Σαν παραμύθι..2

1) ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΑΓΑΠΗ ( Η ΛΕΥΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ)
2) ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ
3) Η ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ ΣΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
4) ΟΙ ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
5) Ο ΣΚΟΡΠΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ
6) ΕΚΘΕΣΗ ΜΑΘΗΤΗ
7) Η ΜΙΝΡΗ ΜΟΥΡΙΟΜ ΚΑΙ Η ΚΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
8) ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΙΖΟΛΔΗ
9) Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
10) ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ
11) ΤΑ ΡΟΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
12) ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΚΑΡΥΔΟΠΙΤΤΑ
13) Ο ΧΩΡΙΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΗΛΙΑ (ΑΙΣΩΠΟΣ)
14) Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΖΗΛΟΦΘΟΝΟΥ
15) ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ Η ΑΡΚΟΥΔΑ - ΑΙΣΩΠΟΥ
16) ΤΟ ΓΑΙΔΟΥΡΑΚΙ ΝΑΘΑΝ






**********************************************************************
ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΑΓΑΠΗ.....


Στο μεγάλο λιβάδι καταμεσής είχε φυτρώσει μια ψηλόλιγνη λεύκα. Κανένας δεν θυμόταν πότε και πως. Ίσως ούτε κι η ίδια θα μπορούσε να απαντήσει. Όλοι την θαύμαζαν για τη λυγεράδα,
την κορμοστασιά της και προπαντός για την ασημένια φορεσιά.
Ποιος όμως θα το φανταζόταν πως ήταν μια δυστυχισμένη λευκά.
Όσο μακριά κι αν έστελνε το βλέμμα της δε συναντούσε άλλο δέντρο.
«Ολομόναχη, λοιπόν, χωρίς φίλους, χωρίς κάποιον να αλλάζει δυο κουβέντες», συλλογιζόταν και συνέχιζε:
«Όταν οι άνθρωποι είναι πολύ μόνοι, τότε λένε πως μοιάζουν με καλάμια στον κάμπο, μα θα έπρεπε καλύτερα να έλεγαν πως μοιάζουν με μένα, σαν λευκά στο λιβάδι».
Αυτές και άλλες τέτοιες σκέψεις τη βασάνιζαν συνεχεία.
Και φαίνεται δεν είχε άδικο η ψηλόλιγνη μοναχική λευκά.
Μια μικρή παρηγοριά της βέβαια ήταν τα πούλια.
Οι ευκαιρίες όμως για να τους μιλήσει ήταν πιο λίγες και από τις λίγες.
Όλη τη μέρα φτεροκοπούσαν εδώ και εκεί κι έρχονταν στα κλαδιά της για να κελαηδήσουν η να κοιμηθούν.
Δεν πολύ καταλάβαιναν την γλώσσα της, γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν είναι πράγμα εύκολο να μάθεις τη λαλιά των δέντρων.
Όσο για τα τζιτζίκια, αυτά ήταν όλο ύπνο και
τραγούδι.
Δε νοιάστηκαν να πιάσουν κουβέντα με τη λευκά, και ας τα φιλοξενούσε κάθε καλοκαίρι.
Έτσι περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια κι όλα φαίνονταν άχρωμα στη λευκά.
Ώσπου μια μέρα άρχισε η ζωή να της χαμογελάει.
Ήταν μια φθινοπωριάτικη μέρα με έναν ήλιο
ολόχρυσο, που απλώθηκε στο λιβάδι μετά την πρωινή βροχή.
Φρεσκοπλυμένη από τη βροχή γυάλιζε η λευκά ένα ένα τα ασημένια φύλλα της.
Έφτασε τέλος να γυαλίσει και τα πιο ψηλά, όταν είδε να κατηφορίζει από τους πέρα λόφους ένα κάτασπρο άλογο.
Κάτασπρο σαν το χιόνι. Τόσο περήφανο άλογο δεν είχε ξαναπατήσει στο λιβάδι.
«Αχ και τι ρυθμικά χορεύει η χαίτη του έτσι καθώς καλπάζει», συλλογίστηκε η λεύκα.
Σε λίγο διάκρινε στη ράχη του άλογου κι ένα μεσόκοπο καβαλάρη.
«Θα είναι σίγουρα το αφεντικό του», σκέφτηκε.
Κι όσο πλησίαζε το άλογο αυτή δε χόρταινε να το κοιτάζει.
Πήγε να σπάσει από χαρά η καρδιά της, όταν το άσπρο άλογο σταμάτησε εκεί κοντά κι ο καβαλάρης το έδεσε στον κορμό της.
Ήταν ο αγρότης που αγόρασε το διπλανό χωράφι.




«Όσο κρατάνε οι δουλείες του στο χωριό θα έχω κι εγώ παρέα», συλλογίστηκε κι έγιναν τα φύλλα της ακόμη πιο ασημένια από ευτυχία.
«Ποιος το περίμενε πως θα είχα συντροφιά μου ένα τόσο όμορφο άλογο.»
Όμως το άλογο ούτε που γύρισε να την κοιτάξει. Και πρώτα γιατί ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό να κάνει παρέα με ένα δέντρο.Κι ύστερα, από μικρό δεν συμπαθούσε και πολύ τα δέντρα, γιατί συχνά το έδεναν στον κορμό τους, ενώ αυτό θα προτιμούσε να καλπάζει λεύτερο στους κάμπους και βουνά.
Και τι παρέα να κάνει μ’ενα δέντρο, αφού τα δέντρα, όπως νόμιζε, δεν ξέρουν να μιλούν.
Πέρασε μια, πέρασαν δυο, πέρασαν τρεις μέρες κι η λεύκα αποτραβήχτηκε ξανά στη θλίψη και στη μοναξιά της, κι ας είχε τώρα εκεί στα πόδια της το πιο όμορφο άλογο.
Προσπάθησε πολλές φορές να του μιλήσει μα αυτό ούτε που κατάλαβε.
Όμως η μοναξιά άρχισε με τις μέρες να τρυπώνει σιγά σιγά και στην καρδιά του άλογου, έτσι δεμένο όπως ήταν με τις ώρες.
Ένα μεσημέρι σήκωσε το κεφάλι του ψηλά κι αγκάλιασε για πρώτη φορά με το βλέμμα του τη λεύκα.



«Ποπό! Τι λυγερή που είναι! Και τι όμορφη! Και τα φύλλα της λες κι έχουν πάνω τους καθαρό ασήμι! Μα πόσο θα πρέπει να είναι δυστυχισμένη εδώ ολομόναχη μέσα στο λιβάδι», σιγοψιθύρισε
το άλογο και συνέχισε να την θαυμάζει.
-Αχ, σε ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις, ακούστηκε τότε μια λεπτή μελωδική φωνή να βγαίνει από τη φυλλωσιά της λεύκας μαζί με ένα θρόισμα ελαφρύ.
Και το άλογο δεν πίστευε στα αυτιά του. Αλήθεια, ήταν η λεύκα που του μίλησε.
-Ώστε έχετε φωνή και σεις τα δέντρα; Είπε απορημένα. Και γω που ξέρω μόνο τη γλώσσα των ζωών πως γίνετε και καταλαβαίνω τη δική σου γλώσσα;
Και τότε η λευκά χαρούμενη που επιτέλους πια την άκουσε το άσπρο άλογο απάντησε:
-Το καθετί πάνω στη γη έχει τη γλώσσα του.Κι είναι γλώσσες που για να τις μάθεις χρειάζεται να τις σπουδάζεις χρόνια και χρόνια. Για να τις καταλάβεις αυτές, φτάνει μόνο αν θέλεις να τις καταλάβεις, να δώσεις προσοχή σ’ αυτόν που προσπαθεί να σου μιλήσει.
Από τη μέρα εκείνη το άσπρο άλογο δεν έβλεπε τη στιγμή να ξεκινήσει με το αφεντικό του για το χωράφι. Ανυπομονούσε να βρεθεί μια ώρα αρχύτερα κοντά στη λεύκα.
Κι η λεύκα τις νύχτες που να κλείσει μάτι. Μετρούσε τις στιγμές που της φαίνονταν τώρα αιώνες και παρακάλαγε τον ήλιο να ανατείλει πιο νωρίς για να δει το άλογο να κατηφορίζει από τους πέρα λόφους. Και τι δεν έλεγαν η λεύκα και το άσπρο άλογο στις ατελείωτες κουβέντες τους.
Εκείνο της έμαθε ένα σωρό πράγματα για τα ζώα, της μίλαγε για τον κόσμο πίσω από τους λόφους. Κι ακόμη της έλεγε πως του αρέσει όσο τίποτα στη γη να καλπάζει λεύτερο σε κάμπους και βουνά.
Και πως είναι τυχερό που έχει για αφεντικό του έναν άνθρωπο που δεν βασάνιζε τα ζώα.
Κι αυτή δεν χόρταινε να το ακούει.
Με την σειρά της του μιλούσε για χίλια δυο πράγματα, μα πιο πολύ για τα πούλια, για το κελάηδημα τους, και για τα αστέρια που μελέταγε τη νύχτα.
Κι ακόμη πόσο ευχαριστιόταν να λικνίζεται ρυθμικά με το απαλό αεράκι.
Είχε ξεχάσει για τα καλά η λεύκα την μοναξιά.
Και το άλογο τώρα ένιωθε μοναξιά σαν ήταν μακριά της, παρ’ όλο η παρέα δεν του έλειπε στο αγροτόσπιτο του αφεντικού.
Όμως ένα πρωί το άλογο δε φάνηκε. Όσο και αν τέντωνε η λεύκα τα ψηλότερα κλαδιά της μήπως το δει να έρχεται από μακριά, τίποτα, τίποτα. Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε, ούτε την παράλλη. Τότε κατάλαβε η λεύκα πως είχαν τελειώσει πια οι δουλειές στο διπλανό χωράφι και πως μ’ αυτές τελείωσαν οι όμορφες μέρες και η δική της ευτυχία.
«Πάει με τον καιρό θα με ξεχάσει το άσπρο άλογο», συλλογιζόταν κι η καρδιά της βάραινε σαν σίδερο.
Σκέψεις παρόμοιες όμως έκανε και το άσπρο άλογο, που όλη τη μέρα δούλευε τώρα αλλού.




Και τις νύχτες έμενε δεμένο μπροστά στην πόρτα του αγροτόσπιτου.
«Αχ, η λεύκα θα νομίζει πως την ξέχασα». Και τα μάτια του πλημμύριζαν θλίψη. Με τα άλλα ζώα δεν άλλαζε κουβέντα. Και ούτε που πείναγε πια.Μόνο λίγο νεράκι έπινε που και που και μασούλαγε ανόρεχτα λίγες μπουκιές σανό.
Τώρα κατάλαβε πόσο βαθιά αγάπαγε την λεύκα.
Και τι δεν θα έδινε να της έστελνε ένα μήνυμα, ένα σημάδι, πως δεν την ξέχασε, πως δεν το ήθελε να μένει μακριά της και άλλα πολλά...
Πέρναγαν οι μέρες, οι νύχτες, κυλούσαν οι βδομάδες, μπήκε ο χειμώνας. Μια νύχτα που η παγωνιά είχε ξαφνιάσει όλη τη φύση και το άλογο τουρτούριζε από το κρύο, μα που το κρύο και η παγωνιά μες στην καρδιά του ήταν πιο αβάσταχτα, πήρε την μεγάλη απόφαση:
«Δεν το αντέχω άλλο, θα σπάσω το σχοινί. Η λεύκα με χρειάζεται και τη χρειάζομαι κι εγώ».
Και μια και δυο σπάει το σχοινί και αρχίζει να καλπάζει ξέφρενα προς το λιβάδι.
Πρόβαλε τότε ξαφνικά στο χειμωνιάτικο ουρανό ένα ολοστρόγγυλο πελώριο φεγγάρι που ασήμωσε τους γύρω λόφους.
-Λευκά μου, λευκά μου! Φώναξε από μακριά το άσπρο άλογο.




Και κείνη που έμενε νύχτες άγρυπνη να το περιμένει, του απάντησε με τη γλυκεία αέρινη φωνή της όσο πιο δυνατά μπορούσε:
-Καλό μου άσπρο άλογο, αλογατάκι μου!
Γρήγορο σαν τον άνεμο έφτασε κοντά της. Σηκώθηκε στα πισίνα του πόδια για να τη φιλήσει στο μάγουλο.
Προσπάθησε και αυτή να σκύψει, γιατί το ήθελε και αυτή να φιλήσει το άλογο.
Μα ο κορμός της κόντεψε να σπάσει. Δεν τα κατάφεραν.
Ίσως μια άλλη φορά...
Ύστερα ξάπλωσε το άλογο στα πόδια της και αυτή τίναξε τα κλαδιά της και του έριξε όσα φύλλα δεν της είχε πάρει ο χειμώνας για να το ζεστάνει.
-Λεύκα μου τώρα έμεινες ολόγυμνη, θα ξεπαγιάσεις.
-Μην νοιάζεσαι, του απάντησε.Είμαι συνηθισμένη εγώ να περνάω το χειμώνα χωρίς την ασημένια φορεσιά μου.Στεναχωριέμαι μόνο που όταν με γνώρισες ήμουν φουντωτή και όμορφη...ενώ τώρα...
-Για μένα είσαι όμορφη όπως και να είσαι-τη διέκοψε το άλογο.
Άλλωστε η άνοιξη θα σου φέρει καινούργια φορεσιά.



Εκείνη την στιγμή ακούστηκε από πάνω τους μια κοροϊδευτική βραχνή φωνή:
-Για δες, τι παράξενη, τι αταίριαστη αγάπη είναι πάλι και τούτη. Παει χάλασε ο κόσμος. Ένα άλογο με μια λεύκα. Ας γελάσω...
Σήκωσαν τα μάτια τους και είδαν να περνάει ένα μαύρο κακομούτσουνο σύννεφο.
-Θα τρέξω να πω τα νέα και στα άλλα σύννεφα πίσω από τους λόφους να γελάσουμε με την ψυχή μας.
Τέτοιο αστείο θέαμα έχω να δω πολύ καιρό, είπε το κακομούτσουνο σύννεφο και βιάστηκε να φύγει.
Η λεύκα βυθίστηκε στη σιωπή.Τα λόγια του μαύρου σύννεφου κουδούνιζαν στα αυτιά της και παραλίγο να της κλέψουν την χαρά.
Το άσπρο άλογο διάβασε την σκέψη της αμέσως.
-Καλή μου λεύκα, μη στεναχωριέσαι. Πάντα θα υπάρχουν μαύρα σύννεφα που αντί να ψάξουν να βρουν την ευτυχία, κοιτούν πως θα χαλάσουν την ευτυχία των άλλων.
Μην αμφιβάλλεις ούτε στιγμή πως είμαστε το πιο ταιριαστό ζευγάρι, ίσως μάλιστα σ’ ολόκληρο τον κόσμο.



-Έχεις δίκιο άλογο, ακούστηκε να λέει μια ζεστή φωνή. Χιλιάδες χρόνια ταξιδεύω πάνω στη γη, από άκρη σε άκρη. Είδαν πολλά τα μάτια μου.
Πρώτη φορά μου συναντώ αγάπη τόσο όμορφη, τόσο ταιριαστή.
Ήταν το ολοστρόγγυλο φεγγάρι που είχε γλιστρήσει αθόρυβα από τον ουρανό και στάθηκε πάνω τους λούζοντας τους με ασημένιο φως.
Όμως μέσα στην τόση ευτυχία το άλογο ούτε που σκέφτηκε το αγροτόσπιτο και το αφεντικό του.
Και όταν του το θύμισε η λεύκα δεν το βάσταξε η καρδιά του να την αφήσει πάλι μόνη.
Το αφεντικό είχε όμως άλλη γνωμη.Ηταν όλη η περιούσια του.
Μέρες έψαχνε να το βρει. Λες και άνοιξε η γη και το κατάπιε.
Που να φανταστεί πως το άσπρο άλογο είχε αγαπήσει μια λεύκα, κάτω στο λιβάδι.
Όχι αυτό δεν περνούσε από μυαλό του, αν δεν υπήρχε το μαύρο κακομούτσουνο σύννεφο να το μαρτυρήσει. Και να πως έγινε:




Μαρτυριάρικο όπως ήταν έριξε λίγες σταγόνες στον κήπο του αγροτόσπιτου. Έτσι το μυστικό το έμαθαν πρώτα τα λουλούδια που το συζήταγαν μέρα νύχτα.
-Τι παράξενη ιστορία αγάπης, έλεγε το ένα.
-Ίσως να είναι όμορφη, μουρμούριζε το άλλο.
-Αχ να είχαμε και μεις την τύχη της λεύκας, έλεγε το τρίτο.



Πες πες έφτασε το μυστικό στα αυτιά της γυναίκας του αφεντικού, που ήξερε την γλώσσα των λουλουδιών από καιρό, αφού τα αγάπαγε πολύ.
Κι εκείνη με την σειρά της το είπε στον άντρα της.
-Τρέχω αμέσως να το φέρω πίσω, φώναξε χαρούμενο το αφεντικό.
Όμως το άλογο που είχε πάρει απόφαση να μείνει για πάντα με την λεύκα, μόλις τον είδε να κατηφορίζει από τους λόφους, εξαφανίστηκε πέρα στα βουνά.



Φτάνοντας το αφεντικό κοντά στη λευκά, σκέφτηκε, άλλος τρόπος δεν υπάρχει, πρέπει να κόψει την λεύκα. Μόνο έτσι πίστευε θα γύρναγε το άλογο πίσω.
Πήρε λοιπόν πριόνι και άρχισε να πριονίζει τον κορμό της.
Ξαφνιάστηκε όμως σαν άκουσε αναστεγναμούς.
Δεν πίστευε στα αυτιά του.
«Έχουν λοιπόν δίκιο όσοι λένε πως και τα δέντρα έχουν ψυχή», σκέφτηκε. «Και γιατί όχι; Η γυναίκα μου μιλάει από καιρό με τα λουλούδια της».
Σταμάτησε αμέσως το πριόνισμα και ρώτησε τη λευκά γεμάτος καλοσύνη:
-Πες μου σε πόνεσα; Πονάς;
-Ναι, του απάντησε εκείνη, μα δεν αναστέναξα για αυτό.
Σκέφτηκα πόσο πιο πολύ θα πονέσει το καλό μου άλογο, σαν γυρίσει και με βρει κομμένη, ριγμένη στη γη.
-Τι όμορφη αγάπη είναι τούτη! Ψιθύρισε το αφεντικο.Πως να τη χαλάσω; Πες στο άλογο όταν γυρίσει, πως από σήμερα το αφήνω ελεύθερο.
Αυτό το δώρο κάνω στην αγάπη σας.
Και πριν η λευκά προλάβει να τον ευχαριστήσει, αυτός είχε πάρει τον ανήφορο της επιστροφής,
να προλάβει να πει στην γυναίκα του τη θαυμαστή και παράξενη ιστορία.



Σαν γύρισε το άλογο και έμαθε τα ευχάριστα νέα, χόρευε σαν τρελό από ευτυχία γύρω από την λεύκα.
Και εκείνη μόλο που ήταν πληγωμένη λικνιζόταν ρυθμικά για να το συνοδέψει στον χορό του.
Την άλλη νύχτα όταν οι άνθρωποι κοιμόταν σ’ ολόκληρη την γη, της πρότεινε ένα μικρό περίπατο. Ξαφνιάστηκε η λεύκα.
-Περίπατο εγώ; Εγώ είμαι δέντρο. Το ξέχασες καλό μου άλογο; Τα δέντρα μένουν ριζωμένα στην ίδια θέση.
-Το ξέρω μένουν ακίνητα γιατί κανένα ποτέ δεν δοκίμασε να περπατήσει.
Θα είσαι εσύ το πρώτο δέντρο που θα περπατήσει στη γη.



Κι έτσι έγινε. Ήταν υπέροχη εκείνη η νύχτα που η λεύκα περπάταγε καμαρωτή δίπλα στο άσπρο της άλογο, κάτω από το ολοστρόγγυλο φεγγάρι.
Ναι, ήταν εκεί και ο φίλος τους το φεγγάρι, που βγήκε επίτηδες να τους φωτίσει το δρόμο.Και απόψε έβαλε τα δυνατά του να γίνει πιο λαμπερό.
-Σε ευχαριστούμε, καλό μας φεγγαράκι, είπαν με μια φωνή.
Και κείνο χαμήλωσε ακόμη πιο πολύ και τούς απάντησε τραγουδιστά:
Εγώ, εγώ θα πρέπει
να σας πω ευχαριστώ
για την αγάπη σας αυτή
που ομόρφυνε τη γη....
Και συνέχισε:
Τώρα είναι ώρα να πηγαίνω. Για λίγες μέρες δε θα φανώ. Θα κάτσω να ξεκουραστώ. Μα όταν ξανάρθω, θέλω να κάνω και γω ένα δώρο στην αγάπη σας, που θα την κάνει πιο όμορφη, πιο ζηλευτή, πιο ταιριαστή.
Αφήστε με το σκεφτώ.Ίσως συμβουλευτώ και την καλή νεράιδα που μένει σε ένα διπλανό αστέρι.
Μέχρι τότε γεια χαρά.





Στο μεταξύ μπήκε η άνοιξη. Και τούτη τη φορά δώρισε στη λεύκα μια ασημένια φορεσιά που όμοια της δεν είχε ξαναφορέσει ποτέ λεύκα πάνω στη γη.
Το άσπρο άλογο την καμάρωνε.
Στα κλαδιά της μαζεύονταν τώρα όλα τα πουλιά και τιτίβιζαν τα πιο μελωδικά τους τραγούδια.
Τις νύχτες συνεχιζόταν οι περίπατοί τους.



Και μια από αυτές τις νύχτες νάσου πάλι ο φίλος τους το φεγγάρι, τριγυρισμένο από εκατομμύρια αστέρια.
Χαμήλωσε, χαμήλωσε, χαμήλωσε κι άλλο, ώσπου κάθισε στην κορυφή της λεύκας.
-Σας έφερα το δώρο σας, νάτο! Είπε χαρούμενα και τους έδειξε ένα κόκκινο σακούλι. Μου το έδωσε η καλή νεράιδα από το γειτονικό μου αστέρι.
Μέσα του έχει μια μαγική χρυσόσκονη! Όταν τη ρίξω πάνω σας θα γίνετε και οι δυο σας ίδιοι.
Δε θα είστε πια διαφορετικοί. Και θα χαρείτε έτσι την αγάπη σας χωρίς εμπόδια και πρόβλημα κανένα.
Διαλέξτε: Θέλετε να ζήσετε σαν άλογα η σαν λεύκες;
Και τότε όπως γίνετε στις πολύ μεγάλες αγάπες, του απάντησαν με μια φωνή, σαν να είχε διαβάσει ο ένας τη σκέψη του άλλου:
-Σε ευχαριστούμε, φεγγαράκι, για το δώρο σου, μα προτιμάμε να μείνουμε έτσι όπως είμαστε.
Είμαστε τόσο ευτυχισμένοι. Η αγάπη μας δε χρειάζεται τη μαγική χρυσόσκονη.
-Εγώ συνέχισε η λεύκα, ξέρω καλά πόσο αρέσει στο άσπρο μου άλογο να τρέχει ξέφρενο μακριά, να καλπάζει. Θα ήταν κρίμα να γίνει λεύκα και να ριζώσει.
Εμένα πάλι δεν μ αρέσει να καλπάζω. Μου φτάνουν οι νυχτερινοί περίπατοι. Αντίθετα με ευχαριστεί να λικνίζομαι στο απαλό αεράκι.
-Έχει δίκιο η λεύκα μου, συμπλήρωσε το άλογο, θα ξεκουράζομαι στα πόδια της.
Πάντα κοντά της θα γυρίζω. Για μας η αγάπη μας είναι τόσο ταιριαστή!





Κι έτσι θα μείνουμε, λεύκα εκείνη, άλογο εγώ.
Και πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια του το άλογο, ένιωσε να ψηλώνουν τα πόδια του. Κι η λεύκα έσκυψε πρώτη φορά τόσο πολύ χωρίς πόνους στη μέση της.
Έτσι έδωσαν το πρώτο τους φιλί...
Τρελό από ενθουσιασμό χειροκροτούσε το φεγγάρι και φώναζε με όλη του τη φωνή:
-Ξυπνήστε, άνθρωποι, ξυπνήστε να δείτε την πιο ταιριαστή αγάπη σ’ ολόκληρη τη γη.



Κι ήταν εκείνη η μόνη νύχτα που το φεγγάρι ξέχασε να συνεχίσει το ταξίδι του στον ουρανό...
****************************************************************************
2)ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ

ένα λαϊκό παραμύθι των Ινδιάνων της Ν.Αμερικής

Όταν η Γη ήταν ακόμα πρωτόπλαστη, τα πυκνά δάση κάλυπταν μεγάλες εκτάσεις και ήταν γεμάτα από κάθε είδους άγρια ζώα και πουλιά. Ενώ όμως τα ζώα και τα φυτά είχαν το καθένα τα χρώματά του, τα πουλιά δεν είχαν χρώματα. Ήταν γκρίζα κι άχαρα. Αυτό τα στενοχωρούσε πολύ. Ήταν τόση η λαχτάρα τους να αποκτήσουν χρώμα, ώστε πολλές φορές έτριβαν τα φτερά τους με τα πέταλα των λουλουδιών ή με τα φύλλα των φυτών, προσπαθώντας να τα βάψουν. Οι προσπάθειές τους όμως ήταν μάταιες, γιατί, ακόμα κι αν κατάφερναν να πάρουν λίγο χρώμα, μετά από λίγες ώρες αυτό ξέβαφε και χανόταν. Κι έτσι κάθονταν λυπημένα στα κλαδιά των δέντρων, κοιτάζοντας τα πολύχρωμα λουλούδια και θαυμάζοντας το ουράνιο τόξο, όποτε εκείνο έβγαινε να στολίσει τον ουρανό. Τι όμορφο που ήταν! Τα χρώματά του ήταν πιο λαμπερά και καθαρά από τα χρώματα των λουλουδιών! Πόσο θάθελαν να έχουν κι αυτά λίγο από τα χρώματά του!
Μια μέρα που έβρεχε, τα πουλιά μαζεύτηκαν πάλι στα κλαδιά των δέντρων για να δουν το αγαπημένο τους ουράνιο τόξο. Μα…τι ήταν αυτό που έβλεπαν; Το ουράνιο τόξο δεν ήταν πια η φωτεινή και πολύχρωμη γέφυρα που ήξεραν αλλά μια γκρίζα
σκοροφαγωμένη ανάποδη παρένθεση!! Κάτι κακό συνέβαινε…αλλά τι;
Τα πουλιά άρχισαν να πετούν εδώ κι εκεί, κρώζοντας ανήσυχα, ρωτώντας τα ζώα, τα γέρικα δέντρα, τα ρυάκια, για να μάθουν τι έπαθε του ουράνιο τόξο. Κανείς όμως δεν ήξερε να τους πει.
Πέρασαν οι ώρες, ο ήλιος έδυσε, η σκιά του ουράνιου τόξου έσβησε αφήνοντας στα πουλιά την ελπίδα ότι το επόμενο πρωί όλα θα ήταν καλά, ότι τα χρώματα θα είχαν ξαναγυρίσει στο ουράνιο τόξο. Όμως, όχι…το άλλο πρωί το ουράνιο τόξο ήταν πάλι γκρίζο και σκοτεινό.
Ξαφνικά, η θαμπή υγρή ατμόσφαιρα φωτίστηκε από ένα χρυσό φως που κατέβηκε από τα σύννεφα και στάθηκε στην κορφή μιας πανύψηλης ανθισμένης κουρουπίτα.
Ήταν ένα ουράνιο πουλί, ένας Φοίνικας, που είχε έρθει να ζητήσει τη βοήθεια των πουλιών για να σωθεί το ουράνιο τόξο.
-Ένα τεράστιο σμήνος από σκόρους έχει πέσει πάνω στο ουράνιο τόξο και το κατατρώει. Μόνο με τη βοήθεια των πουλιών μπορεί να σωθεί. Όσοι από σας έχετε το θάρρος να πετάξετε τόσο ψηλά και να πολεμήσετε , ακολουθείστε με!.
Τα πουλιά σάστισαν! Μια τέτοια πτήση ήταν πολύ επικίνδυνη, ιδιαίτερα για τα μικρόσωμα. Λίγα λεπτά δισταγμού ακολούθησαν τα τελευταία λόγια του Φοίνικα. Έπειτα…ο παπαγάλος τίναξε τα φτερά του, άφησε τη σιγουριά του κλαδιού του και πέταξε προς την κορφή της κουρουπίτα. Το παγώνι και το φλαμίνγκο τον μιμήθηκαν. Ο φασιανός και η αγριόπαπια τους ακολούθησαν. Σιγά σιγά πολλά πουλιά ξεθάρρευαν και αποφάσιζαν να βοηθήσουν το ουράνιο τόξο. Ακόμα και μικρά πουλάκια όπως ο μελισσοφάγος, το καναρίνι, η καρδερίνα, ο κοκκινολαίμης, θέλησαν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία διάσωσης. Ως και το μικρούλι κολιμπρί πέταξε μαζί τους! Μαζεύτηκαν όλα στα κλαδιά του μεγάλου δέντρου, γύρω από το Φοίνικα, και με το παράγγελμά του πέταξαν όλα μαζί προς το ουράνιο τόξο.
Οι σκόροι, ακούγοντας το χτύπημα χιλιάδων φτερών, άφησαν το τραγάνισμα και χίμηξαν στα πουλιά. Έπεφταν πάνω στα μάτια τους για να τα εμποδίσουν να βλέπουν, χωνόντουσαν στα ρουθούνια τους για να μη μπορούν να αναπνεύσουν, έμπαιναν μέσα στο φτέρωμά τους κι άρχιζαν να το μασουλάνε με μανία. Τα πουλιά πάλευαν, πολλές φορές στα τυφλά, χτυπώντας τα φτερά τους κι ανοιγοκλείνοντας τα ράμφη τους, λιώνοντας εκατοντάδες σκόρους σε κάθε προσπάθεια. Μετά από πολύωρο αγώνα, οι σκόροι, βλέποντας ότι λιγοστεύουν, τράπηκαν σε φυγή.
Τα πουλιά, με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει, ανέβηκαν πάνω στο ουράνιο τόξο και άρχισαν να το καθαρίζουν από τους σκόρους που είχαν τρυπώσει μέσα του. Καθώς το καθάριζαν, οι ακτίνες του ήλιου έπλεκαν νέο φωτεινό ιστό και έκλειναν τις τρύπες που είχαν δημιουργήσει οι σκόροι. Τα χρώματα άρχισαν πάλι να λάμπουν στους διαδρόμους του. Τα πουλιά χάρηκαν τόσο πολύ που άρχισαν να βουτάνε μέσα στα χρώματα … και τότε… έγινε κάτι μαγικό! Τα χρώματα έβαψαν τα φτερά τους και τα πουλιά έγιναν πολύχρωμα!
Όταν γύρισαν στο δάσος τους ήταν εξουθενωμένα αλλά πολύ ευτυχισμένα. Είχαν νικήσει τους σκόρους, είχαν σώσει το ουράνιο τόξο τους, κι εκείνο, σε αντάλλαγμα, τους είχε δωρίσει λίγο από τα χρώματά του! Στα κλαδιά των δέντρων περίμεναν όσα πουλιά δεν είχαν τολμήσει να πάρουν μέρος στην εκστρατεία. Αυτά είχαν μείνει με τα άχρωμα φτερά τους και θα έμεναν έτσι για πάντα.
***********************************************************************
3) Η Αμυγδαλιά στη Μυθολογία

Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς.

Ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα.

Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα
επέστρεφε από την Τροία.

Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε
την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μην αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο τον άφησε να γυρίσει πίσω και αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της.

Έτσι κι έγινε και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της
για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της.

Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο
για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της.

Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο,
που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.

Έλεγαν λοιπόν ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα, όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου.

Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη
πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας το θάνατο.

Μια άλλη εκδοχή του μύθου για την αμυγδαλιά αναφέρει ότι

Η Φυλλίς έμεινε πίσω περιμένοντας τον, στον τόπο της τελετής του γάμου της.
Τα χρόνια περνούσαν και ο Δημοφώντας δεν επέστρεφε.
Απελπισμένη η βασιλοπούλα που τον έχασε για πάντα πήγε και
κρεμάστηκε σ΄ ένα δέντρο. Το δέντρο κράτησε την ψυχή της κι από τότε
δεν ξανάβγαλε φύλλα ούτε άνθισε.
Κάποτε με τα χιόνια του Γενάρη γύρισε ο γιος του Θησέα.
Σαν έμαθε τον τραγικό χαμό της αγαπημένης του πήγε, αγκάλιασε το δέντρο και
αυτό άρχισε να βγάζει τρυφερά φύλλα και άνθη.
Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα
μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της.
Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο το Γενάρη, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια.
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι
η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.

Οι αρχαίοι θεωρούσαν τα αμύγδαλα -μαζί με το μέλι- εκλεκτό γλύκισμα.
Τα πικραμύγδαλα, με το πρωσσικό οξύ, χρησιμοποιούνταν όπως και σήμερα για τα γλυκίσματα ή για την παραγωγή ενός λαδιού που έμπαινε στις αλοιφές και τα αρώματα. Επειδή η σοδειά των αμυγδάλων γενικά ήταν μικρή, γινόταν σημαντική εισαγωγή.
Στο ναυάγιο ενός εμπορικού πλοίου 15μ. μάκρους, έξω από το λιμάνι της Κυρήνειας, βρέθηκε ένα φορτίο από 10.000 σακιά αμύγδαλα.
*************************************************************************
4) ΟΙ ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΜΕΡΕΣ

ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΜΕΡΕΣ

Κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Ιανουαρίου συνήθως καλοσυνεύει ο καιρός και απολαμβάνουμε για μερικές μέρες μια σχετική καλοκαιρία, μια ανάπαυλα από τα χειμωνιάτικα μπουρίνια. Οι γλυκές αυτές χειμωνιάτικες ημέρες, είναι οι γνωστές «Αλκυονίδες ημέρες», που σύμφωνα με τον πανάρχαιό μας μύθο, πήραν το όνομά τους από την Αλκυόνα, το ψαροπούλι της ακτής που κλωσά τα αυγά του αυτές τις μέρες.

Η Αλκυόνα σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση είναι ένα πουλί,που συμβολίζει την γαλήνη, την προστασία και παύει τη θαλασσοταραχή. Στην πραγματικότητα είναι ένα πουλί αποδημητικό, που σε αντίθεση με τα άλλα πουλιά του είδους της, έρχεται το φθινόπωρο και φεύγει αρχές Μαρτίου και γεννά τα αυγά της στις σχισμές των βράχων της θάλασσας.
Μάλιστα επειδή οι αλκυόνες γεννούν τα αυγά τους τον Ιανουάριο σε φωλιές μέσα στους βράχους, ο Δίας επέτρεψε στον ήλιο να λάμπει δυνατά και να ζεσταίνει τις αλκυόνες μέχρι να επωαστούν τα αυγά τους .Οι ζεστές αυτές μέρες του Γενάρη ονομάστηκαν γι' αυτό το λόγο αλκυονίδες μέρες και διαρκούν από μία ως δύο εβδομάδες κατά το δεύτερο ως επί το πλείστον, δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου ή την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου. Oι μύθοι σχετικά είναι πολλοί αλλά σε όλες τις εκδοχές τους μιλούν για το θεό Ποσειδώνα που προσφέρει τις μέρες αυτές στην Αλκυόνη κόρη του θεού των ανέμων Aιόλου την οποία μεταμόρφωσε ο Δίας σε πουλί αλκυόνη ώστε να μπορεί να γεννά τα αυγά της στα βράχια των αλκυονίδων νήσων, χειμώνα κι όχι άνοιξη.
Η Αλκυόνη, το σημερινό κακόσχημο ψαροπούλι με τα όμορφα φτερά σύμφωνα με τον πανάρχαιο μύθο μας, ήταν κάποτε μια χαρούμενη και ευτυχισμένη γυναίκα, κόρη του Θεού των ανέμων, του Αιόλου - που ζούσε στ' ακρογιάλια της θάλασσας με τον άντρα της Κήυκα και αλληλοαποκαλούνταν Ζευς και Ήρα. Για την ασέβειά τους όμως αυτή προς τον Δία οργίστηκε τόσο πολύ ο πρώτος των Θεών και μεταμόρφωσε τον Κήυκα σε όρνιο.
Ξετρελαμένη τότε η δύστυχη γυναίκα, έτρεχαν από δω και από κει στις ερημιές στις βαλτώδεις εκβολές των ποταμιών και μέσα στις πυκνές τους καλαμιές, για να βρει τον αγαπημένο της Κήυκα. Οπότε, οι θεοί του Ολύμπου την λυπήθηκαν και την μεταμόρφωσαν και αυτήν σε πουλί, τη γνωστή μας Αλκυόνη, για να ψάχνει και στις θάλασσες μήπως εκεί βρει το χαμένο της άντρα. Ωστόσο όμως η δυστυχία εξακολουθούσε να την συντροφεύει, γιατί αντίθετα από τ' άλλα πουλιά που γεννούν και κλωσούν τ' αυγά τους την άνοιξη αυτή γεννάει μέσα στη βαρυχειμωνιά, οπότε μανιασμένα τα κύματα της θάλασσας τέτοιον καιρό, της άρπαξαν αυγά και πουλιά κάνοντάς την να κλαίει σπαραχτικά.Για άλλη μία φορά ο Δίας έδειξε συμπόνια για την Αλκυόνη, δεκαπέντε μέρες στην καρδιά του χειμώνα, να κοπάζουν οι άνεμοι, να ζεσταίνει την πλάση ο ήλιος, μέχρι να μπορέσει η Αλκυόνη να κλωσήσει τ' αυγά και να βγουν τα μικρά της από μέσα.

Για τη συζυγική πίστη των Αλκυόνων ασχολήθηκε ο Πλούταρχος που αφηγείται ότι αν ο σύζυγος της Αλκυόνης γεράσει και δεν μπορεί να πετάξει, τότε η θηλυκιά Αλκυόνη τον παίρνει στους ώμους και τον φέρνει πάντοτε μαζί της, τον ταΐζει και τον περιποιείται ως το θάνατο.

Οι μέρες αυτές πραγματικά είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα μέσα στο καταχείμωνο και ιδιαίτερα για τη χώρα μας που λούζεται στον ήλιο.
Γαληνεύουν οι θάλασσες, κοπάζουν οι άνεμοι ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα, και μαζί κι οι καρδιές μας μ' αυτή την αλλαγή του καιρού και αισιόδοξοι πια προσδοκούμε και τον ερχομό της άνοιξης.

Εγώ αυτό που βλέπω μέσα από τις αλκυονίδες ημέρες , είναι η ελπίδα και η αισιοδοξία ότι όλα μπορούν να αλλάξουν και όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα είτε για λίγο είτε για περισσότερο .
***************************************************************************
5) Ο ΣΚΟΡΠΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ
Ο ΣΚΟΡΠΙΟΣ ΚΙ Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ

Ένας σκορπιός που ήθελε να διασχίσει ένα ποτάμι, παρακάλεσε ένα βάτραχο να τον κουβαλήσει στην πλάτη του.
-Να σε πάρω στην πλάτη μου; απάντησε ο βάτραχος. Ούτε να το σκέφτεσαι. Σε ξέρω, αν σε πάρω στην πλάτη μου θα με τσιμπήσεις και θα με σκοτώσεις.
-Μην είσαι χαζός, του είπε τότε ο σκορπιός. Δε βλέπεις ότι, αν σε τσιμπήσω, θα κυλήσεις στο βυθό του ποταμού και έτσι κι εγώ θα πνιγώ μαζί σου, καθώς δεν ξέρω να κολυμπώ;
Τα δύο ζώα κουβέντιασαν έτσι για λίγο και στο τέλος ο βάτραχος πείστηκε να βοηθήσει τον σκορπιό να διασχίσει το ποτάμι. Τον φόρτωσε στην γλιστερή του πλάτη, ο σκορπιός γαντζώθηκε πάνω του κι άρχισαν το ταξίδι τους.
Όταν έφτασαν καταμεσής του μεγάλου ποταμού, εκεί όπου ανοίγεται η άβυσσος, ο σκορπιός τσίμπησε ξαφνικά το βάτραχο. Εκείνος αισθάνθηκε το θανάσιμο δηλητήριο να απλώνεται στο κορμί του και καθώς βυθίζονταν, παρέσυρε μαζί του και το σκορπιό. Λίγο πριν από το τέλος, του φώναξε:
-Βλέπεις; Σου το είχα πει, τι κατάλαβες; Τώρα θα πεθάνουμε κι οι δυο!
-Δε φταίω, απάντησε ο σκορπιός πριν βυθιστεί στα γαλανά νερά. Είναι στη φύση μου!

Η φύση κάποιων ανθρώπων δεν αλλάζει. Όσο θα υπάρχουν οι αφελείς κι ευκολόπιστοι, πάντα θα υπάρχουν οι άλλοι που θα τους εκμεταλλεύονται και θα τους παρασύρουν στο βυθό.
http://www.youtube.com/watch?v=VS2MfuiA0hE
**********************************************************************************
6) ΕΚΘΕΣΗ ΜΑΘΗΤΗ

Εκθεση απο μαθητή του δημοτικού με Θέμα: «Τι να ζητήσω απο τον θεό».


«Θεέ μου, απόψε σου ζητάω κάτι που το θέλω πάρα πολύ. Θέλω να με κάνεις τηλεόραση! Θέλω να πάρω τη θέση της τηλεόρασης που είναι στο σπίτι μου. Να έχω... το δικό μου χώρο. Να εχω την οικογένεια μου γύρω απο μένα. Να με παίρνουν στα σοβαρά οταν μιλάω. Θέλω να είμαι το κέντρο της...προσοχής και να με ακούνε οι άλλοι χωρίς διακοπές η ερωτήσεις. Θέλω να έχω την ίδια φροντίδα που έχει η τηλεόραση οταν δεν λειτουργεί... Οταν είμαι τηλεόραση, θαχω την παρέα του πατέρα μου όταν έρχεται σπίτι από τη δουλειά, ακόμα κι αν είναι κουρασμένος. Και θέλω τη μαμά μου να με θέλει όταν είναι λυπημένη και στενοχωρημένη, αντί να με αγνοεί. Θέλω τ' αδέλφια μου να μαλώνουν για το ποιος θα περνάει ώρες μαζί μου. Θέλω να νοιώθω ότι η οικογένεια μου αφήνει τα πάντα στην άκρη, πότε - πότε, μόνο για να περάσει λίγο χρόνο με μένα. Α και το τελευταίο, κάνε με έτσι ώστε να τους κάνω όλους ευτυχισμένους και χαρούμενους. Θεέ μου, δε ζητάω πολλά.
Θέλω μόνο να γίνω σαν μια τηλεόραση!»

Η δασκάλα που το διάβασε (καθώς Βαθμολογούσε) την έκανε να κλάψει. Ο σύζυγος της πόυ μόλις είχε μπει στο σπίτι, τη ρώτησε: «τι συμβαίνει;» Αυτή απάντησε: «Διάβασε αυτή την έκθεση, την έχει γράψει ενας μαθητής μου».
Ο σύζυγος είπε: «Το καημένο το παιδί. Τι αδιάφοροι γονείς είναι αυτοί!» Τότε αυτή τον κοίταξε και είπε: «Αυτή η έκθεση είναι του γιού μας!..»
*************************************************************************************
7) Η μικρή Μουριόμ και η καλή θάλασσα

Η μικρούλα Μουριόμ έξυσε δυνατά τον αγκώνα της. Αυτό που την τσίμπησε είχε πολλή κακία! Υστερα, όμως, από πολλή ώρα της άρεσε. Κάτι ψυχανεμίστηκε η μάνα και της σκέπασε το χέρι μ' ένα κουρέλι. Ταρακουνήθηκαν απότομα και σφίχτηκε. «Μη φοβάσαι», την άκουσε, «είναι καλή η θάλασσα».
Χωμένη βαθιά στο διπλόφαρδο κόρφο, με τη μυρουδιά που την ημέρευε πιο δυνατή από παλιά, κρατούσε σφιχτά το δικό της παιδάκι από πλαστικό, στην αγκαλιά της. «Μη φοβάσαι», του ψιθύρισε. «Δεν ακούς τη μάνα! Είναι καλή η θάλασσα, μικρό μου». Ωστόσο, έτρεμε. Κι άλλο δυνατό κούνημα. Κι άλλο ακόμα πιο δυνατό. Κάρφωσε τα νυχάκια της στο ρούχο. Μερικές πολύ κρύες σταγόνες έβρεξαν το κεφάλι της. Κοίταξε πάνω και είδε πολλά αστέρια που κουνιόνταν σαν τρελά. Ζαλίστηκε λίγο.
Και στη γειτονιά της είχε τόσα πολλά σαν νύχτωνε. «Οταν μάθω να μετρώ πάνω από το δέκα, μια νύχτα, θα τα μετρήσουμε μαζί», της είχε τάξει ο Ταρέκ - Ασίζ, ο φίλος της. «Εγώ ξέρω πόσα είναι», του είπε κι εκείνος γέλασε με την ψυχή του. «Τι μας λες! Σιγά μην ξέρεις και τη θάλασσα!».
Γύρω απ' το σπίτι, γύρω κι απ' το χωριό της, πού θάλασσα. Σκόνη και πέτρες. Κάθε φορά που περνούσαν τα μεγάλα, σκουροπράσινα αυτοκίνητα με τους στρατιώτες και τις βρισιές τους, γέμιζε ο τόπος απ' αυτή τη σκόνη κι όλα πέθαιναν. Οταν σκέπασαν τον πατέρα της, μέσα στη γη, αυτό την πείραξε πιο πολύ κι απ' τα ουρλιαχτά της μάνας της: «Αλίμονο, συμφορά μου!!! Ενας είναι ο Αλάχ!!!». Ηξερε καλά τι είναι να μπαίνει στη μύτη σου και να μη μπορείς να ανασάνεις.
Το μόνο νερό, ένα μεγάλο πηγάδι στην άκρη του χωριού. Είχε κι ένα δέντρο με τεράστιο κορμί μα πολύ λίγα κλαδιά. Δύσκολα έβρισκες τη σκιά του. Η γιαγιά έλεγε πως, κάποτε, χωρούσαν όλοι οι άνθρωποι από κάτω του, αλλά τώρα πια...
Τη θάλασσα όμως την ήξερε. Πολύ καιρό της έλεγε γι' αυτήν, η μάνα της. «Θα δεις, είναι καλή η θάλασσα. Είναι τόοοσο μεγάλη και θα κάνουμε μαζί ένα ωραίο ταξίδι, να βρούμε το θείο Χαμέντ. Θα έχεις απ' όλα τα καλά, λουλούδι μου. Αυτά που μας κλέψανε κι άλλα πολλά. Η θάλασσα τραγουδάει, το ξέρεις;» Το ήξερε. Κι αυτό κι άλλα πολλά, αληθινά ή όχι. Ηξερε πως ρουφάει όλα τα ποτάμια και γι' αυτό είναι μεγάλη. Πως την περιδιαβαίνουνε διάφοροι Σεβάχ, που τους καταπίνει κι ύστερα τους ξερνάει πιο όμορφους και πιο σοφούς. Γεμάτη μπουκάλια με μηνύματα. Κι ο ήλιος, κάθε πρωί μ' αυτή νίβει τη σκόνη απ' τα μάτια του.
Το στομάχι της σφίχτηκε απότομα. Τώρα κουνιόταν συνέχεια κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Ενιωθε χάλια μα δε μίλησε. Κρατήθηκε απ' το κουκλάκι της και του τραγούδησε ένα ολοκαίνουργο τραγούδι. Ελεγε για το μεγάλο τραπέζι που θα κάνανε στους φίλους της όταν γυρνούσαν στο σπίτι. Τραγουδούσε και έτρεμε σαν ψαράκι και κατάπινε την αναγούλα απ' τ' άδειο στομάχι της.
Στο μυαλό της ήρθε τότε που φέρανε τα δυο μεγάλα αδέρφια της. Πρόφτασε μια μόνο ματιά πριν την αρπάξουν, μα ήταν αρκετή για να χορτάσει αίμα ξερό, πηγμένο στη σκόνη. Εκανε εμετό κι ο Ταρέκ Ασίζ της κρατούσε το χέρι κι έλεγε τραγουδιστά όλη την ώρα, «Ανάθεμα, ανάθεμα» μαζί με άλλα λόγια, ανάκατα. Με την πρώτη ευκαιρία θα του έγραφε σε ένα χαρτάκι μικρά, ωραία, κυματιστά γραμματάκια. Οσα ήξερε. Τι καλά που θα ήταν να τον είχε παρέα στο ταξίδι! Ηταν πολύ μεγάλο και βαρετό.
Νύχτα με νύχτα, πότε πάνω σε ζώα, πότε σε σαράβαλα καμιόνια και πολλές φορές με τα πόδια, ώρες ατέλειωτες. Είχε βαρεθεί και γκρίνιαζε αλλά η μάνα της δεν τη μάλωσε ποτέ. Στο τέλος απελπίστηκε κι έπαψε να γκρινιάζει. Ακολουθούσε όσο μπορούσε αμίλητη, κρατώντας το κουκλάκι της απ' το πόδι, να κρεμανταλίζεται και μόνο κάπου και πού δάκρυζε χωρίς να κλαίει. Την ημέρα κρυμμένοι σε αποθήκες, πιο σκοτεινές κι απ' τη νύχτα. Πάλι καλά που, κείνος ο βρώμικος γέρος, στην αρχή, της έδωσε το κουκλάκι. Είχε την έννοια του κι έτσι περνούσε η ώρα. «Στο σπίτι, να ξέρεις, έχω μια πολύ καλύτερη από σένα. Εμεινε να με περιμένει. Εσένα θα σε λέω..., Ταμίνα! Θέλεις;» Δεν την άφησαν να πάρει μαζί της τίποτα. Ούτε την αγαπημένη της κούκλα, να μην πιάνει τόπο. Ετσι κι αλλιώς, άλλα παιχνίδια δεν είχε.
Τα παιδιά στη γειτονιά παίζανε με σφαίρες και σίδερα που αφήνανε οι στρατιώτες. Δεν έμεινε και τίποτ' άλλο πια. Εκείνη δεν τα πλησίαζε αυτά. Κάποια παιδιά είχαν ματώσει κι ένα σκοτώθηκε. Ο Ταρέκ Ασίζ έκανε μια μεγάλη πληγή στο χέρι του κι έτρεχε σα βαρεμένο κοτόπουλο, έτσι αστεία, που, η μικρή Μουριόμ, γελούσε συνέχεια, χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να της ξαναμιλήσει κι άλλος τόσος για να του μιλήσει εκείνη. Υστερα, μια μέρα, πήγε στο σπίτι της μ' ένα μπουκάλι δροσερό ποτό, για να γίνουν πάλι φίλοι.
«Διψάω, Ταρέκ Ασίζ! Το στόμα μου στέγνωσε, καλέ μου φίλε!». Το στόμα της, αλήθεια, ήταν κατάξερο. Απ' το φόβο, ίσως. Η μάνα της έδωσε ένα πανί βρεγμένο και της χάιδεψε το μάγουλο με το ξυλιασμένο χέρι. «Σε λίγο θα σου δώσω νεράκι, καλή μου. Τώρα θα σε πειράξει. Κοντεύουμε, λουλούδι μου. Φάνηκαν τα φώτα. Να, τα βλέπεις;» Την άφησε για λίγο, τάχα για να τα δει, εκείνη προσπάθησε, μα το χάλι της χειροτέρεψε και μαζώχτηκε. Ρούφηξε το πανί μέχρι που στέγνωσε κι έμεινε να το 'χει στο στόμα.
Κάτι χτύπησε τη βάρκα πολύ δυνατά κι ακούστηκαν φωνές. Γύρισε στην κούκλα της. «Μη φοβάσαι, κουτό», μα ήταν η δική της καρδούλα που χοροπήδαγε. Η μάνα την έσφιξε κι άλλο. Ακουγε τώρα συνέχεια τους μεγάλους να φωνάζουν διάφορα και στο τέλος, πάντα, «Ενας είναι ο Αλάχ»!. Της ήρθαν αναφιλητά. Προσπάθησε να κρατηθεί μα δεν τα κατάφερε. Ούτε να κλάψει μπορούσε, όπως μερικές γυναίκες που κλαίγανε δυνατά. Η μάνα, μέσα στη συμφορά, της έδωσε ένα μπισκότο. «Για το στομαχάκι σου, λουλούδι μου. Φα' το, θα σου κάνει καλό. Φτάνουμε σε λίγο».
Τέτοια μπισκότα, της έδιναν πολλά στο ταξίδι. Στην αρχή της άρεσαν κι έφαγε αρκετά, μα στο τέλος τα βαρέθηκε. Στο σπίτι είχε πολύ καιρό να φάει μπισκότα. Και τα φαγητά ήταν λίγα πια. Ολο τα ίδια και πάλι καλά. Η μάνα της μασούλαγε ό,τι περίσσευε, η καημένη. Είχε γίνει πολύ αδύνατη και γριά. Ομως, τώρα που θα φτάνανε, θα τρώγανε μέχρι να χορτάσουν.
Εχωσε ένα κομμάτι στο στόμα της, μα 'κείνο τρίφτηκε και κόλλησε και δεν κατέβαινε με τίποτα. Ηταν κι αρμυρό. Δοκίμασε να το δώσει στην κούκλα της αλλά 'κει απάνω κάτι έγινε. Μεγάλος σαματάς, η βάρκα έγειρε πολύ, ακόμα κι άλλο και ήρθαν πολλά νερά. Πλατσούρισε στο σκοτάδι χωρίς να καταλαβαίνει το τι έγινε. «Μουριόοομ, λουλούδι μου!!!», άκουσε τη μάνα της, σαν από μακριά και μετά τίποτα. «Μάνααα, μη μ' αφήνεις!!!» ούρλιαξε μια, παραλυμένη απ' το φόβο κι ύστερα ένιωσε ένα χτύπημα κι ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι της. «Καλή μου θάλασσα! Σώσε με, καλή μου θάλασσα! Μάνα! Ταμίνα!», φώναξε και πήρε να σβήνει.
Εγειρε στο πλάι, κουλουριασμένη, σα να κοιμόταν μέσα στη χαλασιά. Μάζεψε τα χεράκια και τα πόδια και τα δαχτυλάκια των ποδιών ακόμα και βυθίστηκε ήσυχα - ήσυχα, και τότε...!
Ενα γαλακτερό φως την τύλιξε και την κρατούσε απαλά και μια κορδέλα θαλασσιά έσμιξε στ' αφάλι της. Πήρε να γλυκαίνει το πρόσωπο της, σα να χαμογελούσε κι έβαλε τον αντίχειρα στο στόμα. Μερικές ιριδίζουσες πομφόλυγες βγήκαν απ' τα χείλια της και πλανήθηκαν στο φωσφόρο συννεφάκι κατά πού ήθελαν. Η Πλωτώ και η Κυμμοδόκη πρόστρεξαν, πάνω στα δελφίνια τους να την κανακέψουν μ' ένα τραγούδι που δεν ακούγεται στ' αυτιά μας. Πλανώμενα μετέωρα στόλισαν μπουκέτα φωτονίων, θρεμμένοι, ευγενικοί ιππόκαμποι τη φύλαγαν απ' τ' αρπακτικά και τους θεούς των, όσο ταξίδευε για τ' όνειρο που θα ζωντάνευε τις χαμένες μέσα στα ψεύδη αλήθειες. Τότε η Νέμεση θα έκανε σωστά τη δουλιά της κι η μικρή Μουριόμ, αγκαλιά με την καλή θάλασσα και τη μάνα της θα έστρωνε το μεγάλο τραπέζι για τους φίλους της και τ' άλλα παιδιά της Γης, τ' αδικημένα......

Ψέματα!!! Μ' ακούτε: Αθλια ψέματα! Τίποτα απ' όλα τούτα, παρά μόνο θάνατος ανάξιος όσο κι η ζωή. Ευθύνες σκοτεινές, τάχα μου αξεδιάλυτες κι ένας ωκεανός άρρωστης ανοησίας. Οχου, άτυχο λουλουδάκι μου, που δε χρειάστηκε να σε ξεριζώσουν, όπως παλιότερα, γιατί έσυρες μόνη τις ριζούλες σου μέχρι το πουθενά. Οργή και θλίψη, μα πώς να σε θρηνήσω όπως σου πρέπει, που έρχεται η αυριανή και παίρνει με το έτσι θέλω τη θέση της. Αδικα σέρνεται η γραφίδα στο ψυχοχάρτι. Η μικρή Μουριόμ πνίγηκε, πάει!
Ο Νικόλας μάζεψε πάνω στη βάρκα τη «μάνα» του παραγαδιού. Κοίταξε τα ψάρια στο πανέρι και ευφράνθηκε. Ποιος να το 'λεγε πως θα γινόταν τέτοια γαλήνη, μετά από μια τόσο άγρια νύχτα! «Οποιος πνίγηκε το μετάνιωσε», μονολόγησε κι ύστερα, «Α, είναι καλή η θάλασσα». Εβαλε πλώρη για το λιμάνι κι ούτε που πρόσεξε το πλαστικό κουκλάκι που λικνιζόταν εκεί κοντά, ύπτιο, γυμνούλι, μόνο.
********************************************************************************
8) ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΙΖΟΛΔΗ

Ο Τριστάνος και Ιζόλδη (γερμ. Tristan und Isolde) αποτελεί έναν από τους ποιητικότερους θρύλους του Μεσαίωνα στην υπόθεση του οποίου ο Ρίχαρντ Βάγκνερ εμπνεύσθηκε το ομώνυμο λυρικό τρίπρακτο δράμα, έργο του, που κατέχει έξέχουσα θέση στην ιστορία της Όπερας, η πρώτη του οποίου και δόθηκε στο Βασιλικό Θέατρο Μονάχου στις 10 Ιουνίου 1865.
Η υπόθεση του θρύλου αυτού μεταφέρθηκε με ομώνυμο τίτλο στη κινηματογραφική σκηνή σε σκηνοθεσία Κέβιν Ρέινολτς και με πρωταγωνιστές τους Τζέιμς Φράνκο, Σοφία Μάιλς και Ρούφους Σιούελ.


Υπόθεση
Ο Τριστάνος ντε Λεονουά που ορφανός είχε αρπαχθεί από πειρατές, ελευθερώνεται και ανατρέφεται από τον θείο του Μάρκο, Βασιλέα της Κορνουάλης. Μετά από ένα περιπετειώδη και γεμάτο ανδραγαθήματα βίο μεταξύ των οποίων και το φόνο ενός τέρατος της Ιρλανδίας, του Μορχούτ, προς το οποίο οι Κορνουάλιοι πρόσφεραν ετησίως 400 νεανίδες προς βορά του, ο Τριστάνος επιφορτίζεται να μεταβεί στην Ιρλανδία και να ζητήσει για λογαριασμό του θείου του Βασιλέως την χείρα της εκεί Πριγκίπισσας Ιζόλδης της ξανθής. Επιστρέφοντας με την Ιζόλδη στη Κορνουάλη από μοιραίο λάθος πίνουν και οι δύο κάποιο μαγικό φίλτρο, που ήταν προορισμένο να προκαλεί ακατανίκητο και αιώνιο έρωτα σε όποιους το γεύονταν. Έτσι αμφότεροι, έρμαιοι του πάθους τους, απατούν τον Βασιλέα, αν και τον σέβονται. Αργότερα ο Τριστάνος, (για να απαλλαγεί απ΄ αυτόν τον έρωτα) παντρεύεται την Ιζόλδη τη Λευκώλενο. Σε τραυματισμό του όμως από δηλητηριασμένο βέλος και γνωρίζοντας πως το αντίδοτο το έχει η Ιζόλδη η ξανθή την ειδοποιεί να σπεύσει σε τακτή προθεσμία. Στην έκκλησή του εκείνη προστρέχει πράγματι με πλοίο με λευκά πανιά όπως της είχε υποδείξει ο Τριστάνος. Η σύζυγός του όμως η Ιζόλδη η Λευκώλενος από ζηλοτυπία αναγγέλλει στον κατάκοιτο Τριστάνο ότι το πλοίο φθάνει με μαύρα όμως πανιά, οπότε κι εκείνος άπελπις πλέον εκπνέει. Μετ΄ ολίγον στο στήθος του εκπνέει και η μόλις αφιχθείσα φίλη του Ιζόλδη.

Μύθος
Ο μύθος του Τριστάνου και της Ιζόλδης είναι πιθανότατα κέλτικης καταγωγής και υπήρξε προϊόν επεξεργασίας των τροβαδούρων του 12ου και 13ου αιώνα Μπερούλ και Τομάς. Ο τελευταίος συνέθεσε μια διασκευή του μύθου, περίπου το 1170, στην οποία βασίστηκε μεταγενέστερα ο Γερμανός ποιητής Γκότφρηντ φον Στράσμπουργκ (Gottfried von Straßburg). Ανασύνθεση του έπους αυτού επιχείρησε και ο Ιωσήφ Μπετιέ το 1900. Για τη σύνθεση του λιμπρέτου της όπερας, ο Βάγκνερ στηρίχθηκε στην εκδοχή του Στράσμπουργκ. Το έργο μεταφράσθηκε στην ελληνική από τον Νίκο Βεντήρη.
**********************************************************************************
9) Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγιστος των Ελλήνων!!!

Ένας θρύλος της Ευρασίας, που έχει τις ρίζες του στην πολύ αρχαία εποχή της ανάπτυξης του ανθρώπινου γένους, είναι και αυτός που κάνει λόγο για την πολύ πιθανή ύπαρξη ενός «ελιξηρίου», το οποίο καθιστά τον άνθρωπο... αθάνατο!Τον καιρό που ο Αλέξανδρος με τον στρατό του καθόταν και ξεκουραζόταν στην Ινδία, η αδελφή του, η Κύνα, σκέφτηκε να βάλει μπροστά ένα σχέδιο που είχε στο μυαλό από πολύ καιρό. Ήταν η ευκαιρία μεγάλη και δεν ήθελε να την χάσει, γιατί μπορεί να μην ξαναπαρουσιαζόταν.
Πήγε λοιπόν σε έναν γέρο σοφό Ανατολίτη και του ζήτησε να της πει πού μπορεί να βρει το αθάνατο νερό και πώς να το χρησιμοποιήσει για να κάνει τον λατρεμένο της αδελφό αθάνατο. Είχε βάλει τάμα της ζωής της κάτι τέτοιο και δεν μπορούσε να εγκαταλείψει ποτέ της αυτή την ιδέα! Ρώτησε λοιπόν τον σοφό μάντη και περίμενε με αγωνία την απάντησή του.
Εκείνος, αφού στοχαζόταν για ώρες πολλές, τελικά άνοιξε τα μάτια του και απάντησε στην Κύνα: «Το αθάνατο νερό βρίσκεται στο μεγάλο σπήλαιο της φωτιάς. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο και σχεδόν αδύνατο να καταφέρει κάποιος να μπει εκεί μέσα και να βγάλει το νερό. Η σπηλιά καλύπτεται από φοβερή φωτιά και κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να την περάσει ζωντανός»!...
Η Κύνα, χωρίς κανέναν δισταγμό, είπε στον γερο-σοφό ότι για χάρη του Αλεξάνδρου και προκειμένου εκείνος να αποκτούσε την αθανασία ήταν έτοιμη να κατέβει ακόμα και στον άσπλαχνο Άδη! Δεν φοβόταν να πεθάνει για τον Αλέξανδρο και θα διακινδύνευε με μεγάλη της χαρά τη ζωή της για εκείνον!
Ύστερα ο σοφός της είπε ότι το αθάνατο νερό θα έπρεπε κάποιος να το πιει ακριβώς την στιγμή που θα ήταν έτοιμος να πεθάνει και όταν πια είχε χαθεί κάθε ελπίδα. Αν τύχαινε να το πιει πιο πριν, τότε όχι μόνο δεν θα χρησίμευε να τον βοηθήσει, αλλά θα του στοίχιζε και τη ζωή! Η Κύνα ευχαρίστησε τον Ασιάτη μάντη και έσπευσε χωρίς να χάσει λεπτό για το μεγάλο σπήλαιο της φωτιάς, να πάει και να πάρει το πολυπόθητο αθάνατο νερό.
Μετά από αρκετές και κουραστικές μέρες, η Κύνα έφτασε επιτέλους μπροστά στο τρομακτικό σπήλαιο. Πράγματι ήταν εντελώς αδύνατο για κάποιον θνητό να καταφέρει να περάσει τις γιγαντιαίες φλόγες που σκέπαζαν την είσοδο του σπηλαίου και κατάκαιγαν τα πάντα.
Η Κύνα όμως δεν απογοητεύτηκε καθόλου: γεμάτη αγάπη για τον Αλέξανδρο και έχοντάς τον συνέχεια στο νου της, πέρασε τόσο γρήγορα ανάμεσα απ’ τις φωτιές, που αυτές ούτε που την άγγιξαν!

Μέσα το σπήλαιο ήταν τεράστιο και βαθύ. Παρόλα αυτά η ηρωική Κύνα βρήκε τελικά το αθάνατο νερό που ανάβλυζε από έναν τοίχο και τρισευτυχισμένη γέμισε μια ολόκληρη φιάλη. Ύστερα δεν έχασε ούτε στιγμή: πέρασε πάλι σαν τον άνεμο την φλεγόμενη είσοδο της σπηλιάς και πήγε πίσω στον αδελφό της και το στράτευμά του, που ετοιμαζόταν πια να εγκαταλείψει την Ινδία.
Η Κύνα κράτησε μυστικό απ’ όλους το μεγάλο της κατόρθωμα. Ήταν όμως πολύ ευχαριστημένη που μια μέρα, όποτε κι αν αυτή ερχόταν, θα έδινε στον Αλέξανδρο να πιει απ’ το θαυματουργό [Ιδού τώρα η συνέχεια και το τέλος της περιπέτειας με το αθάνατο νερό.]

Όταν κάποτε ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά από πυρετό και έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι, ήταν πλέον προ του θανάτου. Όλοι όσοι τον γνώριζαν από παλιά, δεν πίστευαν στα μάτια τους πώς αυτός ο νέος ακόμα άντρας, ο παντοδύναμος κάποτε και ανίκητος Αλέξανδρος, ο βασιλιάς του κόσμου, είχε μείνει έτσι αδύναμος, σαν να ήταν κάποιος γέροντας... Τον έριξαν κάτω οι κακουχίες του πολέμου και η υπερπροσπάθεια της κατάκτησης του κόσμου...
Η Κύνα ήταν συνεχώς στο πλευρό του αδελφού της και φρόντιζε γι’ αυτόν, να απαλύνει τον πόνο του και να τον γεμίζει αδιάκοπα με ελπίδα. Όμως οι γιατροί έβλεπαν τον Αλέξανδρο να χειροτερεύει μέρα με την ημέρα και να πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς τον θάνατο... Είπαν λοιπόν κάποια μέρα στην Κύνα ότι δεν υπήρχαν πια ελπίδες για να σωθεί ο αδελφός της και ότι σύντομα θα περνούσε την Αχερουσία λίμνη, για να μπει στον κόσμο των νεκρών...

Η Κύνα όμως δεν απογοητευόταν: είχε καλά κρυμμένο το μυστικό της, που δεν ήταν άλλο απ’ το αθάνατο νερό. Το είχε πάντοτε καλά φυλαγμένο και όταν πια είδε ότι η υγεία του αδελφού της δεν θα γινόταν ποτέ καλά, έβαλε μπροστά το σχέδιό της.
Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος έφτασε πια στο κατώφλι του θανάτου και ζήτησε απ’ την Κύνα να του βάλει λίγο κρασί να πιει, τότε εκείνη έριξε μέσα στο ποτήρι του λίγο από το φίλτρο της αθανασίας. Ο Αλέξανδρος όμως, αν και μισοπεθαμένος, κατάλαβε ότι η Κύνα κάτι του έριξε μες στο κρασί του και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν το αθάνατο νερό. Αυτός όμως δεν ήθελε να πιει ποτέ του κρασί ανάμεικτο με νερό, έστω κι αν αυτό ήταν το νερό της αιώνιας ζωής!

Αποφάσισε λοιπόν να ξεγελάσει την αδελφή του, στέλνοντάς την έξω να φωνάξει τους στρατιώτες για να πιούν δήθεν όλοι μαζί. Η Κύνα τον υπάκουσε αμέσως και τότε αυτός άρπαξε την ευκαιρία: άλλαξε το ποτήρι του μ’ εκείνο της αδελφής του, λέγοντας μέσα του πως αν ήταν αυτό πράγματι το αθάνατο νερό, τότε ας έμενε αθάνατη η Κύνα για να τον θυμάται παντοτινά!
Όταν η κοπέλα γύρισε στη σκηνή, ανυποψίαστη πήρε το ποτήρι με το φίλτρο της αθανασίας και το ήπιε μονορούφι στην υγειά του Αλεξάνδρου. Όταν κατάλαβε τι είχε στην πραγματικότητα συμβεί ήταν πια πολύ αργά... Ο Αλέξανδρος, αφού ήπιε το τελευταίο του κρασί, έπεσε κάτω ετοιμοθάνατος. Η τελευταία ώρα είχε πια έρθει...
Έμεινε έτσι η Κύνα αθάνατη... Και ο θρύλος την θέλει έπειτα να έχει μεταμορφωθεί σε γοργόνα και να τριγυρνάει στις θάλασσες του κόσμου, ρωτώντας τους καπετάνιους των πλοίων: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Και αν εκείνος απαντήσει: «Ναι», τότε του δίνει τις ευλογίες της για το καλό ταξίδι. Αν όμως της απαντήσει: «Όχι», τότε πνιγμένη απ’ τη στενοχώρια ταράζεται και προκαλεί απίστευτες τρικυμίες στα πελάγη...



**************************************************************************
10) ΟΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ
ποια ειναι η διαφορα του παραδεισου με την κολαση?
Ένας αρχαίος κινέζικος θρύλος λέει ότι σ’ ένα μοναστήρι κάποιος μαθητής ρώτησε τον σοφό δάσκαλο του:
«Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Παράδεισο και στην Κόλαση;»

Ο δάσκαλος του απάντησε:
«Πολύ μικρή κι ωστόσο, έχει μεγάλες συνέπειες. Έλα να σου δείξω την Κόλαση».
Μπήκαν σε ένα δωμάτιο, όπου μια ομάδα ανθρώπων καθόταν γύρω από μια μεγάληχύτρα με ρύζι. Όλοι ήταν πεινασμένοι και απελπισμένοι, καθένας είχε από ένα κουτάλι που το κρατούσε από την άκρη με προσοχή κι έφτανε ως τη χύτρα. Κάθε κουτάλι, όμως, είχε τόσο μακρύ χερούλι, που δεν μπορούσαν να το φέρουν στο
στόμα.
Η απελπισία και η ταλαιπωρία ήταν φοβερή.

«Έλα» είπε ο δάσκαλος λίγο μετά. «Τώρα θα σου δείξω τον Παράδεισο».
Μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, πανομοιότυπο με το πρώτο. Υπήρχε η ίδια χύτρα του ρυζιού, η ομάδα ανθρώπων, τα ίδια μακριά κουτάλια, όμως εκεί όλοι ήταν ευτυχισμένοι και χορτάτοι.
«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο μαθητής. «Γιατί είναι τόσο ευτυχισμένοι εδώ, ενώ στο άλλο δωμάτιο είναι τόσο δυστυχισμένοι, τη στιγμή που όλα είναι ίδια;»

«Δεν το κατάλαβες;», χαμογέλασε ο δάσκαλος.
«Καθώς τα κουτάλια έχουν μακριά χερούλια και δεν μπορούν να φέρνουν το φαγητό στο στόμα τους, εδώ έμαθαν όλοι να ταΐζουν ο ένας τον άλλον».
****************************************************************************
11) ΤΑ ΡΟΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

TAΡΟΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ


Οπως κάθε απόγευμα. Στην ίδια πλατεία. Ο Κοσμάς κατέβηκε από το αυτοκίνητο του εργοστασίου, πήρε ένα μπουκάλι οινόπνευμα και τρέχοντας μπήκε στο μικρό δωματιάκι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κουκουλώθηκε. Είχε πυρετό. Ηθελε να τριφτεί, μα δεν μπορούσε ν' ανοίξει τα μάτια του. Μέσα στην παραζάλη του, σκέφτηκε την επιταγή που έστειλε στην οικογένειά του. «Ο Παντελής μου θα μεγάλωσε», ψιθύρισε. Μετά θυμήθηκε τη γυναίκα του. Θυμήθηκε τη δόλια μάνα του, που είχε καμπουριάσει από τα βάρητα της ζωής. Θυμήθηκε την αδελφή του, την Ελένη, που ήταν ανύπαντρη. «Το καλοκαίρι αργεί», ψιθύρισε.

Ακουσε χτυπήματα στην πόρτα.

- Ποιος είναι;

- Ενας συνάδελφος σου. Αν θέλεις, άνοιξε.

Ο Κοσμάς άνοιξε την πόρτα και ο παράξενος επισκέπτης, του έδωσε το χέρι και πέρασε μέσα.

- Δεν ξέρω εάν έκανα καλά που ήρθα.

Ο Κοσμάς έκανε μια κίνηση να βγάλει από πάνω του την κουβέρτα.

- Κρυώνεις;

- Ναι, είπε ο Κοσμπάς, κρυώνω. Εχω κάμποσες ημέρες που δε νιώθω καλά.

- Ξέρεις, φίλε, σε βλέπω κάθε μέρα στο λεωφορείο και στο εργοστάσιο.

- Κι εγώ σε βλέπω συχνά, του είπε ο Κοσμάς. Δουλεύεις χρόνια εκεί;

- Τρία χρόνια.

Και οι δύο μιλούσαν γερμανικά, αλλά κατάλαβαν πως δεν είναι Γερμανοί. Τα μάτια του επισκέπτη σταμάτησαν σε μια αντιπολεμική αφίσα. Το πρόσωπό του γέμισε φως.

- Σου αρέσει η αφίσα;

- Ναι, μου αρέσει πολύ.

Τότε το πρόσωπο του επισκέπτη φωτίστηκε περισσότερο. Ο Κοσμάς έβαλε ελληνικό ρακί σε δύο ποτήρια και ήπιαν ο ένας στην υγεία του άλλου. Τους άρεσε. Ηπιαν από κάνα δυο ποτήρια ακόμα και λύθηκε η γλώσσα τους.

- Εμένα με λένε Τσελίν και είμαι Τούρκος, είπε ο επισκέπτης.

- Εμένα με λένε Κοσμά και είμαι Ελληνας.

Κουβέντιασαν αρκετή ώρα. Σκέφτηκαν, όμως, την αυριανή δουλιά.

- Γκουντάχτεν, είπαν και οι δυο, έδωσαν τα χέρια κι έφυγε ο Τσελίν. Ο Κοσμάς, τώρα δεν κρύωνε. Κοιμήθηκε. Σε λίγο ξημέρωσε καινούρια μέρα.

Το πρωί στο λεωφορείο καθίσανε μαζί. Συμφωνήσανε να φύγουνε από το εργοστάσιο στις 5 η ώρα το απόγευμα και να πάνε στο σπίτι του Τσελίν. Η ημέρα πέρασε γρήγορα. Οταν έφτασαν στο σπίτι του Τσελίν, ο Κοσμάς κάθισε στη μοναδική καρέκλα που υπήρχε.

- Αυτό Κοσμά το ρακί, είναι από τη δικιά μου την πατρίδα, πιες άφοβα. Ο Κοσμάς ήπιε. Του άρεσε. Και οι δυο μαζί ετοίμασαν το φαγητό και τρώγοντας συζητούσαν:

- Είσαι παντρεμένος Τσελίν;

- Οχι. Εχω μόνο τους γονείς μου. Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα με λίγα χρήματα, να τους ξεκουράσω και μετά να παντρευτώ.

Ο Κοσμάς έφυγε χαρούμενος.

Ο Τσελίν έγραψε στο ημερολόγιο του:

«Γνώρισα έναν Ελληνα που τον λένε Κοσμά. Δουλεύουμε στο ίδιο εργοστάσιο. Εχουμε τα ίδια όνειρα για τη ζωή. Το ρακί που ήπιαμε είχε την ίδια γεύση. Φαίνεται πως η μάνα γη δεν κάνει καμιά διάκριση στα ελληνικά και τουρκικά σταφύλια. Εχουν το ίδιο άρωμα».

Εκαναν αρκετό καιρό παρέα. Μιλήσανε για το κύμα της βίας που είχε ξεσπάσει στη Γερμανία σε βάρος των ξένων εργατών. Μιλήσανε για τον πόλεμο και την ειρήνη. Συμφωνήσανε ότι τον πόλεμο τον κάνουν οι έμποροι των όπλων και ότι άδικα σκοτώνονται οι λαοί.

Ετσι περνούσε ο καιρός, μέχρι που κάποιο πρωινό στο εργοστάσιο ένας Γερμανός υπάλληλος φώναξε τον Κοσμά στο γραφείο. Εκεί ο προϊστάμενος του έδωσε ένα τηλεγράφημα. Ο Κοσμάς το πήρε, το άνοιξε γρήγορα και διάβασε τη θλιβερή είδηση.

- ΚΟΣΜΑ ΕΛΘΕ ΤΑΧΙΣΤΑ... ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΠΕΒΙΩΣΕ.

Ο Κοσμάς, βουρκωμένος, τους ρώτησε αν μπορούν να του κλείσουν θέση με το πρώτο αεροπλάνο.

- Μπορούμε. Μείνε ήσυχος, του είπε ο προϊστάμενος.

- Ευχαριστώ πολύ, είπε ο Κοσμάς κι έτρεξε στο φίλο του, τον Τσελίν. Του έδειξε το τηλεγράφημα κι αυτός τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε:

- Ο Αλλάχ ν' αναπαύσει την ψυχή του πατέρα σου, φίλε Κοσμά. Λυπάμαι πολύ.

Σε λίγο βγήκαν μαζί από το εργοστάσιο.

- Κοσμά κάνε κουράγιο, του έλεγε και του ξανάλεγε ο Τσελίν, όσο περίμεναν στο αεροδρόμιο. Είπαν πολλά για τις οικογένειές τους. Διαπίστωσαν πως τα χωριά τους μόνο το ποτάμι τα χώριζε.

Ο Τσελίν του ζήτησε να πάει και στο δικό του χωριό. Του έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού του. Μετά, του έδωσε μια φωτογραφία του, για να τον πιστέψουν οι δικοί του και μερικά γερμανικά μάρκα.

- Μείνε ήσυχος, Τσελίν, θα πάω οπωσδήποτε.

Οι δυο φίλοι χαιρετήθηκαν εγκάρδια και ο Κοσμάς μπήκε στο αεροπλάνο. Ο Τσελίν έμεινε εκεί μέχρι που το αεροπλάνο χάθηκε στους αιθέρες.

Οταν έφτασε στο χωριό του ο Κοσμάς, έπεσαν πάνω του οι δικοί του, οι φίλοι του και σχεδόν όλοι οι χωριανοί. Ο Κοσμάς έκλαιγε. Μαζί του έκλαψαν όλοι. Δεν είχε προλάβει την κηδεία.

Στο νιόσκαφτο τάφο του πατέρα του, γονάτισε κι άφησε λίγα αγριολούλουδα. Αργότερα, στο σπίτι, ο γιος του ο Παντελής τον ρώτησε αν πήρε την αφίσα.

- Την πήρα παιδί μου, του 'πε και του 'δωσε ένα φιλάκι. Μετά θυμήθηκε τον φίλο του τον Τσελίν και τους είπε ότι κάνει παρέα με έναν Τούρκο εργάτη.

- Μπαμπά, δηλαδή, ο Τούρκος είναι άνθρωπος σαν και σένα;

- Ναι παιδί μου. Ετσι, σαν και μένα. Ετσι, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι.

Ο παπάς τον ρώτησε, αν υπάρχει εκκλησία της Ορθοδοξίας στην πόλη που έμεινε. Ενας νεαρός τον ρώτησε, αν έχει μεγάλη ομάδα ποδοσφαίρου.

Ορισμένοι τον ρώτησαν, αν δουλεύει με κάποιον δικό τους στην περιοχή εκείνη.

Οταν έφτασε η ημέρα της αναχώρησης, αποβραδίς τον αποχαιρέτησαν οι συγγενείς και οι φίλοι. Μετά κάθισε αρκετή ώρα με τη μάνα του. Πρωί - πρωί ήπιανε με τη γυναίκα του τον καφέ τους και μετά όλη η οικογένεια τον κατευόδωσε μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Εκεί η μητέρα τον φίλησε και τήρησε το παλιό έθιμο του χωριού. Του έδωσε ένα μεγάλο ρόδι στο χέρι και του είπε:

- Καλή τύχη, παιδί μου. Η χαρά του ροδιού να είναι πάντα μαζί σου.

- Ευχαριστώ, μητέρα, είπε ο Κοσμάς. Υστερα τον φίλησε ο γιος του ο Παντελής και του είπε να γυρίσει κοντά τους. Η αδελφή του η Ελένη τον φίλησε και αυτή και του είπε πως θα του τηλεφωνήσει.

Μετά αγκάλιασε τη γυναίκα του, την Αννα. Τη φίλησε αρκετές φορές, την κοίταξε στα μάτια και ξαφνικά ξεγλίστρησε από την αγκαλιά της γιατί το λεωφορείο είχε φτάσει.

Λίγο προτού νυχτώσει, ρωτώντας, βρέθηκε έξω από το πατρικό σπίτι του φίλου του στην Τουρκία. Χωρίς να διστάσει, χτύπησε και αμέσως του άνοιξε η μάνα του Τσελίν. Στην αρχή, μεσολάβησαν κάποιες στιγμές αμηχανίας, πολύ γρήγορα όμως η μάνα του φίλου του άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της, που μέσα χώραγαν ο Κοσμάς, τα λουλούδια, τα γλυκά και η φωτογραφία του γιου της.

Ο Τσελίν τους είχε τηλεφωνήσει και γνώριζαν τα πάντα. Ο Κοσμάς κοίταζε τον πατέρα του φίλου του, που τον κέρασε ρακί κι έβλεπε στο πρόσωπό του τον Τσελίν. Ευχαριστήθηκε από την υποδοχή που του κάνανε. Εδωσε τα χρήματα που τους είχε στείλει ο Τσελίν. Η μάνα άνοιξε ένα μπαούλο. Εκεί μέσα συγκατοικούσαν ο ιδρώτας και τα όνειρα του μετανάστη. Εκείνο το βράδυ τα ήπιαν για τα καλά οι δυο άντρες. Το πρόβλημα της γλώσσας είχε νικηθεί από τη δύναμη της φιλίας. Στεναχωρήθηκαν μόνο όταν τους είπε πως θα φύγει.

Την άλλη μέρα, πολλοί συγγενείς της οικογένειας ήρθαν να τον γνωρίσουν. Ηπιαν όλοι παρέα από ένα ρακί και του ευχήθηκαν να έχει καλό ταξίδι. Η μάνα του Τσελίν έσφιξε στην αγκαλιά της τον Κοσμά και μετά του έδωσε ένα ρόδι. Είχαν και εκείνοι το ίδιο έθιμο.

Οταν έφτασε στη Γερμανία, το ίδιο βράδυ αντάμωσε με τον φίλο του. Η φιλία τους τώρα ήταν πιο δυνατή. Συγκινήθηκαν, μιλώντας για τα ρόδια.

Στην Ελλάδα, η αδερφή του Κοσμά, η Ελένη, ονειρευόταν τον Τσελίν. Είχε δει τη φωτογραφία του. Σε λίγες μέρες, ο Κοσμάς την υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο μαζί με τον Τσελίν.

Η Ελένη και ο Τσελίν αγαπήθηκαν κι ένα απόβραδο του καλοκαιριού πάνω στη γέφυρα του Εβρου, οι γονείς, οι συγγενείς, και οι φίλοι τους κρατώντας στα χέρια τους ρόδια αφού ευλόγησαν το γάμο έκαναν μια ευχή:

«Να μεγαλώσει η γέφυρα για να περνάνε ελεύθερα τα παιδιά του Τσελίν και της Ελένης».
*************************************************************************************
12) Ενα κομμάτι καρυδόπιτα


Θέλω να μιλήσουμε, μάνα. Εγώ εδώ και συ εκεί, πέρα, μακριά στον τόπο που γεννήθηκες.

Ηταν Τετάρτη, τότε, οκτώ Αυγούστου, που συμφωνήσαμε το βράδυ να μιλούσαμε, αλλά εσύ μου έφυγες. Γιατί δε με περίμενες;

Και φαινόσουνα τόσο καλά εκείνη την ημέρα. Εκανες βόλτες, μες στο σπίτι, σούρνοντας αργά τις παντοφλίτσες σου και με το μπαστουνάκι σου μπροστά πίεζες προσεχτικά το πάτωμα πριν κάθε βήμα. Λες και δοκίμαζες μια παγωμένη λίμνη πριν πατήσεις. Μια παγωμένη διαδρομή! «Πώς δεν το πρόσεξα τόσο καιρό;», θα σου 'λεγα το βράδυ εκείνο. Ψέματα. Σε έβλεπα, αλλά σκεφτόμουν: «Εντάξει, γέρασε η μάνα μου, μα, όμως, τα έχει όλα πια. Παιδιά, εγγόνια, μέχρι και δωμάτιο δικό της». Σε κοίταγα κει μέσα που ίσιωνες το μαντιλάκι σου, που δίπλωνες τα ρουχαλάκια σου, με τάξη, ολοκάθαρα κι έλεγα ευχαριστημένος: «Εντάξει, δεν έχει έννοιες πια η μάνα μου». Ναι, αλλά κάποιες φορές που αναστέναζες δε ρώταγα τι έχεις. «Μπα, μπερδεμένα πράματα που την κουράζουνε και τα εγκαταλείπει», καθησύχαζα τον εαυτό μου.

Ομως ξέρεις, μάνα; Φταις και συ λιγάκι. Από παιδάκι σε θυμάμαι όλο να λες. «Εγώ δε θέλω τίποτα». Και τις γιορτές που έφτιαχνες την καρυδόπιτα, μας έλεγες: «Φάτε τη σεις, εγώ δε θέλω». Τίποτα δεν ήθελες εσύ! Ναι, αλλά θυμάμαι καθαρά που κάποτε, παιδί, τσάκωσα το μάτι σου που λιμπιζόταν, όπως καταβρόχθιζα και τα τελευταία κομμάτια από την καρυδόπιτά σου. Σε τσάκωσα, μα εσύ με φίλησες γελώντας. «Πω, πω, τι φαταούλας!», είπες. Χαιρόσουνα που φχαριστιότανε ο φαταούλας σου; Ητανε λάθος. Επρεπε να φας το μερτικό σου. Τουλάχιστον, ας ζήταγες να σου αφήσω ένα κομματάκι. Γιατί δε ζήτησες;..

Θυμάμαι ακόμη, τελευταία, που όταν τυχαία σηκώθηκα άγρια νύχτα, σ' αντίκρισα να κάθεσαι λαχανιασμένη στην καρέκλα. Αφού υπέφερες, γιατί δε μίλησες να με ξυπνήσεις; Φοβόσουν μην μας ενοχλήσεις; Αφού είχες αρχόμενο πνευμονικό οίδημα, ξεροκέφαλη γριά! Και ευτυχώς που το κατάλαβε η Τασία, η γυναίκα μου, και σε προλάβαμε. Τι στα κομμάτια; Το ξημέρωμα περίμενες; Τι χούι ήταν κι αυτό; Κι ήθελες, μάλιστα, να επιβάλεις και στις νέες γυναίκες, να γίνονται κομμάτια για τους άλλους. Α, καλά, σου θύμωνε η μικρή νύφη σου, η Κίρκη.

Α, ρε μάνα: «Εγώ δε θέλω τίποτα». Εκείνη την Τετάρτη, μπήκες στο σαλόνι με το μπαστουνάκι σου, κοντοστάθηκες κοιτάζοντας απορημένη τον χοντρο-εργολάβο, που αράδιαζε για προσαυξήσεις, συν οκτώ τοις εκατό, για ρυθμούς πληθωρισμού, εκ της πτώσεως του δείκτη...

-- Ωχ και συ καημένε, μουρμούρισες με απαξίωση και τράβηξες αργά το δρόμο σου. Κρυφογέλασα και σε καμάρωσα. Εσύ μετρούσες τις δραχμούλες σου, τόσο το λάδι, το ψωμί, και απορούσαν όλοι το πώς πληθαίνανε τα λίγα. Διέγραψες τη φτώχεια! Αυτό θα πει οικονομολόγος. Καθώς ο εργολάβος μου έδινε τις αποδείξεις, σε άκουσα να αναρωτιέσαι:

-- Εγώ τώρα, τι ήρθα εδώ να κάνω;

Είδα, φευγαλέα, τα σκελετωμένα δάχτυλά σου να γαντζώνουν το βαρύ, γυάλινο σταχτοδοχείο αδύναμα, να το σηκώσουν. Ηθελες να δουλέψεις, μάνα; Εργάζομαι ίσον υπάρχω, ε; Απ' τα μικράτα σου πλυσίματα, ζυμώματα, χωράφια, μέχρι και πιθάρια λάδι έκρυβες να μην τα χαρτοπαίξει ο παππούς και η μανούλα σου σε γέμιζε ευχές. Και τώρα δεν μπορούσες ούτε το σταχτοδοχείο να μετακινήσεις. Τα θυμήθηκα, μα σκέφτηκα: «Εντάξει, έτσι είναι. Η Φύση εγκατέλειψε τη μάνα μου».

-- Εξόφληση τον Μάρτιο, συμφώνησε ο εργολάβος κι έφυγε.

Κοιτούσα και λογάριαζα τις αποδείξεις, όταν άκουσα που λογάριαζες και συ.

-- Μάρτιος... Απρίλιος... Ιούνιο έχουμε; Ο Αργύρης πήγε στο βουνό; με ρώτησες.

-- Τώρα, μάνα, έχω δουλιά, σου είπα ενοχλημένος.

Με ξαναρώτησες και σου ύψωσα φωνή.

-- Ασε με... Συν δεκατρείς χιλιάδες και...

Σιώπησες.

Γιατί δε σου εξήγησα; Ποιος Ιούνιος και τι να κάνει στο βουνό ο Αργύρης; Μεγάλωσε ο μικρούλης σου, που όλο αρρώσταινε ο σπυριάρης, με ξεπέρασε στο ύψος, ξεπέρασαν πολλά με τη γυναίκα του την Κίρκη και μάλιστα με ειρωνεύονταν. «Εδώ έχεις μείνει; Αυτό δεν το 'χεις ξεπεράσει;». Ξεπέρασαν, προσπέρασαν, παρέλασαν, μα ευτυχώς δεν έμαθες πού φτάσανε να στεναχωρηθείς. Διαισθανόσουν. όμως. και αγωνιούσες. Ναι, αλλά εσύ όμως πια δεν μπόραγες να προστατέψεις ούτε ένα παιδάκι σαν τον Αλκη μας, τον εγγονό σου. Μάλλον έπρεπε εμείς να σε προστατεύουμε απ' αυτόν, θυμάμαι, μπήκε ορμητικός και χτύπαγε την μπάλα ντούπου -ντούπου γύρω σου και με το μπαστουνάκι σου, στεκόσουν σαν ζωάκι φοβισμένο, που το γυρόφερνε αγριόγατος.

-- Ουου-ου, πιάσε γιαγιά, σου φώναζε.

-- Ασ' τη γιαγιά, μη ζαλιστεί. Τσακίσου, του αγρίεψα.

Σαλτάρισε έξω που ηχούσανε ξεφωνητά παιδιών, αμάξια, η πόλη, οργίαζε η ζωή και άκουγες. Και τότε μπήκε η Ελένη μας, η εγγονή σου. Την κοίταγες που στάθηκε μπρος στον καθρέφτη. Α, πώς κοίταζες την όμορφη κοπέλα! Μα από σένα πήρε που όταν χόρευες στο πανηγύρι λέγανε: «Χορεύει η πέρδικα». Αλλά εσύ δεν έπρεπε ούτε ματιά να ρίξεις στο παλικάρι που αγαπούσες, γιατί επί πλέον είχες και χρέος προς τις αδελφές σου. «Η πρώτη κόρη η καλή παντρεύει και τις άλλες», λέγανε.

Ητανε, όμως, δίκαιο αυτό; Σε ρωτάω.

Ολα θα τα πούμε σήμερα. Το χρέος, λοιπόν. Ναι, αλλά πες μου για την πληρωμή σου...

Βάσανα και ταπείνωση, ε;.. Χα! Εμαθα πως ο πατέρας απειλούσε πως δε θα σ' έπαιρνε αν δεν του δίνανε με τα προικιά και μια χαλασμένη ραπτομηχανή. Σε σκέφτομαι χλωμή, αμίλητη, να τους ακούς στη σάλα να τσακώνονται για μία ξεχαρβαλωμένη ραπτομηχανή.

Εσένα; Εσένα, ρε, παζαρεύανε για μία κωλοραπτομηχανή;

Κι αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε άλλα που ποτέ δεν ομολογήσαμε.

Τα έχω μάθει, μάνα.

Παιδάκι, σε θυμάμαι σκεφτική να ξεροκαταπίνεις και να τρέμουνε οι κόρες των ματιών σου. «Ποιος πρόσβαλε τη μάνα μου;», αναρωτιόμουν κι έσφιγγα τις παιδικές γροθιές.

Τα έχω μάθει, μάνα. Οχι γροθιές να σφίξω, αλλά χαντζάρι θέλω να αποκεφαλίζω... Και απορώ, θυμάμαι σένα, τη γιαγιά, τόσες γυναίκες μαυροφορεμένες, να βράζουν στάρι, για να συχωρεθούνε οι ψυχές κι αυτών που σας προσέβαλαν. Πώς, δηλαδή, το κάνατε αυτό; Σαν φοβισμένες δούλες, υπάκουες στο χρέος, και στο έθιμο;

Ομως, παράξενο! Θυμάμαι τα κεριά, στο εικόνισμα, που φώτιζαν το στάρι. Πόσο προσεχτικά ήταν στολισμένο με ρόδια και σταφίδες. Σαν κέντημα αρχόντισσας...

Μυστήριο! Πώς γίνεται κάποιοι αγράμματοι, ταπεινωμένοι, ν' αφήνουνε στη μνήμη μας μια σπάνια αύρα αρχοντιάς; Και πώς πληθαίνανε τα λίγα; Μυστήριο, μυστήριο!..

Δεν ήταν χρέος μόνο, μάνα, ε; Ητανε πόνος και αγώνας να στηριχτεί η ζωή, ο κόσμος;

Αμέτρητες γυναίκες σ' ολόκληρο τον κόσμο υπόμεναν γιατί το ένιωθαν πως στήριζαν τη νέα ζωή... Ετσι, στο τελευταίο πρωινό σου, κοιτούσες την Ελένη μας, τη νέα ζωή, μπρος στον καθρέφτη! Κοιτούσες τόσο έντονα, που κάποτε σχολίασε η Κίρκη:

-- Κοιτάτε, πώς κοιτάει. Θυμάμαι, θύμωσα και είπα:

-- Ναι, ρε, Κίρκη, η μάνα μου λατρεύει τη ζωή.

-- Ολοι τη λατρεύουμε, μειδίασε εκείνη και κάγχασα, γιατί εννοούσε, βέβαια, τα νιάτα και τα γλέντια.

Κοιτούσες την Ελένη μας, που μες στα όνειρά της, ούτε που σε πρόσεξε κι ανοίγοντας την πόρτα μου πέταξε «Μπαμπά, στις έξι» κι έφυγε.

Αφηρημένος στους λογαριασμούς, της είπα:

-- Ναι, στις οκτώ.

Τότε σε είδα να πλησιάζεις και ενοχλήθηκα.

-- Ασε με, μάνα, τώρα.

-- Η Ελένη μας.

-- Παράτα με, σου φώναξα.

-- Εξι είπε η Ελένη μας, επέμενες. Εκνευρισμένος με τον εργολάβο, σου αγρίεψα.

-- Φύγε από δω. Καλά το λέει η Κίρκη πως γίνεσαι μπελάς.

Ταράχτηκες και άρχισες να κλαις σιγά Μαλάκωσα.

-- Ελα ρε μάνα. Τι θέλεις, τι σου λείπει;

Το κυρτωμένο σου κορμί ορθώθηκε, δεν πίστευα. Με δάκρυα και πίσω το κεφάλι, λες και δεόσουνα, μου είπες:

-- Κι εσύ μου φωνάζεις. Σ' έχω χάσει. Ολα τα έχω χάσει.

Κατάλαβα, σ' αγκάλιασα.

-- Ζωάκι μου. Ζωάκι μου.

Σε φίλαγα.

-- Το βράδυ θα τα πούμε, μάνα, ε; Πρέπει να πεταχτώ στο δικηγόρο όμως τώρα, γιατί έμπλεξα μ' απατεώνα. Εντάξει, μάνα;

Εσύ συμφώνησες και σκούπιζες τα δάκρυα. Πάντα συμφώναγες! Στο δρόμο σε έφερνα στο νου, να κάθεσαι στο μπαλκονάκι μόνη και πότε πότε να αναστενάζεις: «θα δω... θα δω εγώ τι θα κάνω». Εγώ έπρεπε να κάνω! Γιατί τόσο καιρό να μη σου βρω κάποια γριούλα, εδώ στη γειτονιά, να σε πηγαίνω να τα λέτε; Και τελικά αναγκάστηκες εσύ, που τίποτα δε ζήταγες, να πεις τα αυτονόητα. Αλλά απ' το βράδυ όλα θ' άλλαζαν.

-- Ελα, στο σπίτι τώρα, η μάνα έφυγε, μου τηλεφώνησε, στον δικηγόρο, η Τασία. Σάστισα. Ερχόμουν με το αμάξι, ο ουρανός κοκκίνιζε, και σου ψιθύριζα: «Εδυσες ήλιε των παιδικών μου χρόνων; Γιατί δεν έμεινες ακόμη, έστω λίγες ώρες; `Η σου αρκούσε ότι κατάλαβα και έφυγες;». Εξοργισμένος με τον εαυτό μου και τους άλλους, τους πιο ακόμα αδιάφορους «προχωρημένους», παραμίλαγα: «Τι ξεπεράσαμε και ξεπεράσατε, ρε Κίρκη, δηλαδή; Στο ίδιο αλώνι γυροφέρνει ο άνθρωπος. Πού πήγατε; Στο μαύρο χάλι;». Σε τέτοιο χάλι, μάνα, που η Κίρκη, που λατρεύει τη ζωή, πήγε και φούνταρε στο Φάληρο. Μα. πήγε πλάι στο ποτάμι και μες στη νύχτα ένιωσε τη βρώμα απ' τους υπόνομους που φέρνει ο ποταμός. «Θεέ μου, να πεθάνω, ικέτεψε, μα όχι μέσα στις ακαθαρσίες» και βγαίνοντας πήγε και χτύπησε σε κάποιο σπίτι. Οι άνθρωποι την άκουγαν αμίλητοι να λέει πως τάχα γλίστρησε. Της φέραν άλλα ρούχα, μα δεν τη βάλανε στο μπάνιο τους γιατί βρωμούσε ολόκληρη. Τηλεφωνήσανε στο χαϊδεμένο σου, εκεί που γύρναγε ασύδοτος να πίνει ουίσκια. Σαν είδε τη γυναίκα του, την κοίταγε αμίλητος. Και ξαφνικά, ανοίγοντας τα χέρια, την αγκάλιασε. Πιστεύω, μάνα, ακράδαντα, ότι στη μνήμη του η δικιά σου αγκαλιά, που έκλεινε τον αξιολύπητο αρρωστιάρη, του άνοιξε τα χέρια. Κι η Κίρκη το κατάλαβε, γι' αυτό όταν έφθασα στο σπίτι μας, που εσύ κοιμόσουν πια, ήτανε κιόλας κει, στα μαύρα. «Αχ, μάνα», έλεγε και έκλαιγε. Κι ενώ την είχα φούρκα, τη συχώρεσα. Στον τάφο σου θα γράψω πως μας ενώνει η αγάπη σου.

Για πες μου, όμως: Ο εγγονός σου είπε πως γύρω στις εφτά μπήκε στο σπίτι με την μπάλα και σε είδε. Καθόσουνα μονάχη και σου έκανε:

-- Ουου-ου γιαγιά, και ρίχνοντας την μπάλα στο σαλόνι έφυγε. Ζούσες ακόμη;

Εβλεπες την μπάλα να μπιστάει;

Πόναγες, ήθελες κάτι και δε ζήτησες;

Τότε, τουλάχιστον, παιδί σαν ήμουν, γιατί δε ζήτησες ένα κομμάτι απ' την καρυδόπιτά σου; Κι αφού εσύ δε ζήτησες, γιατί δε σου 'δωσα εγώ; Δεν πρέπει μόνο η δικιά σου αγάπη να 'χει βάθος, πρέπει και των άλλων.

Φοβάμαι, μάνα, ότι δεν έχει βάθος η αγάπη μου. Να φταίει που 'μαι άντρας ή με παραχάιδεψες; Κάποιες φορές αισθάνομαι ότι δεν αγαπώ κανέναν, ούτε τα παιδιά μου. Μετά θυμάμαι εσένα και θέλω να επανορθώσω.

Πες μου. Θες κάτι, μάνα, από μένα

Τι να κάνω; Να συγχωρέσω κείνες τις ψυχές που σε αδίκησαν; Να δίνω πλούσια τα αγαθά να λέω «από τη μάνα μου»; Πριν ένα μήνα στη γιορτή μου είπα στην Τασία να φτιάξει καρυδόπιτα. Σκαλίσαμε και βρήκαμε τη συνταγή σου. Κέρασα φίλους, γείτονες, γνωστούς, τους συναδέλφους στο γραφείο. Ολο τον κόσμο να κεράσω. Εγώ δεν έφαγα...

Γυρνούσα μ' ένα πιατελάκι και δεν ήξερα πού ν' ακουμπήσω το δικό σου το κομμάτι.
***************************************************************************************
13) Ο ΧΩΡΙΑΤΗς ΚΑΙ Η ΜΗΛΙΑ


Ενας χωριατης ειχε στον κηπο του μια μηλια, η οποια δεν εβγαζε φρουτα,
αλλα απλα χρησιμευε σαν κουρνια για τα σπουργιτια και τις ακριδες.
Αποφασισε να την κοψει και αφου πηρε το τσεκουρι του,εδωσε ενα δυνατο
χτυπημα στις ριζες της.Οι ακριδες και τα σπουργιτια το ικετεψαν να μην κοψει
το δενδρο οπου φωλιαζαν, αλλα να το λυπηθει και για ανταλλαγμα θα τον
τραγουδουσαν οποτε δουλευε.
Δεν εδωσε σημασια στο αιτημα τους και εδωσε ενα δευτερο και τριτο χτυπημα
στο δενδρο.Οταν εφτασε στην κουφαλα του δενδρου,βρηκε μια κυψελη
γεματη μελι. Αφου δοκιμασε την κερηθρα,πεταξε το τσεκουρι του και κοιταξε
το δενδρο σαν να ηταν κατι το ιερο και απο τοτε το φροντιζε με μεγαλη
προσοχη.

Μερικους ανθρωπους τους κινει μονο η ιδιοτελεια.


ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ
6ος ΑΙΩΝΑΣ π.χ.
******************************************************************************
14)Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΖΗΛΟΦΘΟΝΟΥ

Ενας πλεονεκτης και ενας ζηλοφθονος συναντησαν τον βασιλια.
Ο βασιλιας τους ειπε ¨ Ο ενας απο σας μπορει να μου ζητησει κατι και εγω
θα του το δωσω, με την προυποθεση οτι θα δωσω το διπλασιο στον αλλον¨
Ο ζηλοφθονος δεν ηθελε να ζητησει πρωτος διοτι ζηλευε το συντροφο του
ο οποιος θα επαιρνε τα διπλασια απο αυτον και ο πλεονεκτης δεν ηθελε
να ζητησει πρωτος αφου δεν χορταινε με τιποτε.
Τελικα ο πλεονεκτης πιεσε τον ζηλοφθονο να ζητησει πρωτος.
Για αυτο και ο ζηλοφθονος ζητησε απο τον βασιλια να του βγαλει το ενα ματι


ΕΒΡΑΙΚΗ ΠΑΡΑΒΟΛΗ
ΤΑ ΕΠΤΑ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΣΟΛΟΜΩΝ ΣΙΜΕΛ 1992
*************************************************************************
15)Οι δυο φίλοι και η αρκούδα ΑΙΣΩΠΟΣ

Κάποτε δυο φίλοι βάδιζαν στον ίδιο δρόμο. Περπατούσαν σε ένα δρόμο άγνωστο μέσα από βουνά και κοιλάδες. Παρόλο που βρισκόταν σε άγνωστο μέρος, ο άντρας ένοιωθε ασφαλής γιατί, ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν μπροστά τους.
Εκεί που περπατούσαν και συζητούσαν για να περάσει η ώρα, ξαφνικά μια αρκούδα παρουσιάστηκε μπροστά τους, στην μέση του δρόμου. Ο ένας άντρας, έτρεξε γρήγορα σε ένα κοντινό δέντρο, άρπαξε ένα κλαδί και σκαρφάλωσε. Έτσι κατάφερε να γλιτώσει από την αρκούδα που δεν τον έβλεπε. Ο άλλος άντρας, έμεινε για μια στιγμή ακίνητος και μετά έπεσε στο έδαφος με σκοπό να υποκριθεί ότι είναι νεκρός.
Το άγριο θηρίο, έτρεξε αμέσως πάνω από τον άντρα που ήταν στο έδαφος, με σκοπό να αρπάξει το θύμα του. Με τα γαμψά αρκουδίσια νύχια της, σήκωσε τον κακόμοιρο άντρα από το έδαφος. Τα πόδια και τα χέρια του άντρα είχαν γίνει, από τον φόβο του, τόσο άκαμπτα και παγωμένα ώστε η αρκούδα νόμισε ότι πραγματικά είχε βρει ένα πτώμα. Έτσι, παρά τον θυμό της, εγκατέλειψε τον άντρα και έφυγε μακριά, για να πάει στην φωλιά της.
Όταν ο άλλος αισθανόταν πλέον ασφαλής αφού δεν έβλεπε την αρκούδα κατέβηκε από τον δέντρο και ρώτησε τον σύντροφο του θέλοντας να κάνει και τον έξυπνο «Πες μου φίλε μου, τι σου είπε η αρκούδα όταν ήσουν ξαπλωμένος, τρέμοντας από τον φόβο; Πρέπει να σου είπε πολλά πράγματα σε αυτήν την μακριά συζήτηση σας».
Κι εκείνος του απάντησε: «Να μην ταξιδεύω από δω και μπρος με φίλους που με εγκαταλείπουν την ώρα του κινδύνου».
***********************************************************************
16) ΤΟ ΓΑΙΔΟΥΡΑΚΙ ΝΑΘΑΝ

Ήταν ένα ζεστό ανοιξιάτικο πρωινό, στην πεδιάδα της Ιουδαίας. Ο φωτεινός ήλιος χάιδευε με τις ζεστές ακτίνες του την νωπή από την πρωινή δροσιά γη, κάνοντάς την να αχνίζει και το κιτρινοκόκκινο χώμα να ευωδιάζει υπέροχα. Ο Νάθαν, το γαϊδουράκι, ορθάνοιξε τα μεγάλα, καστανά μάτια του κι έβγαλε το κεφάλι του από το άνοιγμα του παχνιού, πού έβλεπε στο εσωτερικό της αυλής. Όρθιος κοντά στο μαγκανοπήγαδο στεκόταν το αφεντικό του, ο γέρο-Ιακώβ ο αγωγιάτης, και συζητούσε έντονα μ΄ένα νεαρό ψαρά. Οι δυο άνδρες χειρονομούσαν ζωηρά, σαν να κανόνιζαν την τιμή για το αγώι. «Συνηθισμένο παζάρι», σκέφτηκε ο μικρός Νάθαν κι άνοιξε το στόμα του σε ένα ατέλειωτο χασμουρητό, που το συνόδευαν οι μουσικοί λαρυγγισμοί του.

Άθελά του τράβηξε την προσοχή του ένας όμορφος, γαλήνιος, νέος άνδρας, που παρακολουθούσε την συνομιλία από μία γωνιά. Δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται και πολύ για το αποτέλεσμα, λες κι ο νους του έτρεχε κάπου αλλού. Ήταν ντυμένος απλά, μα αρχοντικά. Τα ρούχα του καθαρά, στα πόδια του τυλιγμένα δερματόπλεχτα σανδάλια. Τα χέρια λεπτά, με μακριά δάκτυλα. Η όλη του εμφάνιση έδειχνε άνθρωπο ευγενικό και καλλιεργημένο. Φαινόταν να κατάγεται από την τάξη των τεχνιτών, ίσως να ήταν ξυλουργός. Είχε μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, που οι σγουροί κυματισμοί τους ακουμπούσαν απαλά στους φαρδείς του ώμους. Δύο όμορφα γαλάζια μάτια στόλιζαν το πρόσωπο με το πλατύ φωτεινό μέτωπο. Η μορφή του αυστηρή, μα καλοσυνάτη. Ο Νάθαν ένιωσε πως από κάπου γνώριζε αυτόν τον Ξένο, μα αγουροξυπνημένος καθώς ήταν, δεν έδωσε εκείνη τη στιγμή συνέχεια στη σκέψη του.

Οι δυο άνδρες δεν άργησαν τελικά να συμφωνήσουν κι έδωσαν τα χέρια. Ο γέρο-Ιακώβ μέτρησε με ικανοποίηση τα δηνάρια που ακούμπησε στη παλάμη του ο ψαράς και κατευθύνθηκε μαζί του στο στάβλο που βρισκόταν ο Νάθαν. Το γαϊδουράκι μας άφησε πρόθυμα να το οδηγήσει ο ψαράς από την τριχιά που ήταν περασμένη στο λαιμό του. Δεν χρειαζόταν πολύ για να μαντέψει την αποστολή του: Είχε συμφωνηθεί να μεταφέρει στην πλάτη του εκείνο τον σιωπηλό άνδρα που στεκόταν παράμερα βυθισμένος στις σκέψεις του. Με ένα πήδημα στο πλάι ο Ξένος βρέθηκε ανεβασμένος στον Νάθαν, που χωρίς να περιμένει κάποιο πρόσταγμα ξεκίνησε. Μια ανηφορική πορεία - για το γαϊδουράκι και τον αναβάτη του - άρχιζε...
***
Βέβαια ο Νάθαν δεν συνήθιζε να σκέπτεται. όταν πήγαινε φορτωμένος σε κάποιο αγώι. Άλλωστε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, η σύντομη ζωή του δεν ήταν και τόσο άσχημη. Ο γέρο-Ιακώβ ήταν καλός και δεν τον κτυπούσε, το παχνί ήταν πάντα ζεστό, το άχυρο στεγνό και ο σανός αρκετός. Τον Νάθαν τον προόριζαν συνήθως για ελαφρά φορτία, αφού ήταν ακόμα ένα μικρό πουλάρι. Μια φορά, ήταν ένα σακί σιτάρι για τον μύλο του κυρ-Ζεβεδαίου του μυλωνά, κάποια άλλη, δυο πήλινα δοχεία με λάδι, προορισμένα για το χάνι του τελώνη Ζακχαίου, εκεί στην άκρη της πόλης. Αλλά και ασκιά με κρασί ανήκαν στα εμπορεύματα, που είχαν μεταφέρει στο παρελθόν οι τρυφερές του πλάτες.

Όμως, αυτή τη φορά τον πλημμύρισε ένα αίσθημα περίεργο, πρωτόγνωρο. Σχεδόν κατάσαρκα στην πλάτη του, χωρίς σαμάρι, μ΄ ένα μάλλινο υφαντό να τον χωρίζει από τον αναβάτη του, μετέφερε τώρα εκείνον τον Ξένο, στον ανηφορικό δρόμο για τα Ιεροσόλυμα, την Άγια Πόλη. Ο Ξένος, με μάλλον συνηθισμένη σωματική διάπλαση, φαινόταν ανάλαφρος. Παρόλα αυτά ο μικρός Νάθαν ένιωθε την σπονδυλική του στήλη να λυγίζει κάτω από το φορτίο του αναβάτη του: «Θα ΄έλεγες πως κουβαλώ όλο το βάρος του κόσμου»,συλλογίστηκε με απορία το μικρό γαϊδουράκι, και με σφιγμένα χείλη αγωνίστηκε να κρατήσει σταθερό τον βηματισμό του στον γλιστερό πλακόστρωτο δρόμο, που οδηγούσε στην πόλη.

Σε άλλη περίπτωση θα βαρυγκομούσε και θα στύλωνε τα λεπτά μπροστινά του πόδια με δύναμη στο έδαφος, χωρίς να κουνηθεί ούτε μια σπιθαμή. Όπως τότε που κάποιοι σκληρόκαρδοι έμποροι από την Σαμάρεια τον είχαν φορτώσει με δυο βαριά σακιά χοντρό αλάτι και τον χτυπούσαν με τις βέργες της λυγαριάς. Μόνο που τώρα, χωρίς να ξέρει καν το γιατί, αισθανόταν πως δεν υπήρχε κανένας λόγος για τέτοια πείσματα. Θες το τρυφερό χέρι του Ξένου, πού χάιδευε το κεφαλάκι του ανάμεσα στα μεγάλα μυτερά αυτιά του, θες η ήρεμη βελούδινη φωνή του, καθώς σιγοψιθύριζε Ψαλμούς του Δαβίδ, γέμιζαν την καρδιά του μικρού Νάθαν με μια ανείπωτη γαλήνη, με μια ανεξήγητη καρτερία και υπομονή. Ένιωθε πως δεν ήθελε ποτέ να τελειώσει αυτό το ταξίδι, να μη κατέβει ποτέ από πάνω του εκείνος ο Ξένος. Μα πάνω από όλα, ήταν εκείνη η λάμψη, που είχε μαγέψει το γαϊδουράκι, εκείνο το υπερκόσμιο λαμπερό φως, που φώτιζε τα πάντα γύρω του, ένα φως άκτιστο, που λες και κατέβαινε απευθείας απ΄ του ουρανού τα βάθη για να καλύψει το πρόσωπο του Ξένου και -για όσους έβλεπαν με τα μάτια της καρδιάς- ολάκερη την Πλάση γύρω.

***

Κι όπως άκουγε τις οπλές του να ηχούν ρυθμικά στο πλακόστρωτο, άρχισε άθελά του να θυμάται - χωρίς να ξέρει το γιατί - την διήγηση της μητέρας του για το Βρέφος του Φωτός και της Γαλήνης, που τόσες φορές του είχε επαναλάβει τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες.

«Ήταν εκείνη την παγωμένη νυχτιά στη Βηθλεέμ», συνήθιζε να αρχίζει την διήγησή της η μητέρα του Νάθαν, «όταν άνοιξε ξαφνικά στα άγρια μεσάνυχτα η ξύλινη πόρτα του στάβλου. Όλα τα ζώα ένιωσαν την παγωμένη ανάσα του αέρα και στριμώχτηκαν ακόμα πιο κοντά, χαρίζοντας το ένα στο άλλο την ζεστασιά του. Ανάμεσά τους, μικρό γαϊδουράκι τότε κι αυτή, η μητέρα του. Στην αστροφεγγιά που χάριζε χλωμό το φως της, διαγράφονταν στην ανοιχτή πόρτα οι σκιές από ένα νεαρό ζευγάρι ανθρώπων. Φαίνονταν νά΄ναι κατάκοποι, από ταξίδι μακρινό. Η γυναίκα ταλαιπωρημένη και χλωμή, με ένα γλυκό πρόσωπο συσπασμένο από τους πόνους της γέννας, που κοντοζύγωνε. Ο άνδρας ανήσυχος, ταραγμένος, με μέτωπο αυλακωμένο από τις ρυτίδες που χαράζει η έγνοια κι η αγωνία. Τόπο ζητούσαν να ξαποστάσουν, να αναπαυθούν. Μια γωνιά για να ξαπλώσει η νεαρή γυναίκα το κουρασμένο σώμα της, να ακουμπήσει το νεογέννητο, μιας και η ώρα της γέννας κόντευε. Οι κοφτές ανάσες της γυναίκας ακούγονταν όλο και πιο σύντομες, όλο και πιο βαθιές. Όλα έδειχναν πως τα ζώα θα΄ πρεπε να μοιραστούν το παχνί τους με ένα ακόμα ένοικο. Και πραγματικά: Σαν από ένα ένστικτο αρχέγονο τα ζώα τραβήχτηκαν σε μια γωνιά, ναι στα αλήθεια, το γαϊδουράκι, το βόδι και τα πρόβατα έκαναν τόπο για το νεογέννητο και την βασανισμένη μητέρα του. Κι αυτή, κάνοντας στρώμα τα άχυρα και τα ξερόχορτα του παχνιού, έστρωσε καταγής τον λευκό της μάλλινο μανδύα και με ότι κουρέλια της είχαν απομείνει, τύλιξε στοργικά το γυμνό κορμάκι του Βρέφους. Για τα ζώα το γεγονός της γέννησης ενός ανθρώπου ανάμεσά τους ήταν κάτι το εντυπωσιακό. ΄Έτσι ασυναίσθητα σχημάτισαν ένα κύκλο γύρω από την θέση, που είχε ετοιμάσει η ετοιμόγεννη. Εκείνη τη στιγμή της γέννας τα ζώα έδειξαν την συμπόνια τους, πλησίασαν και έσκυψαν με τα κεφαλάκια τους να δουν το νεογέννητο της φάτνης και να το ζεστάνουν με τα χνώτα τους. Τι όμορφο βρέφος ήταν! Τι γαλήνιο πρόσωπο που είχε! Κι εκείνο το διάχυτο φως, το υπερκόσμιο, τι ανείπωτη λαμπρότητα.! Όλη η σπηλιά έλαμψε με μιας, λες και την είχαν φωτίσει ξαφνικά χιλιάδες ήλιοι», διηγιόταν η μητέρα του Νάθαν. «Ήταν μια ασύγκριτη, ανεπανάληπτη εμπειρία για όλη τη φύση όλα τα ζώα είχαν νιώσει θαρρείς κάποιο σωτήριο γεγονός και το πρόσωπο του θείου Βρέφους είχε σφραγίσει για πάντα την καρδιά και τη μνήμη τους, το βίωμα της θείας γέννησης είχε ποτίσει και το τελευταίο τους κύτταρο».

Ένα δάκρυ, θυμάται, είχε γεμίσει τότε τα όμορφα καστανά μάτια της μητέρας του κι είχε γίνει σταγόνα μαργαριτάρι πού στάθηκε στην άκρη του βλέφαρου της, σαν αισθάνθηκε το μικρό χεράκι του απροστάτευτου Βρέφους να της χαϊδεύει την μουσούδα, σαν να ήθελε να πει το δικό του ευχαριστώ για την ζεστασιά που του πρόσφερε...

***

Απορροφημένος στις σκέψεις που του δημιούργησε η ανάμνηση από τη διήγηση της μητέρας του,ο μικρός Νάθαν άρχισε να τρικλίζει κάτω από το δυνατό ανοιξιάτικο ήλιο. Τι τον έκανε να θυμηθεί αυτή την ιστορία, τώρα; Ποια σχέση μπορούσε να έχει εκείνο το Βρέφος της Βηθλεέμ με αυτόν τον Ξένο της Ιερουσαλήμ; Ανεξήγητο συναίσθημα. Κι όμως, το ίδιο αίσθημα Γαλήνης, το ίδιο άπλετο Φως, η ίδια τρυφερότητα του χεριού που ακουμπούσε όλη την ώρα στο κεφαλάκι του Νάθαν. Ναι, δεν έκανε λάθος ! Στα βάθη της ύπαρξής του ένιωθε, πως δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Ο Ξένος της Ιερουσαλήμ και το Βρέφος της Βηθλεέμ είχαν με βεβαιότητα κάτι κοινό μεταξύ τους. Το ένστικτο των ζώων, η αγνή και ταπεινή φύση δεν έκανε λάθος !

Ο Νάθαν με τον αναβάτη του έφτασαν τώρα στην Άγια Πόλη. Πέρασαν την μεγάλη Πύλη και τράβηξαν τον δρόμο για την αγορά. Μα τι ήταν αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του; Πανηγύρι χαράς ! Οι άνθρωποι, πλήθος αμέτρητο και ασυγκράτητο, είχαν ξεχυθεί στους δρόμους να προϋπαντήσουν την μικρή συντροφιά. Με χαρούμενες φωνές κι αλαλαγμούς περικύκλωσαν το γαϊδουράκι και τον αναβάτη του, ενώ ανέμιζαν στα χέρια τους κλαδιά από φοινικόδεντρα και βάγια. «Ωσαννά, ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», ακούγονταν κραυγές χαράς από κάθε στόμα. Το γαϊδουράκι μας στην αρχή τρόμαξε. Στύλωσε τα μυτερά αυτιά του προς τα μπρος κι αφουγκράστηκε τις ιαχές του πλήθους. Όλα του φαίνονταν απειλητικά. Μα η βελούδινη φωνή του αναβάτη του, που έσκυψε τρυφερά από πάνω του, το ησύχασε. «Μη φοβάσαι, Νάθαν», του έλεγε. «Σήμερα με αγαπούν και με δοξολογούν, αύριο θα με μισούν και θα φωνάζουν «σταυρώστε τον». Μη φοβάσαι, όπως δεν φοβήθηκε και η μανούλα σου τις άγριες φωνές των στρατιωτών του Ηρώδη, που με καταδίωκαν, όταν αυτή με φυγάδευε στην Αίγυπτο». «Τον Πόνο τον διαδέχεται η Χαρά και τον Σταυρό η Ανάσταση. Μη φοβάσαι !»...


Τι λόγια παράξενα ήταν αυτά που άκουγε; Και πώς ο Ξένος γνώριζε το όνομά του; Κι αυτό πάλι, με την φυγή στην έρημο της Αιγύπτου; Ποιος θα μπορούσε να του το έχει πει ; Τώρα ο Νάθαν ήταν πια σίγουρος για την ταυτότητα του αναβάτη του. Τι μικρός που ήταν ο κόσμος λοιπόν, σκέφτηκε. Εκείνος, για τον οποίον η μανούλα του είχε πει, πως είχαν έλθει σοφοί και βασιλιάδες να τον προσκυνήσουν σαν μεγάλο του Κόσμου Βασιλιά, έμπαινε σήμερα θριαμβευτής και με βασιλικές τιμές στην Ιερουσαλήμ, κι αυτός, ο μικρός Νάθαν το γαϊδουράκι, είχε την τιμή, να Τον κουβαλά στη πλάτη του!

Στη σκέψη αυτή ο Νάθαν σήκωσε περήφανα το κεφάλι του, τέντωσε αποφασιστικά τα μεγάλα του αυτιά και προχώρησε με βήμα θριαμβευτικό ανάμεσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε.

Έτσι έφτασαν στην αγορά. Εδώ όμως τέλειωνε και το αγώι. Ούτε που το κατάλαβε ο μικρός Νάθαν για πότε τα ξετρελαμένα πλήθη σήκωσαν και πήραν στον ώμο τους τον δικό του Ξένο, που γρήγορα χάθηκε στην αγκαλιά τους.«Τι κρίμα», συλλογίστηκε ο Νάθαν. Σε μια στιγμή είχε ξεχάσει τον κόπο της πορείας και το αβάσταχτο βάρος του φορτίου. ΄Ένας γλυκός πόνος γέμιζε την καρδιά του. Πόσο θα ΄θελε να ξανασυναντήσει τον Ξένο! Πολύ αργά. Το τράβηγμα της τριχιάς στο λαιμό του τον γύρισε βίαια πίσω στην πραγματικότητα. Κάποιο νέο αγώι περίμενε..

***

Όταν μετά από λίγες μέρες το γαϊδουράκι Νάθαν τραβούσε - στο νέο του αγώι - για το πλακόστρωτο του Γολγοθά, φορτωμένο με ένα βαρύ καλάθι γεμάτο καρφιά και σφυριά, δεν μπορούσε ποτέ να πιστέψει πως θα συναντούσε και πάλι τον αγαπημένο του Ξένο.

Μα τι τραγικό θέαμα αντίκριζαν τώρα τα μεγάλα καστανά μάτια του! Που ήταν το κάλλος, η ομορφιά και η αρχοντιά του χτεσινού αναβάτη; Τα λινά του ρούχα ξεσκισμένα και στους ώμους του ριγμένη μια κόκκινη ματωμένη χλαμύδα, τα μεγάλα τρυφερά χέρια του δεμένα σφιχτά με ένα δερμάτινο λουρί και το φαρδύ του μέτωπο γδαρμένο από ένα αγκάθινο στεφάνι, μπηγμένο με βία στο κεφάλι του. Μόνο εκείνο το πρόσωπο, το Πρόσωπό Του, έμενε πάντα τόσο γαλήνιο, τόσο φωτεινό.

Το πλήθος που χτες Τον υποδεχόταν με τιμές βασιλικές, ανέβαζε τώρα τον Ξένο σαν κοινό εγκληματία στον Σταυρό! Το γαϊδουράκι Νάθαν ένιωσε το αίμα του να παγώνει στις φλέβες του και την καρδιά του να σταματά από του πόνου το ασήκωτο βάρος. Κι ας είχαν πάρει από επάνω του το καλάθι με τα καρφιά και τα σφυριά, ποιος ξέρει για ποιόν προορισμένα...

***

Στην κορφή του λόφου είχαν από νωρίς στηθεί οι τρεις σταυροί. Στη βάση τους, ένα πλήθος αργόσχολων περίεργων τριγύριζε και περιγελούσε τους μελλοθάνατους. Σε κάποιο παλούκι δεμένος, ο μικρός Νάθαν, παρακολουθούσε άθελά του τις σκηνές της βαρβαρότητας που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του και η αγνή του καρδιά δεν έβρισκε εξήγηση για την σκληρότητα των ανθρώπων. Γύρισε το κεφάλι του να μη βλέπει. Και ξαφνικά ένιωσε τη ματιά του να διασταυρώνεται με αυτή του Εσταυρωμένου. Ναι, ήταν βέβαιο, ο Ξένος τον είχε αναγνωρίσει! Το γαϊδουράκι αισθάνθηκε το βελούδινο βλέμμα Του να το χαϊδεύει τρυφερά, παρ΄ όλο τον πόνο που σίγουρα θα υπέφερε. Είδε τα χείλη του αγαπημένου του Ξένου, να κινούνται αδύναμα, σαν κάτι να του ψιθύριζαν. Του φάνηκε πως έλεγε «Άφησέ τους, συγχώρα τους, πατέρα μου, δεν γνωρίζουν τι κάνουν».

Ο Νάθαν δεν ήταν σίγουρος, αν άκουσε σωστά. Στο στήθος του οι παλμοί της καρδιάς του δυνάμωναν από την οργή, σαν τα κύματα της θάλασσας που τά΄πιασε ο απότομος βοριάς. Αναστέναξε κι ένιωσε πως στέναζε μαζί του η φύση ολάκερη για τα βάσανα του Αθώου. Ήταν όμως ανώφελο. Το γαϊδουράκι μας ήταν ανήμπορο μπροστά στην ανθρώπινη κακία και όσο και να το λαχταρούσε, δεν ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει Εκείνον, αυτό, ένα τόσο ασήμαντο πουλαράκι.

Και ξάφνου είδε τον ουρανό μεσημεριάτικα να σκοτεινιάζει και τη γη να σείεται συθέμελα. Μια αστραπή ξέσχισε το στερέωμα και φάνηκε να καρφώνεται με βία στην βάση του Σταυρού. Τότε έγινε η οδύνη του λυγμός κι ένα μεγάλο δάκρυ γέμισε τα όμορφα καστανά του μάτια και στάθηκε σαν σταγόνα μαργαριτάρι στην άκρη των βλεφάρων. «Μη φοβάσαι», άκουσε πάλι μέσα του την γλυκιά φωνή του Ξένου να τον καθησυχάζει, «τον Πόνο διαδέχεται η Χαρά και τον Σταυρό η Ανάσταση. Μη φοβάσαι και μην απελπίζεσαι...»

Κι έγινε μεμιάς το δάκρυ εκείνο, το δάκρυ της Χαρμολύπης, το δάκρυ μιας χαράς ελπιδοφόρας, που διαδέχεται τον πόνο, μιας Αναστάσιμης Χαράς που έρχεται και διώχνει την θλίψη του Σταυρού.

***

Από εκείνη την στιγμή - λένε τα παλιά βιβλία - όλοι οι απόγονοι του Νάθαν, του μικρού πουλαριού κάτω από τον Σταυρό, έχουν για μόνιμο στολίδι τους μια μαργαριταρένια σταγόνα από το δάκρυ της Χαρμολύπης στα όμορφα καστανά μάτια τους. Κι΄εκείνο το σημάδι του σταυρού στην πλάτη, από τους ώμους μέχρι την ουρά.

Λένε πως σχηματίστηκε από την σκιά του Σταυρού, που έριξε επάνω του το φως της αστραπής, την ώρα που τα πικραμένα χείλη του τόσο γνώριμου κι αγαπημένου Ξένου ψέλλιζαν: «Τετέλεσται».

Αν συναντήσετε ποτέ στο δρόμο σας κάποιο γαϊδουράκι, κοιτάξτε προσεκτικά στα μάτια του να δείτε, αν υπάρχει το μαργαριταρένιο δάκρυ της Χαρμολύπης και αν στην πλάτη του έχει χαραγμένο το σύμβολο του Σταυρού. ΄Αν τα ανακαλύψετε όλα αυτά, σίγουρα είστε τυχεροί, αφού θα έχετε συναντήσει κάποιον απόγονο του μικρού Νάθαν, που για λίγες μόνο ώρες πήρε στους ώμους του το βάρος όλου του Κόσμου και το απόθεσε στον Σταυρό...
*******************************************************************