Λογοτεχνία 3

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ



Πήγε με τους άλλους τροφίμους στην τραπεζαρία, έφαγε ό,τι του έφεραν και βγήκε για τον υποχρεωτικό περίπατο στον κήπο. Κατά τη διάρκεια της «ηλιοθεραπείας» (εκείνη τη μέρα η θερμοκρασία ήταν υπό του μηδενός) προσπάθησε να πλησιάσει τη Μαρί. Όμως εκείνη έδειχνε να θέλει να μείνει μόνη. Δε χρειαζόταν να του πει τίποτα, αφού ο Έντουαρντ γνώριζε αρκετά από μοναξιά, ώστε να ξέρει να τη σέβεται.

Ένας νεοφερμένος τρόφιμος τον πλησίασε. Δεν πρέπει να γνώριζε ακόμη κανέναν.

«Ο Θεός τιμώρησε την ανθρωπότητα», έλεγε. «Την τιμώρησε με την πανούκλα. Εγώ όμως τον είδα στα όνειρα μου· μου ζήτησε να έρθω να σώσω τη Σλοβενία».

Ο Έντουαρντ άρχισε να απομακρύνεται, ενώ ο άνθρωπος ούρλιαζε:

«Νομίζεις ότι είμαι τρελός; Τότε διάβασε τα ευαγγέλια! Ο Θεός έστειλε τον Υιό Του και ο Υιός Του έρχεται για δεύτερη φορά!»





Όμως ο Έντουαρντ δεν τον άκουγε πια. Κοιτούσε τα βουνά απέξω και αναρωτιόταν τι του συνέβαινε. Γιατί ήθελε να φύγει από κει, αν είχε βρει επιτέλους τη γαλήνη που γύρευε; Γιατί να ρισκάρει να ντροπιάσει και πάλι τους γονείς του, αφού είχαν πια λυθεί όλα τα οικογενειακά προβλήματα τους; Άρχισε να νιώθει νευρικότητα, πηγαίνοντας πέρα δώθε και περιμένοντας να βγει η Μαρί απ' τη βουβαμάρα της, για να μπορέσουν να μιλήσουν - αλλά αυτή έμοιαζε πιο απόμακρη από ποτέ.





Ήξερε πώς να δραπετεύσει από τη «Βιλέτ» - όσο αυστηρό κι αν φαινόταν το σύστημα ασφαλείας, είχε πολλά κενά- απλούστατα επειδή, όταν έμπαιναν μέσα, οι άνθρωποι δεν είχαν καμιά όρεξη να βγουν πάλι έξω. Υπήρχε ένας τοίχος απ' τη δυτική μεριά στον οποίο μπορούσε να σκαρφαλώσει χωρίς μεγάλη δυσκολία, αφού ήταν γεμάτος σχισμάδες· όποιος αποφάσιζε να τον προσπεράσει θα βρισκόταν ύστερα σε μια πεδιάδα και -πέντε λεπτά αργότερα, κατευθυνόμενος βόρεια- θα συναντούσε ένα δρόμο που οδηγεί στην Κροατία. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, τα αδέρφια ήταν και πάλι αδέρφια, τα σύνορα δε φυλάσσονταν πια όπως πριν με λίγη τύχη θα μπορούσε να είναι σε λίγες ώρες στο Βελιγράδι.

Ο Έντουαρντ είχε βρεθεί πολλές φορές σ' αυτό το δρόμο, αλλά πάντα αποφάσιζε να γυρίσει, επειδή δεν είχε ακόμη πάρει κάποιο σημάδι που να του λέει να προχωρήσει. Τώρα τα πράγματα διέφεραν: το σημάδι είχε έρθει με τη μορφή μιας κοπέλας με πράσινα μάτια, καστανά μαλλιά και τη φοβισμένη συμπεριφορά του ανθρώπου που πιστεύει ότι ξέρει τι θέλει.

Ο Έντουαρντ σκέφτηκε να πάει κατευθείαν στον τοίχο, να βγει από κει και να μην τον ξαναδεί κανείς στη Σλοβενία. Όμως η κοπέλα κοιμόταν και ο Έντουαρντ ήθελε τουλάχιστον να την αποχαιρετίσει.





Μετά την ηλιοθεραπεία η «Αδελφότητα» συγκεντρώθηκε στο σαλόνι, όπου πήγε και ο Έντουαρντ.

«Τι κάνει εδώ αυτός ο τρελός;» ρώτηρε ο μεγαλύτερος της ομάδας.

«Άσ' τον», είπε η Μαρί. «Κι εμείς τρελοί είμαστε».

Όλοι γέλασαν και άρχισαν να κουβεντιάζουν για τη συζήτηση της προηγουμένης μέρας. Το ερώτημα ήταν: Μπορούσε πραγματικά ο σουφιστικός διαλογισμός να αλλάξει τον κόσμο; Διατυπώθηκαν θεωρίες, προτάσεις, τρόποι χρήσης, αντίθετες ιδέες, κριτικές κατά του ομιλητή, τρόποι να βελτιωθεί ό,τι δοκιμαζόταν εδώ και πολλούς αιώνες.

Ο Έντουαρντ είχε βαρεθεί αυτού του είδους τις συζητήσεις. Άνθρωποι που κλείνονταν σ' ένα ίδρυμα και έσωζαν από κει τον κόσμο, χωρίς να χρειαστεί να διακυβεύσουν τίποτα - επειδή ήξεραν ότι έξω όλοι θα τους αποκαλούσαν γελοίους, ακόμη και αν είχαν υιοθετήσει πολύ ρεαλιστικές ιδέες.

Ο καθένας από εκείνους τους ανθρώπους είχε μια ιδιαίτερη θεωρία για όλα και πίστευε ότι η δική του αλήθεια ήταν η μόνη σημαντική· περνούσαν μέρες, νύχτες, βδομάδες και χρόνια συζητώντας, χωρίς ποτέ να αποδεχτούν τη μοναδική αλήθεια πίσω από κάθε ιδέα: είτε καλή είτε κακή, υπάρχει μόνο όταν κάποιος προσπαθήσει να τη θέσει σε εφαρμογή.

Τι ήταν ο σουφιστικός διαλογισμός; Τι ήταν ο Θεός; Τι ήταν η σωτηρία - αν πράγματι ο κόσμος είχε ανάγκη να σωθεί, Τίποτα Αν όλοι εκεί -και απέξω- ζούσαν τη ζωή τους και άφηναν τους άλλους να κάνουν το ίδιο, ο Θεός θα βρισκόταν κάθε στιγμή σε κάθε κόκκο σινάπεως, στο συννεφάκι που εμφανίζεται και διαλύεται το επόμενο λεπτό. Εκεί βρισκόταν ο Θεός, αλλά και πάλι οι άνθρωποι πίστευαν ότι έπρεπε να συνεχίσουν να ψάχνουν, επειδή τους φαινόταν υπερβολικά αφελές να δεχτούν ότι η ζωή ήταν μια πράξη πίστης.

Θυμήθηκε την τόσο πολύ απλή, απλοϊκή, άσκηση που άκουσε να διδάσκει ο σουφιστής δάσκαλος, ενώ περίμενε τη Βερόνικα να γυρίσει στο πιάνο: να κοιτάξουν ένα τριαντάφυλλο. Χρειαζόταν τίποτα περισσότερο;

Ακόμη και μετά την εμπειρία του διαλογισμού και αφού έφτασαν τόσο κοντά στα οράματα του Παραδείσου, κάθονταν και συζητούσαν, επιχειρηματολογούσαν, κατέκριναν και δημιουργούσαν θεωρίες.

Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό της Μαρί. Εκείνη το απέφυγε, αλλά ο Έντουαρντ ήταν αποφασισμένος να τελειώνει μια και καλή μ' αυτή την κατάσταση.

Την πλησίασε και την έπιασε απ' το χέρι.

«Σταμάτα, Έντουαρντ».

Μπορούσε να της πει: «Έλα μαζί μου». Όμως δεν ήθελε να το κάνει μπροστά σ' όλους εκείνους που θα έμεναν έκπληκτοι απ' τη σταθερότητα της φωνής του. Γι' αυτό, προτίμησε να γονατίσει και να την ικετέψει με τα μάτια.

Άντρες και γυναίκες γέλασαν.

«Σ' έχει κάνει αγία, Μαρί», σχολίασε κάποιος. «Φταίει ο χτεσινός διαλογισμός».

Όμως τα τόσα χρόνια σιωπής του Έντουαρντ τον είχαν μάθει να μιλάει με τα μάτια· ήταν ικανός να περνάει μέσα τους όλη την ενέργεια του. Όπως ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η Βερόνικα είχε αντιληφθεί την τρυφερότητα και την αγάπη του, έτσι ήξερε και ότι η Μαρί θα καταλάβαινε την απελπισία του, επειδή την είχε μεγάλη ανάγκη.

Εκείνη αντιστάθηκε ακόμη λίγο. Τέλος, τον σήκωσε και τον πήρε απ' το χέρι.

«Πάμε να κάνουμε μια βόλτα», του είπε. «Είσαι ταραγμένος».





Ξαναβγήκαν μαζί στον κήπο. Μόλις έφτασαν σε ασφαλή απόσταση, βέβαιοι ότι κανείς δεν άκουγε τι έλεγαν, ο Έντουαρντ έσπασε τη σιωπή.

«Είμαι χρόνια στη "Βιλέτ"», είπε. «Έπαψα να ντροπιάζω τους γονείς μου, παράτησα τις φιλοδοξίες μου, αλλά τα οράματα του Παραδείσου παρέμειναν ίδια».

«Το ξέρω αυτό», απάντησε η Μαρί. «Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Και ξέρω που το πας: είναι ώρα να φύγεις».

Ο Έντουαρντ κοίταξε τον ουρανό· να ένιωθε και εκείνη όπως αυτός;

«Κι αυτό εξαιτίας της κοπέλας», συνέχισε η Μαρί. «Έχουμε δει πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν εδώ, πάντα στη στιγμή που δεν το περίμεναν και γενικά αφού είχαν πια παραιτηθεί απ' τη ζωή. Όμως, τώρα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό με μια νέα, όμορφη, υγιή κοπέλα - που έχει τόσα να ζήσει ακόμη στη ζωή της.

»Η Βερόνικα είναι η μόνη που δε θα ήθελε να μείνει για πάντα στη "Βιλέτ". Κι αυτό μας έκανε να αναρωτηθούμε: Κι εμείς; Τι γυρεύουμε εδώ;»

Ο Έντουαρντ έγνεψε καταφατικά,

«Πραγματικά, χτες το βράδυ, κι εγώ αναρωτήθηκα τι κάνω σ' αυτό το ψυχιατρείο. Και σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να βρισκόμουν στην παραλία, στις Τρεις Γέφυρες, στην αγορά μπροστά στο θέατρο αγοράζοντας μήλα και κουβεντιάζοντας για τον καιρό. Βέβαια θα με ταλάνιζαν πράγματα που έχω πια λησμονήσει, όπως απλήρωτοι λογαριασμοί, φασαρίες με τους γείτονες, ειρωνικά βλέμματα ανθρώπων που δε με καταλαβαίνουν, μοναξιά, απαιτήσεις των παιδιών μου. Όμως πιστεύω ότι όλα αυτά είναι μέρος της ζωής και το τίμημα που πληρώνεις αν αναγνωρίσεις ως τέτοια αυτά τα μικροπροβλήματα είναι μικρότερο από το τίμημα που πληρώνεις για να τα αντιμετωπίσεις.

«Σκέφτομαι να πάω σήμερα στο σπίτι του πρώην άντρα μου μόνο και μόνο για να του πω "ευχαριστώ". Τι λες;»

«Τίποτα. Να πάω άραγε στο σπίτι των γονιών μου και να πω το ίδιο;»

«Ίσως. Κατά βάθος, η ευθύνη για ό,τι μας συμβαίνει στη ζωή είναι αποκλειστικά δική μας. Πολλοί άνθρωποι πέρασαν τις ίδιες δυσκολίες με μας και αντέδρασαν διαφορετικά. Εμείς αναζητήσαμε το πιο εύκολο: μια ξεχωριστή πραγματικότητα».

Ο Έντουαρντ ήξερε ότι η Μαρί είχε δίκιο.

" «Θέλω πολύ να ξαναρχίσω να ζω, Έντουαρντ. Να διαπράξω τα λάθη που πάντα ήθελα να κάνω, αλλά ποτέ δεν είχα το κουράγιο. Να αντιμετωπίσω τον πανικό που μπορεί να ξαναεμφανιστεί, αλλά η παρουσία του ίσα που θα μ' ενοχλεί, επειδή ξέρω ότι δεν πρόκειται να πεθάνω ή να λιποθυμήσω εξαιτίας του. Μπορώ να κάνω καινούριους φίλους και να τους μάθω να είναι τρελοί, για να γίνονται έτσι σοφοί. Θα τους πω να μην ακολουθούν το εγχειρίδιο της καλής συμπεριφοράς, να ανακαλύψουν την προσωπική ζωή τους, τις επιθυμίες και τις περιπέτειές τους και να ΖΗΣΟΥΝ! Θα αναφέρομαι στον Εκκλησιαστή για τους καθολικούς, στο Κοράνι για τους ισλαμιστές, στην Τορά για τους Ιουδαίους, στα κείμενα του Αριστοτέλη για τους άθεους. Δε θέλω να ξανακάνω ποτέ τη δικηγόρο, αλλά μπορώ να χρησιμοποιήσω την εμπειρία μου για να δίνω διαλέξεις σχετικά με ανθρώπους που γνώρισαν την αλήθεια της ύπαρξής αυτού του είδους και τα γραπτά των οποίων μπορούν να συνοψιστούν σε μια μόνο λέξη: "Ζήστε". Αν ζήσεις εσύ, ο Θεός θα ζήσει μαζί σου. Αν εσύ αρνηθείς να πάρεις τα ρίσκα σου, Εκείνος θα επιστρέφει στον απώτατο Ουρανό και θα παραμείνει απλά και μόνο θέμα φιλοσοφικών συζητήσεων.

»Όλος ο κόσμος το ξέρει αυτό. Όμως κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα, ίσως από φόβο μήπως τον πουν τρελό. Τουλάχιστον αυτό το φόβο εμείς δεν τον έχουμε, Έντουαρντ. Περάσαμε ήδη από τη "Βιλέτ"».

«Δε θα μπορούμε μόνο να κατέβουμε υποψήφιοι για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Η αντιπολίτευση θα εκμεταλλευόταν πολύ το παρελθόν μας!»

Η Μαρί γέλασε και συμφώνησε:

«Με κούρασε αυτή η ζωή. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να ξεπεράσω το φόβο μου, αλλά βαρέθηκα την "Αδελφότητα", αυτό τον κήπο, τη "Βιλέτ" και το να προσποιούμαι την τρελή».

«Αν το κάνω εγώ, θα το κάνεις κι εσύ;»

«Δε θα το κάνεις».

«Σχεδόν το έκανα πριν από λίγα λεπτά».

«Δεν ξέρω. Με κούρασαν όλα αυτά, αλλά έχω πια συνηθίσει».

«Όταν μπήκα εδώ με τη διάγνωση "σχιζοφρένεια", πέρασες μέρες και μήνες φροντίζοντάς με και μου συμπεριφερόσουν όπως ταιριάζει σ' έναν άνθρωπο. Κι εγώ συνήθιζα με τη ζωή που είχα αποφασίσει να ζήσω, με την άλλη πραγματικότητα που δημιούργησα, αλλά εσύ δε μ' άφησες.

»Τότε σε μίσησα, αλλά σήμερα σ' αγαπώ. Θέλω να φύγεις από τη "Βιλέτ", Μαρί, όπως εγώ βγήκα από το δικό μου, ξεχωριστό κόσμο».

Η Μαρί απομακρύνθηκε χωρίς να δώσει απάντηση.

Στη μικρή -και χωρίς αναγνώστες- βιβλιοθήκη της «Βιλέτ», ο Έντουαρντ δε βρήκε ούτε το Κοράνι ούτε τον Αριστοτέλη ούτε τους άλλους φιλοσόφους που είχε αναφέρει η Μαρί. Βρήκε όμως το κείμενο ενός ποιητή:

Γι' αυτό είπε σε μένα τον ίδιο:

«Η τύχη του άφρονα θα είναι και δική μου».

Πήγαινε, τρώγε το ψωμί σου με χαρά

και πίνε με ηδονή το κρασί σου,

επειδή ο Θεός δέχτηκε κιόλας τα έργα σου.

Να είναι λευκά τα ιμάτια σου όλο τον καιρό

και να μη λείπει το άρωμα απ' το κεφάλι σου.

Απόλαυσε τη ζωή με την αγαπημένη

όλες τις μάταιες μέρες σου

πoυ ο Θεός σού παραχώρησε κάτω απ' τον ήλιο.

Γιατί αυτή είναι η μερίδα που έχεις στη ζωή

και στη δουλειά, ο μόχθος σου κάτω απ' τον ήλιο.

Ακολούθα τα μονοπάτια της καρδιάς σου

και τον πόθο των ματιών σου,

ξέροντας ότι ο Θεός θα σου ζητήσει λογαριασμό.





«Ο Θεός θα ζητήσει λογαριασμό στο τέλος», είπε δυνατά ο Έντουαρντ. «Κι εγώ θα πω: "Για κάμποσο καιρό στη ζωή μου κάθισα να βλέπω τον άνεμο, λησμόνησα να σπείρω, δεν απόλαυσα τις μέρες μου, ούτε καν ήπια το κρασί που μου πρόσφεραν. Όμως μια μέρα έκρινα τον εαυτό μου έτοιμο και γύρισα στη δουλειά μου. Διηγήθηκα στους ανθρώπους τα οράματα μου για τον Παράδεισο, όπως έκαναν πριν από μένα ο Μπος, ο Βαν Γκογκ, ο Βάγκνερ, ο Μπετόβεν, ο Αϊνστάιν και άλλοι τρελοί". Βέβαια, Εκείνος θα πει ότι έφυγα από το ίδρυμα για να μη δω μια κοπέλα να πεθαίνει, μα αυτή θα είναι εκεί πάνω, στον ουρανό, και θα παρέμβει για χάρη μου».

«Τι λες εκεί;» τον διέκοψε ο υπεύθυνος της βιβλιοθήκης.

«Θέλω να φύγω από τη "Βιλέτ" αμέσως», απάντησε ο Έντουαρντ με τον τόνο της φωνής του πιο ανεβασμένο απ' ό,τι συνήθως. «Έχω πράγματα να κάνω».

Ο υπάλληλος πάτησε ένα κουδούνι και σε λίγο εμφανίστηκαν δυο νοσοκόμοι.

«Θέλω να φύγω», επανέλαβε ταραγμένος ο Έντουαρντ. «Είμαι καλά, αφήστε με να μιλήσω με το δόκτορα Ιγκόρ».

Όμως οι δυο άντρες τον είχαν κιόλας αρπάξει, ένας από κάθε χέρι. Ο Έντουαρντ προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τα χέρια των νοσοκόμων, αν και ήξερε ότι ήταν ανώφελο.

«Σε πιάνει κρίση, ηρέμησε», είπε ο ένας. «Θα σε φροντίσουμε».

Ο Έντουαρντ άρχισε να χτυπιέται.

«Αφήστε με να μιλήσω με το δόκτορα Ιγκόρ. Έχω πολλά να του πω. Είμαι σίγουρος ότι θα καταλάβει!»

Οι δυο άντρες τον τραβούσαν κιόλας προς το θάλαμο.

«Αφήστε με!» ούρλιαζε. «Αφήστε με να μιλήσω τουλάχιστον ένα λεπτό!»

Ο δρόμος για το θάλαμο περνούσε μέσα απ' την αίθουσα όπου ήταν μαζεμένοι όλοι οι άλλοι τρόφιμοι. Ο Εντουαρντ χτυπιόταν και η ατμόσφαιρα άρχισε να γεμίζει ένταση.

«Αφήστε τον ήσυχο! Είναι τρελός!»

Μερικοί γελούσαν, άλλοι χτυπούσαν με τα χέρια τα τραπέζια και τις καρέκλες.

«Εδώ είναι άσυλο! Κανείς δεν είναι αναγκασμένος να συμπεριφέρεται όπως εσείς!»

Ο ένας από τους νοσοκόμους ψιθύρισε στον άλλο:

«Πρέπει να τους φοβίσουμε, αλλιώς σε λίγο η κατάσταση θα γίνει ανεξέλεγκτη».

«Ένας τρόπος υπάρχει μόνο».

«Δε θα αρέσει στο δόκτορα Ιγκόρ».

«Χειρότερα θα είναι να δει ένα τσούρμο μανιακούς να διαλύουν το λατρευτό άσυλό του».





Η Βερόνικα τινάχτηκε και ξύπνησε λουσμένη στον κρύο ιδρώτα.

Η φασαρία έξω ήταν μεγάλη και εκείνη χρειαζόταν ησυχία για να συνεχίσει τον ύπνο της. Όμως ο σαματάς δε σταματούσε.

Σηκώθηκε μισοζαλισμένη και πήγε στη σάλα, όπου είδε κάποιους να τραβούν τον Έντουαρντ και άλλους νοσοκόμους να καταφθάνουν βιαστικοί και με τις σύριγγες έτοιμες.

«Τι κάνετε;» φώναξε.

«Βερόνικα!»

Της μίλησε ο σχιζοφρενής! Είπε το όνομά της! Με ντροπή ανάμικτη με έκπληξη, προσπάθησε να πλησιάσει, αλλά την εμπόδισε ένας νοσοκόμος.

«Τι τρέχει; Εγώ δε βρίσκομαι εδώ επειδή είμαι τρελή! Δεν μπορείτε να μου φέρεστε κατά τέτοιο τρόπο!»

Κατάφερε να απωθήσει το νοσοκόμο, ενώ οι άλλοι τρόφιμοι φώναζαν και έκαναν τόση φασαρία, που τρόμαξε. Μήπως έπρεπε να βρει το δόκτορα Ιγκόρ και να φύγει αμέσως;

«Βερόνικα!»

Είπε πάλι το όνομά της. Με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, ο Έντουαρντ κατόρθωσε να απελευθερωθεί απ' τους δύο άντρες. Αντί να φύγει τρέχοντας, έμεινε όρθιος, ακίνητος, όπως είχε μείνει την προηγούμενη νύχτα. Σαν από μαγεία όλοι σταμάτησαν περιμένοντας την επόμενη κίνηση.

Ένας απ' τους νοσοκόμους ξαναπλησίασε, αλλά ο Έντουαρντ τον κοίταξε φορτίζοντας και πάλι το βλέμμα του με όλη την ενέργειά του.

«Θα έρθω μαζί σας. Ξέρω που με πάτε και ξέρω επίσης ότι θέλετε να το μάθουν όλοι. Περιμένετε μόνο ένα λεπτό».

Ο νοσοκόμος σκέφτηκε ότι δεν έχανε τίποτα να το διακινδυνεύσει- στο κάτω κάτω όλα φαίνονταν να έχουν επιστρέψει στη φυσιολογική τους κατάσταση.

«Νομίζω ότι... νομίζω ότι σημαίνεις πολλά για μένα», είπε ο Έντουαρντ στη Βερόνικα.

«Δεν μπορείς να μιλάς. Δε ζεις σ' αυτό τον κόσμο, δεν ξέρεις ότι με λένε Βερόνικα. Δεν ήσουν μαζί μου χτες τη νύχτα, σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν ήσουν».

«Ήμουν».





Του έπιασε το χέρι. Οι τρελοί φώναζαν, επευφημούσαν και αισχρολογούσαν.

«Πού σε πηγαίνουν;»

«Για θεραπεία».

«Θα έρθω μαζί σου».

«Δεν αξίζει. Θα τρομάξεις, ακόμη κι αν σου εγγυηθώ ότι δεν πονάει, ότι δε νιώθεις τίποτα. Και είναι πολύ καλύτερα από τα ηρεμιστικά, επειδή το μυαλό ανακτά γρηγορότερα τη διαύγεια του».

Η Βερόνικα δεν ήξερε για τι της μιλούσε. Είχε μετανιώσει που του έπιασε το χέρι, ήθελε να φύγει το ταχύτερο δυνατό, να κρύψει την ντροπή της, να μην ξαναδεί ποτέ αυτό τον άντρα που είχε δει ό,τι πιο βρόμικο μέσα της - και παρ' όλα αυτά συνέχιζε να της φέρεται τρυφερά.

Όμως και πάλι, της ήρθαν στη μνήμη τα λόγια της Μαρί: δεν ήταν υποχρεωμένη να δίνει εξηγήσεις για τη ζωή της σε κανέναν, ούτε καν στον νεαρό που είχε μπροστά της.

«Θα έρθω μαζί σου».

Οι νοσοκόμοι σκέφτηκαν ότι ίσως έτσι ήταν καλύτερα: ο σχιζοφρενής δε χρειαζόταν πια καταστολή, πήγαινε με τη θέλησή του.





Όταν έφτασαν στον κοιτώνα, ο Έντουαρντ ξάπλωσε από μόνος του στο κρεβάτι. Δύο άντρες περίμεναν εκεί, με μια παράξενη μηχανή και μια τσάντα με πάνινα λουριά.

Ο Έντουαρντ γύρισε προς τη Βερόνικα και της ζήτησε να καθίσει στο διπλανό κρεβάτι.

«Σε λίγα λεπτά η ιστορία θα μαθευτεί σε όλη τη "Βιλετ". Και όλοι θα ηρεμήσουν, επειδή ακόμη και η πιο μανιώδης παραφροσύνη εμπεριέχει μια δόση φόβου. Μόνο όποιος έχει περάσει αυτό εδώ ξέρει ότι δεν είναι και τόσο τρομερό».

Οι νοσοκόμοι άκουγαν τη συζήτηση και δεν πίστευαν αυτά που έλεγε ο σχιζοφρενής. Πρέπει να πονούσε πολύ - αλλά κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει στο μυαλό ενός τρελού. Το μόνο λογικό που είχε πει ο νεαρός ήταν εκείνο για το φόβο: η ιστορία θα μαθευόταν σ' όλη τη «Βιλέτ» και γρήγορα θα επικρατούσε και πάλι ησυχία.

«Ξάπλωσες νωρίς», είπε ένας τους.

Ο Έντουαρντ σηκώθηκε και άπλωσαν ένα είδος ελαστικής κουβέρτας. «Τώρα, μπορείς να ξαπλώσεις».

Υπάκουσε. Ήταν γαλήνιος, σαν όλα αυτά να ήταν απλή ρουτίνα.

Οι νοσοκόμοι έδεσαν με μερικά λουριά γύρω γύρω το σώμα του Έντουαρντ και έβαλαν ένα λάστιχο στο στόμα του.

«Είναι για να μη δαγκώσει άθελα του τη γλώσσα του», είπε ένας απ' τους άντρες στη Βερόνικα, νιώθοντας ικανοποίηση που μαζί με την πληροφορία που έδινε την προειδοποιούσε κιόλας.

Τοποθέτησαν την παράξενη μηχανή -όχι πολύ μεγαλύτερη από ένα κουτί παπουτσιών, με μερικά κουμπιά, τρεις οθόνες με δείκτες- σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Δύο σύρματα έβγαιναν απ' το πάνω μέρος και κατέληγαν σε κάτι σαν ακουστικά.

Ένας απ' τους νοσοκόμους έβαλε τα ακουστικά στους κροτάφους του Έντουαρντ. Ο άλλος έμοιαζε να ρυθμίζει το μηχανισμό στρίβοντας κουμπιά, μία δεξιά, μία αριστερά. Μολονότι δεν μπορούσε να μιλήσει, εξαιτίας του λάστιχου στο στόμα, ο Έντουαρντ κρατούσε τα μάτια του στραμμένα στα δικά της και φαινόταν να λέει: Μην ανησυχείς, μη φοβάσαι.

«Είναι ρυθμισμένο για 130 βολτ σε 0,3 δευτρόλεπτα», είπε ο νοσοκόμος που είχε αναλάβει το χειρισμό της μηχανής. «Ξεκινάει».
Πάτησε ένα κουμπί και η μηχανή έβγαλε ένα βουητό. Την ίδια ακριβώς στιγμή, τα μάτια του Έντουαρντ θάμπωσαν και το σώμα του συσπάστηκε πάνω στο κρεβάτι με τόση μανία, που -αν δεν ήταν τα πάνινα λουριά- θα είχε σπάσει τη σπονδυλική στήλη του.
«Σταματήστε το!» ούρλιαξε η Βερόνικα.
«Έχουμε σταματήσει», απάντησε ο νοσοκόμος βγάζοντας τα ακουστικά απ' το κεφάλι του Έντουαρντ. Ακόμη όμως το σώμα εξακολούθησε να τινάζεται, το κεφάλι να ταλαντεύεται απ' τη μια κι απ' την άλλη με τόση δύναμη, που ένας απ' τους άντρες αναγκάστηκε να το πιάσει. Ο άλλος έβαλε τη μηχανή σ' ένα σάκο και κάθισε να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Η όλη σκηνή κράτησε λίγα λεπτά. Το σώμα έμοιαζε να επιστρέφει στη φυσιολογική κατάστασή του, αλλά αμέσως ξανάρχισαν οι σπασμοί -ταυτόχρονα ο ένας από τους νοσοκόμους έβαζε τη διπλή δύναμη για να κρατάει σταθερό το κεφάλι του Έντουαρντ. Σιγά σιγά οι συσπάσεις άρχισαν να λιγοστεύουν, ώσπου έπαψαν εντελώς. Ο Έντουαρντ κρατούσε τα μάτια ανοιχτά και ένας από τους άντρες τα έκλεισε όπως γίνεται με τους πεθαμένους.
Ύστερα πήρε το λάστιχο από το στόμα του νέου, τον έλυσε και έβαλε τα πάνινα λουριά στο σάκο όπου βρισκόταν η μηχανή.
«Οι συνέπειες του ηλεκτροσόκ διαρκούν μια ώρα», είπε στην κοπέλα, που δε φώναζε πια και κοιτούσε σαν υπνωτισμένη. «Όλα είναι εντάξει-σύντομα θα είναι όπως πριν και μάλιστα πιο ήρεμος».


Μόλις τον χτύπησε η ηλεκτρική εκκένωση, ο Έντουαρντ ένιωσε ό,τι και τις άλλες φορές: η φυσιολογική όραση του άρχισε να εξασθενεί σαν κάποιος να τραβούσε μια κουρτίνα - μέχρι που τα πάντα εξαφανίστηκαν εντελώς. Δεν πονούσε, ούτε υπέφερε - αλλά είχε παρευρεθεί σε θεραπεία ηλεκτροσόκ και άλλων τρελών και ήξερε πόσο τρομερή εικόνα ήταν.
Ο Έντουαρντ ήταν τώρα γαλήνιος. Αν, πριν από λίγα μόλις λεπτά, διαπίστωνε κάποιο καινούριο συναίσθημα στην καρδιά του, αν άρχιζε να αντιλαμβάνεται ότι αγάπη δεν ήταν μόνο εκείνη που του έδιναν οι γονείς του, το ηλεκτροσόκ -ή ηλεκτροσπασμοθεραπεία, όπως προτιμούσαν να την αποκαλούν οι ειδικοί- σίγουρα θα τον έκανε πάλι φυσιολογικό.
Η κύρια συνέπεια της ηλεκτροσπασμοθεραπείας ήταν η απώλεια της βραχείας μνήμης. Ο Έντουαρντ δεν έπρεπε να τρέφει απραγματοποίητα όνειρα. Δεν μπορούσε να προσβλέπει σ' ένα μέλλον ανύπαρκτο- οι σκέψεις του έπρεπε να παραμείνουν στραμμένες στο παρελθόν, αλλιώς θα κατέληγε να θέλει να ξαναγυρίσει στη ζωή.

Μια ώρα αργότερα, η Ζέντκα μπήκε στο σχεδόν άδειο θάλαμο - δεν υπήρχε παρά μόνο ένα κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος ένας νεαρός και μια καρέκλα όπου καθόταν μια κοπέλα.
Όταν έφτασε κοντά, είδε ότι η κοπέλα είχε ξανακάνει εμετό και το κεφάλι της ήταν γυρμένο προς τα δεξιά.
Η Ζέντκα στράφηκε να φωνάξει βοήθεια, αλλά η Βερόνικα σήκωσε το κεφάλι της.
«Δεν είναι τίποτα», είπε. «Έπαθα κι άλλη κρίση, αλλά πέρασε».
Η Ζέντκα την έπιασε στοργικά και την πήγε στο μπάνιο.
«Είναι αντρικές τουαλέτες», είπε η κοπέλα.
«Δεν είναι κανείς εδώ, μην ανησυχείς».
Έβγαλε το λερωμένο πουλόβερ, το έπλυνε και το έβαλε πάνω στο σώμα του καλοριφέρ. Ύστερα έβγαλε τη δική της μάλλινη μπλούζα και της τη φόρεσε.
«Κράτα τη. Εγώ ήρθα για να πω αντίο».
Η κοπέλα φαινόταν απόμακρη, σαν να μην την ενδιέφερε τίποτα πια. Η Ζέντκα την πήγε πάλι στην καρέκλα όπου καθόταν.
«Ο Έντουαρντ θα ξυπνήσει σε λίγο. Ίσως αργήσει να θυμηθεί τι συνέβη, αλλά η μνήμη του θα επανέλθει γρήγορα. Μην τρομάξεις αν δε σε αναγνωρίσει στα πρώτα λεπτά».
«Δε θα τρομάξω», απάντησε η Βερόνικα. «Γιατί ούτε κι εγώ αναγνωρίζω τον εαυτό μου».

Η Ζέντκα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα της. Είχε μείνει τόσο καιρό στη «Βιλέτ», που δεν πείραζε να μείνει λίγα λεπτά ακόμη μ' αυτή την κοπέλα.
«Θυμάσαι την πρώτη συνάντηση μας; Εκείνη τη μέρα σου διηγήθηκα μια ιστορία, με σκοπό να σου εξηγήσω ότι ο κόσμος είναι ακριβώς όπως τον βλέπουμε. Όλοι θεωρούσαν το βασιλιά τρελό, επειδή ήθελε να επιβάλει μια τάξη που δεν υπήρχε πια στο μυαλό των υπηκόων του.
»Εν τω μεταξύ υπάρχουν πράγματα στη ζωή που, αδιάφορο από ποια πλευρά τα κοιτάζουμε, παραμένουν πάντα τα ίδια - και ισχύουν για όλο τον κόσμο. Όπως ο έρωτας για παράδειγμα».
Η Ζέντκα πρόσεξε ότι τα μάτια της Βερόνικας έπαιξαν. Αποφάσισε να συνεχίσει:
«Θα έλεγα ότι αν κάποια έχει πολύ λίγο χρόνο ζωής και αποφασίζει να περάσει αυτό το λίγο χρόνο που της απομένει μπροστά σ' ένα κρεβάτι, κοιτάζοντας έναν άντρα που κοιμάται, τότε υπάρχει κάτι από έρωτα. Κι ακόμη
περισσότερο: αν σ' αυτό το χρονικό διάστημα αυτή η γυναίκα έπαθε καρδιακή προσβολή και δεν είπε τίποτα -μόνο και μόνο για να μην αναγκαστεί να φύγει από το πλάι του άντρα-, είναι επειδή αυτός ο έρωτας μπορεί να μεγάλωσε πολύ».
«Μπορεί να είναι και απελπισία», είπε η Βερόνικα. «Μια προσπάθεια να αποδείξει ότι στο τέλος τέλος δεν υπάρχουν λόγοι να συνεχίσει να αγωνίζεται σ' αυτή τη Γη. Δεν μπορώ να είμαι ερωτευμένη μ' έναν άντρα που ζει σε άλλο κόσμο».
«Όλοι ζούμε στον κόσμο μας. Όμως, αν κοιτάξεις τον έναστρο ουρανό, θα δεις ότι όλοι αυτοί οι διαφορετικοί κόσμοι αλληλοσυνδυάζονται σχηματίζοντας αστερισμούς, ηλιακά συστήματα και γαλαξίες».
Η Βερόνικα σηκώθηκε και πήγε στο προσκεφάλι του Έντουαρντ. Χάιδεψε τα μαλλιά του με στοργή. Χαιρόταν που είχε κάποιον να μιλήσει.
«Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν παιδί και η μητέρα μου με ανάγκαζε να μάθω πιάνο, έλεγα μέσα μου ότι θα μπορέσω να παίξω καλά μόνο όταν θα είμαι ερωτευμένη. Χτες το βράδυ, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωσα τις νότες να ξεπετάγονται απ' τα δάχτυλά μου σαν να μην είχα κανένα έλεγχο του τι έκανα. Μια δύναμη με οδηγούσε, δημιουργούσε μελωδίες και ακόρντα που ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα ήμουν ικανή να τα παίξω. Παραδόθηκα στο πιάνο, επειδή μόλις είχα παραδοθεί σ' εκείνο τον άντρα, χωρίς να αγγίξει ούτε τρίχα απ' τα μαλλιά μου. Χτες δεν ήμουν ο εαυτός μου, ούτε όταν παραδόθηκα στον έρωτα ούτε όταν έπαιξα πιάνο. Και πάλι, όμως, νομίζω ότι ήμουν ο εαυτός μου».
Η Βερόνικα κούνησε το κεφάλι.
«Τίποτα απ' ό,τι λέω δεν έχει νόημα».

Η Ζέντκα θυμήθηκε τις συναντήσεις της στο χώρο, με όλα εκείνα τα πλάσματα που αιωρούνταν σε διάφορες διαστάσεις. Θέλησε να το πει στη Βερόνικα, αλλά φοβήθηκε μήπως την μπερδέψει ακόμη περισσότερο.
«Πριν επαναλάβεις ότι πρόκειται να πεθάνεις, θέλω κάτι να σου πω: Υπάρχουν άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους ολόκληρη γυρεύοντας μια στιγμή σαν αυτή που έζησες εσύ χτες το βράδυ και δεν τη βρίσκουν. Γι' αυτό, αν πρέπει να πεθάνεις τώρα, πέθανε με την καρδιά γεμάτη αγάπη».
Η Ζέντκα σηκώθηκε.
«Δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Πολλοί άνθρωποι δεν τολμούν να αγαπήσουν ακριβώς-γι' αυτό: επειδή διακυβεύουν πολλά πράγματα, πολύ μέλλον και παρελθόν. Στη δική σου περίπτωση υπάρχει μόνο το παρόν».
Πλησίασε και έδωσε ένα φιλί στη Βερόνικα.
«Αν μείνω κι άλλο εδώ, τελικά δε θα θέλω να φύγω. Θεραπεύτηκα απ' την κατάθλιψή μου, αλλά ανακάλυψα εδώ μέσα άλλα είδη τρέλας. Θέλω να τα κουβαλήσω μαζί μου και να αρχίσω να βλέπω τη ζωή με τα δικά μου μάτια.
»Όταν μπήκα, έπασχα από κατάθλιψη. Σήμερα είμαι τρελή και το καμαρώνω. Έξω θα συμπεριφέρομαι ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι. Θα κάνω ψώνια στο σούπερ μάρκετ, θα κάνω κοινότοπες συζητήσεις με τις φίλες μου, θα χάνω πολύτιμο χρόνο μπροστά στην τηλεόραση. Όμως ξέρω ότι η ψυχή μου είναι ελεύθερη και μπορώ να ονειρευτώ και να μιλήσω με άλλους κόσμους, που, πριν μπω εδώ, ούτε καν στα όνειρα μου δεν τους είχα δει.
»Θα κάνω μερικές χαζομάρες, έτσι που να λένε οι άνθρωποι: "Από τη 'Βιλέτ' βγήκε!" Αλλά ξέρω ότι η ψυχή μου θα είναι πλήρης, επειδή η ζωή μου θα έχει νόημα. Θα μπορώ να αγναντεύω ένα ηλιοβασίλεμα και να πιστεύω ότι πίσω του βρίσκεται ο Θεός. Όταν κάποιος θα μ' ενοχλεί πολύ, θα του πετάω κάποια σαχλαμάρα και δε θα με νοιάζει τι θα σκεφτούν, αφού όλοι θα λένε: "Από τη 'Βιλέτ' βγήκε!"
»Θα κοιτάζω τους άντρες στο δρόμο κατευθείαν στα μάτια, χωρίς ντροπή που θα με επιθυμούν. Όμως αμέσως μετά θα μπω σ' ένα μαγαζί με εισαγόμενα, θα αγοράσω τα καλύτερα κρασιά που θα μου επιτρέπει η τσέπη μου και θα τα πιω συντροφιά με τον άντρα μου, επειδή θα θέλω να διασκεδάσω μαζί του - μ' αυτόν που αγαπώ πολύ.
»Θα μου πει γελώντας: "Είσαι τρελή!" Κι εγώ θα απαντήσω: "Ε, βέβαια, αφού ήμουν στη 'Βιλέτ'! Και η τρέλα με απελευθέρωσε. Τώρα, λατρεμένε σύζυγέ μου, πρέπει να ζητάς άδεια κάθε χρόνο και να με πηγαίνεις να επισκέπτομαι επικίνδυνα βουνά, επειδή έχω ανάγκη να καταφεύγω στον κίνδυνο για να είμαι ζωντανή".
»Οι άνθρωποι θα πούνε: "Βγήκε από τη 'Βιλέτ' και τρελαίνει τον άντρα της!" Κι εκείνος θα καταλάβει ότι οι άνθρωποι έχουν δίκιο και θα δοξάζει το Θεό, επειδή τώρα αρχίζει ο γάμος μας κι εμείς είμαστε τρελοί, όπως είναι τρελοί αυτοί που επινόησαν τον έρωτα».
Η Ζέντκα έφυγε, σιγοτραγουδώντας μια μουσική που δεν είχε ξανακούσει η Βερόνικα.

ΗΤΑΝ ΜΈΡΑ ΕΞΑΝΤΛΗΤΙΚΉ αλλά γεμάτη επιβράβευση. Ο δόκτωρ Ιγκόρ προσπαθούσε να διατηρήσει το φλέγμα και την απάθεια του επιστήμονα, αλλά μετά βίας κατόρθωνε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του: οι εξετάσεις για τη θεραπεία της δηλητηρίασης από Βιτριόλι έδιναν εκπληκτικά αποτελέσματα!
«Δεν έχετε ραντεβού σήμερα», είπε στη Μαρί, που είχε μπει χωρίς να χτυπήσει την πόρτα.
«Δε θ' αργήσω πολύ. Για να πω την αλήθεια, θα ήθελα μόνο να ζητήσω μια γνώμη».
Σήμερα όλοι θέλουν μόνο μια γνώμη, σκέφτηκε ο δόκτωρ Ιγκόρ, αφού θυμήθηκε τη Βερόνικα και την ερώτησή της για το σεξ.
«Έκαναν ηλεκτροσόκ στον Έντουαρντ».
«Ηλεκτροσπασμοθεραπεία• σε παρακαλώ να χρησιμοποιείς το ορθό όνομα, αλλιώς θα φαινόμαστε ένα τσούρμο αδαών. (Ο δόκτωρ Ιγκόρ είχε κατορθώσει να κρύψει την έκπληξή του, αλλά αργότερα θα εξακρίβωνε ποιος το είχε κανονίσει αυτό.) Και αν θέλεις τη γνώμη μου σχετικά, πρέπει να σου διευκρινίσω ότι η ηλεκτροσπασμοθεραπεία δεν εφαρμόζεται σήμερα όπως παλιά».
«Μα είναι επικίνδυνο».
«Ήταν πολύ επικίνδυνο• δεν ήξεραν την ακριβή τάση που χρειαζόταν, που έπρεπε να τοποθετήσουν τα ηλεκτρόδια και πολλοί πέθαιναν από εγκεφαλική αιμορραγία στη διάρκεια της θεραπείας. Όμως τα πράγματα άλλαξαν: σήμερα, η χρήση της ηλεκτροσπασμοθεραπείας επιστρέφει με πολύ μεγαλύτερη τεχνική ακρίβεια και έχει το πλεονέκτημα να προκαλεί ταχεία αμνησία, αποφεύγοντας τη χημική δηλητηρίαση από την παρατεταμένη χρήση φαρμάκων. Διάβασε κανένα ψυχιατρικό περιοδικό, σε παρακαλώ, και μη συγχέεις την ηλεκτροσπασμοθεραπεία με τα ηλεκτροσόκ των βασανιστών της Νότιας Αμερικής.
»Ορίστε, έδωσα τη γνώμη που μου ζητήθηκε. Τώρα πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου».

Η Μαρί δεν κουνήθηκε.
«Δεν ήρθα να ρωτήσω αυτό. Αυτό που θέλω να μάθω είναι αν μπορώ να φύγω από δω».
«Εσύ φεύγεις όποτε θέλεις και επιστρέφεις επειδή το επιθυμείς – και επειδή ο σύζυγος σου έχει ακόμη αρκετά χρήματα, ώστε να σε κρατάει σε τόσο ακριβό μέρος. Θα έπρεπε ίσως να με ρωτήσεις: "Έχω θεραπευτεί;" Και η απάντησή μου είναι άλλη ερώτηση: "Έχεις θεραπευτεί από τι;"»
»Θα μου πεις: "Αν έχω θεραπευτεί απ' το φόβο μου, απ' το σύνδρομο του πανικού". Κι εγώ θα απαντήσω: "Εδώ και τρία χρόνια, Μαρί, έχεις θεραπευτεί από αυτό"».
«Άρα έχω θεραπευτεί».
«Όχι βέβαια. Δεν είναι αυτή η αρρώστια σου. Στη διατριβή που γράφω για να την παρουσιάσω στην Ακαδημία Επιστημών της Σλοβενίας (ο δόκτωρ Ιγκόρ δεν ήθελε να μπει σε λεπτομέρειες για το Βιτριόλι), επιχειρώ να μελετήσω τη λεγόμενη "φυσιολογική" ανθρώπινη συμπεριφορά. Πολλοί γιατροί πριν από μένα διενέργησαν αυτή τη μελέτη και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η φυσιολογικότητα είναι απλώς θέμα κοινωνικής συναίνεσης• δηλαδή, εάν πολλοί άνθρωποι θεωρούν κάτι σωστό, τότε αυτό το πράγμα γίνεται σωστό.
»Υπάρχουν πράγματα που ορίζονται από την ανθρώπινη λογική: ότι βάζουμε τα κουμπιά στο μπροστινό μέρος του πουκάμισου είναι λογικό, αφού θα ήταν πολύ δύσκολο να τα κουμπώσουμε στα πλάγια και αδύνατο αν βρίσκονταν στην πλάτη.
»Άλλα πράγματα, όμως, επιβάλλονται σιγά σιγά, επειδή όλο και περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι έτσι πρέπει να είναι. Θα σου δώσω δυο παραδείγματα. Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί τα γράμματα στο πληκτρολόγιο της γραφομηχανής είναι τοποθετημένα με τη σειρά που έχουν;»
«Δε με απασχόλησε ποτέ».
«Ας ονομάσουμε αυτό το πληκτρολόγιο QWERTY, αφού αυτά είναι τα γράμματα της πρώτης σειράς. Εγώ αναρωτήθηκα για την αιτία και βρήκα την απάντηση. Η πρώτη γραφομηχανή εφευρέθηκε το 1867 από τον Κρίστοφερ Σόουλς, για βελτίωση της καλλιγραφίας. Όμως υπήρχε ένα πρόβλημα: αν ο δακτυλογράφος έγραφε με μεγάλη ταχύτητα, οι χαρακτήρες συγκρούονταν και προκαλούσαν εμπλοκή στη μηχανή. Έτσι ο Σόουλς επινόησε το πληκτρολόγιο QWERTY, το οποίο ανάγκαζε τους δακτυλογράφους να γράφουν αργά».
«Δεν το πιστεύω».
«Κι όμως είναι αλήθεια. Έτσι η Ρέμιγκτον –κατασκευάστρια ραπτομηχανών μέχρι εκείνη την εποχή- χρησιμοποίησε το πληκτρολόγιο QWERTY για τις πρώτες γραφομηχανές της. Το οποίο σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να μάθουν αυτό το σύστημα και πολλές εταιρείες άρχισαν να κατασκευάζουν τέτοια πληκτρολόγια, μέχρι που έγινε το μόνο υπάρχον σύστημα. Επαναλαμβάνω: το πληκτρολόγιο των γραφομηχανών και των ηλεκτρονικών υπολογιστών σχεδιάστηκε με σκοπό την πιο αργή και όχι την πιο γρήγορη πληκτρολόγηση, κατάλαβες; Προσπάθησε να αλλάξεις θέση στα γράμματα και δε θα βρεις ούτε έναν αγοραστή για το προϊόν σου».
Όταν είδε πληκτρολόγιο για πρώτη φορά, η Μαρί αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε αλφαβητική σειρά. Ποτέ όμως δεν επανέλαβε την ερώτηση – πίστευε ότι ήταν ο καλύτερος σχεδιασμός για ταχεία πληκτρολόγηση.

Ξέρεις καθόλου από Φλωρεντία;» ρώτησε ο δόκτωρ Ιγκόρ.
«Όχι».
«Θα έπρεπε να ξέρεις. Δεν είναι πολύ μακριά και εκεί βρίσκεται το δεύτερο παράδειγμα μου. Στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας υπάρχει ένα πανέμορφο ρολόι, σχεδιασμένο από τον Πάολο Ουτσέλο το 1443. Αυτό το ρολόι έχει μια παραξενιά: αν και δείχνει τις ώρες -όπως όλα τα άλλα-, οι δείκτες κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή στην οποία είμαστε συνηθισμένοι».
«Τι σχέση έχει αυτό με την αρρώστια μου;»
«Θα φτάσω κι εκεί. Ο Πάολο Ουτσέλο με τη δημιουργία αυτού του ρολογιού δεν είχε σκοπό να φανεί πρωτότυπος: εκείνη την εποχή υπήρχαν ρολόγια όπως αυτό και ρολόγια με δείκτες που κινούνταν όπως οι σημερινοί. Για κάποια άγνωστη αιτία, ίσως επειδή ο δούκας είχε ρολόι με δείκτες που ακολουθούσαν την κατεύθυνση που σήμερα αναγνωρίζουμε ως "σωστή", αυτή καθιερώθηκε και ως μοναδική - και το ρολόι του Ουτσέλο βρέθηκε να θεωρείται έκτρωμα, κάτι τρελό».
Ο δόκτωρ Ιγκόρ έκανε μια παύση. Όμως ήξερε ότι η Μαρί παρακολουθούσε το συλλογισμό του.
«Πάμε, λοιπόν, στην αρρώστια σου. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, με ιδιαίτερες αρετές, ένστικτα, τρόπους ευχαρίστησης και αναζήτησης της περιπέτειας. Όμως η κοινωνία τελικά επιβάλλει ένα συλλογικό τρόπο δράσης και οι άνθρωποι δε σταματούν να αναρωτηθούν γιατί πρέπει να φέρονται έτσι. Απλώς το αποδέχονται, όπως οι δακτυλογράφοι αποδέχτηκαν το γεγονός ότι το QWERTY είναι το καλύτερο δυνατό πληκτρολόγιο. Γνώρισες ποτέ κανέναν σ' όλη τη ζωή σου να έχει αναρωτηθεί γιατί οι δείκτες του ρολογιού πάνε προς τη μία κατεύθυνση και όχι προς την αντίθετη;»
«Όχι».
«Αν κάποιος ρωτούσε, είναι πολύ πιθανό να του 'λεγαν: "Είσαι τρελός!" Αν επέμενε στην ερώτηση του, οι άλλοι θα προσπαθούσαν να βρουν μια αιτία, αλλά σύντομα θα άλλαζαν θέμα - επειδή δεν υπάρχει άλλη αιτία εκτός από αυτή που σου ανέφερα.
»Οπότε επιστρέφω στην ερώτησή σου. Ξανακάν' τη».
«Έχω θεραπευτεί;»
«Όχι. Είσαι ένας ξεχωριστός άνθρωπος που προσπαθεί να είναι ίδιος με τους άλλους. Κι αυτό, κατά τη δική μου άποψη, θεωρείται βαριά ασθένεια».
«Είναι άσχημο να διαφέρεις;»
«Άσχημο είναι να προσπαθείς να μοιάζεις με τους άλλους: προκαλεί νευρώσεις, ψυχώσεις, παράνοια. Είναι άσχημο να προσπαθείς να μοιάζεις με τους άλλους, επειδή έτσι παραβιάζεις τη φύση. παραβαίνεις τους νόμους του Θεού - ο οποίος σε όλα τα δάση και τις ζούγκλες του κόσμου δεν έφτιαξε ούτε ένα φύλλο όμοιο με κάποιο άλλο. Όμως εσύ θεωρείς τρέλα το να είσαι διαφορετική, γι' αυτό διάλεξες τη "Βιλέτ" για να ζήσεις. Επειδή εδώ, καθώς όλοι είναι διαφορετικοί, καταλήγεις να είσαι ίδια με όλους. Κατάλαβες;»
Η Μαρί έγνεψε καταφατικά.
«Μην έχοντας το θάρρος να είναι διαφορετικοί», συνέχισε ο δόκτωρ Ιγκόρ, «οι άνθρωποι πάνε κόντρα στη φύση και ο οργανισμός αρχίζει να παράγει το Βιτριόλι -ή Πικρία, όπως είναι κοινώς γνωστό αυτό το δηλητήριο».
«Τι είναι το Βιτριόλι;»
Ο δόκτωρ Ιγκόρ αντιλήφθηκε ότι είχε παρασυρθεί πολύ και αποφάσισε να αλλάξει θέμα.
«Δεν έχει σημασία τι είναι το Βιτριόλι. Αυτό που θέλω να πω είναι το εξής: Όλα δείχνουν ότι δεν έχεις θεραπευτεί».

Η Μαρί είχε εμπειρία χρόνων στα δικαστήρια και αποφάσισε να την εφαρμόσει εδώ και τώρα. Η πρώτη στρατηγική της ήταν να προσποιηθεί ότι συμφωνούσε με τον αντίπαλο, με στόχο να τον τυλίξει αμέσως στα δίχτυα άλλου συλλογισμού.
«Συμφωνώ μαζί σας. Εδώ ήρθα για πολύ συγκεκριμένο λόγο –το σύνδρομο του πανικού- και κατέληξα να παραμείνω για ένα λόγο πολύ αόριστο: αδυναμία να αντιμετωπίσω μια ζωή διαφορετική, χωρίς δουλειά και χωρίς σύζυγο. Συμφωνώ μαζί σας: είχα χάσει τη θέληση να αρχίσω μια νέα ζωή, στην οποία θα έπρεπε να συνηθίσω απ' την αρχή. Και ακόμη παραπέρα: συμφωνώ ότι σ' ένα ίδρυμα, ακόμη και με τα ηλεκτροσόκ -συγνώμη, τις ηλεκτροσπασμοθεραπείες, όπως προτιμάτε-, τα ωράρια, οι κρίσεις υστερίας μερικών τροφίμων, οι κανονισμοί, όλα είναι πιο υποφερτά από τους νόμους ενός κόσμου που, όπως λέτε, "κάνει το παν για να είναι ομοιόμορφος".
»Χτες το βράδυ, έτυχε ν' ακούσω μια γυναίκα να παίζει πιάνο. Έπαιζε τέλεια- σπάνια έχω ξανακούσει να παίζουν έτσι. Ενώ άκουγα τη μουσική, σκεφτόμουν όλους εκείνους που υπέφεραν για να συνθέσουν αυτές τις σονάτες, τα πρελούδια, τα αντάτζιο. Πόσο τους γελοιοποίησαν όταν πήγαν να παρουσιάσουν τα κομμάτια τους -τα οποία διέφεραν- σ' εκείνους που είχαν το πάνω χέρι στον κόσμο της μουσικής. Πόσες δυσκολίες και ταπεινώσεις υπέστησαν στην προσπάθεια να βρουν κάποιον να χρηματοδοτήσει ορχήστρα. Πόσες αποδοκιμασίες μπορεί να άκουσαν από ένα κοινό ασυνήθιστο ακόμη σε τέτοιες μελωδίες.
»Κι ακόμη χειρότερα, σκεφτόμουν: Όχι μόνο υπέφεραν οι συνθέτες, αλλά κι αυτή η κοπέλα παίζει τα έργα τους με όλη τη δύναμη της ψυχής της, επειδή ξέρει ότι πρόκειται να πεθάνει. Κι εγώ δε θα πεθάνω; Πού άφησα την ψυχή μου ώστε να μπορέσω να παίξω τη μουσική τη ζωής μου με τόσο ενθουσιασμό;»
Ο δόκτωρ Ιγκόρ άκουγε σιωπηλά. Φαινόταν ότι αυτό που είχε σκεφτεί απέδιδε καρπούς, αλλά ακόμη ήταν νωρίς για να είναι βέβαιος.
«Πού άφησα την ψυχή μου;» ξαναρώτησε η Μαρί. «Στο παρελθόν μου. Σ' αυτό που ήθελα να ήταν η ζωή μου. Άφησα την ψυχή μου φυλακισμένη σ' εκείνη τη στιγμή που είχα σπίτι, άντρα και μια δουλειά από την οποία ήθελα να απαλλαγώ, αλλά ποτέ δεν έβρισκα το κουράγιο να το κάνω.
»Η ψυχή μου βρισκόταν στο παρελθόν μου. Όμως σήμερα έφτασε ως εδώ και την αισθάνομαι και πάλι στο σώμα μου, γεμάτη ενθουσιασμό. Δεν ξέρω τι να κάνω• ξέρω μόνο ότι εδώ και τρία χρόνια η ζωή μ' έσπρωχνε σ' ένα διαφορετικό μονοπάτι και εγώ δεν ήθελα να το ακολουθήσω».
«Μου φαίνεται ότι παρατηρώ μερικά συμπτώματα βελτίωσης».
«Δε χρειαζόταν να ρωτήσω για να φύγω απ' τη "Βιλέτ". Έφτανε να διασχίσω την πύλη και να μην ξαναγυρίσω ποτέ πια. Όμως έπρεπε να τα πω όλα αυτά σε κάποιον και τα λέω σε σας: Ο θάνατος αυτής της κοπέλας μ' έκανε να καταλάβω τη ζωή μου».
«Μου φαίνεται ότι τα συμπτώματα βελτίωσης αρχίζουν να γίνονται θαυματουργή θεραπεία», γέλασε ο δόκτωρ Ιγκόρ. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Να πάω στο Ελ Σαλβαδόρ να φροντίσω τα παιδιά».
«Δε χρειάζεται να πας τόσο μακριά: σε λιγότερα από διακόσια χιλιόμετρα από δω βρίσκεται το Σαράγεβο. Ο πόλεμος τελείωσε, αλλά τα προβλήματα συνεχίζονται».
«Θα πάω στο Σαράγεβο».
Ο δόκτωρ Ιγκόρ έβγαλε ένα συνταγολόγιο απ' το συρτάρι και το συμπλήρωσε με προσοχή. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε τη Μαρί ως την πόρτα.
«Πήγαινε στο καλό», της είπε και γύρισε προς το γραφείο κλείνοντας την πόρτα. Δεν του άρεσε να αποκτά συμπάθειες με τους ασθενείς του, αλλά ποτέ του δεν κατάφερνε να το αποφύγει. Η Μαρί θα άφηνε κενό στη «Βιλέτ».

ΟΤΑΝ Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ, η κοπέλα ήταν ακόμη εκεί. Στα πρώτα του ηλεκτροσόκ περνούσε αρκετή ώρα προσπαθώντας να θυμηθεί τι είχε συμβεί - άλλωστε αυτό ακριβώς ήταν η θεραπευτική επίδραση του ηλεκτροσόκ: προκαλούσε μερική αμνησία, έτσι που ο ασθενής ξεχνούσε το πρόβλημα που τον ταλάνιζε και, με αυτό τον τρόπο, του επέτρεπε να ηρεμήσει.
Όμως καθώς τα ηλεκτροσόκ γίνονταν όλο και πιο συχνά, τα αποτελέσματα τους έχαναν σε διάρκεια. Αμέσως αναγνώρισε την κοπέλα.
«Μιλούσες για τα οράματα του Παραδείσου στον ύπνο σου», του είπε περνώντας το χέρι της στα μαλλιά του.
Οράματα του Παραδείσου; Ναι, οράματα του Παραδείσου. Ο Έντουαρντ την κοίταξε. Ήθελε να της τα διηγηθεί όλα.
Εκείνη τη στιγμή, όμως, μπήκε μια νοσοκόμα με μια ένεση.
«Πρέπει να την κάνεις τώρα», είπε στη Βερόνικα. «Εντολή του δόκτορα Ιγκόρ».
«Έκανα κιόλας σήμερα, δε θα ξανακάνω άλλη», της απάντησε. «Ούτε με νοιάζει να φύγω από αυτό το μέρος. Δε θα υπακούσω σε καμιά εντολή, σε κανένα κανονισμό, σε τίποτα από αυτά που θέλετε να με αναγκάσετε να κάνω».
Η νοσοκόμα φάνηκε να είναι συνηθισμένη σε τέτοιου είδους αντιδράσεις.
«Τότε, δυστυχώς, θα πρέπει να σας ναρκώσουμε».
«Θέλω να σου μιλήσω», είπε ο Έντουαρντ. «Κάνε την ένεση».
Η Βερόνικα σήκωσε τα μανίκια του πουλόβερ και η νοσοκόμα ενέχυσε το φάρμακο.
«Καλό κορίτσι», είπε. «Δε βγαίνετε απ' αυτό το σκοτεινό θάλαμο να κάνετε μια βόλτα έξω;»


«Ντρέπεσαι γι' αυτό που συνέβη χτες το βράδυ», είπε ο Έντουαρντ ενώ περπατούσαν στον κήπο.
«Πριν ντρεπόμουν. Τώρα είμαι περήφανη. Θέλω να μάθω για τα οράματα του Παραδείσου, γιατί βρέθηκα πολύ κοντά σ' ένα τέτοιο».
«Πρέπει να κοιτάξω πιο μακριά, πέρα απ' τα κτίρια της "Βιλέτ"», της είπε.
«Κάν' το».
Ο Έντουαρντ κοίταξε πίσω• όχι τους τοίχους των θαλάμων ή τον κήπο όπου περπατούσαν σιωπηλοί οι τρόφιμοι αλλά ένα δρόμο σε μια άλλη ήπειρο, σε μια γη όπου ή έβρεχε πολύ ή δεν έβρεχε καθόλου.

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΟΣΦΡΑΙΝΟΤΑΝ ΤΗ ΜΥΡΩΔΙΑ εκείνης της γης - ήταν η εποχή της ξηρασίας• η σκόνη έμπαινε στη μύτη του και του προκαλούσε ευχαρίστηση, επειδή να νιώθεις τη γη σημαίνει να νιώθεις ζωντανός. Έτρεχε μ' ένα εισαγόμενο ποδήλατο, ήταν δεκαεφτά χρόνων και είχε μόλις τελειώσει το αμερικανικό κολέγιο που βρισκόταν στην Μπραζίλια, όπου σπούδαζαν όλα τα παιδιά διπλωματών.
Σιχαινόταν την Μπραζίλια, αλλά αγαπούσε τους Βραζιλιάνους. Ο πατέρας του είχε διοριστεί πρέσβης της Γιουγκοσλαβίας πριν από δύο χρόνια, σε μια εποχή που ούτε φαντάζονταν την αιματηρή διαίρεση της χώρας. Ο Μιλόσεβιτς ήταν ακόμη στην εξουσία- άντρες και γυναίκες συμβίωναν με τις διαφορές τους και προσπαθούσαν να ζουν αρμονικά πέρα απ' τις περιφερειακές συγκρούσεις.
Το πρώτο πόστο του πατέρα του ήταν ακριβώς η Βραζιλία. Ο Έντουαρντ φανταζόταν παραλίες, καρναβάλι, ποδοσφαιρικούς αγώνες, μουσική• κατέληξε όμως στην πρωτεύουσα, μακριά απ' τη θάλασσα, μια πόλη φτιαγμένη μόνο και μόνο για να φιλοξενεί πολιτικούς, γραφειοκράτες, διπλωμάτες και τα παιδιά όλων αυτών, τα οποία δεν ήξεραν τι να κάνουν σ' αυτό το μέρος.
Ο Έντουαρντ απεχθανόταν τη ζωή εκεί. Περνούσε τη μέρα βυθισμένος στη μελέτη. Επιχειρούσε να πιάσει φιλίες με τους συμμαθητές του -χωρίς όμως να τα καταφέρνει-, γυρεύοντας -χωρίς να βρίσκει- έναν τρόπο να ενδιαφερθεί για αυτοκίνητα, αθλητικά παπούτσια της μόδας, σινιέ ρούχα, μοναδικά θέματα συζήτησης μεταξύ των νέων.
Κάθε τόσο γινόταν κάποιο πάρτι, όπου τα αγόρια μεθούσαν στη μια άκρη του σαλονιού και τα κορίτσια παρίσταναν τα αδιάφορα στην άλλη άκρη. Πάντα κυκλοφορούσαν ναρκωτικά και ο Έντουαρντ τα είχε κιόλας δοκιμάσει σε όλες τις παραλλαγές τους, χωρίς ποτέ να καταφέρει να ενδιαφερθεί για καμιά- τον έπιανε υπερβολική ταραχή ή υπνηλία και έχανε το ενδιαφέρον για όσα συνέβαιναν γύρω του.
Η οικογένειά του ανησυχούσε πολύ. Ήταν απαραίτητο να τον προετοιμάσουν για να ακολουθήσει την ίδια καριέρα με τον πατέρα του και, μολονότι ο Έντουαρντ διέθετε σχεδόν όλα τα αναγκαία χαρίσματα –θέληση για μελέτη, καλλιτεχνικό αισθητήριο, ευκολία στην εκμάθηση γλωσσών, ενδιαφέρον για την πολιτική-, του έλειπε μια βασική ικανότητα για τη διπλωματία: αντιμετώπιζε δυσκολίες στη συναναστροφή με τους άλλους.
Όσο και αν οι γονείς του τον πήγαιναν σε γιορτές, άνοιγαν το σπίτι για τους φίλους του στο αμερικανικό κολέγιο και του έδιναν καλό χαρτζιλίκι, σπάνιες ήταν οι φορές που ο Έντουαρντ φαινόταν να κάνει παρέα με κάποιον. Μια μέρα τον ρώτησε η μητέρα του γιατί δεν έφερνε τους φίλους του για φαγητό.
«Ξέρω πια όλες τις μάρκες αθλητικών παπουτσιών, ξέρω και τα ονόματα όλων των κοριτσιών που είναι εύκολα στον έρωτα. Δεν έχουμε πια τίποτα το ενδιαφέρον να συζητήσουμε».

Μέχρι που έκανε την εμφάνισή της η Βραζιλιάνα. Ο πρέσβης και η γυναίκα του ησύχασαν κάπως, όταν ο γιος τους άρχισε να βγαίνει και να γυρίζει αργά το βράδυ. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς πώς εμφανίστηκε, αλλά ένα βράδυ ο Έντουαρντ την έφερε για φαγητό στο σπίτι. Η κοπέλα είχε καλή ανατροφή και οι γονείς έμειναν ευχαριστημένοι• ο νέος θα ανέπτυσσε επιτέλους την ικανότητά του στις σχέσεις με ξένους. Πέρα απ' αυτό σκέφτηκαν και οι δύο, χωρίς να το σχολιάσουν μεταξύ τους, ότι η παρουσία αυτής της κοπέλας απομάκρυνε μια μεγάλη ανησυχία τους: ο Έντουαρντ δεν ήταν ομοφυλόφιλος!
Συμπεριφέρθηκαν στη Μαρία (αυτό ήταν το όνομά της) με την ευγένεια μελλοντικών πεθερών, παρότι ήξεραν ότι σε δυο χρόνια θα έπαιρναν μετάθεση σε άλλο μέρος και έτσι κι αλλιώς δεν είχαν καμιά διάθεση να παντρέψουν το γιο τους με γυναίκα από τόσο εξωτική χώρα. Στα σχέδια τους ήταν να συναντήσει κάποια κοπέλα καλής οικογένειας στη Γαλλία ή τη Γερμανία, που να μπορεί να τον συνοδεύει με αξιοπρέπεια στη λαμπρή διπλωματική καριέρα που του ετοίμαζε ο πρέσβης.
Ο Έντουαρντ όμως φαινόταν όλο και πιο ερωτευμένος. Ανήσυχη η μητέρα το συζήτησε με τον άντρα της.
«Η τέχνη της διπλωματίας είναι να κάνεις τον αντίπαλο να περιμένει», είπε ο πρέσβης. Μπορεί να μην ξεπερνάμε ποτέ τον πρώτο έρωτά μας, αλλά πάντα τελειώνει».
Όμως ο Έντουαρντ έδειχνε σημάδια πλήρους αλλαγής. Άρχισε να εμφανίζεται στο σπίτι με παράξενα βιβλία, έστησε μια πυραμίδα στο δωμάτιό του και μαζί με τη Μαρία έκαιγαν κάθε βράδυ λιβάνι και έμεναν επί ώρες προσηλωμένοι σ' ένα παράξενο σχέδιο καρφωμένο στον τοίχο. Η απόδοση του Έντουαρντ στο αμερικανικό κολέγιο άρχισε να πέφτει.
Η μητέρα δεν καταλάβαινε πορτογαλικά, αλλά έβλεπε τα εξώφυλλα των βιβλίων: σταυροί, πυρές, κρεμασμένες μάγισσες, παράξενα σύμβολα.
«Ο γιος μας διαβάζει επικίνδυνα πράγματα».
«Επικίνδυνα είναι αυτά που συμβαίνουν στα Βαλκάνια», απάντησε ο πρέσβης. «Κυκλοφορούν φήμες ότι η περιοχή της Σλοβενίας απαιτεί ανεξαρτησία κι αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε πόλεμο».
Η μητέρα όμως δεν έδινε την παραμικρή σημασία στην πολιτική• ήθελε να μάθει τι συμβαίνει με το γιο της.
«Και αυτή η μανία να καίει λιβάνια;»
«Είναι για να καλύπτει τη μυρωδιά της μαριχουάνας», είπε ο πρέσβης. «Ο γιος μας έχει λάβει εξαίρετη μόρφωση• δεν είναι δυνατό να πιστεύει ότι αυτά τα αρωματικά ξυλάκια προσελκύουν πνεύματα».
«Ο γιος μου μπλεγμένος με ναρκωτικά!»
«Θα του περάσει. Κι εγώ κάπνισα μαριχουάνα στα νιάτα μου και, όπως τη βαριούνται όλοι, τη βαρέθηκα κι εγώ».
Η γυναίκα του ένιωσε περηφάνια και ηρέμησε: ο σύζυγός της ήταν άντρας με εμπειρίες, είχε μπει στον κόσμο των ναρκωτικών και κατόρθωσε να βγει. Άντρας με τόσο μεγάλη δύναμη θέλησης ήταν ικανός να ελέγξει οποιαδήποτε κατάσταση.

Μια ωραία μέρα ο Έντουαρντ ζήτησε ένα ποδήλατο.
«Έχεις οδηγό και Μερτσέντες Μπεντζ. Τι να το κάνεις το ποδήλατο;»
«Για επαφή με τη φύση. Η Μαρία κι εγώ θα κάνουμε ένα ταξίδι για δέκα μέρες», είπε. «Υπάρχει εδώ κοντά ένα μέρος με τεράστιες ποσότητες κρυστάλλων και η Μαρία εγγυάται ότι μεταδίδουν θετική ενέργεια».
Η μητέρα και ο πατέρας είχαν ανατραφεί σε κομουνιστικό καθεστώς: οι κρύσταλλοι δεν ήταν παρά ορυκτά, είχαν συγκεκριμένη ατομική δομή και δεν εξέπεμπαν κανενός είδους ενέργεια - είτε θετική είτε αρνητική. Ρώτησαν και έμαθαν ότι αυτές οι ιδέες περί «κρυσταλλικών δονήσεων» είχαν αρχίσει να είναι της μόδας.
Αν ο γιος τους αποφάσιζε να μιλήσει γι' αυτό το θέμα σε επίσημη δεξίωση, μπορεί να φαινόταν γελοίος στα μάτια του κόσμου. Για πρώτη φορά ο πρέσβης αναγνώρισε ότι η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται σοβαρή. Η Μπραζίλια ήταν πόλη που ζούσε με τις διαδόσεις και σύντομα θα μαθευόταν ότι ο Έντουαρντ είχε μπλέξει με πρωτόγονες δεισιδαιμονίες. Οι αντίπαλοί του στην πρεσβεία θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι τα έμαθε από τους γονείς του και η διπλωματία -εκτός από τέχνη της αναμονής- ήταν επίσης η τέχνη να διατηρείς πάντα, σε οποιαδήποτε περίσταση, εμφάνιση καθωσπρέπει και σύμφωνη με το πρωτόκολλο.
«Παιδί μου, αυτό δε γίνεται να συνεχιστεί», είπε ο πατέρας. «Έχω φίλους στο υπουργείο εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, θα γίνεις λαμπρός διπλωμάτης και πρέπει να μάθεις να αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους».
Ο Έντουαρντ έφυγε απ' το σπίτι και δεν ξαναγύρισε εκείνη τη νύχτα. Οι γονείς του τηλεφώνησαν στο σπίτι της Μαρίας, στα νεκροτομεία και νοσοκομεία της πόλης- χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η μητέρα έχασε την εμπιστοσύνη που είχε στο σύζυγό της για τα οικογενειακά ζητήματα, αν και ήταν εξαίρετος διπλωμάτης με τους ξένους.
Την επόμενη μέρα, ο Έντουαρντ έκανε την εμφάνισή του ψόφιος απ' την πείνα και την κούραση. Έφαγε και πήγε στο δωμάτιό του, άναψε τα λιβάνια του, έψαλε τις μάντρα του και κοιμήθηκε το υπόλοιπο απόγευμα και τη νύχτα. Όταν ξύπνησε, τον περίμενε ένα ποδήλατο καινούριο, του κουτιού.
«Πήγαινε να δεις τους κρυστάλλους σου», είπε η μητέρα, «θα εξηγήσω εγώ στον πατέρα σου».

Και έτσι, εκείνο το στεγνό, σκονισμένο βράδυ, ο Έντουαρντ κατευθυνόταν χαρούμενος προς το σπίτι της Μαρίας. Η πόλη ήταν τόσο καλοσχεδιασμένη (σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες) ή τόσο κακοσχεδιασμένη (σύμφωνα με τον Έντουαρντ), που δεν είχε σχεδόν καμιά γωνία. Κινιόταν στη δεξιά λωρίδα, σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, αγναντεύοντας τον ουρανό γεμάτο σύννεφα, που όμως δεν έφερναν βροχή, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε να ανεβαίνει με τεράστια ταχύτητα προς τον ουρανό που κοιτούσε - και αμέσως μετά να κατεβαίνει και να βρίσκεται στην άσφαλτο.
ΜΠΟΥΜ!
Έπαθα ατύχημα.
Θέλησε να μετακινηθεί, επειδή το πρόσωπό του ήταν κολλημένο στην άσφαλτο, αλλά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε πια να ελέγξει το σώμα του. Άκουσε τον ήχο αυτοκινήτων που φρέναραν, ανθρώπους που φώναζαν και κάποιον που πλησίασε και πήγε να τον αγγίξει, για να ακούσει αμέσως μια φωνή: «Μην τον αγγίζεις! Αν τον πιάσει κανείς, μπορεί να μείνει ανάπηρος για όλη τη ζωή του!»
Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν αργά και ο Έντουαρντ άρχισε να φοβάται. Σε αντίθεση με τους γονείς του, ο ίδιος πίστευε στο Θεό και στη μετά θάνατον ζωή, αλλά και πάλι έβρισκε άδικο να πεθάνει στα δεκαεφτά του, με το βλέμμα καρφωμένο στην άσφαλτο, σε μια χώρα ξένη.
«Είσαι καλά;» τον ρωτούσε μια φωνή.
Όχι, δεν ήταν καλά• δεν κατάφερνε να κουνηθεί, αλλά ούτε και να μιλήσει. Το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι δεν έχανε τις αισθήσεις του, αντιλαμβανόταν με ακρίβεια ό,τι γινόταν και πού είχε μπλέξει. Δε θα λιποθυμούσε; Δεν τον λυπόταν ο Θεός ακριβώς τη στιγμή που είχε τόσο έντονα την ανάγκη Του ενάντια σε όλα και όλους;
«Έρχονται οι γιατροί», μουρμούρισε κάποιος άλλος πιάνοντάς του το χέρι. «Δεν ξέρω αν μπορείς να με ακούσεις, αλλά μείνε ήρεμος. Δεν είναι τίποτα σοβαρό».
Ναι, μπορούσε να ακούσει• θα ήθελε αυτή η φωνή -ενός άντρα- να συνεχίσει να μιλάει, να τον διαβεβαιώνει ότι δεν είναι τίποτα σοβαρό, αν και ήταν πια αρκετά μεγάλος ώστε να ξέρει ότι πάντα έτσι λένε όταν η κατάσταση είναι άσχημη. Σκέφτηκε τη Μαρία, την περιοχή που είχε βουνά από κρυστάλλους γεμάτους θετική ενέργεια - ενώ η Μπραζίλια είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση αρνητικής ενέργειας που είχε αισθανθεί στους διαλογισμούς του.
Τα δευτερόλεπτα έγιναν λεπτά, οι άνθρωποι συνέχιζαν την προσπάθεια να τον καθησυχάσουν και -για πρώτη φορά από το συμβάν- ο ίδιος άρχισε να πονάει. Ήταν ένας σουβλερός πόνος, που ερχόταν απ' το κέντρο του μυαλού του και έμοιαζε να εξαπλώνεται σε όλο το σώμα του.
«Έφτασαν», είπε ο άντρας που του κρατούσε το χέρι. «Αύριο θα κάνεις και πάλι ποδήλατο».

Όμως την επόμενη μέρα ο Έντουαρντ βρισκόταν σ' ένα νοσοκομείο με τα δυο πόδια του και το ένα χέρι σε γύψο, χωρίς πιθανότητα να βγει μέσα στις επόμενες τριάντα μέρες και έχοντας να ακούει τη μητέρα του να κλαίει αδιάκοπα, τον πατέρα του να κάνει νευρικά τηλεφωνήματα και τους γιατρούς να επαναλαμβάνουν ανά πέντε λεπτά ότι το κρίσιμο εικοσιτετράωρο είχε πλέον περάσει και ότι δεν υπήρχε εγκεφαλική κάκωση.
Η οικογένεια τηλεφώνησε στην αμερικανική πρεσβεία, που ποτέ δεν πίστευε τις γνωματεύσεις των δημόσιων νοσοκομείων και διατηρούσε μια υπηρεσία έκτακτων αναγκών, μαζί μ' έναν κατάλογο Βραζιλιάνων γιατρών, ικανών να περιθάλψουν τους δικούς της διπλωμάτες. Από καιρού εις καιρόν, στο πλαίσιο μιας πολιτικής καλής γειτονίας, έθεταν αυτές τις υπηρεσίες στη διάθεση και άλλων διπλωματικών αποστολών.
Οι Αμερικανοί έφερναν τα τελευταίας γενιάς μηχανήματά τους, έκαναν δέκα φορές περισσότερες εξετάσεις και τεστ και κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα πάντα: οι γιατροί του δημόσιου νοσοκομείου είχαν κάνει ορθή εκτίμηση και είχαν πάρει σωστές αποφάσεις.


Οι γιατροί του δημόσιου νοσοκομείου μπορεί να ήταν καλοί, αλλά τα προγράμματα της βραζιλιάνικης τηλεόρασης ήταν τόσο χάλια όσο και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου και ο Έντουαρντ δεν είχε τι να κάνει. Η Μαρία εμφανιζόταν όλο και λιγότερο στο νοσοκομείο- ίσως είχε βρει άλλο σύντροφο για να τη συνοδέψει στα βουνά με τους κρυστάλλους.
Σε αντίθεση με την παράξενη συμπεριφορά της φιλενάδας του, ο πρέσβης και η γυναίκα του τον επισκέπτονταν καθημερινά, αλλά αρνούνταν να του φέρουν τα πορτογαλικά βιβλία που είχε στο σπίτι, προφασιζόμενοι ότι σύντομα θα έπαιρναν μετάθεση και δεν είχε ανάγκη να μάθει μια γλώσσα που δεν επρόκειτο να του ξαναχρειαστεί. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο Έντουαρντ αρκέστηκε στο να κουβεντιάζει με άλλους ασθενείς, να μιλάει για ποδόσφαιρο με τους νοσοκόμους και να διαβάζει κανένα περιοδικό που έπεφτε στα χέρια του.
Ώσπου μια μέρα, ένας από τους νοσοκόμους του έφερε ένα βιβλίο που είχε μόλις αποκτήσει, αλλά το έβρίσκε «πολύ μεγάλο για να το διαβάσει». Αυτή ήταν η στιγμή που η ζωή του Έντουαρντ άρχισε να τον οδηγεί σ' ένα παράξενο μονοπάτι, που θα τον έφερνε στη «Βιλέτ», στην αποξένωση από την πραγματικότητα και στην παντελή απομάκρυνσή του από τα πράγματα που θα έκαναν οι νέοι της ηλικίας του στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Το βιβλίο μιλούσε για οραματιστές που ταρακούνησαν τον κόσμο, ανθρώπους που είχαν δική τους αντίληψη για τον επίγειο παράδεισο και αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να την κάνουν κτήμα όλων. Σ' αυτούς περιλαμβάνονταν ο Ιησούς Χριστός αλλά και ο Δαρβίνος, με τη θεωρία του ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο• ο Φρόιντ, που διαβεβαίωνε για τη σημασία των ονείρων, ο Κολόμβος, που έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα της βασίλισσας για να αναζητήσει μια καινούρια ήπειρο• ο Μαρξ, με την άποψη ότι όλοι είναι άξιοι ίσων ευκαιριών.
Ακόμη, συμπεριλαμβάνονταν άγιοι, όπως ο Ιγνάτιος Λογιόλα, ένας Βάσκος που είχε κοιμηθεί με όλες τις γυναίκες με τις οποίες μπορούσε να κοιμηθεί, είχε σκοτώσει κάμποσους εχθρούς του σε αναρίθμητες μάχες, μέχρι που τραυματίστηκε στην Παμπλόνα και αντιλήφθηκε το νόημα του κόσμου στο κρεβάτι όπου ανάρρωνε. Η Θηρεσία της Άβιλα, που ήθελε οπωσδήποτε να βρει το δρόμο του Θεού και τα κατάφερε μόνο όταν διέσχιζε τυχαία ένα διάδρομο και σταμάτησε μπροστά σ' έναν πίνακα. Ο Αντώνιος, ένας άντρας κουρασμένος απ' τη ζωή που έκανε και ο οποίος αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην έρημο για να ζήσει δέκα χρόνια μαζί με δαιμόνια, δοκιμάζοντας κάθε είδους πειρασμό. Ο Φραγκίσκος της Ασίζης, ένας νέος σαν αυτόν, που αποφάσισε να κουβεντιάζει με τα πουλιά και ν' αφήσει πίσω του όλα εκείνα που είχαν προγραμματίσει οι γονείς του για τη ζωή του.

Άρχισε να διαβάζει το ίδιο βράδυ αυτό το «χοντρό βιβλίο», επειδή δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει για να περάσει την ώρα του. Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα μπήκε μια νοσοκόμα και τον ρώτησε αν χρειαζόταν κάτι, αφού ήταν το μόνο δωμάτιο που είχε ακόμη το φως αναμμένο. Ο Έντουαρντ την έδιωξε με μια απλή κίνηση του χεριού, χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια απ' το βιβλίο.
Οι άντρες και οι γυναίκες που ταρακούνησαν τον κόσμο. Συνηθισμένοι άνθρωποι όπως και αυτός, ο πατέρας του ή η φιλενάδα του -που ήξερε ότι την έχανε-, ταλανιζόμενοι απ' τις ίδιες ανησυχίες και αμφιβολίες που αντιμετώπιζαν όλοι οι άνθρωποι στην καθημερινότητα τους. Άνθρωποι που δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία, το Θεό, την ανάπτυξη του νου ή μιας νέας συνείδησης, μέχρι που μια μέρα... Ε, μια μέρα αποφάσισαν να κάνουν τη μεγάλη αλλαγή! Το βιβλίο γινόταν μάλιστα πιο ενδιαφέρον, επειδή έγραφε ότι σε καθεμιά από εκείνες τις ζωές υπήρχε μια μαγική στιγμή που τους έκανε να ξεκινήσουν την αναζήτηση του προσωπικού οράματος τους για τον Παράδεισο.
Άνθρωποι που δεν άφησαν τη ζωή να περάσει μάταια και που, για να καταφέρουν αυτό που ήθελαν, έγιναν ζητιάνοι και κολάκεψαν βασιλιάδες• κατέλυσαν κώδικες και αντιμετώπισαν την οργή των ισχυρών της εποχής• μεταχειρίστηκαν διπλωματία ή βία, αλλά ποτέ δεν παραιτήθηκαν, πάντα κατορθώνοντας να υπερνικήσουν κάθε δυσκολία που παρουσιαζόταν μετατρέποντάς τη σε πλεονέκτημα.
Την άλλη μέρα ο Έντουαρντ έδωσε το χρυσό ρολόι του στο νοσοκόμο που του έφερε το βιβλίο και του ζήτησε να το πουλήσει και να αγοράσει όσα βιβλία υπήρχαν με το ίδιο θέμα. Δεν υπήρχε κανένα άλλο. Ξεκίνησε να διαβάζει βιογραφίες αυτών των ανθρώπων, αλλά πάντα τους περιέγραφαν σαν να ήταν εκλεκτοί, εμπνευσμένοι- και όχι κοινοί άνθρωποι που έπρεπε να παλέψουν όπως οποιοσδήποτε άλλος για να υποστηρίξουν τις ιδέες τους.
Ο Έντουαρντ εντυπωσιάστηκε τόσο από αυτά που διάβασε, ώστε σκέφτηκε σοβαρά το ενδεχόμενο να γίνει άγιος, εκμεταλλευόμενος το ατύχημα για ν' αλλάξει πορεία στη ζωή του. Όμως τα πόδια του ήταν σπασμένα, δεν είχε δει κανένα όραμα στο νοσοκομείο, δεν πέρασε μπροστά από κάποιο πίνακα που να συντάραξε την ψυχή του, δεν είχε φίλους για να χτίσει εκκλησία στο οροπέδιο της βραζιλιάνικης ενδοχώρας και οι έρημοι βρίσκονταν πολύ μακριά και αντιμετώπιζαν προβλήματα πολιτικής φύσης. Όμως ακόμη και έτσι, κάτι μπορούσε να κάνει: να μάθει να ζωγραφίζει και να προσπαθήσει να δείξει στον κόσμο τα οράματα που είδαν εκείνοι οι άνθρωποι.

Όταν του έβγαλαν το γύψο και γύρισε στην πρεσβεία -όπου όλοι τον φρόντιζαν μέχρι παραχαϊδέματος, ενώ εκείνος απολάμβανε την προσοχή που δίνει στο γιο του πρέσβη το υπόλοιπο διπλωματικό προσωπικό-, ζήτησε από τη μητέρα του να τον γράψει σε μαθήματα ζωγραφικής.
Εκείνη του είπε ότι ήδη είχε χάσει πολλά μαθήματα στο αμερικανικό κολέγιο και ήταν πλέον καιρός να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο. Ο Έντουαρντ αρνήθηκε• δεν είχε την παραμικρή όρεξη να συνεχίσει να μαθαίνει γεωγραφία και άλλες επιστήμες.
Ήθελε να γίνει ζωγράφος. Σε μια στιγμή που ήταν αφηρημένος εξήγησε την αιτία:
«Θέλω να ζωγραφίσω τα οράματα του Παραδείσου».
Η μητέρα του δεν είπε τίποτα και υποσχέθηκε να το συζητήσει με τις φίλες της, για να δει ποια είναι η καλύτερη σχολή ζωγραφικής σε όλη την πόλη.


Όταν ο πρέσβης γύρισε το βράδυ από τη δουλειά, τη βρήκε να κλαίει στο δωμάτιό τους.
«Το παιδί μας είναι τρελό», έλεγε με δάκρυα στα μάτια. «Το ατύχημα πείραξε τον εγκέφαλο του».
«Αδύνατον!» απάντησε θυμωμένος ο πρέσβης. «Τον εξέτασαν οι γιατροί που πρότειναν οι Αμερικανοί».
Η γυναίκα του διηγήθηκε όσα είχε ακούσει.
«Είναι η συνηθισμένη εξέγερση αυτής της ηλικίας. Κάνε υπομονή και θα δεις ότι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν», ήταν η αντίδραση του πρέσβη.


Αυτή τη φορά η αναμονή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, επειδή ο Έντουαρντ βιαζόταν να αρχίσει να ζει. Δυο μέρες αργότερα, αφού βαρέθηκε να περιμένει απάντηση από τις φίλες της μητέρας του, αποφάσισε να γραφτεί σε μαθήματα ζωγραφικής. Άρχισε να μαθαίνει τη χρωματική κλίμακα και την προοπτική, αλλά και να συναναστρέφεται με ανθρώπους που δε μιλούσαν ποτέ για μάρκες αθλητικών παπουτσιών ή μοντέλα αυτοκινήτων.
«Συναναστρέφεται με καλλιτέχνες!» έλεγε στον πρέσβη κλαίγοντας η μητέρα.
«Άσε το παιδί», απαντούσε ο πρέσβης. «Θα βαρεθεί γρήγορα, όπως βαρέθηκε τη φιλενάδα του, τους κρυστάλλους, το λιβάνι και τη μαριχουάνα».

Όμως ο καιρός περνούσε και το δωμάτιο του Έντουαρντ μεταμορφωνόταν σε αυτοσχέδιο ατελιέ, με ζωγραφιές που φαίνονταν ακατανόητες στους γονείς του: κύκλοι, ασυνήθιστοι συνδυασμοί χρωμάτων, πρωτόγονα σύμβολα ανάκατα με ανθρώπους σε στάση προσευχής.
Ο Έντουαρντ, το μοναχικό παιδί που δυο χρόνια στην Μπραζίλια δεν είχε φανεί με φίλους στο σπίτι, το γέμιζε τώρα με παράξενα άτομα, όλα κακοντυμένα και αχτένιστα, και άκουγαν δίσκους στη διαπασών, πίνοντας και καπνίζοντας χωρίς σταμάτημα, επιδεικνύοντας απόλυτη άγνοια πρωτοκόλλου και καλής συμπεριφοράς. Κάποια μέρα η διευθύντρια του αμερικάνικου κολεγίου κάλεσε τη σύζυγο του πρέσβη για να συζητήσουν.
«Ο γιος σας πρέπει να έχει μπλεχτεί με ναρκωτικά», της είπε. «Η σχολική απόδοσή του είναι κατώτερη του μετρίου και, αν συνεχίσει έτσι, δε θα μπορέσουμε να ανανεώσουμε την εγγραφή του».
Η γυναίκα πήγε κατευθείαν στο γραφείο του πρέσβη και διηγήθηκε όσα άκουσε.
«Εσύ όλο λες ότι με τον καιρό τα πάντα θα ξαναγίνουν φυσιολογικά!» ούρλιαζε υστερικά. «Ο γιος σου ναρκομανής, τρελός, με πολύ σοβαρό πρόβλημα στον εγκέφαλο κι εσένα σε απασχολούν τα κοκτέιλ και οι κοσμικές συγκεντρώσεις!»
«Μη φωνάζεις», την παρακάλεσε.
«Θα φωνάζω σ' όλη τη ζωή μου όσο κάθεσαι άπραγος! Το παιδί χρειάζεται βοήθεια, το καταλαβαίνεις; Ιατρική βοήθεια! Εμπρός, κάνε κάτι!»
Ανήσυχος μήπως οι φωνές της γυναίκας του τον φέρουν σε δύσκολη θέση απέναντι στους υπαλλήλους του και επειδή το ενδιαφέρον του Έντουαρντ για τη ζωγραφική κρατούσε πιο πολύ απ' ό,τι περίμενε, ο πρέσβης –άνθρωπος πρακτικός και γνώστης όλων των κατάλληλων διαδικασιών- κατέστρωσε μια επιθετική στρατηγική επίλυσης του προβλήματος.
Πρώτα τηλεφώνησε στο συνάδελφο του, τον Αμερικανό πρέσβη, και τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να χρησιμοποιήσει τα ιατρικά εφόδια της πρεσβείας. Το αίτημα του έγινε δεκτό.
Βρήκε πάλι τους διαπιστευμένους γιατρούς, τους εξήγησε την κατάσταση και ζήτησε να ελέγξουν ξανά όλες τις παλιές εξετάσεις. Οι γιατροί, φοβούμενοι μήπως βρεθούν μπλεγμένοι σε δίκη, έκαναν αυτό ακριβώς που τους ζητήθηκε - και κατέληξαν στο ότι οι εξετάσεις δεν παρουσίαζαν τίποτα το μη φυσιολογικό. Πριν φύγει ο πρέσβης, του ζήτησαν επίμονα να υπογράψει ένα χαρτί, σύμφωνα με το οποίο η αμερικανική πρεσβεία δεν έφερε καμιά ευθύνη που υπέδειξε αυτούς τους γιατρούς.
Ύστερα, ο πρέσβης πήγε στο νοσοκομείο όπου είχε νοσηλευτεί ο Έντουαρντ. Μίλησε με το διευθυντή, του εξήγησε το πρόβλημα του γιου του και ζήτησε -με πρόφαση ένα τσεκάπ ρουτίνας- να του κάνουν εξετάσεις αίματος, μήπως διαπιστώσουν την ύπαρξη ναρκωτικών ουσιών στον οργανισμό του.


Έτσι και έγινε. Και δε βρέθηκε κανένα ναρκωτικό.

Έμενε το τρίτο και τελευταίο στάδιο της στρατηγικής: να μιλήσει με τον ίδιο τον Έντουαρντ και να μάθει τι συμβαίνει. Μόνο αν είχε όλα τα στοιχεία στη διάθεσή του, θα μπορούσε να πάρει μια απόφαση που θα του φαινόταν σωστή.


Πατέρας και γιος συναντήθηκαν στο σαλόνι.
«Έχεις ανησυχήσει τη μητέρα σου», είπε ο πρέσβης. «Οι βαθμοί σου έπεσαν και υπάρχει κίνδυνος να μην ανανεωθεί η εγγραφή σου».
«Ανέβηκαν οι βαθμοί μου στα μαθήματα ζωγραφικής, πατέρα».
«Βρίσκω πολύ ευχάριστο το ενδιαφέρον σου για την τέχνη, αλλά έχεις ολόκληρη ζωή μπροστά σου για να ασχοληθείς με αυτή. Προς το παρόν το σημαντικό είναι να τελειώσεις τη μέση εκπαίδευση, για να μπορέσω να σε κατευθύνω σε καριέρα διπλωμάτη».
Ο Έντουαρντ σκέφτηκε πολύ πριν πει κάτι. Σκέφτηκε και πάλι το ατύχημα, το βιβλίο για τους μεγάλους οραματιστές -που τελικά δεν ήταν παρά η αφορμή για να βρει την πραγματική κλίση του-, σκέφτηκε τη Μαρία – η οποία είχε εξαφανιστεί. Δίστασε πολύ, αλλά στο τέλος απάντησε:
«Μπαμπά, δε θέλω να γίνω διπλωμάτης, θέλω να γίνω ζωγράφος».
Ο πατέρας ήταν προετοιμασμένος γι' αυτή την απάντηση και ήξερε πώς να την υπερπηδήσει.
«Θα γίνεις ζωγράφος, άλλα πρώτα τελείωσε τις σπουδές σου. Θα κανονίσουμε να κάνεις εκθέσεις στο Βελιγράδι, στο Ζάγκρεμπ, στη Λιουμπλιάνα, στο Σαράγεβο. Με τη δική μου επιρροή μπορώ να σε βοηθήσω πολύ, αλλά θέλω να τελειώσεις τις σπουδές σου».
«Αν το κάνω αυτό, μπαμπά, θα διαλέξω τον πιο εύκολο δρόμο. Θα μπω σε μια οποιαδήποτε σχολή και θα σπουδάσω κάτι που δε θα μ' ενδιαφέρει, αλλά θα μου δίνει χρήματα. Τότε η ζωγραφική θα μπει σε δεύτερο πλάνο και στο τέλος θα λησμονήσω την κλίση μου. Πρέπει να μάθω να κερδίζω χρήματα με τη ζωγραφική».
Ο πρέσβης άρχισε να εκνευρίζεται.
«Έχεις τα πάντα, παιδί μου: οικογένεια που σε αγαπάει, σπίτι, χρήματα, κοινωνική θέση. Ξέρεις όμως ότι η χώρα μας περνάει δύσκολη περίοδο, ακούγονται φήμες για εμφύλιο πόλεμο• μπορεί αύριο να μην είμαι εδώ να σε βοηθήσω».
«Θα βοηθήσω μόνος μου τον εαυτό μου, πατέρα. Έχε μου εμπιστοσύνη. Μια μέρα θα ζωγραφίσω μια σειρά με τίτλο "Τα οράματα του Παραδείσου". Θα είναι η εικαστική ιστορία εκείνου που κάποιοι άνθρωποι βίωσαν μόνο μέσα στην καρδιά τους».
Ο πρέσβης επαίνεσε την αποφασιστικότητα του γιου του, έληξε τη συζήτηση μ' ένα χαμόγελο και αποφάσισε να του δώσει έναν ακόμη μήνα προθεσμία - άλλωστε η διπλωματία είναι η τέχνη της αναβολής των αποφάσεων, μέχρι τα προβλήματα να λυθούν από μόνα τους.


Πέρασε ένας μήνας. Ο Έντουαρντ συνέχισε να αφιερώνει όλο το χρόνο του στη ζωγραφική, στους παράξενους φίλους του, σε μουσικές που πρέπει να προκαλούσαν κάποιου είδους ψυχική διαταραχή. Και σαν να μην έφταναν αυτά, αποβλήθηκε από το αμερικανικό κολέγιο, επειδή λογόφερε με μια καθηγήτρια σχετικά με την ύπαρξη των αγίων.

Κάνοντας μια ύστατη προσπάθεια, καθώς δε χωρούσε πλέον περαιτέρω αναβολή αποφάσεων, ο πρέσβης φώναξε πάλι το γιο του για μια συζήτηση μεταξύ αντρών.
«Έντουαρντ, έχεις πια ηλικία που μπορείς να αναλάβεις την ευθύνη της ζωής σου. Κάναμε υπομονή όσο γινόταν, αλλά είναι ώρα να τελειώσει αυτή η ανοησία με τη ζωγραφική και να επιδιώξεις να αρχίσεις την καριέρα σου».
«Η ζωγραφική είναι η επιδίωξη της καριέρας μου, πατέρα».
«Αγνοείς τελείως την αγάπη μας και τις προσπάθειές μας για να σου δώσουμε καλή μόρφωση. Δεδομένου ότι ποτέ δεν ήσουν τέτοιος χαρακτήρας, δεν μπορώ παρά να τα αποδώσω όλα αυτά στο ατύχημά σου».
«Θέλω να καταλάβεις ότι σας αγαπώ περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους και από καθετί στη ζωή μου».
Ο πρέσβης ξερόβηξε. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο άμεσες εκδηλώσεις αγάπης.
«Τότε, στο όνομα της αγάπης που μας έχεις, σε παρακαλώ να κάνεις αυτό που θέλει η μητέρα σου. Παράτα για λίγο καιρό αυτή την ιστορία με τη ζωγραφική, βρες φίλους που να ανήκουν στην κοινωνική τάξη σου και γύρνα στις σπουδές σου».
«Με αγαπάς, πατέρα. Δεν μπορείς να μου το ζητάς αυτό, αφού πάντα μου έδινες το καλό παράδειγμα αγωνιζόμενος για όλα αυτά που αγαπούσες. Δεν είναι δυνατό να θέλεις να είμαι άνθρωπος χωρίς δική μου βούληση».
«Είπα: στο όνομα της αγάπης. Δε σ' το έχω ξαναπεί, παιδί μου, αλλά τώρα σ' το ζητάω. Στο όνομα της αγάπης που μας έχεις και που σου έχουμε, γύρνα στο σπίτι σου - και εννοώ ουσιαστικά. Εξαπατάς τον εαυτό σου, αποφεύγεις την πραγματικότητα.
»Από τότε που γεννήθηκες τρέφουμε για σένα τα μεγαλύτερα όνειρα της ζωής μας. Είσαι τα πάντα για μας: το μέλλον μας και το παρελθόν μας. Οι παππούδες σου ήταν δημόσιοι υπάλληλοι κι εγώ χρειάστηκε να αγωνιστώ σκληρά για να γίνω δεκτός και να προχωρήσω στο διπλωματικό κλάδο. Κι όλα αυτά μόνο για ν' ανοίξω το δρόμο σε σένα, να κάνω τα πράγματα ευκολότερα. Έχω ακόμη το στιλό με το οποίο υπέγραψα το πρώτο έγγραφο ως πρέσβης και το φύλαξα με αγάπη για να το δώσω σε σένα τη μέρα που θα κάνεις το ίδιο.
»Μη μας απογοητεύεις, παιδί μου. Δε θα ζήσουμε πολύ. Θέλουμε να πεθάνουμε ήσυχοι ξέροντας ότι πήρες καλό δρόμο στη ζωή σου.
»Κάνε αυτό που σου ζητάω, αν μας αγαπάς αληθινά. Αν δε μας αγαπάς, συνέχισε αυτή τη συμπεριφορά σου».

Ο Έντουαρντ έμεινε πολλές ώρες να κοιτάζει τον ουρανό πάνω από την Μπραζίλια, παρακολουθώντας τα σύννεφα που κινούνταν στο γαλανό φόντο - όμορφα αλλά δίχως μια σταγόνα νερό να ρίξουν στη στεγνή γη του κεντρικού οροπεδίου της Βραζιλίας• κι αυτός ένιωθε άδειος, όπως τα σύννεφα.
Αν ακολουθούσε την επιλογή του, η μητέρα του θα κατέληγε να μαραθεί από τον πόνο, ο πατέρας του θα έχανε τον ενθουσιασμό του για την καριέρα του και θα έριχναν πάνω τους την ευθύνη για την αποτυχία τους στη μόρφωση του αγαπημένου παιδιού τους. Αν παρατούσε τη ζωγραφική, τα οράματα του Παραδείσου ποτέ δε θα έβλεπαν το φως και τίποτα πια στον κόσμο δε θα του χάριζε τέτοια χαρά και ενθουσιασμό.
Κοίταξε γύρω του, είδε τους πίνακές του, ξαναθυμήθηκε την αγάπη και την αίσθηση κάθε πινελιάς και τους βρήκε όλους μέτριους. Και ο ίδιος ήταν κάλπικος• ήθελε να γίνει κάτι για το οποίο δεν ήταν από τους εκλεκτούς και το τίμημα θα ήταν η απογοήτευση των γονιών του.
Τα οράματα του Παραδείσου ήταν για τους εκλεκτούς, που παρουσιάζονταν στα βιβλία ως ήρωες και μάρτυρες της πίστης την οποία έτρεφαν. Άνθρωποι που ήξεραν από παιδιά ότι ο κόσμος τους είχε ανάγκη - και αυτά που υποστήριζε το βιβλίο ήταν επινοήματα μυθιστοριογράφου.
Την ώρα του βραδινού είπε στους γονείς του ότι είχαν δίκιο: ένα νεανικό όνειρο ήταν και ο ενθουσιασμός του για τη ζωγραφική είχε πια περάσει. Οι γονείς ευχαριστήθηκαν, η μητέρα έκλαψε απ' τη χαρά της και αγκάλιασε το γιο της• όλα είχαν ξαναγίνει όπως πρώτα.
Το βράδυ, ο πρέσβης γιόρτασε κρυφά τη νίκη του ανοίγοντας ένα μπουκάλι σαμπάνια - που την ήπιε μόνος. Όταν πήγε στο δωμάτιο, η γυναίκα του κοιμόταν ήσυχη, για πρώτη φορά εδώ και πολλούς μήνες.
Την επόμενη μέρα, βρήκαν το δωμάτιο του Έντουαρντ διαλυμένο, τους πίνακες κατεστραμμένους με κάποιο κοφτερό αντικείμενο και τον νέο καθισμένο σε μια γωνιά να κοιτάζει τον ουρανό. Η μητέρα του τον αγκάλιασε, του είπε πόσο τον αγαπούσε, αλλά ο Έντουαρντ δεν απάντησε.
Δεν ήθελε πια να ξέρει τίποτα περί αγάπης: τη σιχάθηκε αυτή την ιστορία.
Πίστευε ότι μπορούσε να τα παρατήσει και να ακολουθήσει τις συμβουλές του πατέρα του, αλλά το είχε παρακάνει: διέσχισε την άβυσσο που χωρίζει τον άνθρωπο απ' το όνειρό του και τώρα δεν μπορούσε πια να γυρίσει πίσω.
Δεν μπορούσε να πάει ούτε μπροστά ούτε πίσω. Ήταν λοιπόν πιο απλό να αποχωρήσει από τη ζωή.


Ο Έντουαρντ έμεινε ακόμη πέντε μήνες στη Βραζιλία, υπό τις φροντίδες ειδικών γιατρών, οι οποίοι διέγνωσαν μια σπάνια μορφή σχιζοφρένειας, ίσως συνέπεια ενός ατυχήματος με ποδήλατο. Ύστερα ξέσπασε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, ο πρέσβης ανακλήθηκε βιαστικά, τα προβλήματα πλήθυναν εμποδίζοντας τους δικούς του να τον φροντίζουν και η μόνη διέξοδος ήταν να τον αφήσουν στο καινούριο τότε άσυλο της «Βιλέτ».

ΟΤΑΝ Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΤΈΛΕΙΩΣΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΟΥ, είχε πια βραδιάσει και έτρεμαν απ' το κρύο.
«Πάμε μέσα», της είπε. «Σερβίρουν κιόλας βραδινό».
«Όταν ήμουν μικρή και πήγαινα επίσκεψη στη γιαγιά μου, πάντα έμενα να κοιτάζω έναν πίνακα που είχε στον τοίχο. Ήταν μια γυναίκα -η Παναγία, όπως λένε οι καθολικοί- στην κορυφή του κόσμου, με τα χέρια ανοιχτά προς τη Γη και από μέσα τους ακτινοβολούσε φως.
»Αυτό που τράβηξε πιο πολύ την προσοχή μου στον πίνακα ήταν ότι η γυναίκα πατούσε ένα ζωντανό φίδι. Τότε ρώτησα τη γιαγιά μου: "Δε φοβάται το φίδι; Μήπως της δαγκώσει το πόδι ή τη σκοτώσει με το δηλητήριό του;"
»Η γιαγιά μου απάντησε: "Το φίδι έφερε στη Γη το Καλό και το Κακό, όπως λέει η Αγία Γραφή. Κι εκείνη κρατάει στον έλεγχο της το Καλό και το Κακό με την αγάπη της"».
«Τι σχέση έχει αυτό με την ιστορία μου;»
«Αφού σε γνώρισα μόλις πριν από μια βδομάδα, είναι πολύ νωρίς να σου πω "σ' αγαπώ". Όμως μετά από αυτή τη νύχια, θα είναι πολύ αργά για να σ' το πω. Μα αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη τρέλα του άντρα και της γυναίκας: η αγάπη.
»Μου διηγήθηκες μια ιστορία αγάπης. Το πιστεύω ειλικρινά ότι οι γονείς σου ήθελαν ό,τι καλύτερο για σένα και αυτή η αγάπη ήταν που σχεδόν κατέστρεψε τη ζωή σου. Αν η Παναγία, στον πίνακα της γιαγιάς μου, πατούσε το φίδι, σημαίνει ότι αυτή η αγάπη έχει δύο πρόσωπα».
«Καταλαβαίνω τι εννοείς», είπε ο Έντουαρντ. «Εγώ τους προκάλεσα να μου κάνουν το ηλεκτροσόκ, επειδή μου δημιουργείς σύγχυση. Δεν ξέρω τι αισθάνομαι και η αγάπη ήδη μια φορά με κατέστρεψε».
«Μη φοβάσαι. Σήμερα ζήτησα από το δόκτορα Iγκόρ να φύγω από δω, να επιλέξω τον τόπο όπου θα κλείσω τα μάτια μου για πάντα. Όμως, όταν είδα να σε αρπάζουν οι νοσοκόμοι, ένιωσα μέσα μου τι θα ήθελα να βλέπω όταν θα έφευγα από τον κόσμο: το πρόσωπό σου. Και αποφάσισα να μη φύγω πια.
»Ενώ κοιμόσουν μετά το ηλεκτροσόκ, έπαθα άλλη μια κρίση και θεώρησα ότι ήρθε η ώρα μου. Κοίταξα το πρόσωπό σου, προσπάθησα να μαντέψω την ιστορία σου και ετοιμάστηκα να πεθάνω ευτυχισμένη. Όμως ο θάνατος δεν ήρθε• η καρδιά μου άντεξε για άλλη μια φορά - ίσως επειδή είμαι νέα».
Ο Έντουαρντ κατέβασε το κεφάλι.
«Μην ντρέπεσαι που σ' έχω ερωτευτεί», συνέχισε η Βερόνικα. «Δε ζητάω τίποτα, μόνο να μ' αφήσεις να σ' αγαπώ και να παίξω πιάνο άλλη μια νύχτα - αν φτάνουν ακόμη οι δυνάμεις μου.
»Σε αντάλλαγμα μόνο ένα πράγμα σου ζητάω: αν ακούσεις κάποιον να λέει ότι πεθαίνω, έλα στο θάλαμο, για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία μου».
Ο Έντουαρντ έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα και η Βερόνικα σκέφτηκε ότι γύρισε στον κόσμο του και δε θα ερχόταν σύντομα πίσω.
Τελικά, εκείνος κοίταξε τα βουνά πέρα απ' τον τοίχο της «Βιλέτ» και είπε:
«Αν θέλεις να φύγεις, θα σε πάω έξω. Δώσε μου μόνο λίγο χρόνο να πάρω τις ζακέτες και λίγα χρήματα. Ύστερα θα φύγουμε οι δυο μας».
«Δε θα κρατήσει πολύ, Έντουαρντ, και το ξέρεις».
Ο Έντουαρντ δεν απάντησε. Μπήκε και γύρισε αμέσως με τις ζακέτες.
«Θα κρατήσει μια αιωνιότητα, Βερόνικα. Περισσότερο από όλα τα πανομοιότυπα μερόνυχτα που πέρασα εδώ, προσπαθώντας πάντα να ξεχάσω τα οράματα του Παραδείσου. Σχεδόν τα ξέχασα, αλλά μου φαίνεται ότι επιστρέφουν.
»Πάμε να φύγουμε. Οι τρελοί κάνουν τρέλες».

ΕΚΕΊΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, όταν συγκεντρώθηκαν για το βραδινό, οι τρόφιμοι αντιλήφθηκαν ότι έλειπαν τέσσερα άτομα. Η Ζέντκα, που όλοι ήξεραν ότι είχε αφεθεί ελεύθερη μετά από μακρά θεραπεία. Η Μαρί, που πρέπει να είχε πάει στον κινηματογράφο όπως το συνήθιζε αρκετά συχνά. Ο Έντουαρντ, που ίσως δεν είχε ακόμη συνέλθει από το ηλεκτροσόκ - μόλις το σκέφτηκαν αυτό, όλοι οι τρόφιμοι τρόμαξαν και άρχισαν να τρώνε σιωπηλοί.
Τέλος, έλειπε η κοπέλα με τα πράσινα μάτια και τα καστανά μαλλιά. Εκείνη που όλοι ήξεραν ότι δε θα πρόφταινε ζωντανή το τέλος της βδομάδας.
Κανείς δε μιλούσε ανοιχτά για το θάνατο στη «Βιλέτ». Όμως οι απουσίες έγιναν αντιληπτές, μολονότι όλοι προσπαθούσαν να φέρονται σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Μια φήμη άρχισε να κυκλοφορεί από τραπέζι σε τραπέζι. Μερικοί έκλαψαν, επειδή η κοπέλα έσφυζε από ζωή και τώρα θα ήταν στο μικρό νεκροτομείο που βρισκόταν στην πίσω πλευρά του ιδρύματος. Μόνο οι πιο τολμηροί περνούσαν από κει - αλλά και αυτοί μόνο τη μέρα, όταν το φως περιέλουζε το μέρος. Υπήρχαν εκεί τρία μαρμάρινα τραπέζια και συνήθως πάνω σε ένα απ' αυτά βρισκόταν ένα καινούριο σώμα καλυμμένο μ' ένα σεντόνι.
Όλοι ήξεραν ότι η Βερόνικα ήταν εκεί τη νύχτα. Όσοι ήταν πραγματικά τρελοί σύντομα ξέχασαν ότι, για μια βδομάδα, το ίδρυμα είχε μια καινούρια φιλοξενούμενη, που μερικές φορές τους τάραζε τον ύπνο με το πιάνο. Λίγοι απ' αυτούς που άκουσαν το νέο ένιωσαν κάποια θλίψη, ιδιαίτερα οι νοσοκόμες που βρίσκονταν μαζί με τη Βερόνικα τις νύχτες που πέρασε στην Εντατική. Όμως οι υπάλληλοι είχαν εκπαιδευτεί να μη δημιουργούν πολύ στενούς δεσμούς με τους ασθενείς, καθώς άλλοι έφευγαν, άλλοι πέθαιναν και οι περισσότεροι
πήγαιναν απ' το κακό στο χειρότερο μέρα με τη μέρα. Η θλίψη τους κράτησε λίγο παραπάνω και ύστερα καταλάγιασε.
Ωστόσο, η μεγάλη πλειονότητα των τροφίμων μόλις, έμαθε το νέο προσποιήθηκε έκπληξη και στενοχώρια αλλά ένιωσε ανακούφιση. Επειδή, για άλλη μια φορά, πέρασε απ' τη «Βιλέτ» ο Άγγελος του θανάτου και τους είχε χαρίσει τη ζωή.



ΣΤΗ ΣΥΓΚΈΝΤΡΩΣΗ ΤΗΣ «ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ» μετά το βραδινό, ένα μέλος της ομάδας έφερε την είδηση: η Μαρί δεν είχε πάει στον κινηματογράφο. Έφυγε, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ και είχε αφήσει στον ίδιο ένα μήνυμα.
Κανείς δε φάνηκε να δίνει μεγάλη σημασία: πάντα φαινόταν διαφορετική, πολύ τρελή, ανίκανη να προσαρμοστεί στην ιδανική κατάσταση που ζούσαν όλοι εκεί.
«Η Μαρί ποτέ δεν κατανόησε πόσο ευτυχισμένοι είμαστε», είπε ένας τους. «Έχουμε φίλους με κοινά χαρακτηριστικά, ακολουθούμε κοινή πορεία, κάθε τόσο βγαίνουμε μαζί, προσκαλούμε ομιλητές να δώσουν διαλέξεις για σημαντικά θέματα, συζητάμε τις ιδέες τους. Η ζωή μας απέκτησε την τέλεια ισορροπία, κάτι που πολλοί άνθρωποι έξω θα επιθυμούσαν να έχουν».
«Χωρίς να υπολογίζουμε το γεγονός ότι στη "Βιλέτ" είμαστε προστατευμένοι από την ανεργία, από τις συνέπειες του πολέμου στη Βοσνία, τα οικονομικά προβλήματα, τη βία», σχολίασε άλλος. «Έχουμε βρει την τέλεια αρμονία».
«Η Μαρί μου εμπιστεύτηκε ένα μήνυμα», είπε εκείνος που είχε φέρει την είδηση, δείχνοντας έναν κλειστό φάκελο. «Μου ζήτησε να το διαβάσω δυνατά, σαν να ήθελε να μας αποχαιρετίσει όλους».
Ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνοιξε το φάκελο και έκανε αυτό που ζήτησε η Μαρί. Παραλίγο να σταματήσει στη μέση, αλλά ήταν πια πολύ αργά και συνέχισε ως το τέλος.

Κάποτε, όταν ήμουν νεαρή δικηγόρος, διάβασα έναν Άγγλο ποιητή και μια φράση του χαράχτηκε στο μυαλό μου: «Να είσαι σαν την πηγή που ξεχειλίζει και όχι σαν τη γούρνα που έχει πάντα το ίδιο νερό». Πάντα πίστευα ότι είχε άδικο: είναι επικίνδυνο να ξεχειλίζουμε, επειδή μπορεί να βουλιάξουμε περιοχές όπου ζουν αγαπημένα πρόσωπα και να τα πνίξουμε με την αγάπη και τον ενθουσιασμό μας. Έτσι προσπαθούσα σε όλη τη ζωή μου να είμαι σαν τη γούρνα, χωρίς ποτέ να ξεπερνάω τα εσωτερικά όρια μου.
Μα για κάποιο λόγο που αγνοώ έτυχε να προσβληθώ από το σύνδρομο του πανικού. Μεταμορφώθηκα σ' αυτό ακριβώς που τόσο είχα αγωνιστεί να αποφύγω: σε μια πηγή που ξεχείλισε και πλημμύρισε τα πάντα γύρω της, γύρω μου. Το αποτέλεσμα ήταν ο εγκλεισμός στη «Βιλέτ».
Αφού θεραπεύτηκα, ξαναγύρισα στη γούρνα και γνώρισα εσάς. Σας ευχαριστώ για τη φιλία σας, τη στοργή σας και τις τόσες ευτυχισμένες στιγμές. Ζήσαμε μαζί σαν τα ψάρια στο ενυδρείο, ευτυχισμένοι επειδή κάποιος μάς έριχνε φαγητό σε συγκεκριμένες ώρες κι εμείς μπορούσαμε, όποτε το θέλαμε, να βλέπουμε τον απέξω κόσμο μέσα απ' το γυαλί.
Όμως χτες, εξαιτίας ενός πιάνου και μιας γυναίκας που πρέπει σήμερα πια να έχει πεθάνει, ανακάλυψα κάτι πολύ σημαντικό: η ζωή εδώ μέσα ήταν ακριβώς ίδια με τη ζωή απέξω. Όπως εκεί, έτσι κι εδώ οι άνθρωποι σχηματίζουν ομάδες, υψώνουν τείχη και δεν αφήνουν τίποτα ξένο να ταράξει τις ασήμαντες υπάρξεις τους. Κάνουν διάφορα πράγματα επειδή τα έχουν συνηθίσει, μελετούν θέματα χωρίς χρησιμότητα, διασκεδάζουν επειδή είναι αναγκασμένοι να διασκεδάζουν και ο υπόλοιπος κόσμος ας πάει να πνιγεί, ας τα βρει μόνος του. Το πολύ πολύ παρακολουθούν –όπως κάναμε κι εμείς τόσες φορές μαζί- το δελτίο ειδήσεων, μόνο για να έχουν επιβεβαίωση του πόσο ευτυχισμένοι είναι σ' έναν κόσμο γεμάτο προβλήματα και αδικίες.
Δηλαδή: η ζωή της «Αδελφότητας» είναι ακριβώς ίδια με τη ζωή σχεδόν όλων των ανθρώπων έξω - όλοι αποφεύγουν να μάθουν τι βρίσκεται πέρα απ' τα γυάλινα τοιχώματα του ενυδρείου. Για μεγάλο διάστημα αυτό ήταν παρήγορο και ωφέλιμο. Όμως οι άνθρωποι αλλάζουν και τώρα εγώ βγήκα στην αναζήτηση περιπέτειας - ακόμη κι αν είμαι εξήντα πέντε χρόνων και ξέρω τους πολλούς περιορισμούς αυτής της ηλικίας. Πηγαίνω στη Βοσνία. Εκεί υπάρχουν άνθρωποι που με περιμένουν, αν και δε με γνωρίζουν - ούτε εγώ τους γνωρίζω. Όμως ξέρω ότι είμαι χρήσιμη και το ρίσκο της περιπέτειας αξίζει χίλιες μέρες καλοπέρασης και άνεσης.

Μόλις τελείωσε η ανάγνωση του γράμματος, τα μέλη της «Αδελφότητας» έφυγαν για τα δωμάτια και τους θαλάμους τους, λέγοντας μέσα τους ότι η Μαρί αποτρελάθηκε οριστικά.

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ διάλεξαν το πιο ακριβό εστιατόριο της Λιουμπλιάνας, ζήτησαν τα καλύτερα πιάτα, μέθυσαν με τρία μπουκάλια κρασί εσοδείας '88, μιας από τις καλύτερες του αιώνα. Σε όλη τη διάρκεια του φαγητού δεν ανέφεραν ούτε μια φορά τη «Βιλέτ», το παρελθόν, το μέλλον.
«Μου άρεσε η ιστορία με το φίδι», έλεγε εκείνος ξαναγεμίζοντας το ποτήρι για πολλοστή φορά. «Όμως η γιαγιά σου ήταν πολύ γριά, δεν ήξερε να ερμηνεύει την ιστορία».
«Σεβασμός στη γιαγιά μου!» φώναζε η Βερόνικα πιωμένη, κάνοντας να γυρίσουν όλοι οι θαμώνες του εστιατορίου.
«Μια πρόποση για τη γιαγιά της κοπέλας!» είπε ο Εντουαρντ και σηκώθηκε. «Μια πρόποση για τη γιαγιά αυτής της τρελής εδώ μπροστά μου, που σίγουρα το 'σκασε από τη "Βιλέτ"!»
Οι διπλανοί έστρεψαν την προσοχή τους και πάλι στα πιάτα τους κάνοντας σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
«Μια πρόποση για τη γιαγιά μου!» επέμεινε η Βερόνικα.
Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου ήρθε στο τραπέζι.
«Ηρεμήστε, σας παρακαλώ».
Ηρέμησαν για λίγα λεπτά, αλλά σύντομα άρχισαν να μιλάνε δυνατά, να λένε πράγματα χωρίς νόημα και να ενεργούν με τρόπο που έφερνε τους άλλους σε δύσκολη θέση. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου ήρθε πάλι στο τραπέζι και είπε ότι δε χρειαζόταν να πληρώσουν το λογαριασμό, μόνο που έπρεπε να φύγουν την ίδια στιγμή.
«Θα γλιτώσουμε τα χρήματα γι' αυτά τα πανάκριβα κρασιά!» είπε ο Έντουαρντ υψώνοντας το ποτήρι του. «Ας φύγουμε από δω πριν αλλάξει γνώμη ο άνθρωπος!»
Όμως ο άνθρωπος δε θα άλλαζε γνώμη. Τραβούσε ήδη την καρέκλα της Βερόνικας με μια φαινομενικά ευγενική κίνηση, που πραγματικό σκοπό είχε να τη βοηθήσει να σηκωθεί το ταχύτερο δυνατό.

Πήγαν στο κέντρο της μικρής πλατείας, στην καρδιά της πόλης. Η Βερόνικα κοίταξε το δωμάτιό της στη μονή και το μεθύσι τής πέρασε για μια στιγμή. Θυμήθηκε ότι σύντομα θα πέθαινε.
«Αγόρασε κι άλλο κρασί!» είπε στον Έντουαρντ.
Υπήρχε ένα μπαρ εκεί κοντά. Ο Έντουαρντ έφερε δυο μπουκάλια, κάθισαν και συνέχισαν να πίνουν.
«Τι λάθος έχει η ερμηνεία της γιαγιάς μου;» ρώτησε η Βερόνικα.
Ο Έντουαρντ ήταν τόσο μεθυσμένος, ώστε κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να θυμηθεί τι είχε πει στο εστιατόριο, αλλά το κατόρθωσε.
«Η γιαγιά σου είπε ότι η γυναίκα πατούσε το φίδι, επειδή η αγάπη πρέπει να κυριαρχεί πάνω στο Καλό και στο Κακό. Ωραία και ρομαντική ερμηνεία, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Γιατί εγώ έχω δει αυτή την εικόνα• είναι ένα από τα οράματα του Παραδείσου που ήθελα να ζωγραφίσω. Αναρωτιόμουν γιατί πάντα ζωγράφιζαν την Παναγία με αυτό τον τρόπο».
«Γιατί;»
«Επειδή η Παναγία, η θηλυκή ενέργεια, είναι η μεγάλη κυρίαρχη του φιδιού, που συμβολίζει τη σοφία. Αν παρατηρήσεις το δαχτυλίδι του δόκτορα Ιγκόρ, θα δεις ότι έχει το σύμβολο όλων των γιατρών: δύο φίδια τυλιγμένα γύρω από ένα ραβδί. Η αγάπη κυριαρχεί της σοφίας, όπως η Παναγία κυριαρχεί του φιδιού. Για εκείνη όλα είναι Έμπνευση. Δεν κάθεται να κρίνει το Καλό και το Κακό».
«Και ξέρεις κάτι ακόμη;» είπε η Βερόνικα. «Η Παναγία δε νοιάστηκε ποτέ για το τι έλεγαν οι άλλοι. Φαντάσου να έπρεπε να εξηγήσει σε όλους την ιστορία με το Άγιο Πνεύμα! Δεν εξήγησε τίποτα, είπε μόνο: "Έγινε έτσι κι έτσι". Ξέρεις τι θα είπαν οι άλλοι;»
«Πώς δεν ξέρω; Ότι ήταν τρελή!»
Γέλασαν και οι δύο. Η Βερόνικα σήκωσε το ποτήρι της.
«Συγχαρητήρια. Έπρεπε να ζωγραφίζεις αυτά τα οράματα του Παραδείσου που λες, αντί να μιλάς συνέχεια γι' αυτά».
«Θ' αρχίσω με σένα», απάντησε ο Έντουαρντ.

Δίπλα στη μικρή πλατεία υπάρχει ένα μικρό βουνό. Στην κορυφή του μικρού βουνού υπάρχει ένα μικρό κάστρο. Η Βερόνικα και ο Έντουαρντ ανέβηκαν το ανηφορικό δρομάκι με γέλια και βλαστήμιες, γλιστρώντας στον πάγο και γκρινιάζοντας για την κούραση.
Δίπλα στο κάστρο βρίσκεται ένας πελώριος κίτρινος γερανός. Σε όποιον πάει στη Λιουμπλιάνα για πρώτη φορά ο γερανός δίνει την εντύπωση ότι επισκευάζουν το κάστρο και ότι σύντομα θα είναι πλήρως αναπαλαιωμένο. Οι κάτοικοι της Λιουμπλιάνας όμως ξέρουν ότι ο γερανός βρίσκεται εκεί πολλά χρόνια - αν και κανείς δε γνωρίζει την πραγματική αιτία. Η Βερόνικα είπε στον Έντουαρντ ότι, όταν ζητούν από τα παιδιά στον παιδικό σταθμό να ζωγραφίσουν το κάστρο της Λιουμπλιάνας, αυτά πάντα βάζουν στη ζωγραφιά και το γερανό.
«Άλλωστε, ο γερανός είναι σε καλύτερη κατάσταση απ' το κάστρο».
Ο Έντουαρντ γέλασε.
«Έπρεπε να έχεις πεθάνει», της επισήμανε, ακόμη υπό την επήρεια του οινοπνεύματος αλλά και με κάποιο φόβο στη φωνή. «Η καρδιά σου δεν έπρεπε να αντέξει τέτοια ανάβαση».
Η Βερόνικα του έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί.
«Κοίτα καλά το πρόσωπό μου», του είπε. «Κοίτα το με τα μάτια της ψυχής σου, για να μπορέσεις μια μέρα να το απεικονίσεις. Ξεκίνα απ' αυτό, αν θέλεις, αλλά άρχισε να ζωγραφίζεις. Αυτή είναι η τελευταία επιθυμία μου. Πιστεύεις στο Θεό;»
«Πιστεύω».
«Τότε θα μου ορκιστείς στο Θεό στον οποίο πιστεύεις ότι θα με ζωγραφίσεις».
«Τ' ορκίζομαι».
«Και ότι αφού με ζωγραφίσεις θα συνεχίσεις να ζωγραφίζεις».
«Δεν ξέρω αν μπορώ να το ορκιστώ αυτό».
«Μπορείς. Και θα σου πω και κάτι ακόμη: ένα ευχαριστώ, που έδωσες νόημα στη ζωή μου. Ήρθα σ' αυτό τον κόσμο για να περάσω όσα πέρασα, να αποπειραθώ να αυτοκτονήσω, να καταστρέψω την καρδιά μου, να συναντήσω εσένα, να ανέβω σ' αυτό το κάστρο και να σ' αφήσω να χαράξεις το πρόσωπό μου στην ψυχή σου. Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ήρθα στον κόσμο: να σε κάνω να ξαναπιάσεις το μονοπάτι που παράτησες. Μη με κάνεις να νιώσω ότι η ζωή μου ήταν άχρηστη».
«Ίσως είναι πάρα πολύ νωρίς ή πάρα πολύ αργά• πάντως, όπως έκανες εσύ, θέλω κι εγώ να σου πω: σ' αγαπώ. Δε χρειάζεται να το πιστέψεις• ίσως είναι μια ανοησία, μια φαντασίωσή μου».
Η Βερόνικα αγκάλιασε τον Έντουαρντ και παρακάλεσε το Θεό, στον οποίο δεν πίστευε, να την πάρει εκείνη τη στιγμή.
Έκλεισε τα μάτια και ένιωσε ότι και εκείνος έκανε το ίδιο. Και ο ύπνος ήρθε βαθύς, χωρίς όνειρα. Ο θάνατος ήταν γλυκός, μύριζε κρασί και της χάιδευε τα μαλλιά.



Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΕΝΙΩΣΕ ότι κάποιος τον χτυπούσε στον ώμο. Όταν άνοιξε τα μάτια, είχε αρχίσει να χαράζει.
«Μπορείτε να πάτε στο δημοτικό καταφύγιο», είπε ο φύλακας. «Θα παγώσετε αν μείνετε εδώ».
Μέσα σ' ένα κλάσμα του δευτερολέπτου θυμήθηκε όλα όσα είχαν γίνει την περασμένη νύχτα. Στην αγκαλιά του ήταν κουρνιασμένη μια γυναίκα.
«Είναι... είναι νεκρή».
Όμως η γυναίκα κουνήθηκε και άνοιξε τα μάτια της.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Βερόνικα.
«Τίποτα», απάντησε ο Εντουαρντ σηκώνοντάς τη. «Ή μάλλον, ένα θαύμα: άλλη μια μέρα ζωής».

ΜΌΛΙΣ Ο ΔΟΚΤΩΡ ΙΓΚΟΡ μπήκε στο γραφείο και άναψε το φως –ακόμη ξημέρωνε αργά, εκείνος ο χειμώνας κρατούσε πιο πολύ απ' όσο έπρεπε-, ένας νοσοκόμος χτύπησε την πόρτα.
«Νωρίς ξεκινάμε σήμερα», είπε.
Η μέρα προμηνυόταν δύσκολη εξαιτίας της συζήτησης με την κοπέλα. Γι' αυτή προετοιμαζόταν όλη τη βδομάδα και την προηγούμενη νύχτα λίγο είχε καταφέρει να κοιμηθεί.
«Έχω ανησυχητικά νέα», είπε ο νοσοκόμος. «Εξαφανίστηκαν δύο τρόφιμοι: ο γιος του πρέσβη και η κοπέλα με το πρόβλημα στην καρδιά».
«Είστε ανίκανοι. Η ασφάλεια του νοσοκομείου πάντα ήταν άκρως ελλιπής».
«Είναι που κανείς δεν είχε ξαναεπιχειρήσει να το σκάσει», απάντησε τρομαγμένος ο νοσοκόμος. «Δεν ξέραμε ότι ήταν δυνατό».
«Έξω από δω! Πρέπει να ετοιμάσω έκθεση για τους ιδιοκτήτες, να ειδοποιήσω την αστυνομία και να πάρω μια σειρά από μέτρα. Και πείτε ότι δε θέλω να με ξαναδιακόψουν, γιατί όλα αυτά χρειάζονται ώρες!»
Ο νοσοκόμος βγήκε κάτωχρος, επειδή ήξερε ότι μέρος της ευθύνης γι' αυτό το πρόβλημα θα έπεφτε τελικά στους δικούς του ώμους, αφού έτσι κάνουν οι δυνατοί με τους αδυνάτους. Σίγουρα μέχρι το τέλος της μέρας θα είχε απολυθεί.


Ο δόκτωρ Ιγκόρ πήρε ένα σημειωματάριο, το έβαλε πάνω στο τραπέζι και ετοιμαζόταν ν' αρχίσει να κρατάει σημειώσεις• αλλά τελικά άλλαξε γνώμη.
Έσβησε το φως, κάθισε στο γραφείο, που φωτιζόταν αμυδρά από τον ήλιο που ακόμη ανέτελλε, και χαμογέλασε. Τα είχε καταφέρει.
Σε λίγο θα άρχιζε να γράφει τις απαραίτητες σημειώσεις, όπου θα περιέγραφε τη μοναδική γνωστή θεραπεία για το Βιτριόλι: τη συνειδητοποίηση της ζωής. Και θα έλεγε ποιο ήταν το φάρμακο που χρησιμοποίησε στο πρώτο μεγάλο πείραμα του με τους ασθενείς: τη συνειδητοποίηση του θανάτου.
Ίσως υπήρχαν και άλλα φάρμακα, αλλά ο δόκτωρ Ιγκόρ είχε αποφασίσει να επικεντρώσει τη διατριβή του στο μοναδικό με το οποίο είχε την ευκαιρία να πειραματιστεί επιστημονικά, χάρη σε μια κοπέλα που είχε εισέλθει -άθελα της- στο πεπρωμένο του. Όταν ήρθε, η κατάστασή της ήταν πολύ σοβαρή: είχε βαριά δηλητηρίαση και βρισκόταν σε αρχή κώματος. Έμεινε μεταξύ ζωής και θανάτου σχεδόν μια βδομάδα, αρκετό καιρό για να συλλάβει εκείνος τη λαμπρή ιδέα του πειράματος. Όλα εξαρτιόνταν από ένα πράγμα και μόνο: την ικανότητα της κοπέλας να επιβιώσει.
Και τα είχε καταφέρει.
Χωρίς καμιά σοβαρή συνέπεια ή ανεπανόρθωτη βλάβη• αν πρόσεχε την υγεία της, θα μπορούσε να ζήσει όσο εκείνος ή και ακόμη περισσότερο.


Όμως ο δόκτωρ Ιγκόρ ήταν ο μόνος που το ήξερε αυτό, όπως ήξερε και ότι όσοι αποτυγχάνουν σε απόπειρα αυτοκτονίας έχουν την τάση να επαναλαμβάνουν το εγχείρημά τους αργά ή γρήγορα. Γιατί να μην τη μεταχειριστεί σαν πειραματόζωο, για να δει αν θα κατόρθωνε να εξαλείψει από τον οργανισμό της το Βιτριόλι - την Πικρία;
Και ο δόκτωρ Ιγκόρ κατέστρωσε το σχέδιο του.
Χρησιμοποιώντας ένα φάρμακο γνωστό ως Φενοτάλ, κατάφερε να προκαλέσει συνέπειες παρόμοιες με αυτές της καρδιακής προσβολής. Η κοπέλα δεχόταν ενέσεις με το φάρμακο επί μία βδομάδα και πρέπει να τρόμαξε πολύ, επειδή όλο αυτό τον καιρό σκεφτόταν το θάνατο και ξαναθεώρησε ολόκληρη τη ζωή της. Μ' αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τη διατριβή του δόκτορα Ιγκόρ («Η συνειδητοποίηση του θανάτου μας εμψυχώνει να ζήσουμε περισσότερο» θα ήταν ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου της εργασίας του), η κοπέλα έφτασε να εξαλείψει το Βιτριόλι από τον οργανισμό της και πιθανώς δε θα επαναλάμβανε την πράξη της.


Σήμερα θα συναντιόταν μαζί της για να της πει ότι χάρη στις ενέσεις είχε κατορθώσει να αναστρέψει πλήρως τις συνέπειες των καρδιακών προσβολών. Η φυγή της Βερόνικας τον είχε γλιτώσει από τη δυσάρεστη θέση να πει για άλλη μια φορά ψέματα.

Αυτό που δεν είχε υπολογίσει ο δόκτωρ Ιγκόρ ήταν η μεταδοτική παρενέργεια που θα είχε η θεραπεία της δηλητηρίασης από Βιτριόλι. Η συνειδητοποίηση του αργού και βέβαιου θανάτου είχε τρομάξει πολλούς στη «Βιλέτ». Σίγουρα όλοι αναλογίζονταν τι έχαναν και ωθούνταν να επανεκτιμήσουν ο καθένας τη δική του ζωή.
Η Μαρί είχε ζητήσει εξιτήριο. Άλλοι ασθενείς ζητούσαν αναθεώρηση των περιπτώσεων τους. Η περίπτωση του γιου του πρέσβη ήταν πιο ανησυχητική, επειδή είχε εξαφανιστεί - σίγουρα προσπαθώντας να βοηθήσει τη Βερόνικα στη φυγή της.
Ίσως είναι ακόμη μαζί, σκέφτηκε.
Πάντως, ο γιος του πρέσβη γνώριζε τη διεύθυνση της «Βιλέτ», αν τυχόν ήθελε να επιστρέψει. Ο δόκτωρ Ιγκόρ ήταν πάρα πολύ ενθουσιασμένος με τα αποτελέσματα και δεν έδινε σημασία σε μικροπράγματα.


Για λίγο τον κατέλαβε μια άλλη αμφιβολία: αργά ή γρήγορα η Βερόνικα θα αντιλαμβανόταν ότι δεν επρόκειτο να πεθάνει απ' την καρδιά της. Σίγουρα, θα πήγαινε σε καρδιολόγο, ο οποίος θα της έλεγε ότι ο οργανισμός της ήταν απόλυτα φυσιολογικός. Εκείνη τη στιγμή θα σκεφτόταν ότι ο γιατρός που την παρακολουθούσε στη «Βιλέτ» ήταν τελείως ανίκανος. Όμως όλοι οι άνθρωποι που τολμούν να ερευνήσουν απαγορευμένα θέματα χρειάζονται μια κάποια δόση θάρρους αλλά και ανοχής στην έλλειψη κατανόησης.
Όμως όλες αυτές οι μέρες που θα έπρεπε να ζήσει με το φόβο του επικείμενου θανάτου της;
Ο δόκτωρ Ιγκόρ ζύγισε για πολύ τα υπέρ και τα κατά και αποφάνθηκε: δεν ήταν τίποτα το σοβαρό, θα θεωρούσε κάθε μέρα της ένα θαύμα – πράγμα το οποίο δεν παύει να ισχύει, αν αναλογιστούμε τα πιθανά απρόσμενα γεγονότα που μπορεί να συμβούν σε κάθε δευτερόλεπτο της εύθραυστης ύπαρξής μας.


Διαπίστωσε ότι οι αχτίδες του ήλιου δυνάμωναν, γεγονός που σήμαινε ότι αυτή την ώρα οι τρόφιμοι θα έπαιρναν το πρωινό τους. Σε λίγο ο προθάλαμός του θα ήταν γεμάτος, θα επέστρεφαν τα προβλήματα της κάθε μέρας και καλό θα ήταν να αρχίσει να γράφει γρήγορα τις σημειώσεις για τη διατριβή του.
Άρχισε να καταγράφει σχολαστικά το πείραμα με τη Βερόνικα. Θα άφηνε για αργότερα την έκθεση για τις ελλιπείς συνθήκες ασφαλείας του κτιρίου......ΤΕΛΟΣ