερόνικες που υπήρχαν μέσα της και ήταν ενδιαφέρουσες, τρελές, παράξενες, θαρραλέες και ριψοκίνδυνες.

Σε κάποια στιγμή άρχισε να αισθάνεται μίσος και για τον άνθρωπο που αγαπούσε πιο πολύ στον κόσμο: τη μητέρα της. Η υπέροχη σύζυγος, που εργαζόταν τη μέρα και έπλενε τα πιάτα τη νύχτα, θυσιάζοντας τη ζωή της για να μορφωθεί η κόρη της, να μάθει πιάνο και βιολί, να ντύνεται σαν πριγκίπισσα, να αγοράζει παπούτσια και παντελόνια μάρκας, ενώ εκείνη μπάλωνε τα παλιόρουχα που φορούσε εδώ και χρόνια.
Πώς μπορώ να μισώ κάποιον που μου έδωσε μόνο αγάπη; Σκεφτόταν αμήχανη η Βερόνικα, θέλοντας να διορθώσει τα συναισθήματα της. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά- το μίσος ήταν ελεύθερο, είχε ανοίξει τις πύλες της προσωπικής της κόλασης. Μισούσε την αγάπη που της είχε δοθεί, επειδή ήταν μια αγάπη που δε ζητούσε τίποτα σε αντάλλαγμα - πράγμα παράλογο, εξωπραγματικό, αφύσικο.
Η αγάπη που δε ζητούσε τίποτα σε αντάλλαγμα κατάφερνε να τη γεμίζει ενοχές και επιθυμία να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της, ακόμη και αν αυτό σήμαινε να εγκαταλείψει όλα όσα είχε ονειρευτεί για τον εαυτό της. Ήταν μια αγάπη που για χρόνια προσπάθησε να της κρύψει τις δυσκολίες και τη σήψη του κόσμου - αγνοώντας ότι μια μέρα θα το αντιλαμβανόταν και δε θα είχε άμυνες για να τις αντιμετωπίσει.
Και ο πατέρας της; Μισούσε και τον πατέρα της. Επειδή, αντίθετα από τη μητέρα της που δούλευε όλη την ώρα, αυτός ήξερε να ζει, την πήγαινε στα μπαρ και στο θέατρο, διασκέδαζαν μαζί και -όταν ήταν ακόμη νέος- τον αγαπούσε κρυφά, όχι ως πατέρα αλλά ως άντρα. Τον μισούσε επειδή ήταν πάντα τόσο γοητευτικός και τόσο ανοιχτός με όλο τον κόσμο - με εξαίρεση τη μητέρα της, τη μόνη που πραγματικά άξιζε το καλύτερο.
Μισούσε τα πάντα. Τη βιβλιοθήκη με το σωρό από βιβλία γεμάτα εξηγήσεις για τη ζωή, το κολέγιο όπου αναγκάστηκε να σπαταλήσει νύχτες ολόκληρες μαθαίνοντας άλγεβρα, αν και δεν ήξερε κανένα άνθρωπο –εκτός από τους καθηγητές και τους μαθηματικούς- που να είχε ανάγκη την άλγεβρα για να γίνει πιο ευτυχισμένος. Γιατί την είχαν υποχρεώσει να διαβάσει τόσο πολλή άλγεβρα και γεωμετρία και όλο εκείνο το βουνό από τελείως άχρηστα πράγματα;

Η Βερόνικα έσπρωξε την πόρτα της αίθουσας, πήγε στο πιάνο, σήκωσε το καπάκι και -με όλη τη δύναμή της- χτύπησε τα πλήκτρα με τα δυο χέρια. Μια συγχορδία τρελή, ασυνάρτητη, εκνευριστική ήχησε στον άδειο χώρο, χτυπώντας στους τοίχους και επιστρέφοντας στα αφτιά της σαν ένας οξύς θόρυβος που έμοιαζε να της γρατσουνίζει την ψυχή. Όμως αυτό ήταν το πιστότερο πορτρέτο της ψυχής της εκείνη τη στιγμή.
Ξαναχτύπησε τα πλήκτρα με τα χέρια και άλλη μια φορά οι παράφωνες νότες αντήχησαν παντού.
Είμαι τρελή. Μπορώ να το κάνω αυτό. Μπορώ να μισώ και μπορώ να χτυπάω το πιάνο. Από πότε ξέρουν οι -ψυχασθενείς να βάζουν τις νότες στη σειρά;
Χτύπησε τα πλήκτρα μία, δυο, δέκα, είκοσι φορές και κάθε φορά το μίσος της φαινόταν να εξασθενεί, ώσπου χάθηκε τελείως.


Τότε, και πάλι, μια βαθιά γαλήνη την κατέκλυσε και η Βερόνικα ξανακοίταξε τον έναστρο ουρανό με το μισοφέγγαρο -το αγαπημένο της-, που γέμιζε με γλυκό φως το μέρος όπου βρισκόταν. Είχε και πάλι την αίσθηση ότι το Άπειρο και η Αιωνιότητα πήγαιναν χέρι χέρι και αρκούσε να κοιτάξεις το ένα από τα δύο -όπως το χωρίς όρια Σύμπαν- για να αντιληφθείς την παρουσία του άλλου, του Χρόνου που δε σταματάει ποτέ, που δε χάνεται και παραμένει στο Παρόν, όπου βρίσκονται όλα τα μυστικά της ζωής. Μεταξύ του θαλάμου και της σάλας η Βερόνικα στάθηκε ικανή να μισήσει τόσο δυνατά και τόσο έντονα, ώστε δεν της έμεινε καθόλου μνησικακία στην καρδιά. Άφησε τα αρνητικά συναισθήματά της, που για χρόνια καταπιέζονταν στην ψυχή της, να βγουν επιτέλους στην επιφάνεια. Τα είχε νιώσει και τώρα δεν ήταν πια απαραίτητα- μπορούσαν να φύγουν.


Έμεινε σιωπηλή γευόμενη το παρόν της, αφήνοντας την αγάπη να καταλάβει το κενό που άφησε το μίσος. Όταν ένιωσε ότι έφτασε η στιγμή, στράφηκε στη σελήνη και έπαιξε μια σονάτα προς τιμήν της - ξέροντας ότι την άκουγε καμαρώνοντας και αυτό προκαλούσε ζήλια στ' αστέρια.
Έπαιξε τότε μια μουσική για τ' αστέρια, μια άλλη για τον κήπο και μια τρίτη για τα βουνά, που δεν μπορούσε να τα δει μέσα στη νύχτα, αλλά ήξερε ότι βρίσκονταν εκεί.
Ενώ ακουγόταν η μουσική για τον κήπο, εμφανίστηκε ένας άλλος τρελός, ο Έντουαρντ, ένας σχιζοφρενής χωρίς καμιά δυνατότητα θεραπείας.
Δεν την τρόμαξε η παρουσία του· αντίθετα του χαμογέλασε και προς έκπληξή της τής χαμογέλασε και αυτός.
Ακόμη και στο δικό του απόμακρο κόσμο, πιο μακρινό και απ' τη σελήνη, ήταν ικανή να φτάσει και να κάνει θαύματα η μουσική.
ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΩ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΚΛΕΙΔΟΘΗΚΗ, σκεφτόταν ο δόκτωρ Ιγκόρ, καθώς άνοιγε την πόρτα του μικρού ιατρείου του στο ίδρυμα της «Βιλέτ». Η παλιά είχε αρχίσει να διαλύεται και η μικρή ασπιδούλα που τη στόλιζε του είχε μόλις πέσει στο πάτωμα.
Ο δόκτωρ Ιγκόρ έσκυψε και την έπιασε. Τι να έκανε τη μικρή ασπίδα που είχε πάνω το θυρεό της Λιουμπλιάνας; Καλύτερα να την πετούσε. Όμως μπορούσε να δώσει να την επιδιορθώσουν και να βάλουν καινούρια δερμάτινη λαβή - ή μπορούσε να τη δώσει στον εγγονό του να παίζει. Και οι δύο λύσεις του φάνηκαν ανόητες: μια καινούρια κλειδοθήκη θα κόστιζε πολύ φτηνά και ο εγγονός του δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για ασπίδες - περνούσε όλο τον καιρό του βλέποντας τηλεόραση ή διασκεδάζοντας με ηλεκτρονικά παιχνίδια εισαγόμενα απ' την Ιταλία. Πάντως δεν την πέταξε- την έβαλε στην τσέπη, για να αποφασίσει αργότερα τι θα την κάνει.
Γι' αυτό ήταν διευθυντής ψυχιατρείου και όχι ασθενής: επειδή σκεφτόταν πολύ πριν κάνει οτιδήποτε.
Άναψε το φως - ξημέρωνε κάθε μέρα και πιο αργά όσο προχωρούσε ο χειμώνας. Η έλλειψη του φωτός, καθώς επίσης οι μετακομίσεις και τα διαζύγια ήταν οι κυριότερες αιτίες για την αύξηση των περιπτώσεων κατάθλιψης. Ο δόκτωρ Ιγκόρ ήθελε πολύ να έρθει σύντομα η άνοιξη, που θα έλυνε τα μισά προβλήματά του.
Κοίταξε το πρόγραμμα της μέρας. Έπρεπε να εξετάσει τη λήψη ορισμένων μέτρων για να μην πεθάνει της πείνας ο Έντουαρντ, η σχιζοφρένειά του τον έκανε απρόβλεπτο - τώρα πια δεν έτρωγε καθόλου. Ο δόκτωρ Ιγκόρ είχε δώσει εντολή για χορήγηση τροφής ενδοφλεβίως, η οποία όμως δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα· ο Έντουαρντ ήταν είκοσι οχτώ χρόνων, γερός άντρας, αλλά ακόμη και με τον ορό θα εξασθενούσε και θα κατέληγε σκελετός.
Ποια θα ήταν η αντίδραση του πατέρα του Έντουαρντ, ενός από τους πιο γνωστούς πρέσβεις της νεαρής σλοβένικης δημοκρατίας και από τους αρχιτέκτονες των λεπτών διαπραγματεύσεων με τη Γιουγκοσλαβία στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα; Άλλωστε αυτός ο άνθρωπος είχε δουλέψει χρόνια για το Βελιγράδι, είχε καταφέρει να γλιτώσει από τους συκοφάντες -που τον κατηγορούσαν ότι είχε υπηρετήσει τον εχθρό- και παρέμενε στο διπλωματικό σώμα - μόνο που τώρα αντιπροσώπευε μια άλλη χώρα. Ήταν άνθρωπος με εξουσία και επιρροή και προκαλούσε σ' όλους το φόβο.
Αυτό απασχόλησε για λίγο το δόκτορα Ιγκόρ –όπως πριν τον είχε απασχολήσει η ασπίδα της κλειδοθήκης-, αλλά αμέσως απομάκρυνε τη σκέψη απ' το μυαλό του: για τον πρέσβη ήταν αδιάφορη η εμφάνιση του γιου του- δε σκόπευε να τον παρουσιάσει σε επίσημες εκδηλώσεις, ούτε να τον πάρει συνοδό στα διάφορα μέρη του κόσμου όπου πήγαινε ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης. Ο Έντουαρντ ήταν στη «Βιλέτ» - και θα έμενε εκεί για πάντα ή για όσο ο πατέρας του συνέχιζε να παίρνει τον τεράστιο μισθό του.
Ο δόκτωρ Ιγκόρ αποφάσισε να διακόψει τη χορήγηση τροφής ενδοφλεβίως αφήνοντας τον Έντουαρντ να αδυνατίσει ακόμη λίγο, μέχρι να αποκτήσει από μόνος του την επιθυμία να φάει. Αν η κατάσταση χειροτέρευε, θα έκανε μια έκθεση και θα μεταβίβαζε την ευθύνη στο διοικητικό συμβούλιο των γιατρών της «Βιλέτ». «Αν δε θέλεις να έχεις δυσκολίες, πάντα να μοιράζεις την ευθύνη», τον είχε διδάξει ο πατέρας του, επίσης γιατρός, με πολλούς θανάτους να βαραίνουν στη συνείδηση του αλλά χωρίς προβλήματα με τις Αρχές. Αφού συνέταξε τη διακοπή της φαρμακευτικής θεραπείας του Έντουαρντ, ο δόκτωρ Ιγκόρ πέρασε στην επόμενη περίπτωση: η έκθεση ανέφερε ότι είχε τελειώσει η περίοδος θεραπείας της ασθενούς Ζέντκα Μέντελ, η οποία και μπορούσε να πάρει εξιτήριο. Ο δόκτωρ Ιγκόρ ήθελε να το επιβεβαιώσει προσωπικά- άλλωστε τίποτα δεν ήταν χειρότερο για ένα γιατρό απ' το να δέχεται διαμαρτυρίες εκ μέρους της οικογένειας των ασθενών που περνούσαν απ' τη «Βιλέτ». Και αυτό συνέβαινε σχεδόν πάντα - μετά από μια περίοδο σε νοσοκομείο για ψυχικά αρρώστους, σπάνια ο ασθενής κατάφερνε να προσαρμοστεί και πάλι στην κανονική ζωή.
Δεν έφταιγε το ψυχιατρείο. Ούτε κανένα απ' όλα τα ψυχιατρεία –ένας Θεός ξέρει πόσα- που ήταν διασκορπισμένα ως τις τέσσερις άκρες της Γης και αντιμετώπιζαν ακριβώς το ίδιο πρόβλημα επαναπροσαρμογής των ασθενών. Έτσι όπως η φυλακή ποτέ δε σωφρονίζει τους φυλακισμένους -μόνο τους μαθαίνει πώς να κάνουν πιο πολλά εγκλήματα-, τα ψυχιατρεία συνήθιζαν τους ασθενείς σ' έναν κόσμο τελείως εξωπραγματικό, όπου όλα ήταν επιτρεπτά και κανείς δε χρειαζόταν να έχει την ευθύνη των πράξεών του.
Μία διέξοδος έμενε μόνο: να βρεθεί θεραπεία για την Παραφροσύνη. Και ο δόκτωρ Ιγκόρ ήταν αφοσιωμένος σ' αυτό το σκοπό με όλη την ψυχή του, αναπτύσσοντας μια θέση που θα έφερνε επανάσταση στην ψυχιατρική. Στα άσυλα, οι προσωρινοί ασθενείς που συμβίωναν με τους ανίατους υφίσταντο μια διαδικασία εκφυλισμού της κοινωνικότητας τους που, αφού άρχιζε, ήταν αδύνατο να σταματήσει. Αυτή η Ζέντκα Μέντελ θα κατέληγε πίσω στο νοσοκομείο - αυτή τη φορά με τη θέλησή της, παραπονούμενη για ανύπαρκτες ενοχλήσεις, μόνο και μόνο για να είναι κοντά σε ανθρώπους που φαίνονταν να την κατανοούν περισσότερο απ' ό,τι ο έξω κόσμος.
Αν όμως ο δόκτωρ Ιγκόρ ανακάλυπτε πώς να καταπολεμήσει το Βιτριόλι -το δηλητήριο που θεωρούσε υπεύθυνο για την τρέλα- το όνομά του θα γραφόταν στην Ιστορία και η Σλοβενία θα κέρδιζε οριστικά τη θέση της στο χάρτη. Εκείνη τη βδομάδα εμφανίστηκε μια θεόσταλτη ευκαιρία, όταν μια γυναίκα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει· μια ευκαιρία που δε σκόπευε να χάσει για όλο το χρυσάφι του κόσμου.

Ο δόκτωρ Ιγκόρ έμεινε ικανοποιημένος. Αν και για οικονομικούς λόγους ήταν ακόμη αναγκασμένος να δέχεται θεραπείες -όπως το ινσουλινικό σοκ- τις οποίες είχε καταδικάσει από καιρό η ιατρική -επίσης για οικονομικούς
λόγους-, η «Βιλέτ» ανανέωνε την ψυχιατρική θεραπεία. Εκτός απ' το γεγονός ότι είχε στη διάθεσή του χρόνο και μέσα για να ερευνήσει το Βιτριόλι, βασιζόταν και στην υποστήριξη των ιδιοκτητών για να κρατήσει στο άσυλο την ομάδα που αποκαλούσαν «Αδελφότητα». Οι μέτοχοι του ιδρύματος είχαν επιτρέψει να είναι ανεκτός -προσέξτε, όχι να ενθαρρύνεται, αλλά να είναι ανεκτός- εγκλεισμός με διάρκεια μεγαλύτερη απ' ό,τι ήταν απαραίτητο. Το επιχείρημά τους ήταν ότι για ανθρωπιστικούς λόγους έπρεπε να δοθεί στον ασθενή που θεραπεύτηκε πρόσφατα η δυνατότητα επιλογής της καταλληλότερης στιγμής για επανένταξή του στον κόσμο και αυτό επέτρεπε σε ένα μέρος τους να αποφασίζει να μένει στη «Βιλέτ», σαν να επρόκειτο για ξενοδοχείο λουξ ή για λέσχη όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι με κοινά στοιχεία. Έτσι ο δόκτωρ Ιγκόρ κατόρθωνε να κρατάει τρελούς και υγιείς στον ίδιο χώρο και πέτυχε μάλιστα οι δεύτεροι να ασκούν θετική επιρροή στους πρώτους. Για να αποφευχθεί δυσάρεστη τροπή των πραγμάτων -όπου οι τρελοί θα έφταναν να επηρεάσουν αρνητικά όσους είχαν θεραπευτεί-, κάθε μέλος της «Αδελφότητας» έπρεπε να βγαίνει από το ίδρυμα τουλάχιστον μία φορά τη μέρα.
Ο δόκτωρ Ιγκόρ ήξερε ότι οι λόγοι που προφασίζονταν οι μέτοχοι για την παρατεινόμενη παρουσία θεραπευμένων ανθρώπων στο άσυλο -«ανθρωπιστικοί λόγοι», έλεγαν- δεν ήταν παρά μια δικαιολογία. Φοβούνταν μήπως η Λιουμπλιάνα, η μικρή και χαριτωμένη πρωτεύουσα της Σλοβενίας, δεν είχε αρκετούς πλούσιους τρελούς, τόσους που να μπορούν να στηρίξουν όλο αυτό το ακριβό, σύγχρονο οικοδόμημα. Άλλωστε, το σύστημα της δημόσιας υγείας βασιζόταν σε άσυλα πρώτης κατηγορίας, γεγονός που έφερνε τη «Βιλέτ» σε μειονεκτική θέση στην αγορά των ψυχικών νόσων.
Όταν οι μέτοχοι μετέτρεψαν τον παλιό στρατώνα σε ψυχιατρείο, είχαν στόχο ανθρώπους που ενδεχομένως θα έπεφταν θύματα του πολέμου με τη Γιουγκοσλαβία. Όμως ο πόλεμος διήρκεσε ελάχιστα. Οι μέτοχοι πόνταραν στο ότι ο πόλεμος θα επαναληφθεί, αλλά αυτό δε συνέβη.
Ύστερα, μετά από πρόσφατες έρευνες, ανακάλυψαν ότι οι πόλεμοι προκαλούσαν ψυχικά προβλήματα αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα απ' ό,τι η υπερένταση, η ανία, οι κληρονομικές παθήσεις, η μοναξιά και η απόρριψη. Όταν ένα σύνολο ανθρώπων έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα -όπως σε περίπτωση πολέμου ή υψηλού πληθωρισμού ή επιδημίας-, σημειωνόταν κάποια μικρή αύξηση στον αριθμό των αυτοκτονιών αλλά ταυτόχρονα μεγάλη μείωση στις καταστάσεις κατάθλιψης, παράνοιας και ψυχώσεων. Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρούνταν επιστροφή στους συνήθεις δείκτες αφού είχε πλέον ξεπεραστεί το πρόβλημα, αποδεικνύοντας έτσι –όπως το καταλάβαινε ο δόκτωρ Iγκόρ- ότι ο άνθρωπος αφήνεται στην πολυτέλεια της τρέλας μόνο όταν συντρέχουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Μπροστά του είχε άλλη μια πρόσφατη έρευνα, αυτή τη φορά απ' τον Καναδά, ο οποίος επιλέχθηκε πρόσφατα από μια αμερικανική εφημερίδα ως η χώρα με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο παγκοσμίως. Ο δόκτωρ Ιγκόρ διάβασε:

* Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία του Καναδά έχουν παρουσιάσει κάποιου είδους ψυχική ασθένεια:
40 % των ανθρώπων μεταξύ 15 και 34 χρόνων,
33 % των ανθρώπων μεταξύ 35 και 54 χρόνων,
20 % των ανθρώπων μεταξύ 55 και 64 χρόνων.
* Εκτιμάται ότι ένας στους πέντε ανθρώπους πάσχει από κάποιου είδους ψυχική διαταραχή.
* Ένας στους οχτώ Καναδούς θα εισαχθεί σε νοσοκομείο λόγω ψυχικών διαταραχών τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του.
Απίθανη αγορά, καλύτερη από εδώ σκέφτηκε. Όσο πιο ευτυχισμένοι έχουν τη δυνατότητα να είναι οι άνθρωποι, τόσο πιo δυστυχισμένοι γίνονται.

Ο δόκτωρ Ιγκόρ μελέτησε μερικές ακόμη περιπτώσεις, αναλογιζόμενος προσεχτικά ποιες έπρεπε να εξετάσει μαζί με το συμβούλιο του νοσοκομείου και για ποιες μπορούσε να αποφανθεί μόνος του. Όταν τελείωσε, είχε πια ξημερώσει για τα καλά και έσβησε το φως. Στη συνέχεια είπε να μπει ο πρώτος επισκέπτης - η μητέρα της ασθενούς που είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει.


«Είμαι η μητέρα της Βερόνικας. Πώς είναι η κατάσταση της κόρης μου;»
Ο δόκτωρ Ιγκόρ σκέφτηκε μήπως έπρεπε να πει την αλήθεια και να τη γλιτώσει από ανώφελες εκπλήξεις - στο κάτω κάτω είχε και μια κόρη με το ίδιο όνομα. Όμως αποφάσισε ότι ήταν καλύτερο να μη μιλήσει.
Είπε ψέματα: «Ακόμη δεν ξέρουμε. Χρειαζόμαστε άλλη μια βδομάδα».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε αυτό η Βερόνικα», έλεγε η γυναίκα κλαίγοντας μπροστά του. «Είμαστε καλοί γονείς, προσπαθήσαμε με πολλές θυσίες να της δώσουμε την καλύτερη δυνατή ανατροφή. Αν και είχαμε τα προβλήματά μας ως ζευγάρι, κρατήσαμε ενωμένη την οικογένεια σαν παράδειγμα επιμονής και καρτερίας μπροστά στις αντιξοότητες. Έχει καλή δουλειά, δεν είναι άσχημη, μα παρ' όλα αυτά...»
«...μα παρ' όλα αυτά προσπάθησε να αυτοκτονήσει», τη διέκοψε ο δόκτωρ Ιγκόρ. «Μη σας εκπλήσσει, καλή μου κυρία, έτσι είναι. Οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να κατανοήσουν την ευτυχία. Αν θέλετε, μπορώ να σας δείξω τις στατιστικές του Καναδά».
«Του Καναδά;»
Η γυναίκα τον κοίταξε έκπληκτη. Ο δόκτωρ Ιγκόρ είδε ότι κατάφερε να τραβήξει αλλού την προσοχή της και συνέχισε:
«Κοιτάξτε, ήρθατε εδώ όχι για να μάθετε πώς πάει η κόρη σας, αλλά για να δικαιολογηθείτε για το γεγονός ότι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Πόσων χρόνων είναι;»
«Είκοσι τεσσάρων».
«Δηλαδή μια γυναίκα ώριμη, που έχει γνωρίσει τη ζωή, ξέρει τι θέλει και μπορεί να κάνει τις επιλογές της. Τι σχέση έχει αυτό με το γάμο σας και με τις θυσίες που κάνατε εσείς και ο σύζυγος σας; Από πότε μένει μόνη;»
«Εδώ και έξι χρόνια».
«Βλέπετε; Ανεξάρτητη όσο δεν παίρνει. Κι ακόμη, επειδή ένας Αυστριακός γιατρός -ο δόκτωρ Σίγκμουντ Φρόιντ, είμαι σίγουρος ότι τον έχετε ακουστά- έγραψε σχετικά μ' αυτές τις αρρωστημένες σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών, από τότε μέχρι σήμερα όλοι νιώθουν ενοχές για όλα. Οι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι το παιδί που έγινε δολοφόνος είναι θύμα της γονικής ανατροφής; Απαντήστε μου».
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα», απάντησε η γυναίκα όλο και πιο έκπληκτη απ' όσα έλεγε ο γιατρός. Ίσως τον είχαν κολλήσει οι ασθενείς του.
«Θα σας δώσω εγώ την απάντηση», είπε ο δόκτωρ Iγκόρ. «Οι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι ο δολοφόνος είναι ένοχος και όχι η κοινωνία, ούτε οι γονείς του ούτε οι πρόγονοί του. Οι Γιαπωνέζοι αυτοκτονούν επειδή το παιδί τους αποφάσισε να πάρει ναρκωτικά και να αρχίσει τους πυροβολισμούς; Η απάντηση είναι και πάλι η ίδια: Όχι! Και μιλάμε για τους Γιαπωνέζους, που, απ' όσο ξέρω, αυτοκτονούν για το παραμικρό. Τις προάλλες μάλιστα διάβασα μια είδηση ότι ένας νέος αυτοκτόνησε επειδή δεν κατάφερνε να περάσει τις εξετάσεις».

«Μήπως μπορώ να μιλήσω με την κόρη μου;» ρώτησε η γυναίκα, που δεν την ενδιέφεραν Γιαπωνέζοι, Ινδιάνοι και Καναδοί.
«Σε λίγο, σε λίγο», απάντησε ο δόκτωρ Ιγκόρ, λίγο θυμωμένος με τη διακοπή. «Αλλά πρώτα θέλω να καταλάβετε κάτι: Με εξαίρεση μερικές παθολογικές περιπτώσεις, οι άνθρωποι τρελαίνονται όταν προσπαθούν να ξεφύγουν απ' την καθημερινότητα. Με καταλάβατε;»
«Σας κατάλαβα πολύ καλά», απάντησε η γυναίκα. «Κι αν νομίζετε ότι δε θα είμαι ικανή να τη φροντίσω, μείνετε ήσυχος: ποτέ δεν προσπάθησα να αλλάξω τη ζωή μου».
«Χαίρομαι». Ο δόκτωρ Ιγκόρ έδειξε ανακούφιση. «Φανταστήκατε ποτέ έναν κόσμο όπου, για παράδειγμα, δε θα ήμασταν υποχρεωμένοι να επαναλαμβάνουμε κάθε μέρα της ζωής μας τα ίδια πράγματα; Αν αποφασίζαμε, για παράδειγμα, να τρώμε μόνο την ώρα που θα πεινούσαμε, πώς θα έκαναν το κουμάντο τους οι νοικοκυρές και τα εστιατόρια;»
Θα ήταν πιo φυσιολογικό να τρώμε μόνο όταν θα μας ερχόταν πείνα, σκέφτηκε η γυναίκα, χωρίς να πει τίποτα, από φόβο μήπως της απαγορεύσουν να δει τη Βερόνικα.
«Θα δημιουργούνταν πολύ μεγάλη σύγχυση», είπε. «Νοικοκυρά είμαι και καταλαβαίνω».
«Οπότε έχουμε το πρωινό, το μεσημεριανό, το βραδινό. Πρέπει να ξυπνάμε σε ορισμένη ώρα κάθε μέρα και να αναπαυόμαστε μια φορά τη βδομάδα. Έχουμε τα Χριστούγεννα για να δίνουμε δώρο και το Πάσχα για να περνάμε τρεις μέρες στη λίμνη. Θα σας ευχαριστούσε αν ο άντρας σας, μόνο και μόνο επειδή τον κατέλαβε μια ξαφνική παρόρμηση πάθους, αποφάσιζε να κάνει έρωτα στο σαλόνι;»
Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Εγώ ήρθα εδώ να δω την κόρη μου!
«Θα στενοχωριόμουν», του απάντησε πολύ προσεχτικά, ελπίζοντας να έδωσε την αναμενόμενη απάντηση.
«Πολύ ωραία», κραύγασε ο δόκτωρ Ιγκόρ. «Το μέρος όπου κάνουμε έρωτα είναι το κρεβάτι. Διαφορετικά δίνουμε το κακό παράδειγμα και διασπείρουμε την αναρχία».
«Μπορώ να δω την κόρη μου;» τον διέκοψε η γυναίκα.
Ο δόκτωρ Ιγκόρ παραιτήθηκε- τούτη η επαρχιώτισσα δε θα καταλάβαινε ποτέ τι της έλεγε, δεν την ενδιέφερε να συζητήσει για την τρέλα από φιλοσοφική άποψη - ακόμη και αν μάθαινε ότι η κόρη της είχε πετύχει στην απόπειρα αυτοκτονίας της και είχε πέσει σε κώμα.
Χτύπησε ένα κουδουνάκι και εμφανίστηκε η γραμματέας του.
«Πείτε να φωνάξουν την κοπέλα που προσπάθησε να αυτοκτονήσει», είπε. «Εκείνη με το γράμμα στις εφημερίδες, που έγραφε ότι αυτοκτονούσε για να μάθουν όλοι πού βρίσκεται η Σλοβενία».

«ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΗ ΔΩ. Έκοψα πια κάθε δεσμό μου με τον κόσμο».
Στάθηκε δύσκολο να το πει εκεί, στην αίθουσα, μπροστά σ' όλο τον κόσμο. Όμως ούτε ο νοσοκόμος είχε φανεί διακριτικός όταν ανακοίνωσε με δυνατή φωνή ότι την περίμενε η μητέρα της - σαν να ήταν κάτι που αφορούσε τους πάντες.
Δεν ήθελε να δει τη μητέρα της, επειδή θα υπέφεραν και οι δυο. Ήταν καλύτερα να τη θεωρεί κιόλας πεθαμένη. Η Βερόνικα σιχαινόταν τους αποχαιρετισμούς.
Ο άντρας έφυγε προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει και εκείνη άρχισε πάλι να αγναντεύει τα βουνά. Ο ήλιος είχε επιστρέψει επιτέλους ύστερα από μια βδομάδα - η Βερόνικα το ήξερε απ' την προηγούμενη νύχτα, γιατί της το είχε πει το φεγγάρι ενώ εκείνη έπαιζε πιάνο.
Όχι, αυτό είναι τρέλα. Αρχίζω να χάνω τον έλεγχο. Τα άστρα δε μιλάνε - παρά μόνο σ' εκείνους που αυτοαποκαλούνται αστρολόγοι. Αν το φεγγάρι μίλησε με κάποιον, τότε σίγουρα μίλησε μ' εκείνο το σχιζοφρενή.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτή τη σκέψη και ένιωσε μια σουβλιά στο στήθος και το ένα χέρι να μουδιάζει.
Είδε το ταβάνι να φέρνει βόλτες: η καρδιακή προσβολή!
Ένιωσε κάτι σαν ευφορία, λες και ο θάνατος την απελευθέρωνε απ' το φόβο του θανάτου. Σε λίγο όλα θα τελείωναν!
Μπορεί να πονούσε λίγο, αλλά τι ήταν πέντε λεπτά αγωνίας μπροστά στην ανταμοιβή της αιώνιας γαλήνης; Η μόνη πράξη της ήταν να κλείσει τα μάτια: της προκαλούσε μεγάλη φρίκη στις ταινίες να βλέπει τους πεθαμένους με ανοιχτά τα μάτια.
Όμως η καρδιακή προσβολή τής φαινόταν διαφορετική απ' ό,τι την είχε φανταστεί, καθώς η αναπνοή της άρχισε να δυσκολεύει. Τρομοκρατημένη η Βερόνικα άρχισε να ανακαλύπτει ότι σύντομα θα ζούσε το χειρότερο φόβο της: το θάνατο από ασφυξία. Θα πέθαινε σαν να την έθαβαν ζωντανή ή σαν να βούλιαζε στο βυθό της θάλασσας.
Τρέκλισε, έπεσε, ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο και έβαλε τα δυνατά της να αναπνεύσει- αλλά αέρας δεν ερχόταν. Το χειρότερο απ' όλα: δεν ερχόταν ο θάνατος. Είχε απόλυτη συνείδηση όσων συνέβαιναν γύρω της, ξεχώριζε χρώματα και σχήματα. Δυσκολευόταν μόνο να ακούσει τι έλεγαν οι άλλοι - οι φωνές και τα επιφωνήματα έμοιαζαν απόμακρα, σαν να έρχονταν από άλλο κόσμο. Με αυτή την εξαίρεση, όλα τα άλλα ήταν πραγματικά, αέρας δεν ερχόταν -απλούστατα, δεν υπάκουε στις εντολές των πνευμόνων και των μυών της- και δεν έχανε τις αισθήσεις της.
Ένιωσε ότι κάποιος τη χτυπούσε και τη γυρνούσε ανάσκελα- αλλά είχε χάσει πια τον έλεγχο της κίνησης των ματιών της, τα οποία στριφογύριζαν στέλνοντας εκατοντάδες διαφορετικές εικόνες στον εγκέφαλό της, προσθέτοντας στην αίσθηση του πνιγμού και μια πλήρη οπτική σύγχυση.
Σε λίγο και οι εικόνες άρχισαν να γίνονται απόμακρες• και όταν η αγωνία της έφτασε στο ζενίθ, εισέβαλε επιτέλους ο αέρας, κάνοντας έναν τρομερό θόρυβο που τους έκανε όλους μέσα στην αίθουσα να παραλύσουν από φόβο.

Η Βερόνικα άρχισε να αδειάζει τα σωθικά της ασταμάτητα. Αφού πέρασε η στιγμή της παρ' ολίγον τραγωδίας, μερικοί τρελοί άρχισαν να γελάνε με τη σκηνή - και εκείνη ένιωσε ταπεινωμένη, χαμένη και ανίκανη να αντιδράσει.
Ένας νοσοκόμος μπήκε τρέχοντας και της έκανε μια ένεση στο χέρι.
«Ηρέμησε. Πέρασε τώρα».
«Δεν πέθανα!» άρχισε να ουρλιάζει προχωρώντας προς τους άλλους τροφίμους και λερώνοντας το πάτωμα και τα έπιπλα με τον εμετό της. «Παραμένω σ' αυτό το τρελάδικο, αναγκασμένη να συμβιώνω με σας! Ζώντας χίλιους θανάτους κάθε μέρα και κάθε νύχτα – χωρίς κανείς να με λυπάται!»
Στράφηκε στο νοσοκόμο, τράβηξε τη σύριγγα απ' το χέρι της και την πέταξε προς τον κήπο.
«Κι εσύ τι θέλεις; Γιατί δε μου βάζεις δηλητήριο, αφού ξέρεις ότι είμαι έτσι κι αλλιώς καταδικασμένη; Είσαι αναίσθητος;»
Χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της, ξανακάθισε στο πάτωμα και ξέσπασε σε κλάματα, σε γοερούς λυγμούς, ουρλιάζοντας, ενώ μερικοί τρόφιμοι γελούσαν και σχολίαζαν τα λερωμένα ρούχα της.
«Δώσ' της ένα ηρεμιστικό!» είπε μια γιατρίνα μπαίνοντας βιαστικά. «Έλεγξε την κατάσταση!»
Όμως ο νοσοκόμος είχε παραλύσει.
Η γιατρίνα ξαναβγήκε επιστρέφοντας με δύο νοσοκόμους και καινούρια σύριγγα. Οι άντρες άρπαξαν γερά το υστερικό πλάσμα που χτυπιόταν στη μέση της αίθουσας, ενώ η γιατρίνα ενέχυνε και την τελευταία σταγόνα ηρεμιστικού στη φλέβα του λερωμένου χεριού.

ΗΤΑΝ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΊΟ του δόκτορα Ιγκόρ, ξαπλωμένη σ' ένα κάτασπρο κρεβάτι με καινούριο σεντόνι.
Ο γιατρός ακροαζόταν την καρδιά της. Προσποιήθηκε ότι κοιμόταν ακόμη, αλλά κάποια αλλαγή πρέπει να συνέβη μέσα στο στήθος της, γιατί στη φωνή του διέκρινε τη βεβαιότητα ότι τον άκουγε.
«Ηρέμησε», είπε. «Με τέτοια υγεία μπορείς να ζήσεις και εκατό χρόνια».
Η Βερόνικα άνοιξε τα μάτια………………………………………………….....
«Τι είπατε;»
«Είπα να ηρεμήσεις».
«Όχι. Είπατε ότι μπορώ να ζήσω και εκατό χρόνια»,
Ο γιατρός προχώρησε μέχρι το γραφείο του.
«Είπατε ότι μπορώ να ζήσω και εκατό χρόνια».
«Στην ιατρική τίποτα δεν είναι οριστικό», επιχείρησε να καλυφθεί ο δόκτωρ Ιγκόρ. «Όλα είναι πιθανά».
«Πώς είναι η καρδιά μου;»
«Τα ίδια».
Τότε δε χρειαζόταν τίποτ' άλλο. Οι γιατροί μπροστά σε μια βαριά περίπτωση λένε «θα ζήσεις μέχρι τα εκατό σου χρόνια» ή «δεν είναι τίποτα σοβαρό» ή «έχεις καρδιά και πίεση μικρού παιδιού» ή ακόμη «πρέπει να ξανακάνουμε τις εξετάσεις». Σαν να φοβούνται ότι ο ασθενής θα τους διαλύσει όλο το γραφείο.
Η Βερόνικα προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε: το δωμάτιο άρχισε να στριφογυρίζει.
«Μείνε λίγο ακόμη, ώσπου να νιώσεις καλύτερα. Δε μ' ενοχλείς».
Ωραία, σκέφτηκε η Βερόνικα. Αλλά και αν τον ενοχλούσα;

Ως έμπειρος γιατρός, ο δόκτωρ Ιγκόρ έμεινε για κάμποση ώρα σιωπηλός, προσποιούμενος ότι ασχολείται με τα έγγραφα πάνω στο γραφείο του. Όταν βρισκόμαστε απέναντι σε άλλο άνθρωπο και αυτός δε λέει κουβέντα, η κατάσταση γίνεται εκνευριστική και έντονα ανυπόφορη. Ο δόκτωρ Ιγκόρ έλπιζε ότι η κοπέλα θα άρχιζε να μιλάει - και ο ίδιος θα μπορούσε να συγκεντρώσει και άλλα στοιχεία για τη διατριβή του σχετικά με την τρέλα και τη μέθοδο θεραπείας που εκείνος ανέπτυσσε.
Όμως η Βερόνικα δεν έβγαλε μιλιά. Ίσως έχει φτάσει πια σε βαθμό δηλητηρίασης που ξεπερνάει το Βιτριόλι, σκέφτηκε ο δόκτωρ Ιγκόρ και αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή – που γινόταν εκνευριστική και έντονα ανυπόφορη.
«Σου αρέσει να παίζεις πιάνο, έτσι;» είπε προσπαθώντας να πάρει το πιο άνετο ύφος.
«Και στους τρελούς αρέσει να ακούνε. Χτες ένας στήθηκε και μ' άκουγε».
«Ο Έντουαρντ. Σχολίασε κάτι για κάποιον που του άρεσε πολύ. Ποιος ξέρει, ίσως αρχίσει να τρέφεται και πάλι σαν κανονικός άνθρωπος».
«Σχιζοφρενής που του αρέσει η μουσική; Και τη σχολιάζει με άλλους;»
«Βέβαια. Και πάω στοίχημα ότι δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτή η λέξη».
Ο γιατρός, που με τα βαμμένα μαύρα μαλλιά του έμοιαζε περισσότερο με ασθενή, είχε δίκιο. Η Βερόνικα είχε ακούσει τη λέξη πολλές φορές, αλλά δεν είχε ιδέα για το τι σήμαινε.
«Θεραπεύεται;» ρώτησε, για να μάθει περισσότερα σχετικά με τους σχιζοφρενείς.
«Ελέγχεται. Ακόμη δεν ξέρουμε ακριβώς τι συμβαίνει στον κόσμο της τρέλας- όλα είναι καινούρια και οι διαδικασίες αλλάζουν ανά δεκαετία. Ο σχιζοφρενής είναι άνθρωπος που έχει ήδη απ' τη φύση του την τάση να φεύγει απ' αυτό τον κόσμο, ώσπου ένα συμβάν -σοβαρό ή όχι, ανάλογα με την κάθε περίπτωση- τον οδηγεί στο να δημιουργήσει μια πραγματικότητα μόνο δική του. Η περίπτωσή του μπορεί να εξελιχθεί ως την απόλυτη απόσυρση –που εμείς την ονομάζουμε κατατονία- ή μπορεί να παρουσιάσει βελτίωση που θα επιτρέψει στον ασθενή να εργαστεί και να ζήσει μια ουσιαστικά φυσιολογική ζωή. Αυτό εξαρτάται από ένα και μόνο πράγμα: το περιβάλλον του».
«Να δημιουργήσει μια πραγματικότητα μόνο δική του», επανέλαβε η Βερόνικα. «Τι είναι η πραγματικότητα;»
«Αυτό που η πλειονότητα πιστεύει ότι είναι. Όχι απαραίτητα το καλύτερο ή το πιο λογικό, αλλά αυτό που ταίριαξε στην επιθυμία του συνόλου. Βλέπετε τι έχω στο στήθος;»
«Μια γραβάτα».
«Πολύ ωραία. Η απάντησή σας είναι λογική, όπως ταιριάζει σ' έναν πλήρως φυσιολογικό άνθρωπο: μια γραβάτα!
»Ένας τρελός όμως θα έλεγε ότι έχω στο στήθος ένα χρωματιστό κομμάτι ύφασμα, γελοίο, άχρηστο, δεμένο με πολύπλοκο τρόπο, που τελικά δυσκολεύει τις κινήσεις της κεφαλής και επιβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να εισέλθει ο αέρας στα πνευμόνια. Αν αφαιρεθώ κοντά σε ανεμιστήρα, μπορεί να πεθάνω στραγγαλισμένος απ' αυτό το κομμάτι ύφασμα.
»Αν ένας τρελός με ρωτήσει σε τι χρησιμεύει η γραβάτα, θα πρέπει να απαντήσω: "Σε τίποτα απολύτως". Ούτε καν για καλλωπισμό, γιατί τη σήμερον ημέρα έχει μετατραπεί σε σύμβολο δουλείας, εξουσίας, απόμακρης ψυχρότητας. Η μόνη χρησιμότητα της γραβάτας είναι να τη βγάζουμε όταν φτάνουμε στο σπίτι, οπότε έχουμε την αίσθηση ότι απελευθερωνόμαστε από κάτι που δεν ξέρουμε ούτε τι είναι.
»Όμως η αίσθηση της ανακούφισης δικαιολογεί την ύπαρξη της γραβάτας; Όχι. Ακόμη κι έτσι, αν ρωτήσω έναν τρελό κι ένα φυσιολογικό άνθρωπο τι είναι αυτό, θα θεωρηθεί υγιής αυτός που θα απαντήσει "γραβάτα". Δεν έχει σημασία ποιος λέει το σωστό, σημασία έχει ποιος έχει δίκιο».
«Απ' το οποίο συμπεραίνετε ότι δεν είμαι τρελή, αφού είπα το σωστό όνομα του χρωματιστού υφάσματος».

Όχι, δεν είσαι τρελή, σκέφτηκε ο δόκτωρ Ιγκόρ, που ήταν αυθεντία επί του θέματος, με πολλά διπλώματα κρεμασμένα στον τοίχο του γραφείου του. Η απόπειρα αυτοκαταστροφής ήταν κάτι ανθρώπινο - γνώριζε πολλούς ανθρώπους που την είχαν επιχειρήσει, αλλά πάλι συνέχιζαν να ζουν με εμφάνιση αθώα και φυσιολογική, μόνο και μόνο επειδή δεν είχαν επιλέξει τη σκανδαλώδη μέθοδο της αυτοκτονίας. Αυτοκτονούσαν λίγο λίγο, δηλητηριαζόμενοι με αυτό που ο δόκτωρ Ιγκόρ αποκαλούσε Βιτριόλι.
Το Βιτριόλι ήταν μια τοξική ουσία της οποίας τα συμπτώματα είχε διαπιστώσει στις συζητήσεις του με άντρες και γυναίκες που γνώριζε. Τώρα έγραφε μια σχετική διατριβή, την οποία θα κατέθετε στην Ακαδημία Επιστημών της Σλοβενίας για μελέτη. Ήταν το πιο σημαντικό βήμα στο χώρο της τρέλας, από τότε που ο δόκτωρ Πινέλ έδωσε εντολή να αφαιρέσουν τις αλυσίδες που έδεναν τους ασθενείς, σοκάροντας τον ιατρικό κόσμο με την ιδέα ότι μερικοί απ' αυτούς είχαν δυνατότητα θεραπείας.
Όπως και η λίμπιντο -μια χημική αντίδραση υπεύθυνη για την ερωτική επιθυμία, την οποία είχε αναγνωρίσει ο δόκτωρ Φρόιντ, αλλά κανένα εργαστήριο δεν μπόρεσε ποτέ να αναπαραγάγει-, το Βιτριόλι εκκρινόταν από τον οργανισμό ανθρώπων που βρίσκονταν σε κατάσταση φόβου - αν και ακόμη περνούσε απαρατήρητο από τις σύγχρονες εξετάσεις φασματοσκοπίας. Αναγνωριζόταν ωστόσο εύκολα από τη γεύση του, που δεν ήταν ούτε γλυκιά ούτε αλμυρή - αλλά πικρή. Ο δόκτωρ Ιγκόρ -που προέβη στην ανακάλυψη αυτού του θανατηφόρου δηλητηρίου, η οποία, όμως, δεν του είχε ακόμη αναγνωριστεί- του είχε δώσει το όνομα ενός δηλητηρίου που είχαν κατά κόρον χρησιμοποιήσει στο παρελθόν αυτοκράτορες, βασιλιάδες και ερωτευμένοι κάθε λογής όταν ήθελαν να απομακρύνουν οριστικά κάποιον ενοχλητικό.

Ωραίοι καιροί εκείνοι με τους αυτοκράτορες και τους βασιλιάδες: μια εποχή στην οποία ο κόσμος ζούσε και πέθαινε ρομαντικά. Ο δολοφόνος καλούσε το θύμα για ένα ωραίο γεύμα, ο σερβιτόρος έμπαινε με δύο ωραία κύπελλα, ένα από τα οποία είχε μέσα βιτριόλι μαζί με το ποτό. Πόση συγκίνηση διέγειραν οι κινήσεις του θύματος: έπιανε το κύπελλο, έλεγε μερικά λόγια φιλικά ή εχθρικά, έπινε αυτό που νόμιζε ότι ήταν ένα ακόμη γευστικό ποτό, έριχνε ένα βλέμμα γεμάτο έκπληξη στον αμφιτρύωνα του και έπεφτε κεραυνοβολημένο στο έδαφος!
Όμως αυτό το δηλητήριο, σήμερα ακριβό και δυσεύρετο στην αγορά, αντικαταστάθηκε από πιο σίγουρες διαδικασίες εξολόθρευσης – όπως περίστροφα, βακτηρίδια κτλ. Ο δόκτωρ Ιγκόρ, ρομαντικός από τη φύση του, ανέσυρε το σχεδόν ξεχασμένο όνομα για να βαφτίσει την ψυχική ασθένεια που είχε κατορθώσει να διαγνώσει και η ανακάλυψη της οποίας σύντομα θα τρόμαζε τον κόσμο.
Ήταν παράξενο που κανείς ποτέ δεν είχε αναφερθεί στο Βιτριόλι ως θανατηφόρα τοξική ουσία, αν και η πλειονότητα των παθόντων αναγνώριζε τη γεύση του και ονόμαζε τη διαδικασία της δηλητηρίασης «Πικρία». Όλα τα όντα είχαν Πικρία στον οργανισμό τους -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό-, έτσι όπως σχεδόν όλοι έχουμε το βακτηρίδιο της φυματίωσης. Όμως οι δύο αρρώστιες εκδηλώνονται μόνο σε περίπτωση εξασθένησης του ασθενούς- στην περίπτωση της Πικρίας, ευνοϊκό έδαφος για την εμφάνιση της ασθένειας παρουσιάζεται όταν δημιουργείται ο φόβος για την αποκαλούμενη «πραγματικότητα».
Μερικοί άνθρωποι στην προσπάθεια τους να θέλουν να κατασκευάσουν έναν κόσμο στον οποίο δε θα μπορούσε να διεισδύσει καμιά εξωτερική απειλή, αυξάνουν υπερβολικά τις άμυνες τους προς το άγνωστο -ξένους ανθρώπους, νέα μέρη, διαφορετικές εμπειρίες- και αφήνουν τον εσωτερικό τους κόσμο αφρούρητο. Από κει αρχίζει η Πικρία να προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες.
Ο μεγάλος στόχος της Πικρίας (ο δόκτωρ Ιγκόρ προτιμούσε να την ονομάζει Βιτριόλι) ήταν η θέληση. Οι άνθρωποι που έπεφταν θύματα της αρρώστιας έχαναν σιγά σιγά την όρεξη για οτιδήποτε και μέσα σε λίγα χρόνια δεν μπορούσαν να βγουν απ' τον κόσμο τους, καθώς είχαν ξοδέψει τεράστια αποθέματα ενέργειας κατασκευάζοντας ψηλά τείχη για να μεταπλάσουν την
πραγματικότητα κατά την επιθυμία τους.
Με το να αποφεύγουν τις εξωτερικές επιθέσεις, είχαν ταυτόχρονα περιορίσει την εσωτερική ανάπτυξη τους. Συνέχιζαν να πηγαίνουν στη δουλειά, να βλέπουν τηλεόραση, να παραπονιούνται για την κυκλοφορία και να κάνουν παιδιά, αλλά όλα αυτά γίνονταν μηχανικά και χωρίς μεγάλη εσωτερική συγκίνηση - γιατί στο κάτω κάτω όλα ήταν υπό έλεγχο.
Το μεγάλο πρόβλημα με τη δηλητηρίαση από Πικρία ήταν ότι και τα πάθη -μίσος, έρωτας, απελπισία, ενθουσιασμός, περιέργεια- δεν εκδηλώνονταν πια. Μετά από λίγο καιρό, στους πικραμένους δεν απέμενε καμιά επιθυμία. Δεν είχαν διάθεση ούτε να ζήσουν ούτε να πεθάνουν αυτό ήταν το πρόβλημα.

Γι' αυτό οι πικραμένοι συναρπάζονταν πάντα από ήρωες και τρελούς: δε φοβούνταν ούτε τη ζωή ούτε το θάνατο. Τόσο οι ήρωες όσο και οι τρελοί έδειχναν αδιάφοροι μπροστά στον κίνδυνο και προχωρούσαν εμπρός, αν και όλοι τους έλεγαν να μην το κάνουν. Ο τρελός αυτοκτονούσε, ο ήρωας προσφερόταν μαρτυρική θυσία υπέρ κάποιου ευγενούς σκοπού - αλλά και οι δύο τελικά πέθαιναν και οι πικραμένοι περνούσαν πολλά μερόνυχτα σχολιάζοντας τον παραλογισμό και τη δόξα αυτών των δύο ανθρώπινων τύπων. Ήταν η μόνη στιγμή κατά την οποία ο πικραμένος είχε τη δύναμη να σκαρφαλώσει στο αμυντικό τείχος του και να ρίξει μια ματιά προς τα έξω• αλλά σύντομα τα χέρια και τα πόδια του κουράζονταν και επέστρεφε στην καθημερινότητα του.
Ο χρόνια πικραμένος παρατηρούσε την αρρώστια του μόνο μια φορά τη βδομάδα: τα βράδια της Κυριακής. Τότε, καθώς δεν είχε τη δουλειά ή τη ρουτίνα να του μετριάζει τα συμπτώματα, αισθανόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά - η ησυχία σ' αυτές τις βραδιές ήταν φοβερή, η ώρα δεν περνούσε με τίποτα και υπήρχε διάχυτος ένας συνεχής εκνευρισμός.
Όμως έφτανε η Δευτέρα και ο πικραμένος ξεχνούσε αμέσως τα συμπτώματα του - αν και βλαστημούσε που δεν είχε ποτέ καιρό για να ξεκουραστεί και διαμαρτυρόταν που περνούσαν τόσο γρήγορα τα Σαββατοκύριακα.
Το μοναδικό μεγάλο πλεονέκτημα της αρρώστιας, από κοινωνική άποψη, ήταν ότι είχε γίνει ήδη κανόνας· επομένως ο εγκλεισμός δεν ήταν πλέον απαραίτητος - με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες η δηλητηρίαση ήταν τόσο βαριάς μορφής, ώστε η συμπεριφορά του ασθενούς άρχιζε να επηρεάζει τους άλλους. Όμως η πλειονότητα των πικραμένων μπορούσε να παραμένει
ελεύθερη, χωρίς να αποτελεί απειλή για την κοινωνία ή τους άλλους, καθώς -εξαιτίας των ψηλών τειχών που είχαν κατασκευάσει γύρω τους- ήταν τελείως απομονωμένοι από τον κόσμο, αν και έδιναν την εντύπωση ότι συμμετείχαν στα δρώμενα του.
Ο δόκτωρ Σίγκμουντ Φρόιντ ανακάλυψε τη λίμπιντο και τη θεραπεία των προβλημάτων με τα οποία σχετίζεται εφευρίσκοντας την ψυχανάλυση.
Πέρα απ' την ανακάλυψη ότι υπάρχει το Βιτριόλι, ο δόκτωρ Ιγκόρ έπρεπε να αποδείξει ότι και σ' αυτή την περίπτωση ήταν δυνατή η θεραπεία. Ήθελε να γραφτεί το όνομα του στην ιστορία της ιατρικής - αν και δεν είχε αυταπάτες όσο αφορά στις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε για να επιβάλει τις ιδέες του, καθώς οι «φυσιολογικοί» ήταν ικανοποιημένοι με τη ζωή τους και ποτέ δε θα παραδέχονταν την αρρώστια τους, ενώ οι «άρρωστοι» αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη μιας πελώριας αλυσίδας ασύλων, εργαστηρίων, συνεδρίων και λοιπών.
Ξέρω ότι ο κόσμος δε θα αναγνωρίσει τώρα την προσπάθειά μου, έλεγε μέσα του, καμαρώνοντας που δεν τον καταλάβαιναν. Αυτό άλλωστε ήταν το τίμημα που αναγκάζονταν να πληρώνουν οι ιδιοφυΐες.


«Τι πάθατε;» ρώτησε η κοπέλα απέναντι του. «Μοιάζετε σαν να μπήκατε στον κόσμο των ασθενών σας».
Ο δόκτωρ Ιγκόρ αγνόησε το θρασύ σχόλιο.
«Μπορείς να πηγαίνεις τώρα», της είπε.

Η ΒΕΡΌΝΙΚΑ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ αν ήταν μέρα ή νύχτα - ο δόκτωρ Ιγκόρ είχε το φως αναμμένο, αλλά έτσι έκανε κάθε πρωί. Εν τω μεταξύ, φτάνοντας στο διάδρομο, είδε το φεγγάρι και αντιλήφθηκε ότι είχε κοιμηθεί πιο πολύ απ' όσο
πίστευε.
Στο δρόμο για το δωμάτιο πρόσεξε στον τοίχο μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία: ήταν η κεντρική πλατεία της Λιουμπλιάνας, χωρίς το άγαλμα του ποιητή Πρεσέρεν ακόμη, με ζευγάρια που έκαναν περίπατο – μάλλον κάποια Κυριακή.
Κοίταξε την ημερομηνία της φωτογραφίας: καλοκαίρι 1910.
Καλοκαίρι 1910. Έδειχνε ανθρώπους με παιδιά και εγγόνια, ανθρώπους που είχαν πια πεθάνει, απαθανατισμένους σε μια στιγμή της ζωής τους. Οι γυναίκες ήταν ντυμένες με βαριά φορέματα και οι άντρες φορούσαν όλοι καπέλο, παλτό, γραβάτα (ή χρωματιστό ύφασμα, όπως την έλεγαν οι τρελοί), γκέτες και είχαν ομπρέλα κρεμασμένη στο μπράτσο.
Και η ζέστη; Η θερμοκρασία πρέπει να ήταν ίδια με αυτή των τωρινών καλοκαιριών: τριάντα πέντε βαθμοί υπό σκιάν. Αν έφτανε ένας Εγγλέζος με βερμούδα και χωρίς σακάκι -πολύ πιο κατάλληλη αμφίεση για τη ζέστη-, τι θα σκέφτονταν αυτοί οι άνθρωποι;
«Τρελός».
Είχε καταλάβει πλήρως τι ήθελε να πει ο δόκτωρ Iγκόρ. Έτσι κατανοούσε και το γεγονός ότι απολάμβανε πάντα στη ζωή πολλή αγάπη, στοργή, προστασία, αλλά της έλειπε ένα στοιχείο που θα τα έκανε όλα αυτά ευλογία: έπρεπε να ήταν λίγο πιο τρελή.
Οι γονείς της θα συνέχιζαν να την αγαπούν έτσι κι αλλιώς, αλλά εκείνη δεν τολμούσε να πληρώσει το τίμημα του ονείρου της, φοβούμενη μην τους πληγώσει . Αυτό το όνειρο που ήταν βαθιά θαμμένο στις αβύσσους της μνήμης της, μολονότι καμιά φορά ανασάλευε σε κάποια συναυλία ή χάρη σ' έναν ωραίο δίσκο που άκουγε τυχαία. Όμως όποτε το όνειρό της ξυπνούσε, μια αίσθηση τόσο μεγάλης απογοήτευσης καταλάμβανε τη Βερόνικα, ώστε το έβαζε και πάλι σε λήθαργο.
Ήξερε από μικρή ποια ήταν η πραγματική κλίση της: να γίνει πιανίστρια!
Το είχε καταλάβει από το πρώτο μάθημα, στα δώδεκα χρόνια της. Η καθηγήτρια της αντιλήφθηκε και αυτη το ταλέντο της και την παρότρυνε να γίνει επαγγελματίας. Μα όταν -ευχαριστημένη από τη νίκη της σ' ένα διαγωνισμό- είπε στη μητέρα της ότι θα άφηνε τα πάντα για να αφοσιωθεί μόνο στο πιάνο, εκείνη την κοίταξε με στοργή και απάντησε: «Κανείς δε βγάζει το ψωμί του απ' το πιάνο, αγάπη μου».
«Μα εσύ με βάζεις και κάνω μαθήματα!»
«Για να αναπτύξεις τα καλλιτεχνικά χαρίσματα σου, μόνο γι' αυτό. Θα το εκτιμά ο σύζυγος σου και θα ξεχωρίζεις στις γιορτές. Ξέχνα την ιστορία με το πιάνο και άντε να σπουδάσεις δικηγόρος. Αυτό είναι το επάγγελμα του μέλλοντος».
Η Βερόνικα έκανε αυτό που ζητούσε η μητέρα της, βέβαιη ότι ως μητέρα είχε αρκετή εμπειρία για να ξέρει τι είναι η πραγματικότητα. Η Βερόνικα τελείωσε τις σπουδές, μπήκε στη σχολή, αποφοίτησε με δίπλωμα και υψηλούς βαθμούς - αλλά βρήκε δουλειά μόνο ως βιβλιοθηκάριος.
Έπρεπε να είχα φανεί πιο τρελή. Όμως -όπως η πλειονότητα των ανθρώπων-το ανακάλυψε πολύ αργά.

Στράφηκε για να συνεχίσει το δρόμο της, αλλά κάποιος την έπιασε απ' το μπράτσο. Το ισχυρό ηρεμιστικό που της είχαν δώσει έτρεχε ακόμη στις φλέβες της, γι' αυτό και δεν αντέδρασε όταν ο Έντουαρντ, ο σχιζοφρενής, την οδήγησε απαλά προς διαφορετική κατεύθυνση: προς τη μεγάλη αίθουσα.


Το φεγγάρι ήταν ακόμη μισό- η Βερόνικα είχε κιόλας καθίσει στο πιάνο –όπως της ζήτησε σιωπηλά ο Έντουαρντ-, όταν άκουσε μια φωνή απ' την τραπεζαρία. Ήταν κάποιος που μιλούσε με ξενική προφορά και η Βερόνικα δε θυμόταν να έχει ξανακούσει τέτοια προφορά στη «Βιλέτ».
«Δε θέλω να παίξω πιάνο τώρα, Έντουαρντ. Θέλω να μάθω τι συμβαίνει στον κόσμο, τι συζητάνε εδώ δίπλα, ποιος είναι αυτός ο παράξενος άνθρωπος».
Ο Έντουαρντ χαμογελούσε, ίσως χωρίς να καταλαβαίνει ούτε λέξη απ' ό,τι του έλεγε. Όμως η Βερόνικα θυμήθηκε το δόκτορα Ιγκόρ: οι σχιζοφρενείς μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν στους ξεχωριστούς κόσμους τους.
«Θα πεθάνω», συνέχισε, με την ελπίδα ότι τα λόγια της θα μετέδιδαν κάποιο νόημα. «Ο θάνατος μ' άγγιξε με τις φτερούγες του σήμερα και θα χτυπήσει την πόρτα μου αύριο ή μεθαύριο. Δεν πρέπει να συνηθίσεις ν'ακούς πιάνο κάθε βράδυ.
»Κανείς δεν μπορεί να συνηθίσει τίποτα, Έντουαρντ. Κοίτα εμένα, που έχω αρχίσει να αγαπώ και πάλι τον ήλιο, τα βουνά, τα προβλήματα -μέχρι που άρχισα να παραδέχομαι ότι για την απουσία νοήματος απ' τη ζωή μου δεν έφταιγε κανένας άλλος εκτός από μένα. Ήθελα να δω και πάλι την πλατεία της Λιουμπλιάνας, να αισθανθώ αγάπη και μίσος, απελπισία και πλήξη, όλα αυτά τα απλά και ανόητα καθημερινά πράγματα, που όμως κάνουν ευχάριστη τη ζωή,
»Αν κάποια μέρα μπορέσω να βγω από δω, θα επιτρέψω στον εαυτό μου να είναι τρελός, γιατί έτσι είναι όλος ο κόσμος - οι χειρότεροι είναι αυτοί που δεν ξέρουν ότι είναι τρελοί επειδή επαναλαμβάνουν μόνο αυτό που ορίζουν οι άλλοι.
»Όμως τίποτα απ' όλα αυτά δεν είναι δυνατό, κατάλαβες; Έτσι κι εσύ δεν μπορείς να περνάς τη μέρα ολόκληρη περιμένοντας να έρθει το βράδυ και μια τρόφιμη να παίξει πιάνο - επειδή αυτό δε θα κρατήσει πολύ. Ο δικός μου κι ο δικός σου κόσμος βρίσκονται στο τέλος τους».
Σηκώθηκε, άγγιξε στοργικά το πρόσωπο του νέου και πήγε στην τραπεζαρία.

Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισε μια ασυνήθιστη εικόνα: τραπέζια και καρέκλες είχαν τραβηχτεί προς τον τοίχο σχηματίζοντας ένα μεγάλο κενό χώρο στο κέντρο. Εκεί, καθισμένα στο κέντρο, τα μέλη της «Αδελφότητας» άκουγαν έναν άντρα με κοστούμι και γραβάτα.
«... ύστερα κάλεσαν το μεγάλο δάσκαλο της σουφιστικής παράδοσης, τον Νασρεντίν, για να μιλήσει».
Όταν άνοιξε η πόρτα, όλοι στην αίθουσα κοίταξαν τη Βερόνικα. Ο άντρας με το κοστούμι γύρισε προς το μέρος της.
«Καθίστε».
Κάθισε στο πάτωμα, δίπλα στην κυρία με τα λευκά μαλλιά, τη Μαρί - που είχε φερθεί πολύ επιθετικά στην πρώτη συνάντηση τους. Προς έκπληξή της, η Μαρί την καλωσόρισε μ' ένα χαμόγελο.
Ο άντρας με το κοστούμι συνέχισε:
«Ο Νασρεντίν κανόνισε τη διάλεξη για τις δυο το μεσημέρι και η προσέλευση του κόσμου ήταν μεγάλη: πουλήθηκαν και οι χίλιες θέσεις και έμειναν απέξω περισσότερα από εξακόσια άτομα, που παρακολουθούσαν την ομιλία μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης.
»Στις δύο ακριβώς μπήκε ένας βοηθός του Νασρεντίν και είπε ότι για λόγους ανωτέρας βίας η διάλεξη θα καθυστερούσε. Μερικοί σηκώθηκαν αγανακτισμένοι, ζήτησαν να τους επιστραφούν τα χρήματα και αποχώρησαν. Όμως παρέμειναν πολλοί ακόμη μέσα κι έξω από την αίθουσα.
»Στις τέσσερις το απόγευμα ο σουφιστής δάσκαλος δεν είχε ακόμη κάνει την εμφάνιση του και οι άνθρωποι σιγά σιγά έφευγαν παίρνοντας πίσω τα χρήματα τους• άλλωστε πλησίαζε η προκαθορισμένη ώρα λήξης της διάλεξης και είχε έρθει η στιγμή να γυρίσουν στα σπίτια τους. Όταν χτύπησε έξι, οι χίλιοι εφτακόσιοι αρχικοί ακροατές είχαν μειωθεί σε λιγότερους από εκατό.
»Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Νασρεντίν. Φαινόταν τελείως μεθυσμένος και άρχισε να λέει αστειάκια σε μια όμορφη κοπέλα που καθόταν στην πρώτη σειρά.
»Αφου πέρασε η πρώτη έκπληξη, οι ακροατές άρχισαν να αγανακτούν. Πώς ήταν δυνατό, αφού περίμεναν τέσσερις ώρες συνέχεια, να φέρεται έτσι αυτός ο άνθρωπος; Ακούστηκαν ορισμένα μουρμουρητά αποδοκιμασίας, αλλά ο σουφιστής δάσκαλος δεν τους έδωσε καμιά σημασία- συνέχισε να φωνάζει ότι η κοπέλα ήταν σέξι και την κάλεσε να ταξιδέψει μαζί του στη Γαλλία».
Τι δάσκαλος, σκέφτηκε η Βερόνικα. Πάλι καλά που ποτέ μου δεν πίστεψα σε τέτοια πράγματα.
«Αφού βλαστήμησε όσους διαμαρτύρονταν, ο Νασρεντίν επιχείρησε να σηκωθεί και έπεσε βαρύς στο πάτωμα. Εξοργισμένοι οι ακροατές αποφάσισαν να φύγουν, λέγοντας ότι όλα αυτά ήταν αγυρτίες, ότι θα απευθύνονταν στις εφημερίδες για να καταγγείλουν αυτό το εξευτελιστικό θέαμα.
»Εννέα άνθρωποι έμειναν στην αίθουσα. Μόλις οι αγανακτισμένοι εγκατέλειψαν το χώρο, ο Νασρεντίν σηκώθηκε- ήταν νηφάλιος, τα μάτια του έλαμπαν και απέπνεε έναν αέρα αξιοπρέπειας και σοφίας. "Εσείς που βρίσκεστε εδώ είστε αυτοί που πρέπει να με ακούσουν", είπε. "Περάσατε τις δυο πιο δύσκολες δοκιμασίες στο δρόμο του πνεύματος: την υπομονή για να περιμένετε τη σωστή στιγμή και το θάρρος να μην απογοητεύεστε από αυτό που βρήκατε. Εσάς θα διδάξω".
»Και ο Νασρεντίν μοιράστηκε μαζί τους μερικές σουφιστικές τεχνικές».

Η ομάδα σηκώθηκε όρθια. Η Βερόνικα δεν ήξερε τι να κάνει.
«Σήκω κι εσύ», είπε η Μαρί, πιάνοντας τη απ' το χέρι. «Έχουμε πέντε λεπτά διάλειμμα».
«Φεύγω... να μην είμαι στα πόδια σας».
Η Μαρί την τράβηξε στη γωνία.
«Είναι δυνατό να μην έμαθες τίποτα, ακόμη και με το θάνατο τόσο κοντά σου; Σταμάτα να σκέφτεσαι όλη την ώρα ότι προκαλείς εμπόδια, ότι ενοχλείς τον διπλανό σου! Αν οι άνθρωποι δε σε θέλουν, θα διαμαρτυρηθούν! Κι αν δεν έχουν το θάρρος να διαμαρτυρηθούν, δικό τους το πρόβλημα!»
«Εκείνη τη μέρα που σας πλησίασα, έκανα κάτι που δεν είχα τολμήσει ποτέ πριν».
«Και σ' έκανε να δειλιάσεις ένα απλό αστείο που έκαναν τρελοί! Γιατί δεν προχώρησες; Τι είχες να χάσεις;»
«Την αξιοπρέπεια μου. Να παραμείνω εκεί όπου δεν ήμουν καλοδεχούμενη».
«Τι σημαίνει αξιοπρέπεια; Να θέλεις να σε θεωρεί όλος ο κόσμος όμορφη, ευγενική, γεμάτη αγάπη για τον πλησίον; Σεβάσου τη φύση- βλέπε ταινίες με ζώα και παρατήρησε πώς πολεμούν για το χώρο τους. Όλοι ευχαριστηθήκαμε με το χαστούκι που έδωσες».
Η Βερόνικα δεν είχε πλέον χρόνο να παλέψει για κανένα χώρο της και άλλαξε θέμα- ρώτησε ποιος ήταν εκείνος ο άντρας.
«Βελτιώνεσαι», γέλασε η Μαρί. «Κάνεις ερωτήσεις χωρίς να φοβάσαι μήπως σε θεωρήσουν αδιάκριτη. Είναι σουφιστής δάσκαλος».
«Τι θα πει "σουφιστής";»
«Μάλλινος».
Η Βερόνικα δεν κατάλαβε. Μάλλινος;
«Ο σουφισμός είναι πνευματική παράδοση των δερβίσηδων, στην οποία οι δάσκαλοι, ντυμένοι συνήθως με μάλλινα ενδύματα, δεν προσπαθούν να δείξουν ότι είναι σοφοί και οι μαθητές χορεύουν περιστροφικά και πέφτουν σε έκσταση».
«Σε τι χρησιμεύει αυτό;»
«Δεν ξέρω καλά• αλλά η ομάδα μας αποφάσισε να ζήσει όλες τις απαγορευμένες εμπειρίες. Σ' όλη τη διάρκεια της ζωής μου, η κυβέρνηση μας μάθαινε ότι η πνευματική αναζήτηση υπάρχει μόνο για να απομακρύνει τον άνθρωπο από τα πραγματικά προβλήματα του. Απάντησε μου σ' αυτό τώρα: Δε νομίζεις ότι η προσπάθεια κατανόησης της ζωής αφορά σε ένα πραγματικό
πρόβλημα;»
Ναι. Αποτελούσε πραγματικό πρόβλημα. Άλλωστε, δεν ήταν πια σίγουρη τι σήμαινε η λέξη πραγματικότητα.

Ο άντρας με το κοστούμι -σουφιστής δάσκαλος σύμφωνα με τη Μαρί- ζήτησε να καθίσουν όλοι σε κύκλο. Από ένα βάζο της τραπεζαρίας έβγαλε όλα τα λουλούδια -εκτός από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο- και το έβαλε στο κέντρο της ομάδας.
«Δες τι έχουμε καταφέρει», είπε η Βερόνικα στη Μαρί. «Κάποιος τρελός σκέφτηκε ότι ήταν δυνατό να κάνουμε να ανθίζουν λουλούδια και το χειμώνα και σήμερα πια έχουμε τριαντάφυλλα όλο το χρόνο, παντού στην Ευρώπη. Πιστεύεις ότι ένας σουφιστής δάσκαλος, με όλες τις γνώσεις του, είναι ικανός να κάνει τέτοιο πράγμα;»
Η Μαρί φάνηκε να μαντεύει τη σκέψη της:
«Άσε τις κριτικές για μετά».
«Θα προσπαθήσω. Γιατί το μόνο που έχω είναι το παρόν, που - για να είμαστε ειλικρινείς- είναι πολύ βραχύ».
«Όλος ο κόσμος μόνο αυτό έχει και είναι πάντα βραχύ - αν και μερικοί έχουν ένα παρελθόν στο οποίο σύναξαν πολλά και ένα μέλλον όπου θα συνάξουν κι άλλα. Επί τη ευκαιρία, αφού μιλάμε για το παρόν, έχεις αυ... πολύ στη ζωή σου;»
Αν και το ηρεμιστικό είχε αρχίσει να επιδρά, η Βερόνικα θυμήθηκε την πρώτη φράση που είχε ακούσει στη «Βιλέτ».
«Όταν μπήκα στη "Βιλέτ", πνιγμένη στα σωληνάκια τεχνητής αναπνοής, άκουσα καθαρά κάποια να με ρωτάει αν ήθελα να με αυ... Τι τρέχει; Γιατί έχουν εμμονή σ' αυτά τα πράγματα εδώ;»
«Και εδώ και έξω. Μόνο που στη δική μας περίπτωση δε χρειάζεται να το κρύβουμε».
«Εσύ με είχες ρωτήσει;»
«Όχι. Αλλά νομίζω ότι πρέπει να μάθεις μέχρι που μπορεί να φτάσει η ηδονή σου. Από την επόμενη φορά, με λίγη υπομονή, θα μπορέσεις να οδηγήσεις εσύ το σύντροφό σου ως εκεί, αντί να κάθεσαι να σε οδηγεί εκείνος. Ακόμη κι αν σου μένουν μόνο δυο μέρες ζωής, νομίζω ότι δεν πρέπει να φύγεις από δω χωρίς να ξέρεις μέχρι πού θα μπορούσες να φτάσεις».
«Μόνο αν ήταν με το σχιζοφρενή που με περιμένει για να ακούσει πιάνο».
«Τουλάχιστον είναι ωραίος άντρας».
Ο άντρας με το κοστούμι διέκοψε τη συζήτηση ζητώντας ησυχία. Έδωσε εντολή σε όλους να συγκεντρωθούν στο τριαντάφυλλο και να αδειάσουν το μυαλό τους.


«Οι σκέψεις σας θα επιστρέψουν, αλλά προσπαθήστε να τις αποφύγετε. Έχετε δύο επιλογές: να κυριαρχήσετε στο μυαλό σας ή να γίνετε υποχείριό του. Έχετε ήδη βιώσει αυτή τη δεύτερη επιλογή -αφεθήκατε να παρασυρθείτε από τους φόβους, τις νευρώσεις και την ανασφάλεια-, επειδή ο άνθρωπος έχει αυτή την τάση αυτοκαταστροφής.
»Μη συγχέετε την τρέλα με την απώλεια ελέγχου. Να θυμάστε ότι στη σουφιστική παράδοση αποκαλείται απ' όλους τρελός ο βασικός δάσκαλος της, ο Νασρεντίν. Και ακριβώς επειδή στην πόλη του θεωρείται παράφρονας, ο Νασρεντίν έχει τη δυνατότητα να λέει δυνατά κάθε σκέψη του και να κάνει ό,τι θέλει. Έτσι γινόταν και με τους γελωτοποιούς στο Μεσαίωνα: μπορούσαν να ειδοποιούν το βασιλιά για κάθε κίνδυνο που δεν τολμούσαν να αναφέρουν οι υπουργοί του, επειδή φοβούνταν μήπως χάσουν τα αξιώματά τους.
»Έτσι πρέπει να συμβαίνει και με σας- μείνετε τρελοί, αλλά να συμπεριφέρεστε σαν λογικοί. Αναλάβετε το ρίσκο να είστε διαφορετικοί, μα να το κάνετε χωρίς να προκαλείτε την προσοχή. Συγκεντρωθείτε στο τριαντάφυλλο και αφήστε να εκδηλωθεί τό πραγματικό Εγώ».
«Τι είναι το πραγματικό Εγώ;» τον διέκοψε η Βερόνικα. Ίσως το ήξεραν όλοι εκεί, αλλά δεν είχε σημασία: δεν έπρεπε να ανησυχεί τόσο για το αν ενοχλεί τους άλλους.
Ο άντρας φάνηκε να ξαφνιάστηκε με τη διακοπή, αλλά απάντησε:
«Είναι αυτό που είσαι και όχι αυτό που σε έχουν κάνει».
Η Βερόνικα αποφάσισε να συμμετάσχει στην άσκηση δίνοντας όλο τον εαυτό της, για να ανακαλύψει ποια ήταν. Αυτές τις μέρες στη «Βιλέτ» είχε νιώσει πράγματα που ποτέ δεν είχε βιώσει με τόση ένταση: μίσος, αγάπη, πόθο για ζωή, φόβο, περιέργεια. Ίσως η Μαρί είχε δίκιο: Είχε πραγματικά γνωρίσει τον οργ…...ό ή είχε μόνο φτάσει ως εκεί όπου ήθελαν να την πάνε οι άντρες;

Ο κύριος με το κοστούμι άρχισε να παίζει φλάουτο. Σε λίγο η μουσική ηρεμούσε την ψυχή της και κατόρθωσε να επικεντρώσει την προσοχή της στο τριαντάφυλλο. Μπορεί να έφταιγε η επίδραση του ηρεμιστικού, αλλά ήταν γεγονός ότι από τότε που βγήκε από το ιατρείο του δόκτορα Ιγκόρ αισθανόταν μια χαρά.
Ήξερε ότι θα πέθαινε σύντομα. Γιατί να φοβάται; Δε θα βοηθούσε σε τίποτα, ούτε εκείνη θα απέφευγε τη μοιραία καρδιακή προσβολή. Το καλύτερο ήταν να εκμεταλλευτεί τις μέρες ή τις ώρες που της έμεναν κάνοντας ότι δεν είχε κάνει ποτέ.
Η μουσική ερχόταν απαλή και το θολό φως της τραπεζαρίας δημιουργούσε μια σχεδόν θρησκευτική ατμόσφαιρα. Θρησκεία. Γιατί δεν επιχειρούσε να κάνει μια βουτιά μέσα της και να δει τι έμενε από τις ιδέες και την πίστη της;
Επειδή η μουσική την πήγαινε αλλού: να αδειάζει το μυαλό της, να αφήνει κάθε σκέψη για οτιδήποτε και απλώς να ΕΙΝΑΙ. Η Βερόνικα παραδόθηκε, κοίταξε το τριαντάφυλλο, είδε ποια ήταν, της άρεσε και λυπήθηκε που έδειξε τόση βιασύνη

.OTAΝ ΤΈΛΕΙΩΣΕ Ο ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΌΣ και έφυγε ο σουφιστής δάσκαλος, η Μαρί έμεινε λίγο ακόμη στην τραπεζαρία, κουβεντιάζοντας με τα μέλη της «Αδελφότητας». Η κοπέλα παραπονέθηκε ότι ήταν κουρασμένη και ύστερα έφυγε - στο κάτω κάτω το ηρεμιστικό που είχε πάρει το πρωί ήταν αρκετά δυνατό για να κοιμίσει και ταύρο, αλλά και πάλι εκείνη είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει δυνάμεις για να μείνει ξύπνια ως εκείνη την ώρα.
Έτσι είναι τα νιάτα, βάζουν δικά τους όρια χωρίς να ρωτάνε αν αντέχει το σώμα. Και το σώμα πάντα αντέχει.
Η Μαρί δεν είχε ύπνο· είχε κοιμηθεί μέχρι αργά, ύστερα αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στη Λιουμπλιάνα - ο δόκτωρ Ιγκόρ απαιτούσε τα μέλη της «Αδελφότητας» να βγαίνουν από τη «Βιλέτ» κάθε μέρα. Πήγε στον κινηματογράφο και γύρισε να κοιμηθεί στην πολυθρόνα παρακολουθώντας μια ταινία τρομερά βαρετή, σχετική με συζυγικές συγκρούσεις. Μα δεν είχαν άλλο θέμα; Γιατί να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια: σύζυγος με ερωμένη, σύζυγος με γυναίκα και παιδί άρρωστο, σύζυγος με γυναίκα, ερωμένη και παιδί άρρωστο; Υπήρχαν στον κόσμο πιο σημαντικά πράγματα για να διηγηθεί κανείς.
Η κουβέντα στην τραπεζαρία κράτησε λίγο· ο διαλογισμός είχε χαλαρώσει τα μέλη της ομάδας και όλοι αποφάσισαν να γυρίσουν στους κοιτώνες, εκτός από τη Μαρί, που πήγε μια βόλτα στον κήπο. Βγαίνοντας πέρασε από τη σάλα και είδε ότι η κοπέλα δεν είχε ακόμη καταφέρει να πάει στο δωμάτιο της: έπαιζε μουσική για τον Έντουαρντ, το σχιζοφρενή, που μάλλον είχε καθίσει και περίμενε όλη αυτή την ώρα δίπλα στο πιάνο. Οι τρελοί, σαν τα παιδιά, δεν το κουνούσαν παρά αφού τους ικανοποιούσαν τις επιθυμίες τους.
Ο αέρας ήταν παγωμένος. Η Μαρί μπήκε πάλι, πήρε ένα ζεστό ρούχο και ξαναβγήκε. Έξω, μακριά από ξένα μάτια, άναψε τσιγάρο. Κάπνιζε χωρίς τύψεις και χωρίς βιασύνη, με τη σκέψη της στην κοπέλα που είχε ακούσει να παίζει πιάνο και στή ζωή έξω από τους τοίχους της «Βιλέτ» - που ήταν ανυπόφορα δύσκολη για όλους.
Κατά τη γνώμη της Μαρί αυτή η δυσκολία δεν οφειλόταν στο χάος ή την ανοργανωσιά ή την αναρχία αλλά στην υπερβολική τάξη. Η κοινωνία έθετε όλο και πιο πολλούς νόμους επί κανόνων και νέους κανόνες επί νόμων. Αυτό τρόμαζε τους ανθρώπους και δεν έκαναν το παραμικρό βήμα έξω απ' τους αόρατους κανονισμούς που ρύθμιζαν τις ζωές όλων.
Η Μαρί το ήξερε καλά· σαράντα χρόνια εργάστηκε ως δικηγόρος, μέχρι που η αρρώστια της την έφερε στη «Βιλέτ». Από την αρχή κιόλας της σταδιοδρομίας της έχασε γρήγορα την αφελή άποψη της για τη δικαιοσύνη και κατάλαβε ότι οι νόμοι δεν κατασκευάστηκαν για να λύνουν προβλήματα, αλλά για να παρατείνουν τις δικαστικές διαμάχες επ' αόριστον.
Κρίμα που ο Αλλάχ, ο Ιεχωβάς, ο Θεός -όποιο όνομα και αν του έδιναν- δε ζούσε στον κόσμο του σήμερα. Γιατί, αν συνέβαινε αυτό, όλοι εμείς θα βρισκόμαστε τώρα ακόμη στον Παράδεισο, ενώ Εκείνος θα λογοδοτούσε ακόμη σε προσφυγές, εφέσεις, αιτήσεις, εκκλήσεις, ασφαλιστικά μέτρα, προκαταρκτικές εξετάσεις και θα έπρεπε να εξηγήσει σε αναρίθμητες ακροάσεις την απόφαση Του να διώξει τον Αδάμ και την Εύα από τον Παράδεισο - μόνο και μόνο επειδή παρέβησαν έναν αυθαίρετο νόμο χωρίς καμιά νομική βάση: να μη φάνε τον καρπό του Καλού και του Κακού.
Αν δεν ήθελε να συμβεί αυτό, γιατί έβαλε το δέντρο στη μέση του Κήπου - και όχι έξω απ' τα τείχη του Παραδείσου; Αν την καλούσαν να υπερασπιστεί το πρώτο ζεύγος, η Μαρί σίγουρα θα κατηγορούσε το θεό για «διοικητική παράλειψη», επειδή, εκτός του ότι έβαλε το δέντρο σε λάθος μέρος, δε φρόντισε να το περιβάλει με πινακίδες και φράχτες, παραλείποντας να εφαρμόσει και τα παραμικρά μέτρα ασφαλείας και εκθέτοντας όλους τους περαστικούς στον κίνδυνο.
Μπορούσε επίσης να τον κατηγορήσει για «προτροπή σε έγκλημα»: έστρεψε την προσοχή του Αδάμ και της Εύας προς το ακριβές μέρος όπου βρισκόταν το δέντρο. Αν δεν είχε πει τίποτα, γενιές και γενιές θα περνούσαν πάνω στη Γη χωρίς κανείς να ενδιαφερθεί για τον απαγορευμένο καρπό – αφού θα βρισκόταν σε κάποιο δάσος γεμάτο από όμοια δέντρα και επομένως δε θα είχε κάποια ιδιαίτερη αξία.
Όμως ο Θεός δεν έπραξε έτσι. Αντίθετα θέσπισε το νόμο και βρήκε τρόπο να πείσει κάποιον να τον παραβεί, μόνο και μόνο για να εφεύρει την Τιμωρία. Ήξερε ότι ο Αδάμ και η Εύα θα κατέληγαν να βαρεθούν με όλη αυτή την τελειότητα και -αργά ή γρήγορα- θα έβαζαν σε δοκιμασία την υπομονή Του. Κάθισε και περίμενε, ίσως επειδή και Εκείνος -ο Παντοδύναμος Θεός-είχε βαρεθεί με την τελειότητα των πραγμάτων: αν η Εύα δεν είχε φάει το μήλο, τι το ενδιαφέρον θα μπορούσε να συμβεί μέσα σε τόσα δισεκατομμύρια χρόνια; Τίποτα.
Οταν παραβιάστηκε ο νόμος, ο Θεός -ο Παντοδύναμος Κριτής- υποκρίθηκε ότι τους καταδίωκε σαν να μη γνώριζε κάθε πιθανή κρυψώνα. Με τους αγγέλους να παρακολουθούν και να διασκεδάζουν με το παιχνίδι (και γι' αυτούς η ζωή πρέπει να ήταν πολύ πληκτική από τότε που ο Εωσφόρος έφυγε απ' τον ουρανό), ο Θεός άρχισε να περπατάει. Η Μαρί φανταζόταν ότι εκείνο το απόσπασμα από τη Βίβλο θα γινόταν ωραία σκηνή σε ταινία τρόμου: τα βήματα του Θεού, τα φοβισμένα βλέμματα που αντάλλασσε το ζευγάρι, τα πόδια που σταματούσαν απότομα δίπλα στην κρυψώνα τους.
«Πού είσαι;» ρώτησε ο θεός.
«Άκουσα τα βήματά Σου στον κήπο, φοβήθηκα και κρύφτηκα, επειδή είμαι γυμνός», απάντησε ο Αδάμ, χωρίς να ξέρει ότι μ' αυτή τη δήλωση ομολογούσε το έγκλημα για το οποίο ήταν κατηγορούμενος.
Ορίστε. Μέσω ενός απλού τεχνάσματος, προσποιούμενος ότι δεν ήξερε πού βρισκόταν ο Αδάμ, ούτε το λόγο της φυγής του, ο Θεός πέτυχε αυτό που ήθελε. Μα και πάλι, για να μην αφήσει καμιά αμφιβολία στο αγγελικό ακροατήριο, που παρακολουθούσε με προσοχή τα τεκταινόμενα, αποφάσισε να προχωρήσει παραπέρα.

«Πώς γνωρίζεις ότι είσαι γυμνός;» ρώτησε ο θεός, ξέροντας ότι αυτή η ερώτηση δεν είχε παρά μια απάντηση: «Επειδή έφαγα απ' το δέντρο που μου επιτρέπει να το γνωρίζω».Με αυτή την ερώτηση ο Θεός έδειξε στους αγγέλους Του ότι ήταν δίκαιος και καταδίκαζε το ζευγάρι βάσει όλων των υπαρχουσών αποδείξεων. Από κει και ύστερα, δεν είχε πια σημασία αν το φταίξιμο ήταν της γυναίκας, ούτε αν ζητούσε συγχώρηση· ο Θεός χρειαζόταν ένα παράδειγμα, έτσι που κανένα άλλο πλάσμα -γήινο ή ουράνιο- δε θα τολμούσε πλέον να πράξει αντίθετα με τις αποφάσεις Του.
Ο Θεός εκδίωξε το πρώτο ζεύγος, τα παιδιά του οποίου πλήρωσαν και αυτά για το έγκλημα (όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα με τα παιδιά εγκληματιών) και εφευρέθηκε το δικαστικό σύστημα: νόμος, παραβίαση του νόμου (λογική ή παράλογη, δεν είχε σημασία), δίκη (όπου ο πιο έμπειρος νικούσε τον αδαή) και τιμωρία.

Αφού όλη η ανθρωπότητα καταδικάστηκε χωρίς δικαίωμα αναθεώρησης της ποινής, οι άνθρωποι αποφάσισαν να κατασκευάσουν αμυντικούς μηχανισμούς - για το ενδεχόμενο που ο Θεός αποφάσιζε και π ά λ ι να κάνει αυθαίρετη επίδειξη της δύναμής Του. Όμως, μετά από μελέτες χιλιετιών, οι άνθρωποι επινόησαν τόσα είδη προσφυγών, ώστε έφτασαν στην υπερβολή- και τώρα η δικαιοσύνη ήταν ένα συνονθύλευμα από άρθρα, νομολογίες και αντιφατικά κείμενα που κανείς δεν κατάφερνε να τα κατανοήσει σωστά.

Έτσι που, όταν ο Θεός αποφάσισε να αλλάξει γνώμη και να στείλει τον Υιό Του για να σώσει τον κόσμο, τι συνέβη; Έπεσε στα δίχτυα της δικαιοσύνης που Αυτός είχε εφεύρει.
Όλο αυτό το συνονθύλευμα των νόμων επέφερε τόση σύγχυση, ώστε ο Υιός Του κατέληξε καρφωμένος σ' ένα σταυρό. Δεν ήταν απλή διαδικασία: από τον Άννα στον Καϊάφα, από τους δυο ιερείς στον Πιλάτο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι οι διατάξεις του Ρωμαϊκού Νόμου δεν επαρκούσαν. Από τον Πιλάτο στον Ηρώδη, ο οποίος -με τη σειρά του- ισχυρίστηκε ότι οι ιουδαϊκοί κώδικες δεν επέτρεπαν την ποινή του θανάτου. Από τον Ηρώδη πάλι στον Πιλάτο, που επιχείρησε να απευθύνει έκκληση προς το λαό προτείνοντας του ένα δικαστικό συμβιβασμό. Τον μαστίγωσε και έδειξε τις πληγές Του, αλλά δεν πέτυχε τίποτα.
Όπως κάνουν οι σύγχρονοι εισαγγελείς, ο Πιλάτος αποφάσισε να μιλήσει εις βάρος του καταδικασμένου: πρότεινε να ανταλλάξει τον Ιησού με τον Βαραββά, γνωρίζοντας ότι τώρα πια η δικαιοσύνη είχε μετατραπεί σ' ένα μεγάλο θέαμα, στο οποίο είναι απαραίτητο ένα αποθεωτικό φινάλε με το θάνατο του κατηγορουμένου.
Στο τέλος, ο Πιλάτος χρησιμοποίησε το νόμο που απάλλασσε το δικαστή -και όχι τον δικαζόμενο- λόγω αμφιβολιών: ένιψε τας χείρας του, πράξη που σημαίνει «ούτε ναι ούτε όχι». Ήταν μάλλον ένα τέχνασμα για τη διατήρηση του ρωμαϊκού νομικού συστήματος, χωρίς να διαταράσσονται οι καλές σχέσεις με τις τοπικές Αρχές, το οποίο παραχωρούσε μάλιστα το βάρος της απόφασης στο λαό - για την περίπτωση που η συγκεκριμένη απόφαση δημιουργούσε προβλήματα και προκαλούσε την άφιξη κάποιου επιθεωρητή από την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, για να διαπιστώσει προσωπικά τι ακριβώς συνέβαινε.

Δικαιοσύνη. Δίκαιο. Αν και απαραίτητο για να βοηθάει τους αθώους, δε λειτουργούσε πάντα έτσι όπως θα ήθελαν όλοι. Η Μαρί ήταν ευχαριστημένη που βρισκόταν μακριά απ' όλο αυτό το μπλέξιμο, αν και απόψε -με το πιάνο που ακουγόταν- δεν ήταν και πολύ σίγουρη ότι η «Βιλέτ» ήταν το κατάλληλο μέρος για εκείνη.

Αν αποφασίσω να φύγω οριστικά απ' αυτό το μέρος, δεν πρόκειται ποτέ να ασχοληθώ με τα δικαστικά· δε θα ξαναζήσω με τρελούς που θεωρούν τους εαυτούς τους ανθρώπους φυσιολογικούς και σπουδαίους - αλλά το μόνο που κατορθώνουν είναι να κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη στους άλλους. Θα γίνω μοδίστρα, ράφτρα, θα πουλάω φρούτα μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο. Αρκετά έπαιξα το ρόλο της άχρηστης τρελής.
Στη «Βιλέτ» επιτρεπόταν το κάπνισμα, αλλά απαγορευόταν να πετάς το τσιγάρο στο γρασίδι. Με μεγάλη ευχαρίστηση έπραξε το απαγορευμένο, γιατί το μεγάλο πλεονέκτημα της διαμονής της εκεί ήταν να μη σέβεται κανονισμούς και ύστερα να μην πρέπει να υποστεί σοβαρές συνέπειες.

Πλησίασε την είσοδο. Ο φύλακας -πάντα υπήρχε εκεί φύλακας, έτσι έλεγε πάντως ο κανονισμός- τη χαιρέτησε με ένα κούνημα του κεφαλιού και άνοιξε την πόρτα.
«Δε θα βγω», είπε εκείνη.

«Ωραίο πιάνο», απάντησε ο φύλακας. «Ακούγεται σχεδόν κάθε βράδυ».
«Αλλά θα πάψει σύντομα», είπε εκείνη και απομακρύνθηκε γρήγορα, για να μην αναγκαστεί να εξηγήσει το λόγο.
Θυμήθηκε τι διάβασε στα μάτια της κοπέλας τη στιγμή που μπήκε στην τραπεζαρία: φόβο.
Φόβο. Η Βερόνικα μπορεί να αισθανόταν ανασφάλεια, δειλία, ντροπή, αμηχανία· αλλά γιατί φόβο; Αυτό το συναίσθημα δικαιολογείται μόνο μπροστά σε συγκεκριμένη απειλή -όπως άγρια ζώα, οπλισμένους ανθρώπους, σεισμούς-, ποτέ απέναντι σε μια ομάδα ανθρώπων συγκεντρωμένων σε μια τραπεζαρία.





Όμως έτσι είναι ο άνθρωπος, παρηγορήθηκε. Βάζει το φόβο στη θέση πολλών συναισθημάτων του.
Η Μαρί ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, γιατί αυτή ήταν η αιτία που την έφερε στη «Βιλέτ»: το σύνδρομο του πανικού.


Η Μαρί είχε στο δωμάτιο της ολόκληρη ανθολογία άρθρων σχετικών μ' αυτή την ασθένεια. Σήμερα μιλούσαν πια ανοιχτά γι' αυτή και πρόσφατα είχε δει μια γερμανική τηλεοπτική εκπομπή στην οποία ορισμένοι άνθρωποι αφηγούνταν τις εμπειρίες τους. Στην ίδια εκπομπή μια έρευνα αποκάλυπτε ότι σημαντικό μέρος της ανθρωπότητας υποφέρει από το σύνδρομο του πανικού, αν και σχεδόν ολοι οι πάσχοντες προσπαθούσαν να κρύψουν τα συμπτώματα, από φόβο μήπως τους θεωρήσουν τρελούς.
Όμως την εποχή που η Μαρί υπέστη την πρώτη κρίση τίποτα απ' αυτά δεν ήταν γνωστό. Ήταν κόλαση. Πραγματική κόλαση, σκέφτηκε ανάβοντας και άλλο τσιγάρο.


Το πιάνο συνέχιζε να παίζει- η κοπέλα έμοιαζε να έχει αρκετή ενέργεια για να περάσει όλη τη νύχτα ξύπνια.
Από τότε που αυτή η κοπέλα μπήκε στο ψυχιατρείο, είχε επηρεάσει πολλούς τροφίμους - ένας απ' αυτούς ήταν η Μαρί. Στην αρχή είχε προσπαθήσει να την αποφύγει, φοβούμενη μήπως της ξυπνήσει τη θέληση για ζωή- ήταν καλύτερα να συνεχίσει να επιζητεί το θάνατο, αφού δεν μπορούσε πια να του ξεφύγει. Ο δόκτωρ Ιγκόρ είχε αφήσει να κυκλοφορήσει η φήμη ότι, αν και συνέχιζε να της κάνει ενέσεις καθημερινά, η κατάσταση της κοπέλας χειροτέρευε ολοφάνερα και δε θα κατάφερνε να τη σώσει με κανένα τρόπο.
Οι τρόφιμοι είχαν καταλάβει το μήνυμα και κρατούσαν απόσταση από τη μελλοθάνατη. Όμως -χωρίς κανείς να ξέρει ακριβώς γιατί- η Βερόνικα άρχισε να παλεύει για τη ζωή της, αν και μόνο δύο άνθρωποι την είχαν πλησιάσει: η Ζέντκα, που θα έφευγε την επομένη και δεν είχε όρεξη για πολλά λόγια, και ο Έντουαρντ.
Η Μαρί έπρεπε να πει δύο κουβέντες στον Έντουαρντ - πάντα την άκουγε με σεβασμό. Δεν καταλάβαινε ότι την τραβούσε πίσω στον κόσμο; Και ότι αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει σ' έναν άνθρωπο χωρίς ελπίδα σωτηρίας;
Αναλογίστηκε χίλιους τρόπους για να του εξηγήσει πώς έχουν τα πράγματα, μα όλοι θα του δημιουργούσαν αισθήματα ενοχής και αυτό δεν το δεχόταν η Μαρί. Σκέφτηκε λίγο και αποφάσισε να αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους. Δεν ασκούσε πια τη δικηγορία και δεν ήθελε να δώσει το κακό παράδειγμα υπαγορεύοντας νέους κανόνες συμπεριφοράς σ' ένα χώρο όπου έπρεπε να βασιλεύει η αναρχία.
Όμως η παρουσία της κοπέλας είχε επηρεάσει πολλούς εκεί και μερικοί έδειχναν τη διάθεση να επανεξετάσουν τις ζωές τους. Σε μια απ' τις συναντήσεις της «Αδελφότητας» κάποιος είχε προσπαθήσει να εξηγήσει τι συνέβαινε: οι θάνατοι στη «Βιλέτ» έρχονταν ξαφνικά, χωρίς να μένει σε κανέναν καιρός να το σκεφτεί, ή στο τέλος μακρόχρονης ασθένειας, όταν ο θάνατος είναι σχεδόν πάντα ευλογία.
Στην περίπτωση αυτής της κοπέλας όμως το σκηνικό ήταν δραματικό- επειδή ήταν νέα, λαχταρούσε να ζήσει απ' την αρχή και όλοι ήξεραν ότι αυτό ήταν αδύνατο. Μερικοί αναρωτιούνταν: Κι αν συνέβαινε σε μένα; Εγώ, που έχω μια ευκαιρία, την εκμεταλλεύομαι;
Άλλους δεν τους πείραζε η απάντηση· εδώ και καιρό τα είχαν παρατήσει και είχαν γίνει μέρος ενός κόσμου όπου δεν υπήρχε ούτε ζωή ούτε θάνατος ούτε χώρος ούτε χρόνος. Άλλοι πάντως αναγκάζονταν να βυθιστούν σε σκέψεις. Ένας από αυτούς ήταν η Μαρί.




Η ΒΕΡΌΝΙΚΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ για μια στιγμή και κοίταξε έξω τη Μαρί να αντιμετωπίζει το νυχτερινό κρύο με μια ελαφριά ζακέτα- να πεθάνει γύρευε;


Όχι. Αυτός που ήθελε να πεθάνει ήμουν εγώ.


Γύρισε στο πιάνο. Στις στερνές μέρες της ζωής της πραγματοποίησε επιτέλους το μεγάλο όνειρό της: να παίξει με την καρδιά και την ψυχή της για όσο χρόνο και όποια στιγμή ήθελε. Δεν είχε σημασία αν το μόνο ακροατήριό της ήταν ένας σχιζοφρενής νεαρός· φαινόταν να καταλαβαίνει τη μουσική και αυτό ήταν που είχε σημασία.














Η MAPΙ ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΕΛΗΣΕ ΝΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΉΣΕΙ. Αντίθετα, πριν από πέντε χρόνια, στον ίδιο κινηματογράφο που ήταν και σήμερα, παρακολουθούσε με φρίκη μια ταινία για την αθλιότητα στο Ελ Σαλβαδόρ και σκεφτόταν πόσο πολύτιμη ήταν η ζωή της. Εκείνη την εποχή -με τα παιδιά της μεγαλωμένα και προχωρημένα στη σταδιοδρομία τους- ήταν αποφασισμένη να αφήσει την ανιαρή και ατελείωτη δουλειά του δικηγόρου, για να αφιερώσει το υπόλοιπο των ημερών της σε μια ανθρωπιστική οργάνωση. Οι φήμες για εμφύλιο πόλεμο στη χώρα γίνονταν όλο και πιο έντονες, αλλά η Μαρί δεν τις πίστευε· ήταν αδύνατο να επιτρέψει η Ευρωπαϊκή Ένωση καινούριο πόλεμο στο κατώφλι της στο τέλος του αιώνα.


Απ' την άλλη πλευρά της Γης όμως υπήρχαν άφθονες επιλογές σε τραγωδίες: μια απ' αυτές ήταν η τραγωδία του Ελ Σαλβαδόρ, με τα παιδιά του να υποφέρουν απ' την πείνα στους δρόμους και να αναγκάζονται να εκπορνεύονται.


«Φρίκη», είπε στον άντρα της, που καθόταν στη διπλανή πολυθρόνα.


Εκείνος συμφώνησε μ' ένα γνέψιμο του κεφαλιού.


Η Μαρί ανέβαλλε την απόφαση εδώ και αρκετό καιρό, αλλά μάλλον είχε φτάσει η ώρα να συζητήσει μαζί του. Είχαν αποκτήσει όλα τα αγαθά που μπορούσε να προσφέρει η ζωή: σπίτι, δουλειά, καλά παιδιά, τις απαραίτητες ανέσεις, ψυχαγωγία και κουλτούρα. Γιατί να μην κάνουν τώρα κάτι για τον πλησίον; Η Μαρί είχε επαφές στον Ερυθρό Σταυρό και ήξερε ότι υπήρχε απελπιστική ανάγκη για εθελοντές σε πολλά μέρη του κόσμου.


Είχε βαρεθεί να δουλεύει γραφειοκρατικά και διαδικαστικά, ανίκανη να βοηθήσει ανθρώπους που ανάλωναν χρόνια απ' τη ζωή τους για να λύσουν ένα πρόβλημα που δεν είχαν δημιουργήσει. Η δουλειά στον Ερυθρό Σταυρό, όμως, θα είχε άμεσα αποτελέσματα.


Αποφάσισε, μόλις θα έβγαιναν απ' τον κινηματογράφο, να του προτείνει να πάνε για καφέ και να συζητήσουν την ιδέα της.


Η οθόνη έδειχνε έναν αξιωματούχο τής κυβέρνησης του Ελ Σαλβαδόρ να δίνει κάποια αδιάφορη δικαιολογία για μια συγκεκριμένη αδικία και -ξαφνικά- η Μαρί ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα.


Είπε στον εαυτό της ότι δεν ήταν τίποτα. Ίσως την επηρέαζε η αποπνικτική ατμόσφαιρα του κινηματογράφου- αν επέμενε η αίσθηση της ασφυξίας, θα πήγαινε στο φουαγιέ για να αναπνεύσει καθαρό αέρα.


Όμως τότε τα γεγονότα άρχισαν να τρέχουν, η καρδιά της άρχισε ν χτυπάει όλο και πιο δυνατά και κρύος ιδρώτας την έλουσε.


Τρόμαξε και προσπάθησε να επικεντρώσει την προσοχή της στην ταινία, για να δει μήπως μπορούσε να απομακρύνει κάθε αρνητική σκέψη απ' το μυαλό της. Όμως είδε ότι δεν κατόρθωνε πια να παρακολουθήσει όσα συνέβαιναν στο πανί- η αλληλουχία των εικόνων συνεχιζόταν και τα γράμματα φαίνονταν κανονικά, ενώ η Μαρί έμοιαζε να έχει μπει σε μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα, όπου όλα αυτά ήταν παράξενα, εκτός τόπου και χρόνου, και ανήκαν σ' έναν κόσμο στον οποίο δεν είχε ξαναβρεθεί.


«Δεν αισθάνομαι καλά», είπε στον άνδρα της

Είχε προσπαθήσει όσο ήταν δυνατό να αποφύγει αυτά τα λόγια, επειδή θα έδειχνε ότι παραδεχόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της. Αλλά ήταν αδύνατο να το αναβάλει.

«Πάμε έξω», αποκρίθηκε εκείνος.

Όταν έπιασε το χέρι της γυναίκας, για να τη βοηθήσει να σηκωθεί, πρόσεξε ότι ήταν παγωμένη.

«Δε θα καταφέρω να φτάσω μέχρι έξω. Πες μου, σε παρακαλώ, τι συμβαίνει».

Ο άντρας της τρόμαξε. Το πρόσωπο της Μαρί έσταζε ιδρώτα και τα μάτια της είχαν μια ασυνήθιστη λάμψη.

«Ηρέμησε», προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Θα βγω εγώ και θα πάω να φωνάξω ένα γιατρό».

Η Μαρί ένιωσε απελπισία. Απ' τα λόγια έβγαζε νόημα, αλλά όλα τα υπόλοιπα -ο κινηματογράφος, το μισοσκόταδο, οι άνθρωποι που κάθονταν δίπλα δίπλα και κοιτούσαν μια φωτεινή οθόνη-, όλα φάνταζαν απειλητικά. Ήταν σίγουρη ότι ήταν ζωντανή, μπορούσε μέχρι και να αγγίξει τη ζωή γύρω της, σαν να ήταν κάτι που πιάνεται. Ποτέ πριν δεν είχε περάσει κάτι τέτοιο.

«Για τίποτα μη μ' αφήσεις εδώ πέρα μονάχη. Θα σηκωθώ και θα βγω μαζί σου. Προχώρα αργά».

Ζήτησαν συγνώμη απ' τους θεατές που κάθονταν στην ίδια σειρά και άρχισαν να περπατούν προς το βάθος της αίθουσας, όπου βρισκόταν η πόρτα της εξόδου. Η καρδιά της Μαρί χτυπούσε τώρα σαν τρελή και ήταν βέβαιη, απολύτως βέβαιη, ότι ποτέ δε θα τα κατάφερνε να φύγει από εκείνο το μέρος. Οτιδήποτε έκανε, κάθε κίνηση της -να βάλει το ένα πόδι μετά το άλλο, να ζητήσει συγνώμη, να πιαστεί απ' το χέρι του άντρα της, η εισπνοή και η εκπνοή- γινόταν συνειδητά και μετά από σκέψη και ήταν κάτι τρομαχτικό.

Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο φόβο στη ζωή της.

Θα πεθάνω μέσα στον κινηματογράφο.

Και έκρινε ότι ήξερε τι της συνέβαινε, επειδή μια φίλη της είχε πεθάνει μέσα σε κινηματογράφο πριν από πολλά χρόνια: από ανεύρυσμα στον εγκέφαλο.

Τα ανευρύσματα στον εγκέφαλο είναι σαν ωρολογιακές βόμβες. Μικροί κιρσοί που σχηματίζονται στα αιμοφόρα αγγεία -όπως τα ραγίσματα σε πολυχρησιμοποιημένα λάστιχα- και μπορούν να παραμείνουν εκεί σε όλη τη ζωή ενός ανθρώπου χωρίς να συμβεί τίποτα. Κανείς δεν ξέρει αν έχει ανεύρυσμα, μέχρι να ανακαλυφθεί τυχαία -όπως σε μια ακτινογραφία του εγκεφάλου, για άλλους λόγους- ή μέχρι τη στιγμή που ρήγνυται και προκαλεί εξαγγείωση αίματος ρίχνοντας τον ά ν θ ρ ω π ο αμέσως σε κώμα και προκαλώντας συνήθως το θάνατο μέσα σε λίγο χρόνο.

Προχωρώντας στο διάδρομο της σκοτεινής αίθουσας, η Μαρί σκεφτόταν τη φίλη που είχε χάσει. Το πιο παράξενο πάντως ήταν πώς η ρήξη του ανευρύσματος επηρέαζε την αντίληψη της: της φαινόταν ό τ ι την είχαν, φέρει από άλλο πλανήτη και έβλεπε καθετί το γνωστό και οικείο σαν να ήταν η πρώτη φορά.

Καθώς και ο ανεξήγητος φόβος που την πανικόβαλλε: να είναι μόνη πάνω σ' αυτό τον άλλο πλανήτη.

Ο θάνατος.


Δεν μπορώ να σκεφτώ. Πρέπει να προσποιούμαι ότι όλα είναι εντάξει και θα παραμείνουν εντάξει.


Έκανε προσπάθεια να φερθεί φυσιολογικά και το αίσθημα του παραδόξου μειώθηκε για λίγο. Απ' τη στιγμή που ένιωσε το πρώτο σύμπτωμα ταχυκαρδίας έως την ώρα που έφτασε στην πόρτα, είχε περάσει τα δυο πιο τρομαχτικά λεπτά της ζωής της.










Όταν πάντως έφτασαν στο κατάφωτο φουαγιέ, όλα άρχισαν να επιστρέφουν. Τα χρώματα ήταν ζωηρά, ο θόρυβος από το δρόμο έμοιαζε να εισορμά από κάθε γωνιά και τα αντικείμενα φάνταζαν τελείως εξωπραγματικά. Άρχισε να παρατηρεί λεπτομέρειες που δεν είχε προσέξει ποτέ πριν: τη διαύγεια της όρασης, για παράδειγμα, που δεν καλύπτει παρά μια μικρή περιοχή, στην οποία εστιάζουμε το βλέμμα μας, ενώ τα υπόλοιπα μένουν τελείως ασαφή.


Πήγε ακόμη παραπέρα: ήξερε ότι όλα όσα έβλεπε γύρω της δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια σκηνή που δημιουργούσαν κάποιες ηλεκτρικές εκκενώσεις μέσα στον εγκέφαλό της, οι οποίες προέρχονταν από φωτεινά- Ερεθίσματα που διαπερνούσαν ένα πηκτοειδές σώμα ονομαζόμενο «οφθαλμός».


Όχι. Δεν μπορούσε να αρχίσει να το σκέφτεται αυτό. Αν ξεστράτιζε προς τα κει, θα κατέληγε στην απόλυτη τρέλα.


Τώρα πια ο φόβος του ανευρύσματος είχε περάσει. Είχε βγει από την αίθουσα προβολής και ήταν ακόμη ζωντανή - ενώ η φίλη της δεν είχε προλάβει ούτε να μετακινηθεί από το κάθισμα.


«Θα καλέσω ασθενοφόρο», είπε ο σύζυγος βλέποντας το χλομό πρόσωπο και τα άχρωμα χείλη της γυναίκας του.


«Κάλεσε ταξί», του είπε, ακούγοντας τον ήχο που έβγαινε απ' το στόμα της και νιώθοντας τη δόνηση κάθε φωνητικής χορδής.


Να πάει στο νοσοκομείο σήμαινε ότι παραδεχόταν πως ήταν πραγματικά πολύ άσχημα: η Μαρί ήταν αποφασισμένη να παλέψει μέχρι την τελευταία στιγμή, για να ξαναγίνουν όλα όπως πρώτα.


Βγήκαν απ το φουαγιέ και το τσουχτερό κρύο φάνηκε να έχει κάποια θετική επίδραση- η Μαρί ανέκτησε κάπως τον αυτοέλεγχό της, αν και συνέχιζε να τη διακατέχει ο πανικός, ο ανεξήγητος τρόμος. Ενώ ο άντρας της, απελπισμένος, προσπαθούσε να βρει ταξί τέτοια ώρα μέσα στη νύχτα, εκείνη κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου και προσπάθησε να μη βλέπει τι βρισκόταν


τριγύρω - επειδή τα παιδιά που έπαιζαν, τα λεωφορεία που περνούσαν, η μουσική που έφτανε από ένα λούνα παρκ εκεί κοντά, όλα, έμοιαζαν τελείως σουρεαλιστικά, τρομαχτικά και εξωπραγματικά.










Φάνηκε επιτέλους ένα ταξί.


«Στο νοσοκομείο», είπε ο άντρας της Μαρί βοηθώντας τη να μπει.


«Στο σπίτι, για όνομα του θεού», ζήτησε εκείνη.


Δεν ήθελε άλλα άγνωστα μέρη, ένιωθε απελπισμένα την ανάγκη για πράγματα οικεία, ίδια, ικανά να μειώσουν το φόβο που τη διακατείχε.


Καθώς το ταξί κατευθυνόταν προς τον προορισμό του, η ταχυκαρδία υποχωρούσε και η θερμοκρασία του σώματος της άρχισε να γυρίζει στο κανονικό.


«Πάω καλύτερα», είπε στον άντρα της. «Θα με πείραξε κάτι που έφαγα».


Όταν έφτασαν στο σπίτι, ο κόσμος έμοιαζε και πάλι ίδιος με αυτόν που γνώριζε απ' τα παιδικά χρόνια της. Μόλις είδε τον άντρα της να κατευθύνεται προς το τηλέφωνο, τον ρώτησε τι πήγαινε να κάνει.


«Να φωνάξω ένα γιατρό», απάντησε εκείνος.


«Δεν υπάρχει λόγος. Κοίταξε με και θα δεις ότι είμαι καλά».


Το πρόσωπό της είχε ξαναβρεί το χρώμα του, η καρδιά χτυπούσε κανονικά και ο ανεξέλεγκτος φόβος είχε εξαφανιστεί.



Η Μαρί κοιμήθηκε βαριά εκείνη τη νύχτα και ξύπνησε βέβαιη για ένα πράγμα: κάποιος είχε ρίξει ναρκωτικό στον καφέ που είχαν πιει πριν μπουν στον κινηματογράφο. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα επικίνδυνο αστείο και ήταν διατεθειμένη -το βραδάκι- να καλέσει εισαγγελέα και να πάνε στο μπαρ, για να προσπαθήσουν να βρουν τον υπεύθυνο γι' αυτή τη φάρσα.


Πήγε στη δουλειά, διεκπεραίωσε μερικές υποθέσεις που εκκρεμούσαν, προσπάθησε να ασχοληθεί με τα πιο διαφορετικά θέματα - η εμπειρία της περασμένης μέρας την είχε αφήσει λίγο φοβισμένη και ήθελε να δείξει στον εαυτό της ότι δε θα επαναλαμβανόταν ποτέ πια.


Συζήτησε μ' έναν απ' τους συναδέλφους της την ταινία για το Ελ Σαλβαδόρ και ανέφερε -παρεμπιπτόντως- ότι είχε πλέον κουραστεί να κάνει κάθε μέρα τα ίδια πράγματα.


«Ίσως έφτασε η ώρα να πάρω σύνταξη».


«Είσαι από τις καλύτερες που έχουμε», είπε ο συνάδελφος. «Και η δικηγορία είναι ένα από τα λίγα επαγγέλματα όπου η ηλικία πάντα μετράει υπέρ. Γιατί δεν παίρνεις μια μεγάλη άδεια; Σίγουρα θα γυρίσεις με πιο πολύ ενθουσιασμό».


«Θέλω να δώσω αλλαγή κατεύθυνσης στη ζωή μου. Να ζήσω μια περιπέτεια, να βοηθήσω τους άλλους, να κάνω κάτι που δεν έκανα ποτέ».


Η συζήτηση σταμάτησε εκεί. Η Μαρί πήγε ως την πλατεία, έφαγε σ' ένα εστιατόριο πιο ακριβό απ' ό,τι εκείνο στο οποίο συνήθιζε να τρώει πάντα και γύρισε νωρίτερα στο γραφείο - από εκείνη τη στιγμή άρχιζε η αποχώρησή της.


Οι υπόλοιποι υπάλληλοι δεν είχαν επιστρέψει ακόμη και η Μαρί επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να κοιτάξει τη δουλειά που είχε ακόμη πάνω στο γραφείο της. Άνοιξε ένα συρτάρι για να πάρει ένα στιλό που το έβαζε πάντα στο ίδιο μέρος, αλλά δεν μπόρεσε να το βρει. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σκέφτηκε ότι μάλλον ενεργούσε παράξενα, αφού δεν είχε ξαναβάλει το στιλό εκεί όπου έπρεπε.


Αυτό ήταν αρκετό για να ξαναρχίσει να χτυπάει δυνατά η καρδιά της και να γυρίσει μ' όλη την ορμή του ο τρόμος της προηγούμενης νύχτας.


Η Μαρί παρέλυσε. Ο ήλιος που περνούσε απ' τις περσίδες έδινε σ' όλα ένα αλλιώτικο χρώμα, πιο ζωηρό, πιο επιθετικό, αλλά εκείνη είχε την αίσθηση ότι θα πέθαινε την επόμενη στιγμή. Τα πάντα εκεί πέρα ήταν παράξενα πέρα για πέρα. Τι γύρευε σ' εκείνο το γραφείο;


Θεέ μου, δεν πιστεύω σε σένα, αλλά βοήθησέ με!


Την έλουσε και πάλι κρύος ιδρώτας και είδε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει το φόβο της. Αν έμπαινε κάποιος εκείνη τη στιγμή, θα πρόσεχε το τρομαγμένο βλέμμα της και ότι ήταν χαμένη.


Το κρύο.


Το κρύο την είχε κάνει να νιώσει καλύτερα την προηγούμενη μέρα, αλλά πώς να φτάσει ως το δρόμο; Πάλι αντιλαμβανόταν με κάθε λεπτομέρεια τι της συνέβαινε: το ρυθμό της αναπνοής (υπήρχαν στιγμές που ένιωθε ότι, αν δεν προσπαθούσε να εισπνεύσει και να εκπνεύσει, το σώμα της θα ήταν ανίκανο να το κάνει από μόνο του), την κίνηση του κεφαλιού (οι εικόνες μετακινούνταν στο χώρο σαν να προέρχονταν από περιστρεφόμενη κάμερα), την καρδιά που χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, το σώμα που λουζόταν από έναν ιδρώτα ψυχρό και πηχτό.


Και τον τρόμο. Έναν τελείως ανεξήγητο, πελώριο φόβο για οτιδήποτε: να κάνει ένα βήμα, να βγει από κει όπου βρισκόταν.


Θα περάσει.


Την προηγουμένη μέρα είχε περάσει, Όμως τώρα ήταν στη δουλειά· τι να κάνει; Κοίταξε το ρολόι, που της φάνηκε επίσης παράλογος μηχανισμός, με δυο βελόνες να γυρίζουν γύρω απ' τον ίδιο άξονα, δείχνοντας μια μονάδα χρόνου για την οποία κανείς δεν είχε πει ποτέ γιατί έπρεπε να είναι το δώδεκα και όχι το δέκα – όπως όλες οι άλλες μονάδες μέτρησης του ανθρώπου. Δεν πρέπει να σκέφτομαι τέτοια πράγματα. Μου φέρνουν τρέλα.


Τρέλα. Ίσως αυτή ήταν η σωστή λέξη γι' αυτό που της συνέβαινε. Επιστρατεύοντας όλη τη θέλησή της, η Μαρί σηκώθηκε και πήγε προς τις τουαλέτες. Ευτυχώς το γραφείο ήταν ακόμη άδειο και κατάφερε να φτάσει εκεί


όπου ήθελε μέσα σ' ένα λεπτό - το οποίο της φάνηκε αιωνιότητα. Έπλυνε το πρόσωπό της και η αίσθηση του αλλόκοτου μετριάστηκε· αλλά ο φόβος παρέμενε.


Θα περάσει, έλεγε μέσα της. Χτες πέρασε.


Θυμόταν ότι την προηγουμένη μέρα το όλο γεγονός είχε διαρκέσει περίπου τριάντα λεπτά. Κλειδαμπαρώθηκε μέσα σε μια απ' τις τουαλέτες, κάθισε στο καπάκι της λεκάνης και έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια. Στη θέση αυτή άκουγε τον ήχο της καρδιάς δυνατότερο και αμέσως η Μαρί ανασήκωσε το κορμί της.


Θα περάσει.


Έμεινε έτσι θεωρώντας ότι δε γνώριζε πια τον ίδιο τον εαυτό της· ήταν ανεπανόρθωτα χαμένη. Άκουσε βήματα ανθρώπων να μπαίνουν και να βγαίνουν απ' τις τουαλέτες, βρύσες να ανοίγουν και να κλείνουν, ανώφελες κουβέντες για κοινότοπα θέματα. Μερικές φορές κάποιοι επιχείρησαν να ανοίξουν την πόρτα της τουαλέτας στην οποία βρισκόταν εκείνη, αλλά η Μαρί άφηνε ένα μουρμουρητό και κανείς τους δεν επέμενε. Ο ήχος που έβγαζαν τα καζανάκια ακουγόταν σαν κάτι τρομαχτικό, ικανό να γκρεμίσει το κτίριο και να τους στείλει όλους στην Κόλαση.


Όμως -όπως είχε προβλέψει- ο φόβος άρχισε να υποχωρεί και η καρδιά της να επανέρχεται στο φυσιολογικό ρυθμό της. Πάλι καλά που η γραμματέας της ήταν αρκετά ανίκανη, ώστε να μην προσέξει καν την απουσία της· αλλιώς ήδη όλο το γραφείο θα ήταν στις τουαλέτες, ρωτώντας τη αν είναι καλά.


Όταν κατάλαβε ότι κατάφερνε να διατηρήσει και πάλι τον αυτοέλεγχό της, η Μαρί άνοιξε την πόρτα, έπλυνε το πρόσωπό της επί ώρα και γύρισε στο γραφείο.


«Σας έφυγε το μακιγιάζ», είπε μια ασκούμενη, «θέλετε να σας δανείσω το μεϊκάπ μου;»


Η Μαρί δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει. Μπήκε στο γραφείο, πήρε την τσάντα της, τα προσωπικά είδη της και είπε στη γραμματέα ότι θα περνούσε το υπόλοιπο της μέρας στο σπίτι.


«Μα έχετε πολλά ραντεβού!» διαμαρτυρήθηκε η γραμματέας.


«Εσύ δε δίνεις εντολές· τις λαμβάνεις. Θα κάνεις ακριβώς αυτό που σου λέω: ακύρωσε τα ραντεβού».


Η γραμματέας ακολούθησε με τα μάτια τη γυναίκα με την οποία δούλευε εδώ και τρία χρόνια σχεδόν και η οποία ποτέ δεν είχε φανεί αγενής. Κάτι πολύ σοβαρό πρέπει να της συνέβαινε: ίσως της είχαν πει ότι ο άντρας της ήταν στο σπίτι με μια ερωμένη και ήθελε να συλλάβει το μοιχό επ' αυτοφώρω.


Είναι ικανή δικηγόρος, ξέρει πως να ενεργήσει, συλλογίστηκε η κοπέλα. Σίγουρα, αύριο, η κυρία δικηγόρος θα της ζητούσε συγνώμη.



Δεν υπήρξε αύριο. Το ίδιο βράδυ, η Μαρί είχε μια πολύωρη συζήτηση με τον άντρα της, στην οποία του περιέγραψε όλα τα συμπτώματα που της είχαν παρουσιαστεί. Μαζί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ταχυκαρδίες, ο κρύος ιδρώτας, η αίσθηση του αλλόκοτου, η αδυναμία και η έλλειψη αυτοελέγχου, όλα αυτά, μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια μόνο λέξη: φόβος.

Άντρας και γυναίκα μελέτησαν μαζί τι συνέβαινε. Εκείνος σκέφτηκε για καρκίνο στο κεφάλι, αλλά δεν είπε τίποτα. Εκείνη σκέφτηκε ότι ήταν προμηνύματα από κάτι τρομερό, αλλά επίσης δεν το είπε. Έψαχναν να βρουν κοινό έδαφος, για να μιλήσουν με το λόγο και τη λογική ώριμων ανθρώπων.

«Ίσως θα είναι καλό να κάνεις εξετάσεις», της είπε.

Η Μαρί συμφώνησε, υπό έναν όρο: κανείς, ούτε καν τα παιδιά της, δεν έπρεπε να μάθει τίποτα.

Την επομένη, στο γραφείο ζήτησε -και της δόθηκε- άδεια άνευ αποδοχών για τριάντα μέρες. Ο άντρας της σκέφτηκε να πάνε στην Αυστρία, όπου βρίσκονταν οι μεγάλοι ειδικοί στις ασθένειες του εγκεφάλου, αλλά η Μαρί αρνιόταν να φύγει απ' το σπίτι - οι κρίσεις ήταν τώρα πιο συχνές και διαρκούσαν περισσότερο.

Με πολύ κόπο και με τη βοήθεια ηρεμιστικών, οι δυο τους πήγαν σ' ένα νοσοκομείο της Λιουμπλιάνας και η Μαρί υποβλήθηκε σε πλήθος εξετάσεων. Δε βρέθηκε τίποτα το μη φυσιολογικό, ούτε καν ανεύρυσμα, γεγονός που καθησύχασε τη Μαρί για τα χρόνια που έρχονταν.

Όμως οι κρίσεις πανικού συνεχίστηκαν. Ενώ ο σύζυγος ασχολιόταν με τα ψώνια και το μαγείρεμα, η Μαρί καθάριζε το σπίτι καθημερινά και μετά μανίας, για να κρατάει το μυαλό της απασχολημένο με άλλα πράγματα. Άρχισε να διαβάζει όλα τα βιβλία ψυχιατρικής που έβρισκε, αλλά σταμάτησε γρήγορα, επειδή της φαινόταν ότι ταυτιζόταν με καθεμιά απ' τις ασθένειες που περιέγραφαν.

Το τρομερότερο όλων ήταν ότι οι κρίσεις της ήταν πλέον οικείες, αλλά και πάλι η Μαρί ένιωθε φόβο, αποξένωση από την πραγματικότητα, ανικανότητα να έχει έλεγχο του εαυτού της. Εκτός απ' αυτό, άρχισε να νιώθει ενοχές για τον άντρα της, ο οποίος ήταν αναγκασμένος να δουλεύει διπλά, αναλαμβάνοντας τις δικές της δουλειές ως νοικοκυράς - με εξαίρεση την καθαριότητα.

Καθώς περνούσαν οι μέρες και η κατάσταση δεν όδευε προς λύση, η Μαρί άρχισε να αισθάνεται -και να εξωτερικεύει- μεγάλο εκνευρισμό. Όλα γίνονταν αιτία να χάνει την ψυχραιμία της και να αρχίζει να φωνάζει- η κατάσταση αυτή κατέληγε πάντα σ' ένα παθολογικό κλάμα.





Μετά από τριάντα μέρες, εμφανίστηκε στο σπίτι ο συνεργάτης της Μαρί στο γραφείο. Τηλεφωνούσε καθημερινά, αλλά η Μαρί δεν απαντούσε στο τηλέφωνο ή έλεγε στον άντρα της να πει ότι είναι απασχολημένη. Εκείνο το βράδυ, όμως, ο συνάδελφός της στήθηκε και χτυπούσε το κουδούνι, μέχρι που εκείνη του άνοιξε την πόρτα,

Η Μαρί είχε περάσει ένα ήσυχο πρωινό. Ετοίμασε τσάι, κουβέντιασαν για το γραφείο. Ο συνάδελφος τη ρώτησε πότε θα γυρίσει στη δουλειά.

«Ποτέ πια», ήταν η απάντηση.

Ο άντρας θυμήθηκε τη συζήτηση τους για το Ελ Σαλβαδόρ.

«Πάντα έδινες τον καλύτερο εαυτό σου και έχεις το δικαίωμα να επιλέξεις αυτό που επιθυμείς», της είπε, χωρίς ίχνος δυσαρέσκειας στη φωνή. «Όμως πιστεύω ότι η δουλειά, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι η καλύτερη θεραπεία. Κάνε τα ταξίδια σου, γνώρισε τον κόσμο, γίνε χρήσιμη όπου θεωρείς ότι σε χρειάζονται, αλλά η πόρτα του γραφείου θα είναι ανοιχτή περιμένοντας την επιστροφή σου».

Ακούγοντάς το, η Μαρί ξέσπασε σε λυγμούς – όπως συνήθιζε με μεγάλη ευκολία τώρα τελευταία.

Ο συνεργάτης την περίμενε να ηρεμήσει. Ως καλός δικηγόρος, δε ρώτησε τίποτα· ήξερε ότι είχε περισσότερες πιθανότητες να αποσπάσει μια απάντηση με τη σιωπή του απ' ό,τι με μια ερώτηση.

Έτσι κι έγινε. Η Μαρί διηγήθηκε την ιστορία από το γεγονός στον κινηματογράφο έως τις πρόσφατες υστερικές κρίσεις της με τον άντρα της, που τόσο πολύ τη στήριζε.

«Είμαι τρελή», είπε.

«Είναι ένα ενδεχόμενο», απάντησε εκείνος με τον αέρα κάποιου που κατανοεί τα πάντα αλλά και τρυφεράδα στη φωνή. «Σ' αυτή την περίπτωση, δύο πράγματα μπορείς να κάνεις: να ακολουθήσεις μια θεραπεία ή να μείνεις άρρωστη».

«Δεν υπάρχει θεραπεία γι' αυτό που αισθάνομαι. Έχω ακόμη πλήρη έλεγχο των νοητικών λειτουργιών μου και τα νεύρα μου είναι τεντωμένα, επειδή αυτή η κατάσταση κρατάει καιρό. Όμως δεν παρουσιάζω τα κλασικά συμπτώματα της τρέλας - όπως απώλεια αντίληψης της πραγματικότητας, αδιαφορία ή ανεξέλεγκτη επιθετικότητα. Μόνο φόβο».

«Αυτό λένε όλοι οι τρελοί: ότι είναι φυσιολογικοί».

Γέλασαν και η Μαρί ετοίμασε λίγο τσάι ακόμη. Συζήτησαν για τον καιρό, για την ανεξαρτησία της Σλοβενίας, για τις εντάσεις που εμφανίζονταν τώρα μεταξύ Κροατίας και Γιουγκοσλαβίας. Η Μαρί έβλεπε τηλεόραση όλη τη μέρα και ήταν πολύ καλά ενημερωμένη για όλα.

Πριν φύγει, ο συνεργάτης ξαναέθιξε το θέμα.

«Πρόσφατα άνοιξε ένα ίδρυμα στην πόλη», είπε. «Κεφάλαια απ' το εξωτερικό και θεραπεία όπως σε ανεπτυγμένα κράτη».

«Θεραπεία για τι;»

«Συναισθηματικές ανισορροπίες· ας το πούμε έτσι. Και σίγουρα ο υπερβολικός φόβος αποτελεί ανισορροπία»

Η Μαρί υποσχέθηκε να το σκεφτεί, αλλά δεν πήρε καμιά απόφαση σχετικά. Συνέχισε να έχει κρίσεις πανικού για ένα μήνα ακόμη, μέχρι που κατάλαβε ότι όχι μόνο η προσωπική ζωή της αλλά και ο γάμος της ήταν υπό κατάρρευση. Ζήτησε πάλι μερικά ηρεμιστικά και τόλμησε να βγει απ' το σπίτι - για δεύτερη φορά μέσα σε εξήντα μέρες.

Πήρε ταξί και πήγε στο νέο ίδρυμα. Στο δρόμο ο οδηγός τη ρώτησε αν πήγαινε για επίσκεψη.

«Λένε ότι είναι πολύ άνετα, αλλά ακούγεται επίσης ότι οι τρελοί είναι μανιακοί και ότι οι θεραπείες περιλαμβάνουν ηλεκτροσόκ».

«Πάω για επίσκεψη», απάντησε η Μαρί.

Δε χρειάστηκε παρά μια ώρα συζήτησης για να πάρουν τέλος τα βάσανα δυο μηνών για τη Μαρί. Ο διευθυντής του ιδρύματος -ένας ψηλός άντρας με βαμμένα μαύρα μαλλιά, που άκουγε στο όνομα δόκτωρ Ιγκόρ- εξήγησε ότι επρόκειτο απλώς για το σύνδρομο του πανικού, ασθένεια που είχε γίνει πρόσφατα αποδεκτή από τους διεθνείς ψυχιατρικούς κύκλους.

«Αυτό δε θα πει ότι η ασθένεια είναι καινούρια», εξήγησε προσέχοντας να γίνει κατανοητός. «Οι άνθρωποι που έπασχαν απ' αυτή συνήθιζαν να το κρύβουν, φοβουμενοι μήπως τους πάρουν για τρελούς. Είναι απλά και μόνο μια χημική ανισορροπία στον οργανισμό, όπως η κατάθλιψη».

Ο δόκτωρ Ιγκόρ τής έγραψε μια συνταγή και της ζήτησε να γυρίσει στο σπίτι.

«Δε θέλω να γυρίσω τώρα», απάντησε η Μαρί. «Ακόμη και με όσα μου είπατε, δε θα έχω το κουράγιο να βγω στο δρόμο. Ο γάμος μου έχει μετατραπεί σε κόλαση και πρέπει να αφήσω τον άντρα μου να ξεκουραστεί μετά από τόσους μήνες που πέρασε φροντίζοντας με».

Όπως συνέβαινε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις - αφού οι μέτοχοι ήθελαν το ίδρυμα να λειτουργεί με μέγιστη πληρότητα-, ο δόκτωρ Ιγκόρ δέχτηκε τον εγκλεισμό της, μολονότι κατέστησε σαφές ότι δεν ήταν απαραίτητος. Η Μαρί έλαβε την προσήκουσα θεραπευτική αγωγή, ψυχολογική υποστήριξη, και τα συμπτώματα μετριάστηκαν- μέχρι που εξαφανίστηκαν τελείως.

Σ' αυτό το διάστημα, όμως, η ιστορία του εγκλεισμού της έγινε γνωστή σε όλη τη μικρή πολιτεία της Λιουμπλιάνας. Ο συνεργάτης της, χρόνια φίλος, που την είχε συντροφέψει σε ατελείωτες ώρες ευθυμίας αλλά και άγχους, ήρθε να την επισκεφθεί στη «Βιλέτ». Τη συνεχάρη για το θάρρος της να ακούσει τη συμβουλή του και να γυρέψει βοήθεια. Όμως ύστερα είπε το λόγο για τον οποίο είχε πάει:

«Ίσως ήρθε πράγματι η ώρα να αποσυρθείς».

Η Μαρί κατάλαβε τι σήμαιναν αυτά τα λόγια: κανείς δε θα εμπιστευόταν τις υποθέσεις του σε μια δικηγόρο που είχε διατελέσει τρόφιμος άσυλου.

«Εσύ είπες ότι η δουλειά είναι η καλύτερη θεραπεία. Πρέπει να επιστρέψω, ακόμη κι αν είναι για πολύ λίγο».

Η Μαρί ανέμενε την οποιαδήποτε αντίδραση, αλλά εκείνος δεν είπε τίποτα. Και η Μαρί συνέχισε:

«Εσύ ο ίδιος μου πρότεινες να κάνω θεραπεία. Όταν εγώ σκεφτόμουν τη σύνταξη, σκεφτόμουν να φύγω νικήτρια, ολοκληρωμένη, με την ελεύθερη και αυτόβουλη απόφασή μου. Δε θέλω να αφήσω τη δουλειά μου έτσι, σαν ηττημένη. Δώσ' μου τουλάχιστον τη δυνατότητα να ανακτήσω την αυτοεκτίμησή μου και ύστερα θα ζητήσω σύνταξη».

Ο δικηγόρος ξερόβηξε.

«Εγώ πρότεινα να κάνεις θεραπεία, όχι να μπεις σε άσυλο».

«Μα ήταν ζήτημα επιβίωσης. Δεν μπορούσα πια να βγω έξω, ο γάμος μου διαλυόταν».

Η Μαρί ήξερε ότι ξόδευε τα λόγια της. Ό,τι κι αν έκανε δε θα κατόρθωνε να τον μεταπείσει - στο κάτω κάτω διακυβευόταν το κύρος του δικηγορικού γραφείου. Μολαταύτα έκανε άλλη μια προσπάθεια:

«Εδώ μέσα έχω συμβιώσει με δύο τύπους ανθρώπων: εκείνους που δεν έχουν πιθανότητες να επιστρέψουν στην κοινωνία κι εκείνους που έχουν θεραπευτεί εντελώς, αλλά προτιμούν να παριστάνουν τους τρελούς για να μην

αντιμετωπίσουν τις ευθύνες της ζωής. θέλω και έχω ανάγκη να ξαναγαπήσω τον εαυτό μου· πρέπει να τον πείσω ότι είμαι ικανή να παίρνω η ίδια τις αποφάσεις μου. Δεν μπορώ να ωθούμαι σε πράγματα που δεν επέλεξα».

«Μπορούμε να κάνουμε πολλά σφάλματα στη ζωή μας», είπε ο δικηγόρος. «Εκτός από ένα: αυτό που μας καταστρέφει».

Δεν ωφελούσε να συνεχιστεί η συζήτηση· κατά τη δική του γνώμη η Μαρί είχε διαπράξει το μοιραίο σφάλμα. Δυο μέρες αργότερα ανήγγειλαν την επίσκεψη άλλου δικηγόρου - αυτή τη φορά από άλλο γραφείο, θεωρούμενο ως ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής των, τώρα πια, πρώην συνεργατών της. Η Μαρί αναθάρρησε: ίσως ο δικηγόρος είχε μάθει ότι ήταν ελεύθερη να δουλέψει αλλού και θα είχε την ευκαιρία να ξαναβρεί τη θέση της στον κόσμο.

Ο δικηγόρος μπήκε στην αίθουσα επισκέψεων, κάθισε μπροστά της, χαμογέλασε, τη ρώτησε αν είναι καλύτερα και έβγαλε μερικά χαρτιά από την τσάντα του.

«Βρίσκομαι εδώ για λογαριασμό του συζύγου σας», είπε. «Πρόκειται για αίτηση διαζυγίου. Φυσικά θα αναλάβει τα νοσοκομειακά έξοδα για όσο καιρό παραμείνετε εδώ».

Αυτή τη φορά η Μαρί δεν αντέδρασε. Υπέγραψε τα πάντα, αν και γνώριζε ότι -σύμφωνα με το δίκαιο που είχε σπουδάσει- μπορούσε να παρατείνει επ' αόριστον τη διαμάχη. Ύστερα, πήγε στο δόκτορα Ιγκόρ και είπε ότι είχαν επιστρέψει τα συμπτώματα πανικού.

Ο δόκτωρ Ιγκόρ ήξερε ότι του έλεγε ψέματα, ωστόσο παρέτεινε τον εγκλεισμό για αόριστο χρονικό διάστημα.

Η ΒΕΡΌΝΙΚΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ να πάει να ξαπλώσει, αλλά ο Έντουαρντ παρέμενε όρθιος δίπλα στο πιάνο.

«Είμαι κουρασμένη, Έντουαρντ. Πρέπει να κοιμηθώ».

Θα της άρεσε να συνεχίσει να παίζει για χάρη του, ανακαλώντας στη θολωμένη μνήμη της όλες τις σονάτες, τα ρέκβιεμ και τα αντάτζιο που γνώριζε - επειδή ο Έντουαρντ ήξερε να θαυμάζει χωρίς να απαιτεί. Όμως το σώμα της δεν άντεχε άλλο.

Ήταν τόσο όμορφος άντρας! Αν έβγαινε μόνο για λίγο από τον κόσμο του και την έβλεπε ως γυναίκα, τότε οι στερνές νύχτες της σ' αυτό τον κόσμο θα μπορούσαν να είναι οι πιο όμορφες της ζωής της, επειδή ο Έντουαρντ ήταν ο μόνος ικανός να κατανοήσει ότι η Βερόνικα ήταν καλλιτέχνης. Είχε δημιουργήσει μ' αυτό τον άνθρωπο ένα δεσμό όπως δεν μπόρεσε να κάνει με κανέναν άλλο: μέσω της γνήσιας συγκίνησης που προκαλεί μια σονάτα ή ένα μενουέτο.

Ο Έντουαρντ ήταν ο ιδανικός άντρας. Ευαίσθητος, μορφωμένος, που είχε καταστρέψει έναν αδιάφορο κόσμο για να τον επαναπλάσει μέσα στο μυαλό του, αυτή τη φορά με νέα χρώματα, πρόσωπα και ιστορίες. Και αυτός ο καινούριος κόσμος περιλάμβανε μια γυναίκα, ένα πιάνο και ένα φεγγάρι που όλο και γέμιζε.

«Θα μπορούσα να σ' ερωτευτώ αμέσως τώρα, να σου παραδώσω όσα έχω και δεν έχω», είπε ξέροντας ότι εκείνος δεν μπορούσε να την καταλάβει. «Μου ζητάς μόνο λίγη μουσική, αλλά ξέρω ότι είμαι κάτι παραπάνω απ' ό,τι νόμιζα ότι ήμουν και θα ήθελα να μοιραστώ κι άλλα πράγματα που μπόρεσα να κατανοήσω».

Ο Έντουαρντ χαμογέλασε. Να είχε καταλάβει; Η Βερόνικα φοβήθηκε -το σαβουάρ βιβρ έλεγε ότι δεν είναι πρέπον να μιλάει για έρωτα τόσο άμεσα και μάλιστα ποτέ μ' έναν άντρα που έχει δει τόσο λίγες φορές· αλλά αποφάσισε να συνεχίσει, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει.

«Είσαι ο μόνος άντρας πάνω στη Γη που μπορώ να τον ερωτευτώ, Έντουαρντ. Απλά και μόνο επειδή, όταν πεθάνω, δε θα σου λείψω. Δεν ξέρω τι νιώθει ο σχιζοφρενής, αλλά σίγουρα δεν πρέπει να νιώθει νοσταλγία



»Ίσως αρχικά να σε παραξενέψει το γεγονός ότι δε θα υπάρχει πια μουσική τα βράδια· αλλά πάντα, όταν θα βγαίνει το φεγγάρι, θα βρίσκεις κάποιον διατεθειμένο να παίξει σονάτες, ιδίως στο άσυλο - αφού όλοι εδώ πέρα είμαστε σεληνιασμένοι».

Δεν ήξερε ποια ήταν η σχέση των τρελών με τη σελήνη, αλλά πρέπει να ήταν πολύ ισχυρή, αφού μ'αυτή τη λέξη χαρακτήριζαν τους ψυχικά ασθενείς.

«Oύτε και σε μένα θα λείψεις, 'Έντουαρντ, επειδή θα έχω πεθάνει και θα 'μαι μακριά. Κι αφού δε φοβάμαι να σε χάσω, δε με νοιάζει τι θα σκεφτείς για μένα. Εγώ έπαιξα σήμερα για σένα σαν μια γυναίκα ερωτευμένη. Ήταν υπέροχα. Ήταν οι καλύτερες στιγμές της ζωής μου».





Κοίταξε έξω τη Μαρί. Θυμήθηκε τα λόγια της. Και ξανακοίταξε τον νεαρό μπροστά της.

Η Βερόνικα έβγαλε το πουλόβερ και πλησίασε τον Έντουαρντ - αν ήταν να κάνει κάτι, έπρεπε να το κάνει τώρα. Η Μαρί δε θα άντεχε για πολύ ακόμη το κρύο που έκανε έξω και σύντομα θα ξανάμπαινε μέσα.

Εκείνος πισωπάτησε. Η απορία στα μάτια του ήταν άλλη: Πότε θα γύριζε στο πιάνο; Πότε θα έπαιζε νέα μουσική, για να του γεμίσει την ψυχή με τα ίδια χρώματα και πάθη, τους ίδιους πόνους και τις χαρές εκείνων των τρελών συνθετών που είχαν αγγίξει τόσες γενιές με τα έργα τους;

«Αυτή η γυναίκα έξω μου είπε: "Αυ... Μάθε ως πού θέλεις να φτάσεις". Άραγε μπορώ να πάω πιο μακριά απ' όσο πήγαινα πάντα;»

Του έπιασε το χέρι και θέλησε να τον οδηγήσει στον καναπέ, αλλά ο Έντουαρντ αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε να μείνει όρθιος εκεί όπου στεκόταν, περιμένοντας υπομονετικά από εκείνη να ξαναρχίζει να παίζει.





Η Βερόνικα στάθηκε αμήχανη, αλλά ύστερα αντιλήφθηκε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει. Ήταν πεθαμένη. Τι ωφελούσε να συνεχίσει να τρέφει φόβους και προκαταλήψεις, που πάντα περιόριζαν τη ζωή της; Έβγαλε την μπλούζα, το παντελόνι, το σουτιέν, το καλτσόν και έμεινε γυμνή μπροστά του.

Ο Έντουαρντ γέλασε. Η Βερόνικα δεν κατάλαβε γιατί, αλλά τον είδε που γελούσε. Πήρε απαλά το χέρι του και το έβαλε πάνω στο αιδ….. της· το χέρι έμεινε εκεί, ακίνητο. Η Βερόνικα εγκατέλειψε αυτή την ιδέα και το τράβηξε.

Κάτι την ερέθιζε πολύ περισσότερο από μια σωματική επαφή μ' αυτό τον άντρα: το γεγονός ότι μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, ότι δεν υπήρχαν περιορισμοί - εκτός απ' τη γυναίκα έξω, που μπορούσε να μπει ανά πάσα στιγμή, κανένας άλλος δεν πρέπει να ήταν ξύπνιος.

Το αίμα άρχισε να ρέει πιο γρήγορα και το κρύο που ένιωθε όταν γδύθηκε εξαφανιζόταν. Στέκονταν οι δυο τους πρόσωπο με πρόσωπο: εκείνη γυμνή, εκείνος τελείως ντυμένος. Η Βερόνικα κατέβασε το χέρι στο αιδ…… της και άρχισε να αυ……..· το είχε ξανακάνει παλιά, μόνη ή και με συντρόφους - αλλά ποτέ σε τέτοια περίπτωση, όπου ο άντρας δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον γι' αυτό που συνέβαινε.





Κι αυτό την ερέθιζε, την ερέθιζε πολύ. Όρθια, με τα πόδια ανοιχτά, η Βερόνικα άγγιζε το αιδ…. της, τα στήθη της, τα μαλλιά της, δίνοντας τον εαυτό της όσο ποτέ άλλοτε, όχι τόσο επειδή ήθελε να δει τον νεαρό να βγαίνει απ' τον απόμακρο κόσμο του, αλλά επειδή ποτέ δεν είχε δοκιμάσει κάτι τέτοιο.

Άρχισε να μιλάει, να λέει πράγματα αδιανόητα, τα οποία οι γονείς, οι φίλοι, οι προγονοί της θα θεωρούσαν ό,τι πιο βρόμικο υπάρχει στον κόσμο. Ήρθε ο πρώτος οργ……ός και δάγκωσε τα χείλη για να μη φωνάξει από ηδονή.

Ο Έντουαρντ την κοιτούσε. Είχε μια διαφορετική λάμψη στα μάτια του, φαινόταν κάτι να καταλαβαίνει, ακόμη και αν ήταν μόνο η ενέργεια, η θέρμη, ο ιδρώτας, η οσμή που ανέδιδε το κορμί της. Η Βερόνικα δεν είχε ακόμη ικανοποιηθεί. Γονάτισε και άρχισε πάλι να αυ….....

Ήθελε να πεθάνει από ηδονή, από ευχαρίστηση, φέρνοντας στη σκέψη και πραγματοποιώντας όλα όσα της ήταν πάντα απαγορευμένα: ικέτεψε τον άντρα να την αγγίξει, να την υποτάξει, να τη μεταχειριστεί όπως του έκανε κέφι. Ήθελε να είναι εκεί και η Ζέντκα, γιατί η μια γυναίκα ξέρει πώς να αγγίζει το κορμί της άλλης όπως κανένας άντρας δεν μπορεί, αφού γνωρίζει ήδη όλα τα μυστικά του.

Γονατιστή, μπροστά σ' εκείνο τον άντρα, αισθάνθηκε να την παίρνει και να την αγγίζει και μεταχειριζόταν αισχρά λόγια για να περιγράψει τι ήθελε να της κάνει. Νέος οργ……ός ερχόταν αυτή τη φορά πιο ισχυρός από ποτέ, σαν τα πάντα γύρω της να πήγαιναν να εκραγούν. Θυμήθηκε την καρδιακή προσβολή που έπαθε εκείνο το πρωινό, αλλά αυτό δεν είχε πια καμιά σημασία· θα πέθαινε σε μια έκρηξη οργασμού. Ένιωσε τον πειρασμό να πιάσει το π…… του Έντουαρντ, που βρισκόταν ακριβώς μπροστά στο πρόσωπο της, αλλά δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να χαλάσει εκείνη τη στιγμή· πήγαινε μακριά, πολύ μακριά, ακριβώς όπως είχε πει η Μαρί.

Φαντάστηκε τον εαυτό της βασίλισσα και σκλάβα, αφέντρα και δούλα. Με τη φαντασία της έκανε έρωτα με λευκούς, μαύρους, κίτρινους, ομοφυλόφιλους, ζητιάνους. Ανήκε σε όλους και όλοι μπορούσαν να της κάνουν τα πάντα. Είχε έναν, δυο, τρεις συνεχείς οργ……ούς. Φαντάστηκε όσα δεν είχε φανταστεί ποτέ πριν - και παραδόθηκε σε ό,τι πιο ποταπό και πιο αγνό. Στο τέλος, δεν μπόρεσε πια να συγκρατηθεί και φώναξε δυνατά από ηδονή, απ' τον πόνο των διαδοχικών οργ…....ών, απ' το πλήθος αντρών και γυναικών που είχαν μπει και είχαν βγει απ' το κορμί της, μέσα από τις πύλες του μυαλού της.

Ξάπλωσε στο πάτωμα και αφέθηκε εκεί βουτηγμένη στον ιδρώτα και με την ψυχή γαληνεμένη. Είχε κρύψει τις μυστικές επιθυμίες της από τον εαυτό της, χωρίς ποτέ να ξέρει ακριβώς το γιατί - και δεν είχε ανάγκη από απάντηση. Αρκούσε που έκανε αυτό που είχε κάνει: είχε δοθεί ολοκληρωτικά.


Σιγά σιγά το Σύμπαν επέστρεφε στη θέση του και η Βερόνικα σηκώθηκε. Ο Έντουαρντ έμεινε όλη την ώρα ακινητος, αλλά κάτι φαινόταν να έχει αλλάξει πάνω του: τα μάτια του έδειχναν μια τρυφερότητα πολύ κοντινή σ' αυτό τον κόσμο.

Ήταν τόσο ωραία, που βλέπω αγάπη σε όλα. Ακόμη και στα μάτια ενός σχιζοφρενούς.

Άρχισε να φοράει τα ρούχα της, όταν ένιωσε μια τρίτη παρουσία στην αίθουσα.

Ήταν εκεί η Μαρί. Η Βερόνικα δεν ήξερε πότε μπήκε, τι είχε ακούσει και τι είχε δει, αλλά και πάλι δεν ένιωθε ντροπή ή φόβο. Την κοίταξε όπως κοιτάμε έναν άνθρωπο που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά.

«Έκανα αυτό που πρότεινες», είπε. «Έφτασα μακριά».

Η Μαρί παρέμεινε σιωπηλή· είχε ξαναζήσει κάποιες πολύ σημαντικές στιγμές της ζωής της και ένιωθε μια μικρή αδιαθεσία. Ίσως ήταν ώρα να επιστρέψει στον κόσμο, να αντιμετωπίσει την κατάσταση εκεί έξω, να πει ότι όλοι μπορούσαν να είναι μέλη μιας μεγάλης «Αδελφότητας», ακόμη και χωρίς να έχουν γνωρίσει από μέσα κάποιο άσυλο.

Όπως εκείνη η κοπέλα, για παράδειγμα, που ο μόνος λόγος για τον οποίο βρισκόταν στη «Βιλέτ» ήταν ότι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει πανικό, φόβο, κατάθλιψη, μυστικιστικά οράματα, ψυχώσεις, τους περιορισμούς που μπορεί να μας θέσει ο ανθρώπινος νους. Αν και είχε γνωρίσει τόσους άντρες, ποτέ δεν είχε γευτεί τις πιο κρυφές των επιθυμιών της - με αποτέλεσμα να της είναι άγνωστη η μισή ζωή της. Αχ, να μπορούσαν όλοι να γνωρίσουν και να συμβιώσουν με την εσωτερική τρέλα τους! Θα ήταν χειρότερος ο κόσμος; Όχι, οι άνθρωποι θα ήταν πιο δίκαιοι και πιο ευτυχισμένοι.

«Γιατί δεν το έκανα αυτό ποτέ πριν;»

«Θέλει να του παίξεις κι άλλη μουσική», είπε η Μαρί κοιτάζοντας τον Έντουαρντ. «Του αξίζει, μου φαίνεται».

«Θα το κάνω, αλλά απάντησέ μου: Γιατί δεν το έκανα αυτό ποτέ πριν; Αν είμαι ελεύθερη, αν μπορώ να σκεφτώ οτιδήποτε θέλω, γιατί πάντα απέφευγα να φανταστώ απαγορευμένες καταστάσεις;»

«Απαγορευμένες; Άκουσε. Έχω υπάρξει δικηγόρος και γνωρίζω τους νόμους. Ήμουν επίσης καθολική και ήξερα απέξω μεγάλο μέρος της Αγίας Γραφής. Τι εννοείς "απαγορευμένες";»

Η Μαρί την πλησίασε και τη βοήθησε να φορέσει το πουλόβερ.

«Κοίταξε με καλά στα μάτια και μην ξεχάσεις αυτό που θα σου πω. Υπάρχουν μόνο δύο απαγορευμένα πράγματα -ένα απ το νόμο των ανθρώπων κι ένα απ' το νόμο του Θεού: ποτέ μην εξαναγκάζεις τον άλλο να δεχτεί μια σχέση, αυτό θεωρείται βιασμός· και ποτέ μην έχεις σχέσεις με παιδιά, γιατί αυτό είναι το χειρότερο από τα αμαρτήματα. Πέρα απ' αυτά, είσαι ελεύθερη. Πάντα υπάρχει κάποιος που να επιθυμεί ακριβώς το ίδιο που θες κι εσύ».

Η Μαρί δεν είχε την υπομονή να καθίσει να διδάσκει σημαντικές αλήθειες σε κάποια που σύντομα θα πέθαινε. Μ' ένα χαμόγελο είπε «καληνύχτα» και αποχώρησε.

Ο Έντουαρντ δεν κουνήθηκε, περιμένοντας τη μουσική του. Η Βερόνικα έπρεπε να τον ανταμείψει για την πελώρια ευχαρίστηση που της χάρισε, μόνο με το να στέκεται μπροστά της, αντικρίζοντας την τρέλα της χωρίς φόβο ή απέχθεια. Κάθισε στο πιάνο και ξανάρχισε να παίζει.

Ένιωθε την ψυχή της ελαφριά και δεν την ταλάνιζε πια ούτε ο φόβος του θανάτου. Είχε ζήσει αυτό που πάντα έκρυβε απ' τον εαυτό της. Είχε βιώσει την ηδονή της παρθένας και της πόρνης, της σκλάβας και της βασίλισσας - περισσότερο σκλάβας παρά βασίλισσας.

Εκείνη τη νύχτα, σαν από θαύμα, όλα τα τραγούδια που ήξερε ήρθαν στο μυαλό της και χάρισε στον Έντουαρντ σχεδόν όση ευχαρίστηση της είχε δώσει και εκείνος.







ΜΌΛΙΣ ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΦΩΣ, ο δόκτωρ Ιγκόρ έμεινε έκπληκτος βλέποντας την κοπέλα καθισμένη στην αίθουσα αναμονής του γραφείου του.

«Είναι πολύ νωρίς ακόμη. Και η μέρα μου είναι κλεισμένη».

«Το ξέρω ότι είναι νωρίς», είπε εκείνη. «Και η μέρα ακόμη δεν άρχισε. Θέλω να μιλήσουμε λίγο, μόνο λιγάκι. Χρειάζομαι βοήθεια».

Είχε κύκλους κάτω απ' τα μάτια και το δέρμα της είχε χάσει τη στιλπνότητά του - τυπικά συμπτώματα για άνθρωπο που πέρασε όλη τη νύχτα άυπνος.

Ο δόκτωρ Ιγκόρ αποφάσισε τελικά να την αφήσει να μπει.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Άρχισε να εξετάζει τις εκθέσεις. Δυο τρεις ασθενείς είχαν παρουσιάσει επιθετική συμπεριφορά στη διάρκεια της νύχτας, σύμφωνα με αναφορές των νοσοκόμων - ένας από αυτούς ήταν ο Έντουαρντ, που είχε γυρίσει στο θάλαμό του στις τέσσερις το πρωί και αρνήθηκε να πάρει τα χάπια για τον ύπνο. Ο δόκτωρ Ιγκόρ έπρεπε να πάρει μέτρα: όσο φιλελεύθερη και αν ήταν η «Βιλέτ»

εσωτερικά, ήταν απαραίτητο να κρατήσουν την εικόνα ενός συντηρητικού και αυστηρού ιδρύματος.

«Έχω κάτι πολύ σημαντικό να σας ζητήσω», είπε η κοπέλα.

Όμως ο δόκτωρ Ιγκόρ δεν της έδωσε σημασία. Πήρε ένα στηθοσκόπιο και άρχισε να ακροάζεται τους πνεύμονες και την καρδιά της. Έλεγξε τα αντανακλαστικά της και εξέτασε το βυθό του αμφιβληστροειδούς με ένα μικρό φορητό φακό. Είδε ότι δεν είχε πια σχεδόν καθόλου σημάδια δηλητηρίασης από Βιτριόλι - ή Πικρία, όπως όλοι προτιμούσαν να την ονομάζουν.

Στη συνέχεια σήκωσε το τηλέφωνο και ζήτησε από τη νοσοκόμα να φέρει ένα φάρμακο με πολύπλοκο όνομα.

«Απ' ό,τι φαίνεται, δεν έκανες την ένεση σου χτες τη νύχτα», της είπε.

«Όμως νιώθω καλύτερα».

«Φαίνεται στο πρόσωπό σου: μαύροι κύκλοι, κούραση, βραδύτητα αντανακλαστικών! Εάν θέλεις να εκμεταλλευτείς το λίγο χρόνο που σου μένει, κάνε, σε παρακαλώ, ό,τι λέω εγώ».

«Ακριβώς γι' αυτό είμαι εδώ. Για να εκμεταλλευτώ το λίγο χρόνο μου, αλλά με το δικό μου τρόπο. Πόσος καιρός μένει;»

Ο δόκτωρ Ιγκόρ την κοίταξε πάνω απ' τα γυαλιά του.

«Μπορείτε να μου απαντήσετε», επέμεινε η Βερόνικα. «Δε νιώθω πια φόβο, ούτε αδιαφορία ούτε τίποτα. Έχω όρεξη για ζωή, αλλά ξέρω ότι αυτό δεν αρκεί και έχω συμβιβαστεί με το πεπρωμένο μου».

«Τότε τι θέλεις;»

Μπήκε η νοσοκόμα με την ένεση. Ο δόκτωρ Ιγκόρ τής έγνεψε και εκείνη σήκωσε απαλά το μανίκι του πουλόβερ της Βερόνικας.

«Πόσος καιρός μου μένει;» επανέλαβε η Βερόνικα, ενώ η νοσοκόμα της έκανε την ένεση.

«Είκοσι τέσσερις ώρες. Ίσως λιγότερο».

Η Βερόνικα χαμήλωσε τα μάτια και δάγκωσε τα χείλη, αλλά συγκρατήθηκε.

«Θέλω να σας ζητήσω δύο χάρες. Πρώτον, να μου δώσετε ένα φάρμακο ή να μου κάνετε μια ένεση -ό,τι να 'ναι-, έτσι ώστε να μείνω, ξύπνια και να εκμεταλλευτώ κάθε λεπτό απ' όση ζωή μου έμεινε. Νυστάζω πολύ, αλλά δε θέλω να κοιμηθώ άλλο, έχω πολλά να κάνω. Πράγματα που πάντα άφηνα για το μέλλον, όταν πίστευα οτι η ζωή είναι αιώνια. Πράγματα για τα οποία έχασα κάθε ενδιαφέρον, όταν πίστεψα ότι η ζωή δεν άξιζε τον κόπο».

«Ποια είναι η δεύτερη χάρη;»

«Να βγω από δω και να πεθάνω έξω. Θέλω ν' ανέβω στο κάστρο της Λιουμπλιάνας, που πάντα βρισκόταν εκεί πάνω και ποτέ δεν είχα την περιέργεια να το δω από κοντά. Θέλω να κουβεντιάσω με τη γυναίκα που πουλάει κάστανα το χειμώνα και λουλούδια την άνοιξη. Πόσες φορές απαντηθήκαμε κι εγώ ποτέ δεν τη ρώτησα πώς τα περνάει; Θέλω να πάω στο χιόνι χωρίς πανωφόρι, για να νιώσω την παγωνιά - εγώ, που πάντα ντυνόμουν καλά, από φόβο μην αρπάξω κανένα κρύωμα.

»Επιτέλους, δόκτορα Ιγκόρ, θέλω να νιώσω τη βροχή στο πρόσωπό μου, να χαμογελάσω στους άντρες που μ' ενδιαφέρουν, να δεχτώ όλες τις προσκλήσεις τους για καφέ. Θέλω να φιλήσω τη μητέρα μου, να της πω ότι την

αγαπώ, να κλάψω στην αγκαλιά της - χωρίς να ντρέπομαι να δείξω τα συναισθήματά μου, που πάντα υπήρχαν κι εγώ τα έκρυβα.

»Ίσως μπω στην εκκλησία να δω τις εικόνες που ποτέ δε μου έλεγαν τίποτα και ίσως τελικά μου μιλήσουν. Αν ένας ενδιαφέρων άντρας με καλέσει σ' ένα κλαμπ, θα δεχτώ και θα χορεύω όλη νύχτα, μέχρι να καταρρεύσω απ' την εξάντληση. Ύστερα θα πάω μαζί του στο κρεβάτι - αλλά όχι όπως πήγαινα με τους άλλους: άλλοτε γυρεύοντας να ασκήσω εξουσία, άλλοτε προσποιούμενη αισθήματα που δεν ένιωθα. Θέλω να παραδοθώ σ' έναν άντρα, στην πόλη, στη ζωή και, τελικά, στο θάνατο».


Έπεσε βαριά σιωπή, όταν τελείωσε η Βερόνικα. Γιατρός και ασθενής κοιτάζονταν στα μάτια, απορροφημένοι, ίσως παρασυρμένοι απ' το πλήθος των δυνατοτήτων που πρόσφερε ένα απλό εικοσιτετράωρο.

«Μπορώ να σου δώσω μερικά διεγερτικά φάρμακα, αλλά δε συνιστώ τη χρήση τους», είπε τελικά ο δόκτωρ Iγκόρ. «Θα διώξουν τη νύστα, αλλά επίσης θα απομακρύνουν και τη γαλήνη που χρειάζεσαι για να τα ζήσεις όλα αυτά».

Η Βερόνικα άρχισε να αισθάνεται άσχημα· πάντα όποτε έκανε εκείνη την ένεση κάτι δυσάρεστο συνέβαινε στο σώμα της.

«Άρχισες να χλομιάζεις. Ίσως είναι καλύτερα να ξαπλώσεις και θα ξανασυζητήσουμε αύριο», είπε ο δόκτωρ Ιγκόρ.

Της ήρθε πάλι διάθεση να κλάψει, αλλά διατήρησε τον αυτοέλεγχό της.

«Δεν υπάρχει αύριο και το ξέρετε καλά. Είμαι κουρασμένη, δόκτορα Ιγκόρ, τρομερά κουρασμένη. Γι' αυτό ζήτησα τα χάπια. Πέρασα τη νύχτα άυπνη μεταξύ απελπισίας και συγκατάβασης. Θα μπορούσα να πάθω κι άλλη υστερική κρίση φόβου, όπως χτες, αλλά σε τι θα ωφελούσε; Αφού έχω ακόμη είκοσι τέσσερις ώρες ζωής και τόσα πράγματα να κάνω, πήρα την απόφαση να αφήσω κατά μέρος την απελπισία.

»Σας παρακαλώ, αφήστε με να ζήσω το λίγο καιρό που μου απομένει - ξέρουμε και οι δύο ότι αύριο μπορεί να είναι αργά».

«Πήγαινε να κοιμηθείς», επέμεινε ο γιατρός. «Κι έλα πάλι το μεσημέρι να ξανασυζητήσουμε».

Η Βερόνικα κατάλαβε ότι δεν υπήρχε διέξοδος.

«Πάω να κοιμηθώ και θα ξαναγυρίσω. Έχουμε όμως ακόμη μερικά λεπτά;»

«Λίγα λεπτά. Είμαι πολύ απασχολημένος σήμερα».

«Θα μιλήσω ευθέως. Χτες το βράδυ, για πρώτη φορά, αυ……......... εντελώς ελεύθερα. Σκέφτηκα όλα όσα ποτέ πριν δεν είχα τολμήσει να σκεφτώ, βρήκα ευχαρίστηση σε πράγματα που προηγουμένως με φόβιζαν ή με απωθούσαν».

Ο δόκτωρ Ιγκόρ πήρε όσο πιο επαγγελματική έκφραση μπορούσε. Δεν ήξερε πού μπορούσε να οδηγήσει αυτή η κουβέντα και δεν ήθελε προβλήματα με τους ανωτέρους του.

«Ανακάλυψα ότι είμαι διεστραμμένη, γιατρέ. Θέλω να ξέρω αν αυτό συνέβαλε στην απόπειρα αυτοκτονίας μου. Υπάρχουν πολλά που αγνοούσα για τον εαυτό μου».

Μια απάντηση θέλει μόνο, σκέφτηκε ο άντρας. Δε χρειάζεται να φωνάξω τη νοσοκόμα ως μάρτυρα, για να αποφύγω πιθανές δίκες για σεξουαλική παρενόχληση.

«Όλοι θέλουμε να κάνουμε διαφορετικά πράγματα», απάντησε. «Και οι σύντροφοι μας το ίδιο. Τι σου φαίνεται στραβό;»

«Εσείς να μου απαντήσετε».

«Όλα είναι στραβά. Γιατί, όταν όλοι ονειρεύονται και μόνο λίγοι πραγματοποιούν τα όνειρά τους, τότε οι άνθρωποι νιώθουν ότι είναι όλοι δειλοί».

«Ακόμη κι αν αυτοί οι λίγοι κάνουν το σωστό;»

«Αυτός που κάνει το σωστό είναι και ο πιο δυνατός. Σ' αυτή την περίπτωση, παραδόξως, οι δειλοί είναι οι πιο θαρραλέοι και κατορθώνουν να επιβάλλουν τις ιδέες τους»,

Ο δόκτωρ Ιγκόρ δεν ήθελε να προχωρήσει άλλο.

«Σε παρακαλώ, πήγαινε να ξεκουραστείς λίγο. Έχω κι άλλους ασθενείς να δω. Αν συνεργαστείς, θα δω τι μπορώ να κάνω όσο αφορά στη δεύτερη χάρη».


Η κοπέλα βγήκε. Επόμενη ασθενής ήταν η Ζέντκα, που επρόκειτο να πάρει εξιτήριο, αλλά ο δόκτωρ Ιγκόρ της ζήτησε να περιμένει λίγο· ήθελε να κρατήσει ορισμένες σημειώσεις για τη συζήτηση που είχε προηγηθεί.

Ήταν απαραίτητο να προσθέσει ένα εκτενές κεφάλαιο σχετικά με το σεξ στη διατριβή του για το Βιτριόλι. Στο κάτω κάτω, από εκεί προερχόταν ένα μεγάλο ποσοστό ψυχώσεων και νευρώσεων - σύμφωνα με τον ίδιο, οι φαντασιώσεις είναι ηλεκτρικά ερεθίσματα στον εγκέφαλο και, όταν δεν πραγματοποιούνται, εκκενώνουν την ενέργειά τους σε άλλες περιοχές.

Όταν σπούδαζε ιατρική, ο δόκτωρ Ιγκόρ είχε διαβάσει ένα ενδιαφέρον δοκίμιο σχετικά με τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις: σαδισμό, μαζοχισμό, ομοφυλοφιλία, κοπροφαγία, ηδονοβλεψία, βωμολοχιολαγνεία - ήταν μακρύς ο κατάλογος. Αρχικά, πίστευε ότι δεν ήταν παρά παρεκκλίσεις μερικών απροσάρμοστων ανθρώπων, που δεν κατάφερναν να έχουν υγιή σχέση με το σύντροφό τους.

Ωστόσο, καθώς αποκτούσε εμπειρία στο ψυχιατρικό επάγγελμα και συζητούσε με τους ασθενείς του, άρχισε να βλέπει ότι ο καθένας είχε κάτι διαφορετικό να διηγηθεί. Κάθονταν στην αναπαυτική πολυθρόνα του γραφείου του με το βλέμμα χαμηλωμένο και άρχιζαν μακρές διαλέξεις γι' αυτά που οι ίδιοι αποκαλούσαν «ασθένειες» (σαν να μην ήταν εκείνος ο γιατρός!) ή «διαστροφές» (σαν να μην ήταν δική του δουλειά ως ψυχιάτρου να κρίνει τι ήταν!).

Και ένας ένας οι «φυσιολογικοί» άνθρωποι περιέγραφαν φαντασιώσεις που περιλαμβάνονταν στο περίφημο βιβλίο για τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις – βιβλίο που άλλωστε υπεραμυνόταν του δικαιώματος του καθενός να απολαμβάνει τον οργ…….ό του όπως τον ήθελε, απ' τη στιγμή που δεν παραβίαζε το δικαίωμα του συντρόφου του.

Γυναίκες που είχαν σπουδάσει σε σχολές καλογριών ονειρεύονταν να τις ταπεινώνουν άντρες με κοστούμι και γραβάτα, υψηλόβαθμοι κρατικοί υπάλληλοι έλεγαν ότι ξόδευαν περιουσίες σε Ρουμάνες πόρνες, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να τους γλείψουν τα πόδια· αγόρια παθιασμένα με αγόρια, κοπέλες ερωτευμένες με συμφοιτήτριές τους· σύζυγοι που ήθελαν να βλέπουν τις γυναίκες τους να τις «παίρνουν» ξένοι, γυναίκες που αυ…………. όποτε έβρισκαν κάποιο ίχνος απιστίας του άντρα τους· μητέρες που ήθελαν να κατασιγάσουν την παρόρμηση τους να δοθούν στον πρώτο τυχόντα που χτυπούσε το κουδούνι για να κάνει μια παράδοση· πατέρες που διηγούνταν κρυφές περιπέτειες με τους σπανιότατους τραβεστί που κατόρθωναν να περάσουν τους αυστηρούς ελέγχους στα σύνορα.

Και όργια. Όπως φαινόταν, όλος ο κόσμος ποθούσε τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να συμμετάσχει σε όργιο.

Ο δόκτωρ Ιγκόρ άφησε λίγο το στιλό και σκέφτηκε τον εαυτό του: Και αυτός το ίδιο; Ναι, και αυτός θα ήθελε. Το όργιο, όπως το φανταζόταν, πρέπει να ήταν κάτι τελείως αναρχικό, εύθυμο, όπου δεν υπήρχε πλέον η αίσθηση της ιδιοκτησίας - μόνο ηδονή και χάος.

Ήταν άραγε αυτός ένας από τους κύριους λόγους για το μεγάλο αριθμό θυμάτων της Πικρίας; Γάμοι περιορισμενοι σε μια αναγκαστική μονογαμία, όπου η σεξουαλική επιθυμία -σύμφωνα με μελέτες που ο δόκτωρ Ιγκόρ φυλούσε προσεχτικά στην ιατρική βιβλιοθήκη του- εξαφανιζόταν στο τρίτο ή τέταρτο έτος της συμβίωσης. Από εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα αισθανόταν απόρριψη, ο άντρας ένιωθε σκλάβος του γάμου - και το Βιτριόλι, η Πικρία, άρχιζε να καταστρέφει τα πάντα.

Οι άνθρωποι μπροστά στον ψυχίατρο μιλούσαν πιο ανοιχτά απ' ό,τι στον εξομολογητή, επειδή ο γιατρός δεν μπορεί να σε απειλήσει με την Κόλαση. Στη διάρκεια της μακράς ψυχιατρικής σταδιοδρομίας του ο δόκτωρ Ιγκόρ είχε ακούσει ουσιαστικά τα πάντα απ' όσα οι άνθρωποι είχαν να διηγηθούν.

Να διηγηθούν. Σπάνια να κάνουν. Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια στο επάγγελμα, αναρωτιόταν γιατί φοβούνταν τόσο να είναι διαφορετικοί.

Όταν ρωτούσε να μάθει την αιτία, η απάντηση που άκουγε συχνότερα ήταν: «Ο άντρας μου θα με θεωρήσει πόρνη». Όταν βρισκόταν άντρας μπροστά του, έλεγε πάντα: «Πρέπει να σέβομαι τη γυναίκα μου».

Και σ' αυτό το σημείο έπαυε γενικά η συζήτηση. Δεν είχε κανένα όφελος να λέει ότι κάθε άνθρωπος έχει ιδιαίτερα σεξουαλικά χαρακτηριστικά, που διαφέρουν όσο και τα δακτυλικά αποτυπώματα: κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να είναι ελεύθεροι στο κρεβάτι, από φόβο μήπως ο άλλος ήταν ακόμη σκλάβος των προκαταλήψεων του.

«Δε θ' αλλάξω εγώ τον κόσμο», είπε απογοητευμένος, ζητώντας από τη νοσοκόμα να στείλει μέσα την πρώην καταθλιπτική. «Τουλάχιστον μπορώ να διατυπώσω τις σκέψεις μου στη διατριβή μου».


Ο Έντουαρντ είδε τη Βερόνικα να βγαίνει απ' το γραφείο του δόκτορα Ιγκόρ και να προχωράει προς το θάλαμο. Ένιωσε την ανάγκη να της πει τα μυστικά του, να της ανοίξει την ψυχή του με την ίδια ειλικρίνεια και ελευθερία που και εκείνη -την περασμένη νύχτα- του είχε ανοίξει το κορμί της.
Ήταν μια από τις πιο σκληρές δοκιμασίες που είχε περάσει από τότε που μπήκε στη «Βιλέτ» ως σχιζοφρενής. Όμως είχε καταφέρει να αντισταθεί και ήταν ευχαριστημένος - αν και η επιθυμία του να επιστρέψει στον κόσμο μας είχε αρχίσει να τον κάνει να νιώθει άβολα.
Όλοι εδώ ξέρουν ότι η κοπέλα δε θα αντέξει ως το τέλος της βδομάδας. Δε θα ωφελούσε σε τίποτα.
Ή ίσως, ακριβώς γι' αυτό, θα ήταν καλό να μοιραστεί μαζί της την ιστορία του. Εδώ και τρία χρόνια συζητούσε μόνο με τη Μαρί, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος ότι τον καταλάβαινε τελείως· ως μητέρα, πρέπει να θεωρούσε ότι οι γονείς του είχαν δίκιο, ότι ήθελαν μόνο το καλό του, ότι τα οράματα του Παραδείσου ήταν ένα ανόητο εφηβικό όνειρο, εντελώς εκτός πραγματικότητας.
Οράματα του Παραδείσου. Ακριβώς αυτά τον είχαν οδηγήσει στην κόλαση, σε ατελείωτους τσακωμούς με την οικογένεια του, σ' ένα αίσθημα ενοχής τόσο ισχυρό, ώστε τον κατέστησε ανίκανο να αντιδράσει και τον ανάγκασε να καταφύγει σ' έναν άλλο κόσμο. Αν δεν ήταν η Μαρί, θα ζούσε ακόμη σ' αυτή τη διαφορετική πραγματικότητα.
Αφότου φάνηκε η Μαρί, τον φρόντιζε, τον έκανε να αισθάνεται και πάλι ότι κάποιος τον αγαπάει. Χάρη σ' αυτό, ο Έντουαρντ ήταν ακόμη ικανός να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του.
Πριν από λίγες μέρες μια κοπέλα της ηλικίας του κάθισε στο πιάνο για να παίξει τη «Σονάτα υπό το Σεληνόφως». Χωρίς να γνωρίζει αν έφταιγε η μουσική, η κοπέλα, η σελήνη ή ο καιρός που είχε περάσει στη «Βιλέτ», ο Έντουαρντ ένιωθε ότι τα οράματα του Παραδείσου άρχιζαν και πάλι να τον ενοχλούν.
Την ακολούθησε ως το θάλαμο των γυναικών, όπου του έφραξε το δρόμο ένας νοσοκόμος:
«Εδώ δεν μπορείς να μπεις, Έντουαρντ. Γύρνα στον κήπο· ξημερώνει και θα κάνει όμορφη μέρα».
Η Βερόνικα κοίταξε πίσω.
«Θα κοιμηθώ λίγο», του είπε γλυκά. «Θα μιλήσουμε όταν ξυπνήσω».
Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά αυτός ο νέος είχε γίνει μέρος της ζωής της - έστω της λίγης που της απέμενε. Ήταν βέβαιη ότι ο Έντουαρντ ήταν ικανός να καταλάβει τη μουσική της, να θαυμάσει το ταλέντο της- ακόμη και αν δεν κατάφερνε να πει ούτε λέξη, τα μάτια του τα έλεγαν όλα.
Όπως αυτή τη στιγμή, στην πόρτα του θαλάμου, που έλεγαν πράγματα που η Βερόνικα δεν ήθελε να τ' ακούσει.
Τρυφερότητα. Αγάπη.
Η συμβίωση με ψυχασθενείς μ' έκανε να τρελαθώ γρήγορα. Οι σχιζοφρενείς δε νιώθουν έτσι - πάντως όχι για ανθρώπους τούτου του κόσμου.
Η Βερόνικα είχε την παρόρμηση να γυρίσει και να του δώσει ένα φιλί, αλλά κρατήθηκε- μπορούσε να τη δει ο νοσοκόμος, να το πει στο δόκτορα Ιγκόρ και σίγουρα ο γιατρός δε θα επέτρεπε να βγει απ' τη «Βιλέτ» μια γυναίκα
που φιλούσε σχιζοφρενείς. Ο Έντουαρντ στάθηκε μπροστά στο νοσοκόμο. Η έλξη που ένιωθε για εκείνη την κοπέλα ήταν πιο δυνατή απ' ό,τι νόμιζε – αλλά έπρεπε να συγκρατηθεί- θα πήγαινε να ζητήσει τη συμβουλή της Μαρί, του μόνου ανθρώπου στον οποίο εκμυστηρευόταν τα μυστικά του. Σίγουρα θα του έλεγε ότι αυτό που ήθελε να νιώσει -έρωτα- ήταν επικίνδυνο και ανώφελο σ' αυτή την περίπτωση. Η Μαρί θα του ζητούσε να αφήσει τις βλακείες και να ξαναγίνει ένας φυσιολογικός σχιζοφρενής (και ύστερα θα έριχνε το γέλιο της ζωής της, επειδή ήταν μια φράση χωρίς νόημα)......ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 3